Δευτέρα 29 Ιουνίου 2015

5. Ένα (όχι και τόσο) βαρετό απόγευμα



Στην έρημο έξω από την Γκόλντβιλλ το βράδυ πάντα έκανε κρύο.  Όσο ο Μπαξ έσκαβε το βαθύ λάκκο , ο Ντομ , είχε ήδη καπνίσει γύρω στα πέντε τσιγάρα. Είχε κόψει τη συνήθεια αυτή εδώ και λίγα χρόνια , μα όταν περνούσε κάποιο ζόρι…πάντοτε κατέφευγε στη συντροφιά του καπνού. «Ωραία περνάς ε;» , η φωνή του Μπαξ αντήχησε στα αυτιά του. «Σκάσε και σκάβε» , μούγκρισε αυτός. Ο συνεργάτης του αντί για απάντηση , άφησε απλά ένα γέλιο. Ανόητο γέλιο,ομολογουμένως. Απ’ την άλλη , πάντοτε έτσι γελούσε στις δύσκολες στιγμές , δε θα τον κατηγορούσε και για αυτό.

Η σκηνή αυτή ολοένα ερχόταν στο μυαλό του Ντομένικο Ματέλο εκείνο το Τεταρτιάτικο απόγευμα. Ήταν γύρω στις πέντε και εκείνος και ο Μπάξυ , βρίσκονταν όρθιοι στο σαλόνι της βίλλας του αφεντικού. Καθώς τον περίμεναν να ετοιμαστεί , η ώρα κυλούσε αργά και βασανιστικά. Οι ενοχές , όμως ,  που ένιωθε όλες αυτές τις μέρες ήταν τεράστιες και πλέον δεν μπορούσε να τον κοιτάξει στα μάτια όπως πριν
Ταυτόχρονα , η Τζίνα , η σύζυγος του αφεντικού , κυκλοφορούσε στο χώρο κοιτώντας με προκλητικές ματιές τον Μπαξ. Χαμένος στα καταγάλανα μάτια της , ο νεαρός φίλος του είχε συνεχώς ένα χαζό χαμόγελο. Προσπαθώντας να μην κοιτάζει κανέναν από τους δύο και καθώς η ατμόσφαιρα ήταν ιδιαιτέρως αποπνικτική για τον ίδιο , ο Ντομένικο άρχισε να παρατηρεί το πολυτελές σπίτι. Ήταν μεγάλο , όπως άρμοζε σε έναν άνθρωπο του μεγέθους του αφεντικού. Τρεις όροφοι , ένας μεγάλος κήπος και μία πισίνα. Μεγάλη βίλλα , μεγάλος ιδιοκτήτης.  Οι τοίχοι , ήταν στολισμένοι με μεγάλους πίνακες , μερικοί εκ των οποίων αποτελούσαν αυθεντικά έργα τέχνης μεγάλης αξίας.
Η μητέρα του κατόχου ήταν λάτρης της τέχνης και της ζωγραφικής εξάλλου. Η Αναστάζια Τορνάντι ήταν ένας λαμπρός άνθρωπος. Τα τελευταία όμως χρόνια, έμενε μακριά από το αγαπημένο της σπίτι. Ο γιος της δεν την ανέφερε συχνά πλέον , αλλά οι φήμες έλεγαν ότι βρισκόταν σε κάποιο ιδιωτικό γηροκομείο ή σε κάποια έπαυλη πολύ μακριά από την Γκόλντβιλλ. Λεγόταν , ότι η κατάσταση της υγείας της , της απαγόρευε να βρίσκεται πλέον στα εγκόσμια. Ο ίδιος δεν είχε γνώμη… Τη θυμόταν πάντοτε δραστήρια και γεμάτη ζωή  τα τελευταία δέκα πέντε χρόνια που εργαζόταν για την οικογένεια. Σιγά σιγά όμως μετά το –δεύτερο- γάμο του κύριου Τορνάντι με τη νεαρή σύζυγό του , η κυρία Αναστάζια απομακρύνθηκε από τα εγκόσμια και ύστερα και από την έπαυλη.
Δεν περίσσευαν όμως ερωτήσεις από εκείνον και αυτό αποτελούσε καθαρά προσωπική του επιλογή. Ο Ντομένικο ήταν εκεί για να προστατεύει και να βοηθά , όχι για να ρωτά. Πάντα άκουγε , αλλάποτέ δε μιλούσε.
Να τος τώρα , όρθιος , στεκούμενος πάνω στο περσικό χαλί , να περιμένει τον Τζόναθαν Τορνάντι , το αφεντικό του , να κατέβει και να φύγουν. «Ωραία μέρα δεν έχει σήμερα αγόρια;» , η γυναικεία φωνή διέκοψε τις σκέψεις του και τη μονότονη ησυχία.

Ο Μπαξ αισθανόταν λίγο άβολα που η αγαπημένη του Τζίνα βρισκόταν τριγύρω τους. Η γυναίκα του αφεντικού του ήταν η κρυφή του ερωμένη. Ένιωθε βαθιές τύψεις. Επίσης , γνώριζε πως αν αυτό γινόταν γνωστό και αυτός και εκείνη θα βρίσκονταν νεκροί. Ο μόνος που γνώριζε , λοιπόν για αυτή την παράνομη σχέση ήταν ο Ντομ. Φυσικά , δεν την ενέκρινε . Τον παρατηρούσε τόση ώρα , στεκόταν όρθιος και αμίλητος… δυσανασχετούσε. Δεν ήθελε να βρίσκεται εκεί.
Ξαφνικά όμως ,  η Τζίνα αποφάσισε να μιλήσει και τώρα η δυσφορία του συνεργάτη του θα ήταν ακόμα μεγαλύτερη από πριν. «Ωραία μέρα δεν έχει σήμερα αγόρια;»
«Καλή είναι…» , η φωνή του Ντομένικο ήταν σιγανή , μα ακούστηκε ξεκάθαρα στο σαλόνι του μεγάλου σπιτιού.Μπα; Μίλησε; Προσπαθούσε να ξεπεράσει την αμηχανία του; «Μακάρι το αφεντικό σας να με πήγαινε πουθενά μία τόσο όμορφη μέρα… Αλλά ο Τζόνυ προτιμάει να βγαίνει έξω με εσάς» , η γλυκιά του Τζίνα είχε έτοιμη την απάντηση και ύστερα γέλασε , μάλλον ειρωνικά. Ο Ντομένικο αν μπορούσε θα είχε εκραγεί μετά από αυτό, πλέον ήταν σίγουρο.
«Κάποιος πρέπει να φέρει τα χρήματα σπίτι!» , η φωνή του κύριου Τορνάντι ήχησε σε όλο τον όροφο. Η επιβλητική του παρουσία , ξεπρόβαλλε στη μεγάλη ξύλινη σκάλα και ο Μπαξ ένιωσε το δέος που του προκαλούσε πάντα η εμφάνισή του. Ψηλός , ντυμένος με ένα ακριβό μαύρο σακάκι και ένα ανάλογο παντελόνι. Το βαθύ κόκκινο πουκάμισό του ξεχώριζε όμως και ήταν αυτό που έκανε τη διαφορά. Το στυλ του Τζόναθαν Τορνάντι , ήταν απαράμιλλο.
Παρόλα αυτά ο τρόπος με τον οποίο τον αντιμετώπιζε πλέον ο Μπαξ άλλαζε. Μέρα με τη μέρα , ο φόβος του για τον άνθρωπο που θαύμαζε και θα έδινε–θεωρητικά- και τη ζωή του συνεχώς μεγάλωνε. Η Τζίνα ήταν η γυναίκα των ονείρων του. Οι νύχτες μακριά της δεν περνούσαν , η φλόγα του έρωτά τους τον σιγόκαιγε . Το πάθος του για εκείνη ήταν άσβεστο και θα ήθελε να την έχει μόνο για εκείνον. Μέσα του όμως γνώριζε ότι άνηκε δικαιωματικά στο αφεντικό. Η λογική έλεγε να σταματήσει να την βλέπει , όσο ήταν καιρός , έπρεπε να πάψει να εθίζεται σε εκείνη , στο άρωμά της , στην γοητεία της , την ομορφιά της , το περπάτημά της… Όλα πάνω της ήταν τόσο υπέροχα. Και εκείνος… ένας ταπεινός μπράβος της σειράς. Το αφεντικό θα τον καθάριζε αμέσως , αν μάθαινε κάτι. Η καρδιά του όμως δεν τον άφηνε να δραπετεύσει από αυτή τη σχέση. Άσε τη λογική κατά μέρος , πρώτη φορά ερωτεύεσαι έτσι. Αυτό έλεγε από μέσα του προσπαθώντας να δικαιολογήσει τις πράξεις του.

Ο κύριος Τορνάντι κατέβαινε τις σκάλες χαμογελώντας και ο Ντομένικο επιτέλους ένιωθε ανακούφιση. Γύρισε και κοίταξε τον Μπαξ , ο οποίος για μερικές στιγμές είχε μείνει στήλη άλατος. «Αύριο ,  είναι η μέρα σου αγάπη μου!» , ενώ το χαμόγελό του έλαμπε , το αφεντικό κατέβηκε με χάρη και το τελευταίο σκαλοπάτι. 
Ύστερα πλησίασε τη νεαρή του σύζυγο , η οποία εξακολουθούσε να κοιτάζει ειρωνικά προς κάθε κατεύθυνση. Το φλογερό τους φιλί έκανε τον Μπαξ να δαγκώσει τα χείλη του για να μην ουρλιάξει. «Είσαι ανόητος» , του ψιθύρισε ο Ντομ.
«Ερωτευμένος είμαι» , μούγκρισε μα ούτε ο ίδιος δεν το πίστευε αυτό.
«Απλά είσαι ένα χαζό παιδαρέλι ακόμα Μπάξυ! Συγκεντρώσου και παράτα τα , πριν βρεθούμε όλοι στο χώμα» . Τη μικρή σιγανή τους συζήτηση , διέκοψε πολύ γρήγορα ο εργοδότης τους.
«Μπάξυ! Ντομ! Είστε έτοιμοι; Συγγνώμη που έπρεπε να περιμένετε τόση ώρα , χεχε!»  , ένα ελαφρύ χαστουκάκι στο μάγουλο του Μπαξ και ένα χτύπημα στην πλάτη του Ντομ , ήταν απλά το έναυσμα για να κατευθυνθούν προς το μαύρο τζιπ οι τρεις άνδρες. Κοιτώντας προς τα πίσω , κάποιος μπορούσε να διακρίνει τη Τζίνα. Είχε μείνει μέχρι την εξώπορτα για να τους ξεπροβοδίσει. Ανάθεμα την ώρα που μπήκε στη ζωή του αφεντικού αυτή η γυναίκα.

«Όντως όμως , σήμερα έχει όμορφη μέρα… μέσα στο μήνα πρέπει να πάμε οπωσδήποτε μία εκδρομή! Θα έρθετε μαζί έτσι;»  , για κάποιο ανεξήγητο λόγο ο Τζον σήμερα είχε κέφια.
«Αν είναι η εντολή σας , φυσικά!». «Έλα τώρα Ντομ , είστε σαν οικογένεια και το ξέρεις , θα πάμε όλοι μαζί , θα πω και στον Λεονάρντο!» .
Ο Λεονάρντο Τρονατέλι , ήταν πρώτος ξάδελφος του αφεντικού και μέτοχος στην οικογενειακή επιχείρηση. Ένας άνθρωπος κοντά στα πενήντα , σαφώς κοντύτερος όμως από τον ξάδελφό του , πατέρας δύο παιδιών και διευθυντής στο ένα από τα τέσσερα μαγαζιά της οικογένειας. Στο δρόμο για το σημαντικό ραντεβού , ο Ντομ οδηγούσε , όπως πάντα άλλωστε , ενώ ο ίδιος καθόταν στη θέση του συνοδηγού μασουλώντας αμήχανα μία τσίχλα. Μάλλον είχε γεύση μέντας , αλλά τόσες εβδομάδες που ήταν παρατημένη μέσα στο ντουλαπάκι του σκουρόχρωμου τζιπ , είχε αλλοιωθεί. Στο πίσω κάθισμα βρισκόταν , το αφεντικό , ο Τζον Τορνάντι αυτοπροσώπως.
Ο Μπαξ τον κοίταζε από τον καθρέφτη. Χαμογελούσε… Τελευταία το αφεντικό είχε κάποια προβλήματα , και μάλιστα για κάποιο λόγο ο μόνος που ήξερε κάτι για αυτά ήταν εκείνος. Αυτό τον δίχαζε κι άλλο. Η Τζίνα ή εκείνος;
Όσο το Τζιπ έστριβε στα στενά της Γκόλντβιλλ , το μυαλό του , προσπαθούσε να σκεφτεί μία λύση ώστε τίποτα να μην αλλάξει , να μην πληγωθεί και να μην πεθάνει κανείς τους. Μάταια όμως , ήταν βουτηγμένος στην αμαρτία. Ύστερα από το φόνο του δικηγόρου ειδικά , τίποτα δε θα ήταν πια το ίδιο. Όχι τόσο επειδή επρόκειτο για το δικηγόρο της οικογένειας , δεν ήταν παρά ένα καθίκι. Το θέμα ήταν ότι βρισκόταν αρκετά κοντά στον Τζον. Αυτό σε συνδυασμό με την κατάσταση στο σπίτι τον είχαν αναστατώσει. Η δουλειά τους και η θέση του όμως , δεν άφηναν περιθώρια για μπάχαλα ούτε συναισθηματισμούς. Ευτυχώς όμως , τώρα που πήγαιναν σε αυτή τη σημαντική συνάντηση , το αφεντικό είχε ανακτήσει απ’ ότι φαινόταν τις δυνάμεις του. Έλαμπε στο πίσω κάθισμα. Τελικά ίσως δεν έπρεπε να ανησυχεί για εκείνον.
Γύρισε προς το πίσω κάθισμα και τον κοίταξε χαμογελώντας . Ο Τζον του έκλεισε πονηρά το μάτι. Όπως είχε κάνει και η μοίρα εκείνο το μοιραίο βράδυ.

«Πρέπει να του το πούμε.» , ήταν οι πρώτες λέξεις του Μπαξ μόλις τελείωσε με το σκάψιμο.
«Είσαι τρελός τελικά... ο δρόμος που διαλέξαμε δεν έχει επιστροφή μικρέ , πάρ’το απόφαση.» , ο Ντομ είχε σταματήσει να τον αποκαλεί μικρό εδώ και πολύ καιρό. Να όμως που εκείνη τη στιγμή ο κόμπος είχε φτάσει στο χτένι. Του έτεινε το χέρι του κρατώντας ένα τσιγάρο. Το φεγγάρι έλαμπε πάνω από την κρύα έρημο , και οι δύο άνδρες κοιτούσαν σιωπηλοί το μέρος όπου έθαψαν το πτώμα. «Τα έχω χάσει Ντομ , τι κάναμε;».
«Ή καλό στην κοινωνία ή κακό σε εμάς. Ας το ξεχάσουμε , θα κάνουμε σαν να μη συμβαίνει τίποτα». Κοιτάχτηκαν και επέστρεψαν στο αυτοκίνητο.

Εκείνη τη νύχτα αποφάσισαν ότι δε θα έλεγαν τίποτα στο αφεντικό … Τόσα μυστικά… Γιατί πρόδιδε έτσι την εμπιστοσύνη του και το χαμόγελό του; Γιατί…

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ…  

Κυριακή 21 Ιουνίου 2015

4. Ο κύριος Σάιμον


Η Νάταλι είχε αργήσει. Ήταν μόλις 8:30 το πρωί , αλλά εκείνη ακόμα προσπαθούσε να κουμπώσει το φόρεμά της. Το είχε αγοράσει πριν ένα μήνα περίπου αλλά δεν το είχε φορέσει σχεδόν καθόλου. Αποφάσισε να πάει στη δουλειά με αυτό σήμερα , αλλά το φερμουάρ είχε κολλήσει. Τώρα ή θα έσπαγε ή θα έβγαζε το φόρεμα. Οι δείκτες του ρολογιού κυλούσαν βασανιστικά γρήγορα και η Νάταλι είχε φρικάρει. Πάλι τα είχε κάνει μαντάρα! Το πρώτο της ραντεβού για σήμερα ήταν στις εννιά και δεν ήθελε να αργήσει. Το ιατρείο της εξάλλου μετρούσε λίγες μέρες ζωής και προσπαθούσε να φτιάξει ένα όνομα στην πιάτσα. Αγχωμένη όπως ήταν τράβηξε με δύναμη το φερμουάρ για μία ύστατη προσπάθεια και αυτό επιτέλους ολοκλήρωσε την πορεία του!
Η Νάταλι Νετ ήταν λίγο μεγαλύτερη από είκοσι έξι ετών. Τόσο νέα κι όμως , είχε καταφέρει να ανοίξει το δικό της ψυχολογικό ιατρείο. Είχε πάρει το μεταπτυχιακό της τον προηγούμενο χρόνο και τώρα έκανε το όνειρό της πραγματικότητα. Το μικρό ροζ αυτοκίνητό της ξεγλιστρούσε εύκολα ανάμεσα στα υπόλοιπα αμάξια  της Γκόλντβιλλ και έτσι η Νάταλι θα έφτανε γρήγορα για το πρώτο ραντεβού. Ήταν εννέα παρά δέκα και ίσα που θα προλάβαινε να ανοίξει , μέχρι να εμφανισθεί ο πρώτος της ασθενής για σήμερα.

Η κυρία Λίντα Τσάμπερλαϊν ήταν μία συνηθισμένη νοικοκυρά , γύρω στα πενήντα. Είχε κάποια προβλήματα με το γάμο της. Φοβόταν πως ο σύζυγος της την απατούσε. Θεωρούσε ότι τα είχε κρυφά με τη γραμματέα του. Κλασική φοβία των γυναικών με κρίση μέσης ηλικίας , ήταν το πόρισμα της Νάταλι από την πρώτη στιγμή.
Η ίδια πάντως ήλπιζε όταν θα έφτανε στην ηλικία της να μην αντιμετώπιζε κάτι τέτοιο. «Ο Γιος μου θα καταντήσει αλήτης , αν ο πατέρας του συνεχίσει να λείπει από το σπίτι γιατρέ!» , φαινόταν πως η κυρία Τσάμπερλεϊν είχε κι άλλα οικογενειακά προβλήματα. Ένας γιος στην εφηβεία και ένας αδερφός με ελαφρύ πρόβλημα αλκοολισμού. Χειρότερα δε γινόταν , έπρεπε να τη βοηθήσει λοιπόν. Παραδόξως η ώρα μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου ραντεβού πέρασε ιδιαίτερα γρήγορα. Στις δέκα την περίμενε το δεύτερο ραντεβού και έτσι η συνάντηση με την κυρία Λίντα , θα ανανεωνόταν για την επόμενη εβδομάδα.

Στις δέκα και δέκα , λίγο καθυστερημένος δηλαδή , εμφανίστηκε ο επόμενος ασθενής. Ύστερα από τα προβλήματα της κυρίας Τσάμπερλεϊν , η ψυχανάλυση του  Τζίμυ Φλίπυ , φάνταζε πολύ πιο ενδιαφέρουσα. Όχι ότι τα προβλήματα της μέσης νοικοκυράς δεν αποτελούσαν αντικείμενο έρευνας και προβληματισμού για εκείνη. Όμως ένας μικροκλέφτης όπως ο Τζίμυ , ήταν ένα ιδιαίτερα ευαίσθητο αλλά και δύσκολο ζήτημα.
Ο Τζίμυ ερχόταν κατόπιν πίεσης εδώ. Μιας και σύντομα ερχόταν η δίκη για μερικές απ’ τις διαρρήξεις που έκανε , ο δικηγόρος του του συνέστησε να ζητήσει τη βοήθεια ενός ψυχολόγου , ώστε να ξεπεράσει τη μανία του με τις κλοπές. Στην περίπτωση που θα τη γλύτωνε ή απλά θα αναγκαζόταν να πληρώσει κάποια εγγύηση , θα είχε αποδείξει και ότι πλέον δεν έχει ανάγκη την κλοπή. Ο Τζίμυ , δεν προερχόταν από μία άπορη οικογένεια. Απλά του άρεσε ο τυχοδιωκτισμός. Του άρεσε η αίσθηση του να αποκτά αντικείμενα άλλων.
Η Νάταλι ήταν ενθουσιασμένη που ένας τόσο ενδιαφέρον ασθενής ζητούσε τη βοήθειά της. Ήθελε να τον βοηθήσει να βρει τα αίτια αυτής της συμπεριφοράς του και να την ξεπεράσει. Βέβαια , ο ίδιος ο Τζίμυ δεν ήθελε και τόσο να βρίσκεται εκεί. Την προηγούμενη ημέρα της είχε κλέψει μάλλον και μερικά στυλό. Εκείνη όμως το αγνόησε και θα προσπαθούσε να είναι συγκαταβατική με σκοπό να οδηγηθεί στη ρίζα του προβλήματος. Κάποιο βίωμά του, θα τον είχε επηρεάσει , αυτό πίστευε.
«Πες μου λοιπόν…» , η ώρα είχε περάσει και μέσω των ερωτήσεών της προσπαθούσε να τον κάνει να επικεντρωθεί και να ανοιχτεί σε εκείνη. Ο μικρόσωμος όμως άνδρας δεν είχε καμία τέτοια πρόθεση. Ήταν ήδη έντεκα και το κουδούνι της εξώπορτας χτυπούσε επίμονα. Απογοητευμένη που ούτε σήμερα κατάφερε να βοηθήσει τον ασθενή της , η Νάταλι σηκώθηκε από την πολυθρόνα της. «Θα τα πούμε αύριο πάλι Τζίμυ , μην αργήσεις και ελπίζω να έλθουμε σε κάποιο αποτέλεσμα!» , του είπε προσπαθώντας να χαμογελάσει. Ο Τζίμυ την κοίταξε με το βαριεστημένο βλέμμα του και έβγαλε το χέρι από την τσέπη για να τη χαιρετίσει. «Τζίμυ εγώ είμαι μαζί σου και θέλω να σε βοηθήσω , να το ξέρεις αυτό! Και ότι μου πεις , θα είναι μεταξύ μας!» , φώναξε καθώς πατούσε το κουμπί για να ανοίξει η θύρα. Εκείνος γέλασε ειρωνικά και τράβηξε το πόμολο.
Ταυτόχρονα , η πόρτα άνοιγε και από έξω. Ενώ η Νάταλι έπινε λίγο νερό και ετοιμαζόταν για τον επόμενο ασθενή της , της φάνηκε ότι άκουσε κάποια επιφωνήματα. Έστριψε το κεφάλι και πρόσεξε τον Τζίμυ να φεύγει τρέχοντας από το ιατρείο , ενώ δύο άνδρες έμπαιναν στο χώρο.
Ο κοντύτερος κοιτούσε αγριεμένος προς τις σκάλες της πολυκατοικίας. Ήταν καστανόξανθος , φορούσε γυαλιά ηλίου , άσπρο πουκάμισο και από πάνω σακάκι. Αντίθετα , ο ψηλότερος άνδρας δεν έδωσε καμία σημασία. Ήταν μελαχρινός , φρεσκοξυρισμένος , ντυμένος με ένα γαλάζιο πουκάμισο και ένα καφέ παντελόνι. Ένας άνδρας που σίγουρα έκανε εντύπωση. Πιθανά να βρισκόταν γύρω στα σαράντα , αλλά ο χρόνος του είχε φερθεί με απίστευτη επιείκεια.
«Καλημέρα σας! Είστε η Νάταλι Νετ;» , έτεινε το χέρι του προς εκείνη ο εντυπωσιακός άνδρας. «Εεε…ναι , εγώ είμαι , να υποθέσω είστε ο κύριος…Σάιμον Φέλπ;» , είπε εκείνη , τραυλίζοντας ελαφρά. «Ναι εγώ είμαι!» , απάντησε έπειτα από μερικά δευτερόλεπτα εκείνος. «Και ο..» , η Νάταλι έδειξε με το βλέμμα της τον δεύτερο κύριο που εισήλθε στο δωμάτιο. «Α , τίποτα , απλά συνεργάτης μου και φίλος μου , ήρθε μαζί μου γιατί έχουμε μία κοινή υποχρέωση , θα περιμένει έξω στη συνέχεια». Μπήκαν μέσα.
Ο κύριος Φελπ είχε φυσιογνωμία που σου έμενε στο μυαλό. Κάποιον της θύμιζε…
«Λοιπόν κύριε Σάιμον;» , ξεκίνησε πρώτη αφού κοιταχτήκαν μερικές φορές.
«Πριν ξεκινήσω να σας εξηγώ γιατί βρίσκομαι εδώ , πρέπει να μου υποσχεθείτε ότι δε θα αποκαλύψετε τίποτα πουθενά , ούτε ότι συναντηθήκαμε!» ,  η ήρεμη φωνή του δεν αποκάλυπτε σχεδόν κανένα συναίσθημα. «Φυσικά , ότι πούμε στις συνεδρίες μας θα μένει πάντα μεταξύ μας!» , αυτό αποτελούσε απαράβατο όρο στη δουλειά της.
«Στο χώρο της δουλειάς μου , δε μου μένουν πολλά περιθώρια στο να κάνω λάθη» , άρχισε ο Σάιμον , αλλά πριν ολοκληρώσει την πρότασή του ξερόβηξε , «θα μπορούσα να σου μιλώ στον ενικό Νάταλι;». «Ναι φυσικά , συνεχίστε τώρα να μου λέτε για την εργασία σας και τι σας απασχολεί!» .
«Στο χώρο της εργασίας μου , δεν επιτρέπονται πολλά λάθη ξέρετε… Όμως τελευταία νιώθω καταπίεση και πώς τα χρόνια περνούν πολύ γρήγορα.Η εργασία μου έχει την τάση να απορροφά το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας μου. Χάνω την προσωπική μου ζωή , έτσι νιώθω. Ο γιος μου μεγαλώνει και αποξενώνεται από εμένα μέρα με τη μέρα. Η σύζυγος μου , μένει μόνη της σπίτι , φοβάμαι ότι νιώθει…» , σταμάτησε και ανέπνευσε βαριά.
Όσο προσπαθούσε να τα πει με τη μία όλα αυτά , έμοιασε να ιδρώνει και να κομπιάζει. «Είστε εντάξει κύριε Φελπ;» , η Νάταλι ανησύχησε. «Ναι» , ανέκτησε αμέσως την ψυχραιμία του εκείνος. «Πού εργάζεστε ακριβώς κύριε Φελπ;» , ρώτησε , προσπαθώντας να τον χαλαρώσει με μία γενική ερώτηση. «Θα προτιμούσα να μη σου αποκαλύψω κάτι περεταίρω. Θέλω να με βοηθήσεις απλά. Μου είπαν ότι είσαι εξαιρετική» , χαμογέλασε εκείνος.
«Χωρίς να μου πείτε όλη την ιστορία , δεν μπορώ να σας βοηθήσω κύριε Φελπ! Πότε ξεκίνησαν αυτά τα προβλήματα; Όλη αυτή η ανασφάλεια και το άγχος;». «Δεν είχα ποτέ ούτε ανασφάλεια  , ούτε άγχος !» , το ύφος του άνδρα απέναντί της τώρα ήταν υπερβολικά άνετο και ίσως έκρυβε μία μικρή δόση ειρωνείας. «Εννοώ τα συμπτώματα που μου περιγράψατε τώρα… Ο γιος σας μεγαλώνει και αποξενώνεται , η γυναίκα σας.. νιώθετε ότι την παραμελείτε και στη δουλειά σας…» .
«Κοιτάξτε , ένας πολύ καλός μου φίλος εξαφανίστηκε πρόσφατα..φοβάμαι ότι με πρόδωσε ή ότι κάτι κακό του συνέβη. Από εκεί ξεκίνησαν όλα , αν εννοείτε αυτό» , είπε ξεφυσώντας και ξεκουμπώνοντας τα πάνω κουμπιά του πουκαμίσου του. «Μα , δεν έπρεπε να με επηρεάσει κάτι τέτοιο…δε γίνεται να με επηρεάζει!». Όσο μονολογούσε, της φαινόταν ότι εξοργιζόταν.
«Ηρεμήστε κύριε Σάιμον. Θέλω να μου εξηγήσετε τι νιώσατε όταν μάθατε για το φίλο σας και πώς η εξαφάνισή του επηρέασε τη ζωή σας αυτόν τον καιρό». «Μόλις το έμαθα…» ,πήγε να ψελλίσει , μα απότομα σηκώθηκε όρθιος. «Αφήστε το , καλύτερα να διακόψουμε εδώ , δεν αισθάνομαι άνετα πλέον». Μα τι τον έπιασε; Τι συμπεριφορά ήταν αυτή; Δεν ήταν ο πρώτος που αντιμετώπιζε τέτοια προβλήματα μετά το χαμό ενός κοντινού προσώπου. Ούτε ο πρώτος οικογενειάρχης με προβλήματα …ίσα ίσα …
Πρώτη φορά συναντούσε τόσο περίεργο άτομο… Παρ’όλη όμως , την ξαφνική συμπεριφορά του , ο κύριος Σάιμον, ενέπνεε μία κρυφή γοητεία…Ίσως…
«Κύριε Σάιμον…» , η Νάταλι ήθελε να τον συνετίσει , αλλά δεν είχε ούτε την εμπειρία ούτε τα κότσια για να του επιβληθεί εκείνη τη στιγμή. Μάλλον , είχε εντυπωσιαστεί από το ξαφνικό ξέσπασμά του. Έτσι παρότι , ως ψυχίατρος έπρεπε να ηρεμήσει τον ασθενή της και να τον βοηθήσει απλά τον κοιτούσε , όσο εκείνος κατευθυνόταν προς την πόρτα για το χώρο υποδοχής
. Τότε γύρισε για μία στιγμή και έβγαλε από το πορτοφόλι του εξήντα δολάρια. «Ορίστε , και μην πείτε σε κανέναν ποτέ ότι βρέθηκα εδώ» ,τα πέταξε προς το μέρος της και βγήκε έξω. Η Νάταλι ήθελε να του πει κάτι , οτιδήποτε. Αλλά ο μυστήριος άνδρας είχε ήδη φύγει.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ…

Παρασκευή 19 Ιουνίου 2015

3. Διχασμένος



«Ονομάζομαι Ντάμιεν Κάλιστερ. Δόκτωρ Ντάμιεν Κάλιστερ. Της τελευταίες ημέρες νιώθω ότι κάτι περίεργο μου συμβαίνει. Αισθάνομαι , ότι χάνω τον εαυτό μου. Πολλές φορές είμαι και κουρασμένος. Μάλλον δεν κοιμάμαι αρκετά. Όμως , εδώ και χρόνια δεν κοιμάμαι αρκετά , λόγω εργασίας. Δεν ξέρω τι συμβαίνει , νομίζω πως κοντεύω να τρελαθώ». 
Ο Ντάμιεν βρισκόταν μπροστά σε μία βιντεοκάμερα και βιντεοσκοπούσε τον εαυτό του. Άλλο ένα δείγμα του πόσο είχε χάσει τα λογικά του. Τελευταία αλλού κοιμόταν και αλλού ξυπνούσε. Έχανε ώρες ατελείωτες από τη ζωή του και μετά δε θυμόταν τι έκανε. Γενικά , πίστευε ότι μετατρεπόταν σε ένα αλλοπρόσαλλο πλάσμα.
Εκείνος , ο καθηγητής πανεπιστημίου , σεβαστός από όλους…ο Δόκτωρ… Σεβαστό μέλος της πόλης και πιο πιθανός υποψήφιος για μέλλων πρύτανης. Στα σαράντα δύο του χρόνια είχε καταφέρει πράγματα που θα ζήλευαν οι περισσότεροι πρεσβύτεροι συνάδελφοί του. 
Ταυτόχρονα με την ιδιότητά του ως χημικός , εξελισσόταν χρόνο με το χρόνο σε δεινό εφευρέτη. Οι μαθητές του τον είχαν ως πρότυπο , ο δήμαρχος τον καλούσε για καφέ στο δημαρχείο. Ο Δόκτωρ Ντάμιεν Κάλιστερ ήταν άνθρωπος κύρους , ένας εξέχων επιστήμονας.
Μόνο που την παρούσα στιγμή ήταν ένα μηδενικό. Βρισκόταν στο πάτωμα του εργαστηρίου, τα γυαλιά του ήταν ραγισμένα ακριβώς δίπλα του , το πουκάμισό του γεμάτο λεκέδες και τα μαλλιά του ανακατεμένα. Ο ιδρώτας των έλουζε καθώς προσπαθούσε να συνειδητοποιήσει την κατάσταση. Το ίδιο πράγμα όμως είχε πάθει και τις προηγούμενες ημέρες. Σαν να ξυπνούσε ένα δαιμόνιο μέσα του και να έχανε τον εαυτό του.
Έπρεπε να βρει την αιτία. Σηκώθηκε πάνω και έκλεισε την κάμερα. «Έλα Ντάμιεν  , όλα θα πάνε καλά». Είχε περάσει πολλά στη ζωή του , τόσα χρόνια μέσα στα βιβλία και τα πειράματα , δε θα άφηνε κάτι ανεξέλεγκτο να τον καταστρέψει. Όρθιος πλέον , έριξε νερό στο πρόσωπό του. Βγήκε από το εργαστήριο και κινήθηκε προς το σαλόνι του. Το σπίτι του ήταν ζηλευτό από πολλούς. Με οικονομίες και εργασία χρόνων , είχε καταφέρει να αγοράσει ένα διαμέρισμα το οποίο στέγαζε ταυτόχρονα και το εργαστήριό του. Δε θα κατέστρεφε ξαφνικά τη ζωή του από μία παρόρμηση.

Ένα ζεστό ντους και ένα ξύρισμα ήταν ότι χρειαζόταν. Ύστερα χαλάρωσε στην πολυθρόνα του με το τσαγάκι του. Όλα ήταν και πάλι φυσιολογικά. Έκλεισε τα μάτια. Μία όμορφη μελαχρινή γυναίκα του έγνεφε να την πλησιάσει. Ύστερα έβλεπε ένα καζίνο και ύστερα ένα πιστόλι να τον σημαδεύει. Ξαφνιασμένος τα άνοιξε διάπλατα. Στην κούπα με το τσάι , αντικατοπτριζόταν το είδωλό του. Αλλά έτσι όπως το κοίταζε…σαν να του θύμιζε κάτι άλλο…Λες και δεν κοιτούσε τον εαυτό του. Και εκείνο το όπλο; Ή εκείνη η γυναίκα; Δεν ήξερε καμία τέτοια κυρία , ούτε είχε σχέση με πιστολίδια. Επίσης δεν ήταν τζογαδόρος. Αυτά τα είχε δει μόνο στις ταινίες. Όλα αυτά απομακρύνουν έναν άνδρα από το καθήκον του.
Το ζήτημα δεν είναι να ρισκάρεις τη ζωή σου για το προσωπικό συμφέρον και την προσωπική απόλαυση. Ο Ντάμιεν προσπαθούσε να δημιουργήσει κάτι καλό για την ανθρωπότητα. Και αυτό έκανε κάθε μέρα. Από νωρίς κάθε πρωί , μοχθούσε για την επιστήμη. Η επιστήμη και η τεχνολογία εξάλλου είχαν βοηθήσει την ανθρωπότητα να φτάσει στα σημερινά της επίπεδα. Η ποιότητα της ζωής κάθε ανθρώπου σε όλη τη γη είχε αυξηθεί κατακόρυφα.
Ερωτευμένος με την ιδέα αυτή , τη βελτιστοποίηση της καθημερινότητας , εργαζόταν κάθε ημέρα. Έτσι δεν είχε χρόνο ούτε για ξενύχτια , ούτε για τζόγο , ούτε για τυχοδιωκτισμούς. Ακόμα και τον έρωτα , τον είχε παραμερίσει.
Κι όμως , το υποσυνείδητό του , ίσως είχε κρατήσει όλα αυτά ως απόκρυφες επιθυμίες. Ίσως να είχε αρχίσει να χάνει τον εαυτό του!  Την προηγούμενη εβδομάδα , ο φίλος του και συνάδελφός του Τζορτζ , του είχε επισημάνει ότι φαινόταν κουρασμένος. Μάλιστα , του πρότεινε να πάρει μερικές μέρες άδεια και να πάει διακοπές. Μα ο Ντάμιεν δεν έπαιρνε σχεδόν ποτέ διακοπές. Είχε διαλέξεις να παραδώσει και πειράματα που έτρεχαν. Ετοίμαζε κάτι πρωτοπόρο. Δεν υπήρχε ούτε διάθεση , ούτε και χρόνος για ταξιδάκια αναψυχής.

Σκεπτόμενος , σήκωσε το σταθερό του τηλέφωνο. Είχε μία κλίση από εκείνο το παλικάρι , έναν φοιτητή φιλολογίας , τον Τζερμ Τιλτ. Του έκανε ιδιαίτερα μαθήματα λίγα χρόνια πριν , όταν βρισκόταν στο λύκειο και τώρα είχε ζητήσει τη βοήθειά του σε κάποια θέματα. Ίσως τον καλούσε αργότερα , αλλά δεν είχε όρεξη τώρα. Προβληματισμένος όπως ήταν και χαμένος στις σκέψεις του , δε θα μπορούσε να βοηθήσει κανέναν αυτή τη στιγμή ούτε να επικοινωνήσει. Έπρεπε να βάλει ένα τέρμα σε αυτό το αδιέξοδο και να επανακτήσει την θέλησή του για δουλειά. Τότε το μάτι του έπεσε πάνω σε μία κάρτα που του είχαν δώσει.
Μία νεαρή ψυχολόγος μόλις είχε ανοίξει το ιατρείο της λίγα τετράγωνα πιο πέρα. Ίσως αν απευθυνόταν σε εκείνη να έλυνε το πρόβλημά του και να έβρισκε και το λόγο που ένιωθε κόπωση. Θα καλούσε εκείνη.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ…

Κυριακή 7 Ιουνίου 2015

2. Mία (σχεδόν) συνηθισμένη νύχτα



Ο Μπαξ άνοιξε με φόρα την πόρτα και μπήκε μέσα στο παλιό αυτοκίνητο. Κρατούσε 2 καφέδες και τρία ντόνατς στα χέρια του , αλλά για κάποιο λόγο κατάφερε να τραβήξει το χερούλι και να θρονιαστεί στη θέση του συνοδηγού.
«Θέλω να θυμάσαι πάντα , πως ότι τραβάμε τώρα , το τραβάμε εξ αιτίας σου!» , μούγκρισε αμέσως μόλις αντιλήφθηκε την παρουσία του, ο Ντομένικο ,  ο οδηγός του οχήματος .
«Δε φτάνει που με στέλνεις να σου αγοράζω φαγητό και νεροζούμια λες και είμαι το παιδί για τα θελήματα , ζητάς και τα ρέστα;» απάντησε γρήγορα εκείνος. Θυμωμένος ο Ντομ , άφησε τα χέρια του από το τιμόνι και άρπαξε στα γρήγορα το ένα από τα δύο ποτηράκια καφέ. Καθώς ρουφούσε τον καφέ του , γύρισε και τον κοίταξε στα μάτια.
«Σε ανέχομαι τόσο καιρό Μπάξυ , το να μου φέρεις λίγο καφεδάκι δεν είναι τίποτα μπροστά σε ότι έχεις κάνει!» , το σκουρόχρωμο υγρό κύλησε στο λαιμό του και ύστερα συνέχισε , «Εξάλλου απ’ ότι βλέπω πήρες κι εσύ έναν!»  .
«Αναγκάστηκα να πάρω , έχουμε δουλειά τώρα και πρέπει να είμαι δραστήριος! Τα βαρετά σου λογύδρια και η κίνηση της πόλης , μου προκαλούν νύστα συνήθως. Εννοείται βέβαια πως ο καφές του Μπέλλυ είναι άθλιος! Αλλά… τουλάχιστον είναι καφές». Ολοκληρώνοντας τα λόγια του , σήκωσε το πλαστικό ποτηράκι και κατέβασε μερικές γουλιές. Ύστερα και οι δύο άρπαξαν από ένα ντόνατς και άρχισαν να μασουλάνε.
Η ησυχία κάλυψε το παλιό αυτοκίνητο για μερικά λεπτά. Μία γιαγιά πέρασε απέναντι από το δρόμο , ενώ διάφοροι περαστικοί παραλάμβαναν τον καφέ τους από το κατάστημα του Μπέλλυ. Ίσως ο καφές του να ήταν λίγο νεροζούμι , αλλά για κάποιο λόγο ο κόσμος ψώνιζε από εκεί.
Όσο οι πελάτες αγοράζουν το προϊόν , δεν υπάρχει κανένας λόγος να βελτιωθεί. Κάπως έτσι πρέπει να λειτουργούσε το μυαλό του χοντρού Μπέλλυ , υπέθετε ο Μπάξυ. Ταυτόχρονα , τον φανταζόταν στο υπόγειο του μαγαζιού του να μετράει χαρτονομίσματα και να γελάει. Χοντροπατάτας Μπέλλυ. Δεν τον συμπαθούσε και δεν ήθελε να του δίνει και τα πολύτιμα λεφτά του. Έπρεπε όμως να παραδεχθεί πως ήταν σχετικά φθηνός και σε κεντρικό σημείο της πόλης. Σαν να μην έφτανε αυτό , ήταν σίγουρος ότι ο Ντομένικο ήταν ερωτευμένος μαζί του. Κάπως έτσι εξηγούσε και τη συνεχή μανία του να ψωνίζουν απ’ αυτόν. Όσο τα σκεφτόταν όλα αυτά ο Μπάξυ , έγειρε λίγο το κεφάλι του και κοίταξε το ηλιοβασίλεμα. Μακάρι να βρισκόταν εδώ μαζί με εκείνη.
Τη μελαγχολική –ξαφνικά- σιωπή διέκοψαν τα λόγια του Ντομένικο.
«Πέρα από την πλάκα Μπαξ , τι θα κάνουμε; Ίσως πεθάνουν άνθρωποι εξ αιτίας μας». Αποσβολωμένος  και μασουλώντας , ο Μπαξ γύρισε το κεφάλι του και τον κοίταξε. Ο Ντομ πλησίαζε τα πενήντα σίγουρα. Είχε αρχίσει να χάνει και τα μαλλιά του. Συν ότι είχε λίγη κοιλίτσα. Ο χρόνος είναι ο μεγαλύτερος κριτής μας τελικά. «Όποτε βρισκόμαστε έξω , πάντα θα κινδυνεύουν άνθρωποι» , του απάντησε θλιμμένα.
Η προηγούμενη τους έριδα , είχε κατασταλάξει , σαν τον ήλιο που τώρα πια έδυε. Δυστυχώς , το πρόβλημά τους ήταν μεγάλο , όσο και αν δεν ήθελε να το παραδεχθεί. Ο Ντομένικο είχε κάθε δίκιο για να τον κατηγορεί. Ίσως αν δεν ήταν τόσο ανόητος δε θα είχε ποτέ αναλάβει να σκοτώσει για χάρη ενός πάθους. Εκείνος έφταιγε. Αλλά δε θα το παραδεχόταν ποτέ. Εξάλλου ότι έκανε το έκανε από έρωτα. Εκείνη εξουσίαζε το μυαλό και το σώμα του.
«Αυτοί οι άνθρωποι μάλλον αξίζουν να πεθάνουν. Δεν νομίζεις ότι και σε εμάς θα άξιζε να πεθάνουμε;». Για κάποιο λόγο ο συνεργάτης του το είχε ρίξει στη φιλοσοφία. Κι ενώ οι δύο καφέδες αλλά και τα δύο ντόνατς έφταναν στο τέλος τους , ο ήλιος χανόταν μια και καλή πίσω από τα υψηλά κτήρια. Χτες το βράδυ είχαν κάνει ένα μεγάλο λάθος και ίσως σύντομα να το πλήρωναν.

Ο Ντομένικο έβγαλε μία βαθιά ανάσα. Τα πνεύματα είχαν καταλαγιάσει και καθώς η νύχτα άπλωνε το πέπλο της έβαλε μπρος το αυτοκίνητο. Η μηχανή γουργούρισε , και ύστερα ξεκίνησε.
Παρότι είχαν και οι δύο στο μυαλό τους τη χθεσινή βραδιά , τώρα προείχε η δουλειά τους. Έπρεπε να παραλάβουν κάποια χρήματα για το αφεντικό, μιας και το παλικάρι που ήταν υπεύθυνο για αυτές τις δουλειές βρισκόταν αλλού. Θα παρέδιδαν μερικά κιλά κοκαΐνης σε κάποιους γνωστούς πελάτες. Μία συνηθισμένη δουλειά , μία δουλειά ρουτίνας . Αλλά ο εγκέφαλος έτρεχε αλλού και για τους δύο. Σήμερα μάλλον δεν ήταν η μέρα τους.
Ο Μπάξυ σκεφτόταν συνεχώς το κορμί της γυναίκας που του είχε πάρει το μυαλό. Ο έρωτάς τους ήταν παράνομος και συνάμα συναρπαστικός. Για εκείνη είχε παραβεί την αφοσίωσή του στο αφεντικό του. Οι δύο αυτές αγάπες συγκρούονταν αενάως μέσα του. Το αφεντικό ήταν πρότυπο για εκείνον. Μα εκείνη , ήταν ότι έψαχνε τόσα χρόνια. Εξαιτίας της , έμπλεξαν αυτός και ο Ντομ σε μία ξένη για αυτούς υπόθεση. Και έτσι έκαναν το μοιραίο αυτό λάθος.
 Ο Ντομένικο , ήξερε ότι αν όλα αυτά μαθαίνονταν , θα προκαλούσαν την οργή του αφεντικού. Τα προβλήματά τους θα πολλαπλασιάζονταν σύντομα , ήταν σίγουρος , μα για την ώρα , έπρεπε να κάνουν τη δουλειά τους.
Πάρκαρε το αμάξι στη γνωστή ερημιά στο ανατολικό προάστιο της πόλης. Το φεγγάρι ήδη έλαμπε , ενώ το φως στη μοναδική λάμπα της περιοχής τρεμόπαιζε. Έμοιαζε σαν το φως να ταυτιζόταν με την τύχη τους. Αναβόσβηνε
«Είναι μια συνηθισμένη νύχτα Ντομένικο» , ψιθύρισε. Ήθελε να χαλαρώσει. Θα έπαιρναν τα λεφτά και θα πήγαινε κατευθείαν σπίτι. Δίπλα του , ο Μπαξ φαινόταν επίσης χαμένος στις σκέψεις του , οπότε δεν τον ενόχλησε. Πιθανά θα ξανατσακώνονταν αν το έκανε. Ήξερε καλά εξάλλου πως για όλα αυτά έφταιγε εκείνος . Για να ξεχαστεί , άρπαξε το δεύτερο ντόνατς του και άρχισε να τρώει. Είχε λίγη ώρα μέχρι να εμφανισθεί το δεύτερο αυτοκίνητο. Το θρόισμα των φύλλων και το μασούλημα του ήταν οι μόνοι ήχοι που ακούγονταν στην έρημη περιοχή.

Το απότομο φρενάρισμα και τα δυνατά φώτα του ασημένιου αυτοκινήτου ξάφνιασαν και τους δύο άνδρες. Ο Μπάξυ σηκώθηκε από τη θέση του συνοδηγού και κατευθύνθηκε αμέσως προς το πορτ μπαγκάζ για να πάρει τη βαλίτσα . Ο Ντομένικο πέταξε στα γρήγορα όσο ντόνατς είχε απομείνει και βγήκε επίσης από τη δική του πόρτα. Τσέκαρε αν τα δύο πιστόλια του βρίσκονταν στη θέση τους και προχώρησε. Λογικά , δε θα χρειαζόταν να τα χρησιμοποιήσει , αλλά σε αυτή τη δουλειά ποτέ δεν ήξερες τι μπορεί να συμβεί.
Πρώτος από το γυαλιστερό αυτοκίνητο , εμφανίστηκε ένας ψηλός νεαρός. Φορούσε ένα κίτρινο ξεκούμπωτο  πουκάμισο , το οποίο επιδείκνυε το στέρνο του. Ως κλασικός νεαρός επιδειξίας , είχε –μάλλον- ξυρίσει όσες τρίχες θα ξεπρόβαλαν από αυτό.
«Καλησπέρα μάγκες!» , φώναξε. «Εσείς είστε οι άνθρωποί μου έτσι;» , πρόσθεσε με ένα ηλίθιο χαμόγελο στο πρόσωπό του.
«Ναι φίλε , εμείς είμαστε» , ο Μπαξ δεν είχε καμία όρεξη για αστεία και κουβεντούλα. Έτσι τερμάτισε το ιλαρό ύφος του πελάτη τους άμεσα και προχώρησε με τη βαλίτσα.
Τότε από τη θέση του συνοδηγού , ξεπρόβαλλε και ο δεύτερος νεαρός. Ντυμένος με ένα γκρι φούτερ με κουκούλα , ξεπρόβαλλε τρεκλίζοντας και πήγε προς το μέρος του φίλου του. «Ελπίζω…να…να…έχετε το πράγμα..» τραύλισε.
«Είπαμε ναι». Φτύνοντας στο τσιμέντο της αλάνας , ο Μπαξ σήκωσε τη βαλίτσα και την άνοιξε μπροστά τους. 2 κιλά άσπρης σκόνης , αποκαλύφθηκαν στο κοινό. Μέσα σε τέσσερα διαφορετικά διάφανα σακουλάκια , το ‘πράμα’ γυάλιζε στο φως της τρεμοπαίζουσας λάμπας .
«Ωωωω μεγάλε μου , έχεις το καλό πράμα» , φώναξε γεμάτος χαρά ο πουκαμισάκιας. Αμέσως , έβγαλε ένα μαχαίρι. «Επ , τι κάνεις!;» .
«Πρέπει να τσεκάρω αδελφέ , αν είναι καλό το πράγμα σου!».
«Αυτό θα γίνει αφού δώσεις τα λεφτά» , ο Μπάξυ δεν είχε καμία θέληση για παιχνίδια απόψε. Για κάθε ενδεχόμενο πάντως , ο Ντομένικο είχε πιάσει ήδη τις σκανδάλες των όπλων του. Μακάρι να μη χρειαζόταν να τις τραβήξει όμως.
«Φ-φ-φίλε , άνοιξε να μυρίσουμε λίγο» , ο δεύτερος νεαρός άρπαξε το μαχαίρι και το έτεινε προς τη βαλίτσα. Ο Μπαξ φανερά εκνευρισμένος έφτυσε και πάλι στο χώμα και βλοσυρά μούγκρισε , «Δώστε μου τώρα πενήντα χιλιάρικα για να τελειώνουμε παιδιά , μετά μυρίστε ότι θέλετε».
«Μη μας…μη..» , ο νεαρός με την κουκούλα τρέμοντας κούνησε το μαχαίρι και ο Μπαξ , κουρασμένος από την κατάσταση τον κοπάνησε με τη χειραποσκευή στο κεφάλι. Ο πουκαμισάκιας τα ‘χασε και έκανε ένα βήμα πίσω , παραπατώντας πάνω σε μία πέτρα. Πλέον και οι δύο βρίσκονταν στο έδαφος. Ο ένας τρομαγμένος και ο άλλος λιπόθυμος. Ο Ντομένικο δυσανασχέτησε. Πάλι θα έμπλεκαν…

Τελικά όμως , δεν έγινε κάποιο απρόοπτο. Η συμφωνία έγινε όπως έπρεπε. Ο μικρός έβγαλε γρήγορα τις πενήντα χιλιάδες και πλήρωσε , παίρνοντας τα δύο κιλά του. Στο δρόμο του γυρισμού , ο Ντομένικο θα προσπαθούσε να συγκρατήσει τα νεύρα του. Είχαν να κανονίσουν μία δουλειά ακόμα . Ύστερα όμως θα κατσάδιαζε μια και καλή τον άμυαλο και νεαρότερο συνεργάτη του. Ο οποίος συνεργάτης , ήταν ακόμα σκυθρωπός και συνοφρυωμένος.
Σε όλη τη διαδρομή μέχρι το σπίτι του , ο Μπαξ δεν έβγαλε μιλιά. Ο Ντομ όμως , όφειλε να παραδεχθεί πως είχε φέρει εις πέρας την αποστολή τους και μάλιστα με επιτυχία. Παρόλα αυτά , λίγο έλειψε να μπλέξουν για ακόμα μία φορά. Όμως αυτά δεν είχαν σημασία τώρα. Ο μεγάλος τους μπελάς βρισκόταν στο γκαράζ.
Για τα μάτια μίας γυναίκας , ο Ντομένικο Ματέλο και ο Μπαξ Σίναμον , την προηγούμενη νύχτα , δολοφόνησαν τον δικηγόρο Φίλιπ Μόνκα . Το πτώμα ,  τους περίμενε στο γκαράζ του Μπαξ και μάλλον θα είχε ήδη αρχίσει να μυρίζει. Μετά την διεκπαιρέωση της προηγούμενης παράδοσης κατ’ εντολή του αφεντικού , σειρά είχε το μεγάλο τους πρόβλημα.
«Θέλω να θυμάσαι πάντα , πως ότι τραβάμε τώρα , το τραβάμε εξ αιτίας σου!» αντήχησε , το μουρμουρητό του Ντομ σε όλο το γκαράζ. Μόλις άνοιξε η πόρτα , τους πλημύρισε η μπόχα. 
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ…