Παρασκευή 25 Σεπτεμβρίου 2015

13. Εις το όνομα της αγάπης


Η μύτη του είχε ματώσει , αλλά το συναίσθημα ήταν εκπληκτικό.
 «Ουάου , τόσο καιρό πράγματι έχανα που δεν δοκίμαζα!!» , φώναξε ο Μπαξ.
«Δεν είναι και ότι πιο σωστό αγάπη μου να κλέβουμε το ίδιο μας το εμπόρευμα , αλλά…» , γέλασε η Τζίνα , «είμαστε οι σύγχρονοι Μπόνυ Και Κλάιντ!» .
«Είμαστε βουτηγμένοι στην αμαρτία! Αλλά θα ομολογήσω πως θα προτιμούσα να είμαι απλά βουτηγμένος στην άσπρη σκόνη!» , ούρλιαξε και ύστερα γέλασε και εκείνος.
Ναι , ήταν όμορφο το συναίσθημα το ομολογούσε. Πριν γνωρίσει τη γυναίκα της ζωής του , δεν είχε καμία απολύτως όρεξη να δοκιμάσει ναρκωτικές ουσίες. Αυτά ήταν απλά η δουλειά. Όμως τώρα το έβλεπε κάπως αλλιώς. Τι κακό έκανε; Απλά αγάπησε. «Σε αγαπάω» , της είπε ενώ στέγνωνε εντελώς τη μύτη του. Είχε σχεδόν δακρύσει όσο το έλεγε αυτό.
«Κι εγώ σε λατρεύω Μπάξυ. Είσαι το γλυκούλι λαγουδάκι μου. Είσαι ο δικός μου Κλάιντ!» , τον αγκάλισε εκείνη.
Κάπου εκεί το μυαλό του Μπαξ ταξίδεψε λίγο πιο πέρα. Αν επέλεγε μία στιγμή να πεθάνει , θα ήταν τώρα. Έτσι όπως ήταν αγκαλιά με την Τζίνα. Δε θα τους χώριζε κανείς. Ποτέ…
«Γιατί έπρεπε να σκοτώσουμε τον Μόνκα;» , η ερώτηση βγήκε φυσικά από το στόμα του. Εκείνη όμως ξίνισε μόλις άκουσε το όνομα. «Πώς σου ήρθε τώρα αυτό; Γιατί ανατρέχεις σε εκείνον; Μια χαρά δεν ήμασταν ως τώρα;» , γρύλισε και του δάγκωσε το λαιμό. Πάθος και μίσος. Χα , την αγαπούσε. Αλλά , το ερώτημα αυτό τον ταλάνιζε εδώ και μέρες. Και τώρα είχε φτάσει η ώρα να της το θέσει.
«Ναι τέλεια είμαστε! Απλά πες μου τι συνέβη και τον ήθελες έξω απ’το παιχνίδι. Εγώ είμαι μαζί σου. Ότι έγινε έγινε….» , μπλόφαρε. Ένιωθε ακόμα άσχημα γι’αυτό παρότι ήθελε να της το κρύψει.
«Μπαξ! Γιατί ρωτάς τέτοια πράγματα αγάπη μου!;» , η φωνή της έλαβε έναν αυταρχικό τόνο. Ύστερα το βλέμμα της μαλάκωσε. Δεν πρόλαβε να αρθρώσει μία λέξη και τα χείλη της ενώθηκαν με τα δικά του. Ύστερα οι σάρκες τους έγιναν μία. Και καθώς το φως του πορτατίφ τρεμόπαιζε , ο Μπαξ και η Τζίνα ξανά γνώρισαν τον έρωτα κάτω από τα σεντόνια του κρεβατιού. Η σουίτα του ξενοδοχείου Κινγκ ήταν η ερωτική τους φωλιά. Μακριά από όλους και όλα , μπορούσαν να απολαύσουν το φλογερό ερωτά τους. Κανείς δε θα τους σταμάταγε.
«Είναι η θηλυκή έκδοση του εαυτού μου !» , έλεγε συχνά στον Ντομένικο. Ο Μπαξ ήταν απόλυτα σίγουρος πως επρόκειτο για τη γυναίκα της ζωής του.

Το ερώτημα που της έθεσε ξεχάστηκε και τελειώνοντας , αναψοκοκκινισμένος άρπαξε μερικούς κόκκους ακόμα και τους ρούφηξε αχόρταγα από τη μύτη του.
«Χαλάρωσες τώρα Κλάιντ μου;» , του είπε γλυκά.
«Ναι βασίλισσά μου…» , απάντησε μαγεμένος. «Δεν είχα σκοπό να σε φέρω σε δύσκολη θέση! Αλλά , ακόμα και οι καλύτεροι κάνουν λάθη!». Σταμάτησε για λίγο να μιλάει και χάιδεψε απαλά τα μαύρα μαλλιά της.

«Λοιπόν , είναι αυτός ο τύπος , για παράδειγμα , ένα παλικάρι , ο Τζερμ! Δεν πρόκειται για τον πιο έξυπνο τύπο , αλλά φαίνεται ότι είναι μεγάλος εραστής. Τώρα , εγώ δεν τον ξέρω καλά , αλλά φαντάσου ότι έχει δύο ή και τρεις σχέσεις τουλάχιστον ταυτόχρονα! Μιλάμε για πραγματικό διδάσκαλο! Τέλος πάντων , εγώ κάθομαι και πίνω το ποτό μου ένα βράδυ και τον συναντάω ξαφνικά. Ο τύπος εμφανίζεται από το πουθενά και μου δείχνει το δρόμο της αισιοδοξίας. Αν έχεις όνειρα τα πετυχαίνεις. Αυτό μου λέει!». Λέγοντας τα όλα αυτά ο Μπαξ , μοιάζει πραγματικά ενθουσιασμένος.
«Τι ακριβώς θέλεις να πεις Μπαξ; Δε βγάζω νόημα;» , δυστυχώς όμως η γλυκιά του Τζίνα δε συμμερίζεται την άποψή του.
«Άκου Τζι , αυτό που λέω είναι , ότι θέλω να ζήσω μαζί σου. Μου έδειξε το δρόμο αυτός ο τύπος. Μιλάμε για καταφερτζή έτσι; Μπαίνει στο κλαμπ και πριν το καταλάβω έχει χτυπήσει την πιο όμορφη γυναίκα από εκεί μέσα και έχει πάει γραμμή στο σπίτι. Με αναγκάζει να πάρω ταξί , αλλά ποιος νοιάζεται;!» , συνεχίζει ακάθεκτος , «Ο Τζερμ κερδίζει στη ζωή με την τακτική του. Έτσι θα πρέπει να κάνω κι εγώ δε νομίζεις; Να και ο Τζον αυτό κάνει! Ρισκάρει χοντρά και κερδίζει τα διπλάσια!» .
«Τι σε έχει πιάσει απόψε Μπαξ και μου μιλάς μία για τον Τζον και μία για το Φίλιπ;» , την άκουσε να φωνάζει.
«Όχι , παράδειγμα έφερα! Παράτα τους άλλους. Αυτός ο Τζερμ είναι το θέμα! Έκανε ένα λαθάκι ο φίλος, ξέρεις πως είναι αυτά , και η μία κοπέλα του τον χώρισε. Αλλά αυτό προσπαθώ να σου πω , ακόμα κι αυτός ο απαράμιλλος παίχτης έχασε κάποια στιγμή. Αλλά μέχρι τότε έπαιζε!».
«Ποιος είναι ο Τζερμ δε μου είπες…» , η απογοήτευση και η βαρεμάρα ήταν γραμμένη στο πρόσωπό της.
«Ώχου μωρέ! Απλά θέλω να σου προτείνω να το σκάσουμε μαζί! Να ρισκάρουμε όπως εκείνος!».
«Αχ τυχοδιώκτη μου… προσπαθείς τόσο πολύ για εμάς. Είσαι ο πιο γλυκούλης Κλάιντ του κόσμου το ξέρεις Μπάξυ μου;» , μία πρότασή της σε συνδυασμό με τα εβένινα μάτια της , ήταν ικανά να τον κάνουν να λιώσει σα βούτυρο. «Μακάρι να μπορούσαμε να το σκάσουμε από όλους και από όλα…».
«Ας το κάνουμε! Έχω μερικά λεφτά στην άκρη , τα παίρνουμε και φεύγουμε!».
«Δεν μπορούμε γλυκέ μου. Ο Τζον θα μας βρει παντού. Επίσης ξέρεις ότι χρειάζεσαι τη δουλειά αυτή. Ποιος θα τον προσέχει; Και πώς θα μαζεύεις κι άλλα λεφτά για το μαγαζάκι που θες να ανοίξεις κάποτε;».
Όντως , το μαγαζάκι αυτό ήταν παιδικό του όνειρο. Ένα μαγαζί με μινιατούρες  αλλά και μικρά σετ κατασκευής. Είχε μπλεχτεί με τον υπόκοσμο για να μαζέψει λεφτά για την οικογένεια και για το όνειρό του. Μετά ήρθε στη ζωή του ο Τζόναθαν Τορνάντι και ύστερα η σύζυγος του.  Ύστερα ήρθαν οι μπελάδες.  Αλλά κάποιος έπρεπε να προσέχει το αφεντικό. Όντως , τα πράγματα περιπλέκονταν!
«Εεεε… τι να σου πω , απλά σε θέλω μόνο για εμένα!» , ίσως έπρεπε να βάλει και τον εαυτό του στους κίνδυνους για το αφεντικό. Έπρεπε να προστατεύσει τον Τζόναθαν και από τον ίδιο του τον εαυτό λοιπόν…

«Σε αγαπάω μωρέ» , γκρίνιαξε και κουλουριάστηκε στην αγκαλιά της. Στο όνομα της αγάπης τα έκανε όλα , αλλά η λογική πρόσταζε να μείνει ψύχραιμος. Ω θεέ μου , αν υπάρχεις , κάνε να πεθαίναμε τώρα.
Παραδόξως , ήταν ακόμα ζωντανοί. Ζωντανοί μα αγκαλιασμένοι. Θα μάζευε λίγα λεφτά ακόμα και θα έφευγαν. Θα την απήγαγε αν χρειαζόταν. Στην Ευρώπη για παράδειγμα , ο Τζον δε θα μπορούσε ποτέ να τους βρει. ΝΑΙ! ΑΥΤΟ ΗΤΑΝ!
Η Τζίνα έφυγε από δίπλα του και κατευθύνθηκε στο άσπρο λοφάκι που είχε σχηματιστεί. Όση σκόνη είχε μείνει , βρισκόταν πάνω στο κομοδίνο του. Κανονικά βέβαια, έπρεπε να την έχει πουλήσει.
Κοίταξε με ένα απλανές βλέμμα και ξάπλωσε ξανά στο λευκό κρεβάτι. Τη σιωπή και τη γαλήνη διέκοψε το κινητό του τηλέφωνο. Παρότι το είχε στη λειτουργία δόνησης , δεν έπαυε να κάνει μεγάλο θόρυβο. Ενοχλημένος πετάχτηκε όρθιος και άρχισε να το ψάχνει. Εκείνο όμως δε σταματούσε. Η Τζίνα μόλις είχε φτιαχτεί και προσπαθούσε να σκαρφαλώσει  στην πλάτη του.
«Πρέπει να το παίξω νηφάλιος για λίγο αγάπη μου!» , της είπε και την παρότρυνε να κάνει ησυχία.

«ΑΦΕΝΤΙΚΟ» , έγραψε η οθόνη. Περίεργο , μιας και δε βρισκόταν σε ώρα υπηρεσίας. Η Τζίνα προσπάθησε να του πάρει τη μικρή συσκευή , αλλά την παραμέρισε πάνω στο χαλί και σηκώθηκε όρθιος.
«Ναι αφεντικό , Μπαξ εδώ!».  Είχε συμβεί τίποτα ανησυχητικό άραγε;
«Μ - μάλιστα  αφεντικό! Έρχομαι πετώντας!» , ψέλλισε μερικά δευτερόλεπτα αργότερα. Πέταξε το κινητό στην τσάντα και έτρεξε να ντυθεί.
«Πού πας τώρα αγάπη μου;» , νιαούρισε η θηλυκή φωνή του δωματίου.
«Πού πάω; Να δουλέψω για την αγάπη μας!» . 

Σάββατο 19 Σεπτεμβρίου 2015

12.Ο Κύριος Τζον


Το ραδιόφωνο ήταν συντονισμένο σε ένα πρόγραμμα ειδήσεων. Ήταν γύρω στις εννιά το βράδυ , μα η Νάταλι βρισκόταν ακόμα στο ιατρείο της. Η σημερινή ημέρα ήταν ιδιαίτερα καρποφόρα , και παρότι τα ραντεβού είχαν ολοκληρωθεί πάνω από μία ώρα, εκείνη παρέμενε εκεί για να ελέγξει κάποια τελευταία θέματα.
«Άγνωστοι παραμένουν οι δράστες και τα κίνητρα για τη δολοφονία του άτυχου νέου έξω από γνωστό καζίνο της πόλης. Θα συνδεθούμε τώρα με τον ρεπόρτερ μας…» , ακουγόταν σιγανά από τη συσκευή , μα η Νάταλι αποφάσισε να αλλάξει συχνότητα και να βάλει λίγη μουσική. Πέρασε από μερικούς ραδιοσταθμούς μέχρι να καταλήξει σε έναν ποπ ρεπερτορίου. Δεν τις άρεσαν τα νέα σουξεδάκια , αλλά δε βαριέσαι , ήταν πιασάρικα και ανάλαφρα .
Πέρασαν μερικά λεπτά ακούγοντας τις γνωστές επιτυχίες  ,  όμως κατάλαβες πως είχε κουραστεί αρκετά έπειτα από τόσες ώρες δουλειάς. Έτσι , αποφάσισε να κατευθυνθεί –επιτέλους- προς το σπίτι της. Κοίταξε το κινητό της , το οποίο βρισκόταν από νωρίς στο αθόρυβο και έλεγξε όλες τις κλήσεις. Η μητέρα της την είχε καλέσει πάνω από πέντε φορές , ενώ είχε και δύο μηνύματα από την κολλητή της , την Άμπιγκεϊλ. Δεν έλεγξε κανένα και άφησε το κινητό απαλά πάνω στο γραφείο. Η προσωπική της ζωή έμοιαζε με έναν απέραντο βάλτο , αλλά είχε βάλει στόχο να καθιερωθεί πρώτα επαγγελματικά και μετά να…
Το λογισμό της διέκοψε το χτύπημα της πόρτας. Μα πώς γίνεται να ήρθε κάποιος και να ανέβηκε ως πάνω; Η λειτουργία του ιατρείου ήταν μέχρι τις οχτώ. Παραξενεμένη προχώρησε ως το χολ και κοίταξε από το ματάκι.
Αυτό που αντίκρισε την ξάφνιασε. Κράτησε για μερικές στιγμές την αναπνοή της  , «πώς;» , μουρμούρισε και ξανακοίταξε. Το κουδούνι ξαναχτύπησε επίμονα και το χέρι της σαν να κινήθηκε μόνο του , άρπαξε το πόμολο και το τράβηξε.
Ο άνθρωπος που βρισκόταν μπροστά της , ήταν εκείνος ο μυστηριώδης ασθενής. Πριν λίγες μέρες είχε εμφανιστεί ξανά στο ιατρείο. Ήταν ο κύριος Σάιμον.
«Εσείς εδώ;» , ρώτησε.
«Μπορώ να περάσω;» , είπε εκείνος ευγενικά.
«Εεεε… ξέρετε το ιατρείο δε λειτουργεί τέτοια ώρα , μπορείτε να κλείσετε ένα ραντεβού και να το κανονίσουμε για κάποια άλλη μέρα» , προσπάθησε να μην τον αφήσει να μπει.
Η επικίνδυνη όμως αύρα του κύριου Σάιμον την εξίταρε. Δεν ήθελε να του αντισταθεί. «Μπορώ να περάσω , ξαναρωτώ;» , είπε ξανά ήρεμα και απαλά. Έβαλε το πόδι του στην πόρτα και σταδιακά έκαμψε την αντίστασή της.
«Συγγνώμη για την ώρα , αλλά θέλω να με ακούσεις…» , είπε μπαίνοντας μέσα και κλείνοντας την πόρτα στο πέρασμά του.
«Κοιτάξτε , ας κλείσουμε ένα ραντεβού για κάποια άλλη στιγμή , μιας και όπως σας είπα βρισκόμαστε εκτός λειτουργίας!» , προσπάθησε να πει η Νάταλι , μα ξαφνικά της κόπηκε η ανάσα. Με χαλαρές κινήσεις , ο άνδρας τράβηξε ένα μαύρο πιστόλι από το πίσω μέρος του παντελονιού του . Αμέσως , βρέθηκε να τη σημαδεύει και της έγνεψε να μη μιλήσει. «Κλειδώστε σας παρακαλώ την πόρτα!» , είπε επιτακτικά. Εκείνη τρομοκρατημένη τα έχασε και ετοιμάστηκε να βάλει τα κλάματα.
«Είπα κάτι κυρία Νάτα…» , πήγε να πει εκείνος θυμωμένα αλλά τα δάκρυα της μάλλον τον συγκράτησαν.
 Η Νάταλι δεν ήθελε να κλάψει , μα ξαφνιάστηκε με την τροπή που είχαν πάρει τα πράγματα. Δεν της άρεσε αυτό , εκείνη είχε στόχο να γίνει μία δυνατή και ανεξάρτητη γυναίκα. Δεν ήταν πια το μικρό κοριτσάκι του μπαμπά! Αμέσως , προσπάθησε να συγκρατήσει τους λυγμούς της , μα παρατήρησε ότι ο κύριος Σάιμον τα είχε χάσει. Έτσι αποφάσισε να το εκμεταλλευτεί αυτό. Έβαλε , λοιπόν ,  τα δυνατά της να κλάψει κι άλλο. Δάκρυα κάλυψαν το πρόσωπό της και ο άνδρας εγκατέλειψε το όπλο.
«Σε παρακαλώ Νάταλι , ηρέμησε…» , ψέλλισε. «Σε χρειάζομαι.»
Εκείνη σήκωσε αργά το κεφάλι και τον κοίταξε , την είχε αγκαλιάσει και προσπαθούσε να σκουπίσει τα δάκρυά της. Προσπάθησε να απομακρυνθεί αλλά , αφέθηκε αμέσως μετά στα μεγάλα του χέρια. «Συγγνώμη» , είπε τότε εκείνος.
«Γιατί κύριε Σάιμον; Γιατί να με απειλήσετε με όπλο;» , η Νάταλι προσποιήθηκε ότι ήταν αρκετά αδύναμη.
«Δε σε απείλησα , αλλά ήθελα να με ακούσεις. Θέλω να αναλάβεις την περίπτωσή μου!».
«Σας είχα εξηγήσει και την προηγούμενη φορά ότι θα το έκανα μετά χαράς» , ένας ψεύτικος λυγμός ξέφυγε ξανά , «απλά η ώρα…».
«Ελάτε , μην κλαίτε...» . Τον κοίταξε , έμοιαζε κι αυτός έτοιμος να βάλει τα κλάματα. Ξεγλίστρησε από τα στιβαρά του χέρια και έκανε μερικά βήματα προς τα πίσω. Φαινόταν αναστατωμένος και κουρασμένος , τώρα που τον παρατηρούσε από μακριά. Το μαύρο όπλο βρισκόταν στη μοκέτα του ιατρείου και η Νάταλι το άρπαξε γρήγορα.
«Ποιος πραγματικά είστε κύριε Σάιμον;» , φώναξε. Οι ρόλοι πλέον είχαν αντιστραφεί. Η Νάταλι τον κοιτούσε βλοσυρά και εκείνος προσπάθησε να πει κάτι. «Τζον Τορνάντι. Ιδιοκτήτης των εστιατορίων Σόλε Ντ’ Όρο».
«Πώς;» , η Νάταλι δεν πίστευε στα αυτιά της , ο υποδειγματικός επιχειρηματίας Τζον Τορνάντι..; Μα ναι! Είχε δει το πρόσωπό του στις εφημερίδες και την τηλεόραση. Οι κακές γλώσσες όμως ανέφεραν ότι είχε και πάρε δώσε με τη μαφία. Έτσι θα εξηγούταν το όπλο.
«Τι θέλετε από εμένα κύριε Τορνάντι; Προς τι όλη η μυστικότητα και τα ψεύτικα ονόματα; Γιατί να έρθετε εδώ με ένα πιστόλι; Θέλετε να καλέσω την αστυνομία; Ή μήπως να…» , κράτησε με τα δύο χέρια το σιδερικό και τον σημάδεψε.
«Αν έρθει εδώ η αστυνομία , μάλλον εσύ θα βρεθείς μπλεγμένη Νάταλι. Το όπλο έχει και τα δικά σου αποτυπώματα πάνω!» .
«Κι αν πατήσω τη σκανδάλη;»
«Δε θα γίνει τίποτα!» , ήρθε η αποστομωτική απάντηση του Τζον.
«Πώς το ξέρετε αυτό κύριε Τζον; Μήπως…» , σταμάτησε την πρότασή της και κατάλαβε τι εννοούσε ο γοητευτικός μα απαίσιος άνδρας. «Όλα ήταν μία μπλόφα!» , είπε σοβαρή.
«Δεν είχα σκοπό να σε βλάψω Νάταλι , ήθελα μόνο να κατανοήσεις ποιος είναι ο αληθινός μου κόσμος και να με βοηθήσεις να τα βγάλω πέρα.»
«Πάω στοίχημα ότι δεν είστε παρά ένα αηδιαστικό κτήνος κύριε Τορνάντι!» , αποφάσισε να ξεστομίσει τις τελευταίες της απειλές».
«Ακόμα και τα κτήνη , έχουν τα προβλήματά τους. Δέχεσαι να με βοηθήσεις; Να μην είμαι πλέον ένα ακόμα κτήνος;» , την πλησίασε με αργές κινήσεις.
Η Νάταλι λύγισε , στα αλήθεια , άφησε το πιστόλι να της γλιστρήσει από τα χέρια , όσο ο Τζον την αγκάλιαζε ξανά. «Ηρέμησε , δε θέλω ούτε να εμπλακείς πουθενά ούτε τίποτε άλλο. Θα έχουμε τα μυστικά μας , όπως κάνεις με όλους τους πελάτες. Αντιμετωπίζω προβλήματα που μόνο εσύ μπορείς να με βοηθήσεις να λύσω. Με το αζημίωτο φυσικά.» , της χαμογέλασε.
Η Νάταλι ήθελε να πιστέψει το τόσο φανερό ψέμα του. «Είστε όντως μέλος της μαφίας έτσι;» , είπε κοιτάζοντάς τον στα μάτια.
«Θα σου τα πω όλα , αρκεί να δεχτείς να με βοηθήσεις…».
«Και αν δε δεχτώ;» , ψέλλισε.
«Τότε το πιστόλι μπορεί ξαφνικά να είναι γεμάτο…» , απάντησε εκείνος , χαμογελώντας , όπως κάθε άλλη φορά.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ…

Πέμπτη 10 Σεπτεμβρίου 2015

11. Ζωντανός


Το σκοτάδι ήταν καλός φίλος τελικά. Τυλιγμένος με μία κουβέρτα καθόταν σε μία γωνία του διαμερίσματός του. Μόνος. Το κινητό του βρισκόταν κάπου εκεί κοντά και δεν είχε σταματήσει  να χτυπάει επί μία μέρα , αλλά δεν τον ένοιαζε. Είχε πάρει εβδομαδιαία άδεια από το πανεπιστήμιο και τώρα καθόταν εκεί , ολομόναχος , διαλυμένος και άυπνος. Μόνη του συντροφιά η κουβέρτα και ένα πακέτο δημητριακά . Δεν θύμιζε σε τίποτα τον Δρ. Ντάμιεν πλέον. Άθελά του μετατρεπόταν σε κάποιον άλλον.
Κι όμως , ήταν τόσο ανόητος. Για όλα αυτά ευθυνόταν μονάχα εκείνος. Ήθελε να δημιουργήσει ένα φάρμακο που θα αύξανε την αυτοπεποίθηση και θα δημιουργούσε μεγαλύτερες δόσεις αδρεναλίνης για τον οργανισμό. Αυτό επιθυμούσε! Και τα κατάφερε! Μόνο που το παράκανε. Χρησιμοποίησε τον εαυτό του ως πειραματόζωο. Εκεί έχασε το παιχνίδι. Νόμιζε ότι τρελαινόταν και λίγες μέρες πριν έτρεξε να επισκεφθεί ψυχολόγο.
Όχι. Δεν ήταν θέμα ψυχολογίας , δεν ήταν καν θέμα μυαλού. Τελικά όντως το χάπι είχε δημιουργηθεί αλλά προκαλούσε κενά μνήμης. Έτσι ποτέ δε θυμόταν τίποτα από τη στιγμή που το χάπι δρούσε.
Τότε ξαφνικά , ξυπνούσε. Πεταγόταν όρθιος και βρισκόταν είτε στο εργαστήριο είτε στο σαλόνι και εσχάτως σε κάποιο παγκάκι ή στο δρόμο. Η ψυχανάλυση δε βοήθησε ποτέ , τίποτα δε βοήθησε. Κάθε μέρα ήταν όλο και πιο αδύναμος.
Έβαλε το μυαλό του κάτω και σκέφθηκε. Και βρήκε ότι ο ίδιος έφταιγε για όλα αυτά.
Εκείνη τη στιγμή θύμωσε και διέλυσε μόνος του ολόκληρο το εργαστήριο. Από την οργή του τα έκανε όλα θρύψαλα. Άλλη μία ηλίθια κίνηση. Διέλυσε μόνος του τη δουλειά τόσων ετών.
Είχε νικηθεί και έτσι όπως ήταν αποκαμωμένος , αφέθηκε στην τωρινή του κατάσταση. Είχε χάσει ακόμα και τις μέρες. Πρέπει να ήταν Δευτέρα ή Τρίτη. Δεν ήξερε. Πολλές φορές έκλεινε τα μάτια και φανταζόταν ότι απλά επρόκειτο για ένα κακό όνειρο.
Το σκοτάδι που αντίκριζε όταν τα ξανά άνοιγε ήταν απλά το χαστούκι που τον επανέφερε στην πραγματικότητα.
«Μα τι κάνω…» , μουρμούρισε. Πέταξε την κουβέρτα και σηκώθηκε όρθιος . Παραλίγο να σκοντάψει στα δημητριακά που είχαν χυθεί αλλά κράτησε την ισορροπία του και έτρεξε να βρει τον διακόπτη του σαλονιού. Μόλις φωτίστηκε ο χώρος ,  άρπαξε τα γυαλιά του από το τραπεζάκι και πήγε ως το μπάνιο. Εκεί πλύθηκε και πήγε να φορέσει τους φακούς επαφής του. Θεώρησε όμως πιο σωστό να μην το κάνει αυτό. Έπρεπε να επιδιορθώσει την κατάσταση. Θα καλούσε γρήγορα το πανεπιστήμιο και θα έπαιρνε πίσω την άδειά του , ενώ θα καθάριζε το εργαστήριό του. Μα πρώτα έπρεπε να σταματήσει και να εξαφανίσει την ουσία που τον κατέστρεψε.
Μπήκε φουριόζος στο κατεστραμμένο και γεμάτο γυαλιά και υγρά χώρο εργασίας του. Άρχισε να συγυρίζει. Αργά μα σταθερά.  «Ναι , Ντάμιεν , έτσι , έτσι». Προσπάθησε να εμψυχώσει τον εαυτό του. Ξαφνικά ένιωσε όμως μία μικρή επιθυμία να ακουμπήσει την απαγορευμένη ουσία. Έφτασε κοντά. Έφτασε πολύ κοντά.
Η πρώτη σκέψη πρόσταζε να μην το κάνει. Η δεύτερη όμως έλεγε , γιατί όχι; Άλλη μία φορά; Αλλά αυτή τη φορά θα παρακολουθήσεις τον εαυτό σου!
Άνοιξε τη βιντεοκάμερα και σήκωσε τα ραγισμένα φιαλίδια και μερικά χαπάκια που είχε φτιάξει. «Απόψε θα τελειώσουν όλα» , ψιθύρισε. Άρπαξε ένα χάπι και το κατάπιε. Έτσι ξεκινούσε πάντα. Κοιτούσε τη βιντεοκάμερα για αρκετή ώρα. Μιας και δε συνέβη τίποτα είπε να κάνει μία μικρή βόλτα στο δωμάτιο. Περιπλανήθηκε στα συντρίμμια  που είχε προκαλέσει. Ξαφνικά ήταν ήρεμος.  Γαλήνιος όπως ήταν πλέον , έκλεισε τα μάτια.
Διακοπές… Ναι… Ένα τροπικό νησί χρειαζόταν. Θυμόταν πως κάποτε είχε πάει διακοπές στην Καραϊβική. Μαζί με τη μητέρα και την αδερφή του.  Εκεί, είχε βρει και τον παράδεισο. Μία γαλάζια θάλασσα , κοκοφοίνικες , λευκή άμμος . Όμορφες τουρίστριες και φυσικά καμία έγνοια. Αν αυτό δεν ήταν ο παράδεισος , τότε τι ήταν; Σίγουρα πάντως , ήταν υπέροχα... Σαν το αεράκι. Το αεράκι που φυσούσε στο πρόσωπό του. Ένα τόσο ανάλαφρο αεράκι…

Τότε άνοιξε τα μάτια. Όλη η πόλη βρισκόταν μπροστά του. Αισθανόταν ότι με ένα του άγγιγμα θα μπορούσε να την κάνει δική του. Όλη η πόλη θα του άνηκε. Γιατί όχι; Δεν ήταν αδύναμος. Το αντίθετο. Αν έστω και για μία στιγμή πίστεψε ότι ήταν ανίσχυρος , έκανε λάθος. Εκείνη τη στιγμή , ήταν απλά ζωντανός και παντοδύναμος. Ύστερα από πολύ καιρό ένιωθε… ΖΩΝΤΑΝΟΣ.


ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...