Παρασκευή 31 Ιουλίου 2015

8. Η κυρία Κλαιρ


«…Είναι εξάλλου ευρέως γνωστό πως η μοναδική λύση είναι να καταπολεμήσεις το πρόβλημα στη ρίζα του! Βέβαια εσύ έχεις τα πτυχία και τη γνώση , όχι εμείς… Αλλά μην αγνοείς τις συμβουλές μας , να σε βοηθήσουμε θέλουμε! Α , μιας και το ‘φερε η κουβέντα , σκέφτομαι να περάσω το απόγευμα από το σπίτι σου! Η ξαδέλφη της Τάνια θέλει να της φέρω κάτι πλεκτά , οπότε θα κατέβω στο κέντρο αναγκαστικά. Άρα θα περάσω κι από εσένα , δεν πιστεύω να έχεις κάποιο πρόβλημα; Αν έχεις θα το καταλάβω , απλά είναι κρίμα τώρα που έχεις γυρίσει στην πόλη και είσαι κοντά μας να μη σε βλέπουμε καθόλου καρδιά μου! Τα χρόνια περνούν και μαζί με αυτά μεγαλώνουμε , ας μη χάνουμε τις στιγμές! Ξέρεις ο πατέρας σου έβλεπε τις φωτογραφίες με εσένα και την αδερφή σου και αναπολούσε τα παιδικά σας χρόνια… Νάταλι με ακούς ή μιλάω μόνη μου τόση ώρα; ΝΑΤΑΛΙ!»
Το τηλέφωνο βρισκόταν εδώ και δέκα λεπτά στην ανοιχτή ακρόαση αλλά η κυρία Δάφνη Νετ μόλις που αντιλήφθηκε πως η κόρη της είχε στραμμένη την προσοχή της αλλού.
«ΝΑΤΑΛΙ , πού είσαι; Μη ΜΟΥ ΠΕΙΣ ότι με αγνοείς; ΤΙΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ ΤΗΣ ΜΑΝΟΥΛΑΣ; Γιατί μου το κάνεις αυτό… Νιώθουμε πως σε χάνουμε Νάταλι , τόσα χρόνια έλειπες μακριά και τώρα που είσαι κοντά μας…» , ψεύτικοι λυγμοί άρχισαν να ακούγονται από το τηλέφωνο όσο η Νάταλι παρατούσε όλα της τα γραπτά και τα βιβλία και έτρεχε προς τη συσκευή.
«Έλα μαμά , τι έγινε; Συγγνώμη χτύπησε η εξώπορτα και έπρεπε να ανοίξω. Φυσικά σε άκουγα τόση ώρα!» , η εξώπορτα ήταν ένα αρκετά πειστικό ψέμα για να σταματήσουν –προσωρινά- οι υστερίες.
«Αχ κοριτσάκι μου , μας κάνεις και ανησυχούμε , ελπίζω να πηγαίνουν όλα καλά στη ζωή σου…Πότε θα βρεις ένα καλό και τίμιο παλικάρι να φτιάξετε την τύχη σας και μία οικογένεια;».
«Μαμά , άρχισες πάλι; Εδώ δουλεύω , δεν έχω μπλέξει ούτε με ναρκωτικά ούτε με αλήτες. Οπότε ηρέμησε! Το σαββατοκύριακο εξάλλου σας επισκέφθηκα! Αν τα καταφέρω ίσως έρθω και αυτή την Κυριακή!».
«Μωρό μου…συγγνώμη… η μανούλα ανησυχεί…» , οι ψεύτικοι λυγμοί επανήλθαν. «Θα έρθω λοιπόν σήμερα το απόγευμα να τα συζητήσουμε όλα…Απλά μας λείπεις!»
«Εεεε καλά μαμά , μετά τις εφτά θα είμαι σπίτι λογικά , πέρνα για λίγο!».
«Αχ , αγάπη μου με χαροποιείς αφάνταστα! Θα τα πούμε στις εφτά στο σπίτι σου λοιπόν. Καλή δουλειά! Δε σε ενοχλώ άλλο!».
Αχ , η μητέρα της Νάταλι πάντα ήταν υπερπροστατευτική… Παρόλα αυτά , δεν την εμπόδισε ποτέ στα όνειρά της. Ούτε ο πατέρας της. Μεγάλωσε στα προάστια της Γκόλντβιλλ και όταν τέλειωσε το σχολείο έφυγε για μία μακρινή πολιτεία ώστε να σπουδάσει ψυχολογία. Με το πέρας των σπουδών της , επέστρεψε στην πόλη με όνειρα να ανοίξει το δικό της ιατρείο. Έτσι και έγινε. Τους χρωστούσε τα πάντα λοιπόν , ποιος να τους κατηγορήσει που ήθελαν να τη βλέπουν; Η μικρή της αδερφή η Άντζελα είχε επίσης φύγει για σπουδές πριν δύο χρόνια , οπότε η μοναξιά ολοένα και αυξανόταν για εκείνους. Δε χρειαζόταν πτυχίο ψυχολόγου για να το καταλάβει κανείς. Οπότε…
Αφού το κανόνισε αυτό έπρεπε να βάλει σε τάξη και το υπόλοιπο σημερινό της πρόγραμμα. Ήταν έντεκα το πρωί , είχε μία ώρα κενό μέχρι να έρθει ο επόμενος ασθενής και πολύ χαρτούρα μπροστά της.
Μερικοί λογαριασμοί , περιπτώσεις και φάκελοι ασθενών και πιο πίσω ένα κινητό να δονείται χωρίς παύση. Ενοχλημένη από αυτό το άρπαξε και πήγε να το τοποθετήσει σε λειτουργία πτήσης ή να το κλείσει και εντελώς. Είχε δουλειά.

Λίγο πριν πατήσει το μοιραίο κουμπί , παρατήρησε ποιος έστελνε τα μηνύματα. Η κολλητή της η Άμπι είχε τρελαθεί και έστελνε κάθε δευτερόλεπτο τουλάχιστον τρία μηνύματα. Λες να συνέβη κάτι; Η Νάταλι είχε μπει στον πειρασμό.
«Τι θέλεις; Τι στέλνεις τόση ώρα;» φώναξε στο τηλέφωνο εκνευρισμένη μα και ανήσυχη.
«Νατ! Με ακούς;» ακούστηκε στο βάθος η φωνή της φίλης της.
«ΝΑΙ!» .
«Έλα γρήγορα στην οδό Φράνκλιν 32!».
«Είσαι σοβαρή; Έχω δουλειά!».
«Είναι σοβαρό Νάταλι! ΕΙΝΑΙ ΣΟΒΑΡΟ , ΕΛΑ ΤΡΕΧΟΝΤΑΣ!». Πριν προλάβει να αρθρώσει λέξη το τηλέφωνο είχε κλείσει. «Τι διάολο;» μουρμούρισε.
Γρήγορα κάλεσε τον Δόκτωρ Κάλιστερ που είχε ραντεβού μαζί του στις δώδεκα και τέταρτο για να το ακυρώσει. Λυπούταν που θα το έκανε αυτό , γιατί ο καθηγητής Κάλιστερ ήταν από τους πιο πρόθυμους ασθενείς και με κάποιο σύμπτωμα διπλής προσωπικότητας και κοπώσεως. Έπρεπε να ανακαλέσει και ένα ή δύο ραντεβού ακόμα για παν ενδεχόμενο. Ανάθεμά σε Άμπι.
Το μικρό της ροζ αυτοκίνητο σχεδόν πήρε φωτιά όπως διέσχιζε τη μεγάλη λεωφόρο. Ήλπιζε να ήταν κάτι τρομαχτικά σοβαρό , αλλιώς θα τη σκότωνε. Η Άμπι ήταν η παιδική της φίλη και είχε μετακομίσει πρόσφατα και αυτή στο κέντρο της Γκόλντβιλλ.
Προσπαθούσε - ή έτσι έλεγε τουλάχιστον - να βρει δουλειά κάπου , αλλά προς το παρόν τη ζούσαν οι γονείς της και μερικά δανεικά της Νάταλι. Σύχναζε στα κλαμπ της πόλης τα βράδια και συνήθως τέτοια ώρα κοιμόταν. Τι στο καλό να ήθελε τώρα;
Η οδός Φράνκλιν , βρισκόταν στα δυτικά προάστια της πόλης και ήταν αρκετά μεγάλη. Η Νάταλι βρήκε εύκολα θέση για να παρκάρει και ταχύτατα πετάχτηκε έξω από το αυτοκίνητο. Για καλή της τύχη σήμερα φορούσε αθλητικά παπούτσια και μπόρεσε να τρέξει ως τον αριθμό 32. Παραλίγο να σκοντάψει βέβαια στην πορεία και να της πέσουν τα γυαλιά , μα ευτυχώς συγκρατήθηκε.
Ο αριθμός 32 ήταν μία ακόμα πολυκατοικία. Μας κοροϊδεύεις Άμπι; Έβγαλε το κινητό και πληκτρολόγησε γρήγορα τον αριθμό της. Μόνο που δεν απαντούσε κανείς. Τσατισμένη το έκλεισε και ξαναπροσπάθησε. «Νάταλι; Έλα με ακούς;».
«ΕΓΩ ΣΕ ΑΚΟΥΩ! Εσύ γιατί δεν απαντάς; Πού θέλεις να έρθω;».
 «Χίλια συγγνώμη αλλά όπως σου είπα με έχει πρήξει.» , ο ψιθυριστός τόνος της φωνής της απείχε πολύ από μία ένδειξη κινδύνου. Κάτι της έλεγε ότι τζάμπα είχε έρθει.
«Τι; Ποιος σε έχει πρήξει; Δεν καταλαβαίνω , πες μου πού να χτυπήσω , είμαι από κάτω».
«Πάτα το κουδούνι που γράφει Μπάρνεϋ Κρίσμας».
Στον τέταρτο όροφο του κτηρίου βρισκόταν το διαμέρισμα αυτού του Μπάρνεϋ. Η Νάταλι λίγα δεν καταλάβαινε γιατί βρισκόταν εκεί. Πλησίαζε σχεδόν δώδεκα και το αίμα της ανέβαινε σιγά σιγά στο κεφάλι. Ανέβηκε με τις σκάλες και φτάνοντας στον όροφο , βρήκε την πόρτα ορθάνοιχτη. Μπαίνοντας μέσα παρατήρησε έναν άνδρα που φορούσε μόνο το μποξεράκι του και κοιμόταν σε έναν μπλε καναπέ. Γυρνώντας το κεφάλι θα έβρισκε και την Άμπι τυλιγμένη σε ένα μπουρνούζι , ενώ δίπλα της βρισκόταν μία μεγαλύτερης ηλικίας γυναίκα να της κάνει κήρυγμα.
«ΧΑ! Ορίστε κυρά μου! Χρειάζεστε ψυχολόγο! Να τι χρειάζεστε! Σας έφερα λοιπόν τη ψυχολόγο! Ήρθατε ως εδώ να μου βάλετε τις φωνές! Εγώ παρέσυρα τον γιο σας; Ω Νάταλι πες της επιτέλους ότι είναι άρρωστη , με έχει πρήξει!». Η Νατ σάστισε.
«Τι;» ψέλλισε. «Ποια είναι αυτή; Καμία άλλη ξεμυαλίστρα φίλη σου; Έχετε τυλίξει το γιο μου σε μία κόλλα χαρτί! Κοιτάξτε τον πως κατάντησε!! Ένα πρεζάκι του δρόμου εξαιτίας σας!» , η άλλη γυναίκα έμοιαζε γύρω στα πενήντα. Ήταν περιποιημένη και φορούσε ένα μπεζ ταγέρ. Κατά τ ’άλλα και εκείνη και η κολλητή της παραληρούσαν. Η Νάταλι έπρεπε να βάλει ένα τέλος σε όλα αυτά γιατί θα τρελαινόταν επίσης.
«Κυρίες μου , δεν καταλαβαίνω τι γίνεται , αλλά μπορείτε να μου πείτε γιατί τσακώνεστε;» .
«Εσείς οι ξεδιάντροπες παρασέρνεται το γιο μου σε ακολασίες! Ξέρετε ποιος είναι ο πατέρας του; Ξέρετε;». «Πολύ θα ήθελα να μάθω»,  είπε ειρωνικά η Άμπι. «Ο άνδρας μου είναι ο Ρόμπερτ Κρίσμας δεσποινίδες μου!».
«Μου το έχεις πει ίσα με δέκα φορές την τελευταία ώρα…» , είπε με ένα χασμουρητό η Άμπι. «Ακόμα δεν καταλαβαίνω τι με θέλετε εδώ;  Άμπι , είχα δουλειά , γιατί με έφερες εδώ;» . «Χίλια συγγνώμη Νατ αλλά όπως σου είπα , η τύπισσα με έπρηξε , χρειάζεται ψυχολόγο. Λέει ότι πότισα το βλάκα το γιο της από εδώ και τον αποπλάνησα» , απάντησε δείχνοντας τον τύπο που εμφανέστατα δεν καταλάβαινε τίποτα από όσα γίνονταν γύρω του.
 «Βλάκας ο γιος μου μικρή; Εσύ φταις! Ακούς εκεί χρειάζομαι ψυχολόγο! Θες να μου πεις ότι η φίλη σου είναι ψυχολόγος;» , γέλασε.
«Όντως…» , πήγε να πει η Νάταλι , αλλά διακόπηκε βίαια.
«Ως εδώ ήταν μέγαιρα , εγώ φεύγω και κράτα τον γιο σου , χτες τον γνώρισα και κοίτα τον έχει ταυλιαστεί τόση ώρα , δεν είναι παρά ένας κοινός ναρκομανής!»  , είπε και εγκατέλειψε το σαλόνι. Η πρεσβύτερη κυρία την λοξοκοίταξε με την πιο δολοφονική ματιά και σίγουρα  , αν δεν ήταν της καλής κοινωνίας ,  θα τη χαστούκιζε. Ο γιος της άρχισε να ροχαλίζει μετά από τόση ώρα αποχαύνωσης και η Νάταλι θυμωμένη που την είχαν φέρει χωρίς λόγο εκεί πέρα μπήκε στο δωμάτιο που η Άμπι ντυνόταν.
«Αχ , φιλενάδα με έσωσες , η τύπισσα μπήκε μέσα και μας έπιασε να κοιμόμαστε στον καναπέ. Έκανε σαν να πηγαίνουμε γυμνάσιο , έλεος! Ο Μπάρνεϋ ήταν καλός χθες αλλά το ξημέρωμα μίξαρε δυο τρεις ουσίες και έγινε χάλια. Οπότε η μάνα του , η κυρία Κλαιρ , θεώρησε πρέπον να μου ρίξει το φταίξιμο. Εγώ δυο τσιγαράκια έκανα Νατ , τα κλασικά , αλλά τώρα η μουρλή… Θέλει ψυχολόγο. Ανέλαβέ τη. Πάρτη τώρα μαζί σου. Εγώ φεύγω από εδώ.» Η Άμπι έβαλε το καλσόν της πήρε την τσάντα της και έφυγε. Μόνη στο ξένο δωμάτιο η Νάταλι κοίταξε απορημένη το ταβάνι.
«Πρέπει να σταματήσω να είμαι τόσο πρόθυμη» , αναστέναξε. 






ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...

Τρίτη 21 Ιουλίου 2015

7. Συνάντηση υψίστης σημασίας



Ο ήλιος έλαμπε πάνω από την Γκόλντβιλλ. Λες και κάποιος της είχε δώσει αυτό το όνομα μόνο και μόνο επειδή κάτι τέτοιες ημέρες έλαμπε σαν χρυσός (σ.σ.: Γκολντ=gold=χρυσάφι). Μέρες σαν αυτή όμως , η μεγάλη αυτή πόλη , έμοιαζε πράγματι σαν το στολίδι της μεγάλης ερήμου που την περιέκλειε. Τι όμορφα θα ήταν να τα παρατούσαν όλα αυτή τη στιγμή και πήγαιναν για ένα πικνίκ. Όλοι μαζί! Δυστυχώς όμως , η ζωή του Τζον Τορνάντι δεν επέτρεπε τίποτα τέτοιο. Το πρόγραμμα τώρα είχε ένα σημαντικό επαγγελματικό γεύμα. Αυτό θα γινόταν βέβαια εντός έδρας. Στο αγαπημένο του μάλιστα από τα τέσσερα εστιατόρια που κατείχε. Σε αυτό που θυμόταν τον εαυτό του να τρώει κάθε Κυριακή απόγευμα με τον πατέρα του…
Ο Μπαξ και ο Ντομένικο , το δεξί και το αριστερό του χέρι δηλαδή , κάθονταν στα μπροστινά καθίσματα του τζιπ. Ο μεγαλύτερος σε ηλικία , ο Ντομ , βρισκόταν στην υπηρεσία του εδώ και περίπου δέκα πέντε χρόνια και εκτελούσε και χρέη οδηγού. Απ’ την άλλη , ο Μπαξ , μόλις που ξεπερνούσε τα τριάντα. Βρισκόταν μαζί του μόλις τέσσερα ή πέντε χρόνια , μα ήταν σαν να τον ήξερε από πάντα και τον είχε μαζί του όπου και να πήγαινε.
Δυστυχώς , τίποτα πλέον δεν πήγαινε καλά. Στο σπίτι , υπήρχαν πολλά προβλήματα. Η σύζυγος του η Τζίνα , του έκανε συνεχώς παράπονα ότι δεν της έδινε όση σημασία έπρεπε και πως την είχε απλά για τρόπαιο. Ταυτόχρονα , ο γιος του , ο Τζόννυ Τζούνιορ απομακρυνόταν όλο και περισσότερο από εκείνον.  Σαν να μην έφταναν όλα αυτά , ο έμπιστος δικηγόρος της οικογένειας και της επιχείρησης , ο Φιλ , είχε εξαφανισθεί. Από την προηγούμενη Παρασκευή και μετά , δεν είχε δώσει κανένα σημείο ζωής.
Έμοιαζε σαν να κατέρρεαν όλα γύρω του. «Έχεις να διοικήσεις μία αυτοκρατορία Τζον» , έλεγε συνεχώς στον εαυτό του. Όμως τίποτα δεν ήταν ίδιο μέσα του τις τελευταίες μέρες. Έτσι αποφάσισε μετά από προτροπή , να συμβουλευτεί μία νεαρή ψυχολόγο που άνοιξε το γραφείο της στην πόλη.
Μάταιη προσπάθεια. Δεν μπορούσε να αρχίσει να λέει όλα του τα προβλήματα σε μία τυχάρπαστη κοπέλα. Προσπάθησε να το παίξει άνετος φυσικά. Έκλεισε ραντεβού με ένα ψεύτικο όνομα και μιλούσε αρκετά γενικά , ώστε η ψυχολόγος να μην καταλάβει για ποιον πρόκειται. Μα ποιον κορόιδευε; Ήταν ο Τζόναθαν Τορνάντι. Ιδιοκτήτης της αλυσίδας εστιατορίων Σόλε Ντ’ Όρο. Τα πιο διάσημα εστιατόρια στην πόλη , με ιστορία πενήντα πέντε χρόνων στη γαστρονομία και πολλά βραβεία ανά καιρούς. Ταυτόχρονα όμως διοικούσε και την τοπική μαφία. Εδώ άρχιζαν τα προβλήματα. Δεν μπορούσε να ρισκάρει να συζητήσει ανοιχτά μαζί με μία άγνωστη όλα του τα ζητήματα. Αν και εκείνη τον διαβεβαίωσε πως ότι ειπωθεί στη συνάντησή τους θα έμενε μεταξύ τους , δεν μπορούσε να την εμπιστευτεί.
Όσο το αυτοκίνητο έφτανε στο εστιατόριο , το μυαλό του ξέφευγε από όλα αυτά και επικεντρωνόταν στη συνάντησή του. Ο Τζέρεμυ Ρεβέρ ήταν ο άνδρας που θα συναντούσε. Ο Ρεβέρ ήταν μέτοχος στο εστιατόριο Cyan Ocean , που είχε την έδρα του στη διπλανή πόλη , την Σάντα Λάουρα. Ξαφνικά όμως, αποφάσισαν να μεταπηδήσουν και στην Γκόλντβιλλ. Ετοιμάζονταν πυρετωδώς για τα εγκαίνια του πρώτου τους υποκαταστήματος , πράγμα που έφερνε σε δύσκολη θέση την οικογένεια Τορνάντι. Μέχρι τώρα υπήρχε συμφωνία ανάμεσα στους ιδιοκτήτες του Cyan Oceanκαι εκείνον. Ο καθένας είχε την περιοχή του. Έτσι γίνονταν οι σωστές μπίζνες. Ανάθεμα. Πάνω στην πιο δύσκολη στιγμή του , έπρεπε να συμβεί κάτι τέτοιο. Ο Φιλ εξαφανισμένος , η προσωπική του ζωή ανάστατη και ξαφνικά πρόβλημα στα επαγγελματικά. Όμως δε θα τους άφηνε να του τη φέρουν έτσι. Οι υπόλοιπες οικογένειες και όλοι οι σοβαροί μπίζνεσμεν της περιοχής θα νόμιζαν πως ξόφλησε και πως χάνει τον έλεγχο. Όχι. Ο Τζον ήταν ο πιο ισχυρός άνδρας εδώ. Και θα συνέχιζε να είναι. Και την ημέρα αλλά και το βράδυ.
Το τζιπ σταμάτησε στο πάρκινγκ του μαγαζιού και ο Τζον βγήκε έξω. Ο Μπαξ και ο Ντομένικο ακολούθησαν τα βήματά του μέχρι την έξοδο του οικοπέδου. «Αφεντικό!» , η φωνή του Τρέυ του παρκαδόρου ακούστηκε καθώς έτρεχε προς το μέρος του. «Καλησπέρα Τρέυ!» , προσπάθησε να χαμογελάσει όπως έκανε πάντα. «Τι όμορφη μέρα , έτσι;». «Φυσικά! Είναι απροσδόκητα καλή! Με ενημέρωσαν ότι ο άνθρωπός σας βρίσκεται ήδη στο εστιατόριο! Σας περιμένει!». «Σε ευχαριστώ Τρέυ , συνέχισε την καλή δουλειά. Μπαξ , Ντομ , φύγαμε.»
Το Σόλε Ντ’ Όρο των ανατολικών προαστίων της πόλης ήταν πάντα υπέροχο. Πάντοτε ξεχώριζε σε σχέση με τα υπόλοιπα . Ήταν το δεύτερο υποκατάστημα που άνοιξε ο πατέρας του Τζον , Ροντόλφο Τορνάντι πριν από σαράντα τρία χρόνια. Τη χρονιά που γεννήθηκε δηλαδή εκείνος.
Ο άνθρωπος που τον περίμενε ήδη , ο Τζέρεμυ Ρεβέρ ήταν γνωστός επιχειρηματίας από τη Σάντα Λάουρα αλλά και δυνατός παίχτης του υπόκοσμου. Για τον Τζον αυτό δε σήμαινε όμως τίποτα. Ήταν απλά κάποιος υπάλληλος των μεγάλων κεφαλιών από τη διπλανή πόλη. Αναλώσιμος. Αυτό ήταν το πόρισμά του μόλις είδε και την όψη του. Πενήντα με πενήντα πέντε χρονών , πορτοκαλί πουκάμισο , μαύρο σακάκι , λαδωμένο μαύρο μαλλί με γκρι κροτάφους. Ένα ηλίθιο μουσάκι τόνιζε υπερβολικά το πιγούνι του κι ένα ανούσιο μουστάκι στόλιζε το πάνω χείλος του. Κοίταξε με νόημα τον Ντομένικο και ύστερα πήρε μία βαθειά ανάσα. Ώρα να δείξουμε στους σφετεριστές ποιος κάνει κουμάντο στην περιοχή.

«Κύριε Τορνάντι! Πόσο χαίρομαι που σας συναντάω αυτοπροσώπως!» Ο Ρεβέρ σηκώθηκε από τη θέση του , αποκαλύπτοντας ένα περίεργο ριγέ παντελόνι. «Η χαρά είναι όλη δική μου μεσιέ Ρεβέρ» , χαμογέλασε ο Τζον. «Περίμενα λίγη ωρίτσα βέβαια…» , γέλασε ο συνομιλητής του. «Το καλό πράγμα αργεί να γίνει , έπρεπε να το γνωρίζετε φίλτατε!». «Σαφώς σαφώς , έχετε μία παράδοση στην ποιότητα και την αργοπορία εδώ , έτσι δεν είναι;» , ξανά γέλασε. «Αστειεύομαι φυσικά!» , φώναξε ξύνοντας το μουσάκι του. Κακή αρχή κύριε Ρεβέρ… Ο Μπαξ , ο Τζον και η Τερέζα –η κοπέλα που θα σέρβιρε τους δύο άνδρες- κοιτάχτηκαν μεταξύ τους συνωμοτικά. «Πιστεύω ότι ήρθατε εδώ για να μιλήσουμε για μπίζνες μεσιέ και όχι για να χασκογελάσουμε!» , προσπάθησε να το πει κάπως ευγενικά αυτό. Ο Ρεβέρ έτεινε τη χείρα του να πιει λίγο νερό καθώς άκουγε προσεχτικά. Ύστερα έστριψε λίγο το κεφάλι του και ξεκίνησε. «Φυσικά κύριε Τορνάντι. Οι μπίζνες είναι το πρώτο πράγμα που μας απασχολεί! Γι’ αυτό άλλωστε ερχόμαστε κοντά σας! Δεν πιστεύω να είναι πρόβλημά για εσάς; Δεν έχετε δα και το μονοπώλιο!» , πάλι πήγε να γελάσει. Απίστευτο. Ο τύπος ήταν απελπιστικά εκνευριστικός. Εκείνη μάλιστα τη στιγμή , ο Μπαξ και ο Ντομένικο πρέπει να τον κοίταξαν λίγο περίεργα γιατί αμέσως μετά ακολούθησε ένα , «Μήπως θα μπορούσατε να πείτε στα παλικάρια από πίσω να φύγουν; Ξέρετε , όσα θα πούμε πρέπει να είναι εμπιστευτικά! Μιλάμε για μπίζνες!» . «Ναι! Μπίζνες! Οι μπίζνες μετράνε και θα σας πω και το πρόβλημά μου. Μπάξυ , Ντομ! Θα σας χρειαστώ σε λίγο , μπορείτε να πηγαίνετε για τώρα».
Η Τερέζα έφερνε σιγά σιγά το φαγητό και είχαν μείνει οι δυο τους στο χώρο. «Καταπατάτε κάποια συμφωνία , αν ανοίξετε εστιατόριο στην πόλη μεσιέ. Έχω κι εγώ μία επιχείρηση και ξέρετε ότι ποτέ δεν έκανα άνοιγμα προς εσάς. Σέβομαι τα σύνορα θα μπορούσατε να πείτε! Είναι μία άτυπη συμφωνία…» , ας ήταν ευγενικός.
«Κοιτάξτε , καταρχάς δεν εξαρτάται από εμένα. Κατά δεύτερον , σας νοιάζει το εστιατόριο…ή κάτι άλλο;». «Δεν μεταβάλλονται τα σύνορα…πιστεύω». «Κι εγώ πιστεύω ότι αυτή είναι η χώρα των ευκαιριών! Κοιτάξτε , δεν καταλαβαίνω τι μου ζητάτε , αλλά ο όμιλός μας έχει ήδη αποφασίσει να επεκταθεί στην πόλη! Δεν σας ανήκουν τα πάντα κύριε Τορνάντι! Ε , δεσποινίς , βάλτε μου λίγο κρασί , δε βλέπετε ότι μιλάω!; Όλα εγώ θα τα κάνω;» , ο Τζέρεμυ διέκοψε το λογύδριό του για να το παίξει άρχοντας στην Τερέζα. Δε θα είχε καλό τέλος όλη αυτή η ιστορία. Η Τερέζα παρόλα αυτά αγνόησε το επιτακτικό του ύφος και τον εξυπηρέτησε. Το μενού είχε μία εξαίσια κοτόσουπα και ύστερα γαρνιρισμένη γαλοπούλα. Μία πράσινη σαλάτα και μερικοί μεζέδες κρεατικών και φυσικά ζυμαρικών συμπλήρωναν το τραπέζι.
«Πού είχα μείνει , πριν με διακόψει η σερβιτόρα σας…Α! Ναι! Όλα είναι για όλους! Όπως αυτό το φαγητό , είναι για όλους! Αυτή η σουπίτσα! Είναι για όλους! Είναι πεντανόστιμη! Είναι η χώρα των ευκαιριών που να πάρει! Όλοι μπορούν να διεκδικήσουν μερίδιο από τα πάντα!». «Συμφωνώ μεσιέ Ρεβέρ. Αλλά οι κανόνες είναι κανόνες. Δεν επεκτάθηκα ποτέ στη Σάντα Λάουρα , έδειξα σεβασμό. Είχαμε μία καλή σχέση μέχρι τώρα , ιδιαίτερα με τον κύριο Σμιθ και τον Tζούλιους… Δεν πιστεύω ότι θέλετε να με προσβάλλετε έτσι…».
«Προς θεού , απλά σας είπα , δεν σημαίνει ότι θέλουμε να εμπλακούμε στο μονοπώλιο σας εδώ…Απλά είναι μπίζνες , το είπατε και μόνος σας! Τι υπέροχη σούπα όμως ε;» . Ο τύπος επέμενε και ψευδόταν υπερβολικά πολύ. Συν ότι η σούπα απόψε κινούταν σε μέτρια επίπεδα. Τι στο καλό του άρεσε; «Εγώ δυστυχώς εκλαμβάνω την παρουσία σας εδώ ως προσπάθεια να εμπλακείτε στις υποθέσεις μου. Η Γκόλντβιλλ είναι μία μεγάλη και ισχυρή πόλη. Ίσως θέλετε κομμάτι από την πίττα. Αν είναι αυτό πείτε μου και θα προσπαθήσω να σας βοηθήσω κάπως. Μη μου τη φέρετε όμως ποτέ μουλωχτά».
«Πιστεύω δεν έχουμε να πούμε κάτι άλλο κύριε Τορνάντι , όπως είπα η απόφαση είναι ειλημμένη» , μασούλησε λίγη γαλοπούλα. «Με φέρνετε σε εξαιρετικά δύσκολη θέση. Μπορείτε να μεταφέρετε τουλάχιστον τις σκέψεις μου στα υπόλοιπα μέλη του διοικητικού συμβουλίου; Θα ήθελα να μιλήσω με τον Σμιθ περεταίρω». «Μα δε σας κάνω εγώ; Δε νομίζω ότι πρόκειται να σας πουν κάτι παραπάνω! Είμαι κι εγώ μέτοχος και σας διαβεβαιώνω ότι ήρθαμε για να μείνουμε! Ίσως βέβαια σας καλέσω κι εγώ στο κεντρικό μας εστιατόριο την άλλη εβδομάδα για να ανταποδώσω! Μα κάνετε φοβερή σούπα! Αλήθεια , ποια είναι η συνταγή;». Κρίμα , δεν έβαζε μυαλό.
Ο Τζον άφησε το πιρούνι του να πέσει προς το πιάτο. Καθώς αυτό προσέκρουε και έκανε το γνωστό μεταλλικό του ήχο , ο Μπαξ και ο Ντομένικο εμφανίζονταν από την πόρτα της κουζίνας πίσω από το φλύαρο άνδρα.

Η κραυγή του Τζέρεμυ Ρεβέρ αντιχούσε στην κουζίνα του Σόλε Ντ’ Όρο. «Ούτε το μήνυμα δε θα μεταφέρεις; Ποιος είσαι κύριος;» , ο Μπαξ τα πήγαινε καλά στον τομέα του εκφοβισμού. Όσο βέβαια τον κρατούσε από το γιακά ακινητοποιημένο , ο Ντομένικο κούναγε την κατσαρόλα με την κοτόσουπα πάνω από το κεφάλι του.
«Τι κάνετε ακριβώς; Νόμιζα ότι μιλούσαμε τίμια!» , ούρλιαξε ο Ρεβέρ.
«Τίμια μιλούσαμε μεσιέ! Αλλά δε με ακούσατε… Τώρα θα πρέπει να μιλήσουν τα παιδιά».
«Σου άρεσε πολύ η κοτόσουπα έτσι ποντικομούρη;» , φώναξε στο πρόσωπό του ο Μπαξ.
Ουάου , βελτιωνόταν συνεχώς σε αυτό το παιχνίδι το δεξί του χέρι.
«Τι θα έλεγες να κάνεις ένα μπάνιο μέσα σε αυτή;». «Τι εννοείτε; Άσε με κάτω μπράβε! Θα πάω στους μπάτσους αμέσως!».
«Μπάτσους;» , ο Τζον απόρησε. «Και τι θα τους πεις; Ότι επεκτείνετε το εμπόριό κόκας στην Γκόλντβιλλ; Ποιος θα πάει μέσα; Ο ευεργέτης της πόλης ή το βαποράκι από το Παρίσι;».
«Παρίσι;» , αναφώνησε ο Μπαξ. «Κολομβιανός είσαι κάθαρμα; Ντομένικο ρίξε τη σούπα! Αφού δε συμμορφώνεται και απειλεί το αφεντικό! Ποιος νομίζεις ότι είσαι Λατίνε; Ε;». Είχε φορτώσει για τα καλά πλέον και ο Ρεβέρ είχε χλομιάσει από το φόβο του.
«Δεν είμαι από το Παρίσι! Και το Παρίσι είναι στην Ευρώπη!».
«Αλλάζεις θέμα! Ντομ , τη σούπα!» , ούρλιαξε και πάλι ο Μπαξ. Μικρή ποσότητα της σούπας άρχισε να γλιστρά πάνω στο πορτοκαλί πουκάμισο , και όση από αυτή ακουμπούσε το δέρμα , αυτόματα έκανε τον  Τζέρεμυ Ρεβέρ να σπαρταρά και να δακρύζει. «Θα στο πω για ακόμα μία φορά μεσιέ. Μόλις φύγεις από εδώ θα πάρεις τηλέφωνο τον Πήτερ Σμιθ και θα του πεις ότι επιθυμώ να τον συναντήσω. Ύστερα θα πας στο διοικητικό συμβούλιο και θα τεθείς κατά της απόφασης να επεκταθείτε στην Γκόλντβιλλ. Δεν έχει ούτε εστιατόριο , ούτε σκόνες σε αυτή τη μεριά της πολιτείας. Θα αντιπροτείνεις να ανοίξετε ένα εστιατόριο σε μία απ’ τις μικρότερες πόλεις. ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ;». «Δεν…» , η πρόταση αυτή ποτέ δεν τέλειωσε καθώς η κοτόσουπα έσταξε στο κεφάλι του.

Ένας μετανιωμένος μεσιέ Ρεβέρ με κομπρέσα από παγάκια στην κορυφή του κεφαλιού του και μικρές γάζες σε διάφορα σημεία, έφευγε από το εστιατόριο Σόλε Ντ’ Όρο με τη συνοδεία του σοφέρ του.
Ο Τζον συνάντησε τον Λορέντσο το μάγειρα λίγα λεπτά αργότερα. «Η κοτόσουπα δεν ήταν καλή σήμερα , σε παρακαλώ φρόντισέ τη… Είναι κρίμα η συνταγή της γιαγιάς να χαραμίζεται σε κάτι τόσο μέτριο». Είχε κλείσει και αυτό.
Ο Μπαξ και ο Ντομένικο ξεκουράζονταν στο πάρκινγκ. Παραδόξως , στα χέρια του Ντομένικο βρισκόταν ένα τσιγάρο , σβηστό βέβαια. Περίεργο , ο Ντομ είχε κόψει το τσιγάρο εδώ και λίγα χρόνια..

Ο δρόμος μέχρι το σπίτι ήταν σύντομος και ανάλαφρος. Μετά από την προηγούμενη συζήτηση με τον άθλιο υπάλληλο του Cyan Ocean, η ήσυχη συζήτηση με τους ‘άνδρες’ του ήταν ότι καλύτερο.
Μπήκε σπίτι. Η Τζίνα δε φαινόταν πουθενά στο ισόγειο. Έτσι , ανέβηκε ως το υπνοδωμάτιο για να ξεντυθεί και να χαλαρώσει. Από το δωμάτιο του Τζόννυ Τζούνιορ όμως , ακουγόταν θόρυβος. Ο γιος του ήταν σπίτι.
«Τζέι;» , χτύπησε την πόρτα. Καμία απάντηση. «Τζέι Τζέι; Είσαι εδώ;» , ξαναχτύπησε. «Έξω».
«Γιε μου; Εγώ είμαι!» , ο Τζον άνοιξε την πόρτα και αντίκρισε τον ενδεκάχρονο γιο του ξαπλωμένο στο κρεβάτι να παίζει στην παιχνιδομηχανή του.
«Δε βλέπεις ότι παίζω; Γιατί μπένεις μέσα;».
«Μόλις γύρισα , να μην πω μια καλησπέρα στο παιδί μου;». «Α , έλειπες; Δεν το κατάλαβα». «Ναι , αλλά τώρα γύρισα! Τι λες , παραγγέλνουμε πίτσα σε λίγο; Έχει και το παιχνίδι σήμερα!». «Το παιχνίδι άρχισε πριν σαράντα λεπτά , αλλά δεν περίμενα να το θυμάσαι». Ο Τζον προσπάθησε να κοιτάξει στα μάτια το γιο του. Πάλι γκάφα έκανε. «Ε…» , πήγε να προσθέσει κάτι. Αλλά δεν είχε και τίποτα άλλο να πει. Έκλεισε την πόρτα. Ο ήχος από το βιντεοπαιχνίδι συνέχισε να ακούγεται στο χολ…

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ…

Παρασκευή 17 Ιουλίου 2015

6. Η Προηγούμενη νύχτα



«Ντρέπομαι τόσο πολύ! Λυπάμαι , πραγματικά λυπάμαι! Δε συνηθίζω να φέρνω κοπέλες στο σπίτι και να τις παρατάω μόνες τους! Δεν ξέρω πώς να επανορθώσω…Δεν…» .
Η ανυπόφορη κίνηση της Γκόλντβιλλ τις καθημερινές , είχε αναγκάσει τον Τζερμ να φέρνει ξανά και ξανά στο μυαλό του τις λέξεις με τις οποίες θα προσπαθούσε να απολογηθεί στη Λουΐζα. Η γυναίκα με τα ερυθρά μαλλιά θα τον περίμενε στις δώδεκα στην καφετέρια Κίτρινη Λίμνη στο κέντρο της πόλης. Εκείνος όμως είχε ήδη αργήσει. Δεν έφτανε που οδηγούσε και έκανε πρόβα το λόγο του , έπρεπε να στέλνει και μηνύματα αγάπης στη Μελίσσα. Στις τρεις θα περνούσε από το σπίτι της για να πάνε για φαγητό , όπως της είχε υποσχεθεί από προχθές. Παρ’όλη την αναστάτωσή του και το κενό μνήμης του από το βράδυ του Σαββάτου , η σχέση του με την κοπέλα του πήγαινε από το καλό στο καλύτερο. Ο ίδιος προσπαθούσε να μην αναφέρεται στη νύχτα εκείνη , τη νύχτα δηλαδή της επετείου τους , μα η Μελίσσα του έλεγε συνέχεια πόσα σήμαινε για εκείνη!
Φθάνοντας επιτέλους στον προορισμό του , ο νεαρός φοιτητής , ανακάλυψε πως δεν έβρισκε θέση για να παρκάρει. «Κατάρα» , ψιθύρισε καθώς έκανε κύκλους γύρω από το μαγαζί , ψάχνοντας ένα πιθανό χώρο. Ένα τέταρτο μετά τις δώδεκα κατάφερε να βρει επιτέλους μία μικρή θεσούλα και να αφήσει το αυτοκίνητο. Δεν πρόσεξε ιδιαίτερα το παρκάρισμά του και έφυγε τρέχοντας προς την καφετέρια. Φορούσε ένα χαλαρό μακρυμάνικο μπλουζάκι με γιακά και τζιν συνδυασμένα με κόκκινα καθημερινά παπούτσια. Μπήκε στην καφετέρια ιδρωμένος και κοίταξε αμήχανα πέρα δώθε , με στόχο να εντοπίσει την κοπέλα που τον περίμενε.
Τότε την πρόσεξε στην άκρη του μαγαζιού , κοντά στο παράθυρο , να χαζεύει την κίνηση στο δρόμο. Έτρεξε γρήγορα κοντά της και κάθισε στην καρέκλα απέναντί της. «Καλημέρα!» , τραύλισε. «Ω , νόμιζα ότι δε θα έρθεις , ετοιμαζόμουν να φύγω». Σκληρή απάντηση , τα είχε κάνει θάλασσα πάλι. «Συγγνώμη…» . «Δε χρειάζεται να απολογείσαι πάλι…» , χαμογέλασε. Αυτό έδωσε μια βαθιά ανάσα στον Τζερμ και συγχρόνως κουράγιο για να απολογηθεί όπως είχε σχεδιάσει. Την κοίταξε στα μάτια και αποφάσισε ότι η ώρα είχε φτάσει.
«Θα παραγγείλετε κάτι;» , πάντα κάτι θα χαλούσε τον ειρμό του. Ο νεαρός σερβιτόρος βρισκόταν πάνω από το κεφάλι του και με το καθωσπρέπει βλέμμα του , ανέμενε μία απάντηση. «Ένα κρύο καφέ εσπρέσο». Άντε τώρα να ξαναέβρισκε το κουράγιο του και να μιλήσει ανοιχτά. Η Λουίζα του χαμογέλασε και πάλι είτε ως δείγμα κατανόησης ή ως σημάδι βαθιάς αμηχανίας. Γιατί πάντα να έχω τόσο άσχημο
timing;
«Λοιπόν , σε ευχαριστώ που δέχθηκες την πρόσκλησή μου! Δεν ξέρεις πόσο ντρέπομαι για τη συμπεριφορά μου!». «Δεν ήρθα εδώ για να μου απολογηθείς ξανά Τζερμ!». «Όχι όχι , πρέπει να κάνω κάτι για να επανορθώσω! Ξέρεις , λυπάμαι πάρα πολύ! Δε συνηθίζω να φέρνω κοπέλες στο σπίτι και να της αφήνω στα κρύα του λουτρού! Μα δυστυχώς δε ξέρω τι με έπιασε το Σάββατο! Δε θυμάμαι τίποτα!» επιτέλους η γλώσσα του λύθηκε. «Αφού βρίσκομαι εδώ , σημαίνει ότι δε σε παρεξήγησα. Ή μάλλον δε σε παρεξήγησα όσο νομίζεις.» , ένα γελάκι ξέφυγε από την όμορφη κοπέλα.
«Είμαι τόσο ανακουφισμένος! Μπορείς να με βοηθήσεις , λοιπόν; Να με βοηθήσεις…να θυμηθώ;» , αφού η κατάσταση είχε ελαφρύνει , ήρθε η ώρα να ξεκαθαρίσουν μια και καλή τα πράγματα στο μυαλό του. Ο Σερβιτόρος του έφερε τον καφέ του , και η Λουίζα , ξεκίνησε να αφηγείται.
«Ήταν περίπου τέσσερις ή τέσσερις και μερικά λεπτά... Βρισκόμουν στο
NightCub, το κλαμπ στα ανατολικά προάστια της πόλης , μαζί με τη Λένα και την Κάντυ , παρότι δε βρισκόμασταν πολύ ώρα εκεί , ήταν ήδη πολύ βαρετά. Αδιάφοροι τύποι προσπαθούσαν να μας την πέσουν και με εξαίρεση την Κάντυ που πάντα ψάχνεται για συντροφιά της μίας νύχτας , κανείς από όσους βρίσκονταν εκεί μέσα δε μπορούσε να κερδίσει μία από εμάς».
Η Λουΐζα ρούφηξε λίγο από το χυμό της και συνέχισε , «τότε εμφανίστηκες εσύ με το φίλο σου». Ο Τζερμ πετάχτηκε από τη θέση του στο άκουσμα της λέξης φίλοι. «Ποιο φίλο μου; Ήταν κάποιος άλλος ήταν μαζί μου;» . «Ναι! Πω πω , καημενούλη μου , έχεις μεγάλο πρόβλημα μνήμης έτσι; Δεν θυμάσαι ούτε τους φίλους σου;» . «Δε θυμάμαι τίποτα από εκείνη τη νύχτα! Από τις οχτώ και μετά στο μυαλό μου έχω ένα τεράστιο κενό!» , προσπαθώντας να ηρεμήσει , άφησε το ποτήρι με τον καφέ κάτω και κοίταξε το ταβάνι. «Συνέχισε».
«Αμέσως μου κέντρισες το ενδιαφέρον! Ύστερα με προσέγγισες , με πλησίασες , άφησα τη Λένα μόνη της και χορεύαμε για μία ολόκληρη ώρα! Τότε…». «Τότε;». «Τότε , με φίλησες για πρώτη φορά! Ένα από τα πιο υπέροχα φιλιά που μου έχουν δώσει ποτέ. Ήταν απλά το έναυσμα! Φυσικά όλη αυτή την ώρα ανταλλάσσαμε ερωτικές ματιές ενώ πίναμε και πολλή βότκα!». Τι έκανα…απάτησα όντως το φως της ζωής μου , τη Μελίσσα…«Να συνεχίσω;». «Ναι ναι , φυσικά…» , είπε κουρασμένα τώρα ο Τζερμ. «Ύστερα κατευθυνθήκαμε έξω από το κλαμπ. Τα κορίτσια έμειναν εκεί , αλλά συμφώνησαν στο να χωριστούμε. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο σου και εκεί…». «Μη μου πεις! Όχι , όχι!» . «Κάναμε έρωτα Τζερμ…στο πίσω κάθισμα , εγώ και εσύ! Μόνο που ήσουν εντελώς διαφορετικός! Λες και δεν είσαι ο ίδιος άνθρωπος!». «Μάλλον δεν ξέρω ποιος είμαι ε;» , απελπισμένος , έπιασε το κούτελό του και αναστέναξε.
«Μετά πήγαμε στο σπίτι;» .

«Ναι , με μία στάση σε ένα φαστφουντάδικο βέβαια…Αλλά μετά πήγαμε στο σπίτι σου , βρισκόταν σε κακή κατάσταση στο εσωτερικό του αλλά ήπιαμε λίγο ουίσκι. Μετά με πήγες αγκαλιά μέχρι την κρεβατοκάμαρα». «Εκεί σε άφησα σύξυλη και έφυγα τρέχοντας ;»  , είπε λυπημένος εκείνος.
«Νομίζω ναι…αλλά ξημέρωνε και δε θυμάμαι κι εγώ πολλά , γιατί μάλλον με πήρε ο ύπνος» , γέλασε. «Με λίγα λόγια τα σπάσαμε όλα το Σάββατο , ε;» , σαστισμένος ο Τζερμ δεν ήξερε τι άλλο να πει. «Πέρασα πολύ όμορφα , οπότε αν και δεν τα θυμάσαι εσύ , εγώ θα αναπολώ το βράδυ μας αυτό!» , είπε γλυκά η Λουίζα. «Ελπίζω να σε βοήθησα και να θυμήθηκες κάτι απ ’όλα αυτά…». «Δυστυχώς όχι…» , συνοφρυώθηκε πάλι εκείνος. «Αλλά όπως και να έχει , μπορούν όλα όσα μου είπες να μείνουν μεταξύ μας; Το βλέπω πολύ σοβαρά με την κοπέλα μου , με αγαπάει και την αγαπάω , οπότε δε θα ήθελα για μία απερισκεψία , μία νύχτα που δεν έλεγχα τον εαυτό μου να χωρίσουμε…». «Φυσικά χαζούλη! Η νύχτα θα σβηστεί για πάντα από το μυαλό μου όπως και έχει σβηστεί ήδη από το δικό σου!» , του χάιδεψε το χέρι. Εκείνος τραβήχτηκε και κοίταξε το ρολόι του.
«Πρέπει να φύγω σιγά σιγά!» , αν καθόταν κι άλλο ίσως η έλξη και η ζεστασιά που ένιωθε κοντά στην ξένη για αυτόν γυναίκα να αυξάνονταν. «Όπως θέλεις…» , είπε με χαμηλό τόνο εκείνη. «Ήσουν πολύ καλός εραστής όμως…» , κρυφογέλασε , «να το χρησιμοποιήσεις αυτό και στη σχέση σου! Φιλική συμβουλή!» .
Αμήχανα την κοίταξε. Τι ακριβώς του έλεγε τώρα; «Σε συμπάθησα και με αυτή την πλευρά σου πάντως , αν θες να κρατήσουμε επαφή και να γνωριστούμε καλύτερα…» , ο Τζερμ την κοίταξε με περιέργεια και ύστερα πλήρωσε γρήγορα το σερβιτόρο. Απάτησα τη Μελίσσα. Μα τι πάει στραβά με εμένα; Τι ακριβώς μου συνέβη; Μήπως ήπια πολύ; Μήπως
«Μακάρι να μπορούσα να κρατήσω επαφή…» , της ψιθύρισε καθώς πήγε να στρίψει προς την πόρτα . Εκείνη τον κράτησε από το μανίκι και έτσι απλά , τον φίλησε στο στόμα. Και αυτός με τη σειρά του , δεν αντιστάθηκε ούτε λεπτό. Του χαμογέλασε και του έκλεισε το μάτι ,  «Τώρα θυμάσαι , έτσι;».
Ναι. Αυτό ήταν. Ξαφνικά το μυαλό του ξεθόλωσε. Έπρεπε να τηλεφωνήσει αμέσως στον Δόκτωρ Κάλλιστερ.  


ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ…