Κυριακή 18 Οκτωβρίου 2015

15. Το ξεχασμένο βράδυ



Τα μάτια του ήταν ορθάνοιχτα και απολάμβανε το αεράκι που δρόσιζε το πρόσωπό του. Κρατούσε το τιμόνι και με τα δύο χέρια ενώ ένιωθε τον κινητήρα του αυτοκινήτου να γουργουρίζει από ευχαρίστηση. Πάτησε κι άλλο το γκάζι και απλώθηκε στη μεγάλη κεντρική λεωφόρο της Γκόλντβιλλ.
«ΝΑΙ ΜΩΡΟ ΜΟΥ!» , ούρλιαξε από το ανοιχτό παράθυρο στο διπλανό αυτοκίνητο. Ο Τζερμ είχε πραγματικά πάρει τα πάνω του.
Με γοργές κινήσεις πάρκαρε έξω από το Σόλε Ντ’ Όρο. Ήταν τόσο τυχερός που βρήκε θέση για πάρκινγκ! Τώρα δε θα  χρειαζόταν να τα ‘’ακουμπήσει’’ στους παρκαδόρους του εστιατορίου.
Χα , με περίσσια ευχαρίστηση επίδειξε το μεσαίο δάχτυλο προς το μέρος τους. Γεμάτος ενέργεια κατευθύνθηκε προς την είσοδο , αλλά συνειδητοποίησε , πως πήγαινε εκεί με άδεια χέρια. «Φτου γαμώτο , δεν έχω πάρει τίποτα;» , κοίταξε το ρολόι και υπολόγισε ότι το κορίτσι του θα έφτανε στο σημείο της συνάντησής του μέσα στα επόμενα δέκα λεπτά. Διέθετε , λοιπόν λίγο χρόνο να της αγοράσει ένα μικρό δωράκι. 
Έτρεξε για λίγη ώρα και τελικά συνάντησε έναν άνδρα , που θα του φαινόταν ιδιαίτερα χρήσιμος. Ο άνδρας , κρατούσε μία ανθοδέσμη και ο Τζερμ ,  δίχως να χάσει χρόνο , έβγαλε σαράντα δολάρια και την αγόρασε. Αμέσως , έτρεξε ξανά προς το εστιατόριο. Πέρασαν μερικά λεπτά ακόμα , μέχρι τη στιγμή που εμφανίστηκε από το ταξί της εκείνη.
«Τζερμούλη μου!» , αναφώνησε μόλις τον αντίκρισε.
Η Μελίσσα ήταν υπέροχη σήμερα , το μωβ φορεμά της και το πανέμορφο χτένισμά της , της έδιναν μια ιδιαίτερη λάμψη. Και εκείνος δεν πήγαινε όμως πίσω , κίτρινο ανοιχτό μεταξένιο πουκάμισο , μαύρο παντελόνι ακριβής μάρκας και τα καλά του παπούτσια. Της προσέφερε την ανθοδέσμη και ψιθύρισε , «Στο φως τη ζωής μου , για τον ένα μας χρόνο , είσαι υπέροχη και σε ευχαριστώ που είσαι κοντά μου!» .
«Κι εγώ  γλυκέ μου! Πρώτη φορά μου φέρνεις λουλούδια!». Τον αγκάλιασε και φιλήθηκαν εκεί , έξω από το εστιατόριο.
Η Μελίσσα έψαχνε ευκαιρίες να τον κατσαδιάσει και να του γκρινιάξει , μα ο Τζερμ δε μάσαγε. Απόψε , ήταν η βραδιά του και δε θα του τη χαλούσε.
«Μωρό μου , άσε τις γκρίνιες , σήμερα είναι η νύχτα μας!» .
Ύστερα από το πλουσιοπάροχο δείπνο που μόνο το Σόλε Ντ’ Όρο μπορεί να προσφέρει , συνόδεψε την κοπέλα του μέχρι το σπίτι της. Ήταν δώδεκα παρά και έτσι δεν έχασε την ευκαιρία να ανέβει μέχρι επάνω. Σέρβιρε δύο ποτηράκια βότκα και απόλαυσαν το βράδυ. Το κρεβάτι της Μελίσσα αλλά και η ίδια , ήταν ύστερα από καιρό αναπάντεχα ζεστά.
Παρ’ όλη την ευχαρίστηση που μοιράστηκαν , ο Τζερμ ένιωθε μια τεράστια πλήξη. Ντύθηκε και την αποχαιρέτησε. «Κάτσε μαζί μου Τζέρμυ…» , νιαούρισε από το κρεβάτι εκείνη.
«Θα τα πούμε αύριο αγάπη μου. Χρόνια μας πολλά! Τζερμ OUT!» , φώναξε και κατευθύνθηκε γοργά προς το αυτοκίνητο.

 Παρόλη την πλήξη όμως , βαριόταν και  να πάει σπίτι από τώρα…
Άλλαξε αμέσως πορεία και σταμάτησε μπροστά σε ένα σκοτεινό μπαρ της οδού Τόμπσον. Μπήκε μέσα παραμερίζοντας κάποιους θαμώνες και κάθισε στην μπάρα. «Ένα διπλό ουίσκι» , μουρμούρισε στον μπάρμαν. Χαλαρή ροκ μουσική έπαιζε στα ηχεία και διάφοροι παρακμιακοί τύποι κάθονταν στα λιγοστά τραπεζάκια του μπαρ. Το ενδιαφέρον του τράβηξε η νεαρή σερβιτόρα του νυχτερινού μαγαζιού… Αν δεν ήταν πιστός … ίσως και να έμπαινε στον πειρασμό να…
Μία βραχνή φωνή και μία ανδρική σιλουέτα δίπλα του διέκοψαν τον ειρμό των σκέψεών του.
«Βάλε μου ένα τζιν τόνικ…». Ο Τζερμ γύρισε παραξενεμένος και κοίταξε τον άνδρα. Ακίνητος , μέσα σε ένα σκονισμένο κοστούμι , κοιτούσε αποσβολωμένος την μπάρα.
«Προβλήματα φίλε;» , η ερώτηση βγήκε τόσο φυσικά από τα χείλη του , λες και τον ήξερε χρόνια. Ο άγνωστος όμως τύπος δεν απάντησε , παρά κούνησε το κεφάλι. Το τζιν τόνικ ήρθε μα εκείνος απλά κουνήθηκε λίγα εκατοστά.
«Μπάρμαν , τι παίζει με αυτόν εδώ;» , γύρισε το κεφάλι του προς εκεί.
«Ιδέα δεν έχω… Υποθέτω πως ο Μπαξ θα έχει τις μαύρες του απόψε» , είπε εκείνος και πήγε να εξυπηρετήσει μία γυναικεία παρέα.
«Μπαξ σε λένε;» , ξαναρώτησε.
«Έτσι ακούγεται…» , μίλησε αινιγματικά.
«Εγώ είμαι ο Τζερμ. Τζερμ Τιλτ.»  , έτεινε το χέρι του για χειραψία. Αντ’ αυτού έλαβε ένα ειρωνικό χαμόγελο.
«Τι θέλεις Τζερμτίλτ; Καταρχάς τι όνομα είναι αυτό;» , γύρισε και τον κοίταξε.
«Είναι δύο λέξεις. Τζερμ , ΤΙΛΤ!» , είπε ενοχλημένος αυτή τη φορά ο Τζερμ.
Ο μπάρμαν έφερε τα ποτά τους και οι δύο άνδρες κοιτάχτηκαν στα μάτια. Ύστερα ξεκαρδίστηκαν στα γέλια. Το ένα ποτό έφερε το άλλο , η κουβέντα αναζωπυρώθηκε και ο Τζερμ με τον Μπαξ έμοιαζαν από μακριά σαν παλιοί φίλοι.
«Έκανα ένα μεγάλο λάθος σήμερα Τζερμ… και όλα αυτά για τα μάτια μίας γυναίκας» , του εξομολογήθηκε  άξαφνα και με φανερή στενοχώρια.
«Ότι και να έκανες δεν πειράζει. Αγάπησες! Ποιος θα σε κατηγορήσει για αυτό; Δεν μπορείς να το ελέγξεις! Ο έρωτας πάντοτε σε ξεπερνάει!» , έβηξε ο Τζερμ.
«Ουάου , είσαι σοφός! Άρα θεωρείς ότι δε θα έπρεπε να έχω τύψεις για ό,τι έκανα! Αυτό δε  λες; »
«Τύψεις ας έχεις , αλλά αν το έκανες για κάποια που αγαπάς… Τότε εγώ προσωπικά θα στο συγχωρούσα! ΜΠΑΡΜΑΝ! Φέρε άλλο ένα γύρο!»  , φώναξε.
«Κερνάω εγώ Τζερμ. Σε ευχαριστώ , μου άνοιξες τα μάτια…» , μίλησε θολωμένα και ο Μπαξ .
«Ξέρεις ε , Μπαξ… Πρέπει να γιορτάσουμε αυτή τη γνωριμία μας! Θα πάμε στο NightCub…!».
Πληρώνοντας τα ποτά τους , βγήκαν έξω τραγουδώντας.
«Oooooh, I been flying ... mama, there ain't no denyiiiiin’!» .
«I've been flying, ain't no denyin', no denyin'!!!».

Το αυτοκίνητο του Μπαξ βρισκόταν παρκαρισμένο λίγο πιο μακριά , οπότε μπήκαν στο όχημα του Τζερμ. «Λίγο παλιό είναι ρε συ…» , αναστέναξε ο Μπαξ.
«Τη δουλειά του πάντως την κάνει…».
«Αυτό να μου πεις , και ο συνεργάτης μου μια παλιατζούρα έχει , αλλά κάνει τη δουλειά της!»
«Αλήθεια που δουλεύεις; Δε σε ρώτησα» , ρώτησε καθώς έβαζε μπρος.
«Είμαι υπεύθυνος δημοσίων σχέσεων σε ένα εστιατόριο» , ήρθε και η άμεση  απάντηση.
Το αυτοκίνητο διέσχισε τα σκοτεινά δρομάκια της Γκόλντβιλλ.  Αμέσως μετά , βγήκαν στη λεωφόρο. Εκεί , η πόλη έλαμπε , όπως πάντα. Δεν είχε σημασία αν ήταν πρωί ή βράδυ. Η Γκόλντβιλλ θεωρούταν από πολλούς το στολίδι της ερήμου.

Το NightCub, ήταν ένα γνωστό κλαμπ και βρισκόταν στα νότια προάστια , προς τα οποία και κατευθύνονταν.
Το ρολόι σύντομα θα έδειχνε τέσσερις , μα το κλαμπ , δεν είχε και τόσο κόσμο. Ο Μπαξ και ο Τζερμ έκαναν την είσοδό τους και πορεύτηκαν για  νέες περιπέτειες. Ένα μπουκάλι βότκα ήταν  απλά το έναυσμα. Το επόμενο βήμα ήταν να έλθουν γύρω τους οι γυναίκες.
«Ρε συ , τσέκαρε την κοκκινομάλλα στο βάθος. Σου κάνει τα γλυκά μάτια ή ιδέα μου είναι;» , ψιθύρισε στο αυτί του ο κουστουμαρισμένος  νέος φίλος του. Η μουσική ήταν πολύ δυνατά , η ώρα ίσως περασμένη , μα τίποτα δε θα εμπόδιζε τον Τζερμ από το να μετατραπεί σε μεγάλο παίχτη.
Πλησίασε την κοπέλα με χαρισματικές χορευτικές κινήσεις. Μα καλά πού τα έκρυβα όλα αυτά τα προσόντα τόσο καιρό; Απόρησε και ο ίδιος.
«ΚΑΛΗΣΠΕΡΑ!» , της μίλησε ύστερα από μερικές αναγνωριστικές ματιές και χαμόγελα.
«Γεια σου…» , ψιθύρισε στο αυτί του εκείνη.
«Είμαι ο Τζερμ… πώς σε λένε όμορφη;» , γέλασε αυτός.
«Λουΐζα , χάρηκα Τζερμ!» , του χαμογέλασε ξανά.
Σε δύο ή τρεις ώρες θα ξημέρωνε , όμως για τον Τζερμ και τη Λουΐζα η νύχτα θα ήταν μεγάλη.
Δεν πέρασε πολύς χρόνος και βρέθηκαν στο αυτοκίνητο ενώ μετά από λίγο , έφυγαν για το σπίτι του.
«Απορώ πως οδηγώ ακόμα…» , «κάτι ξεχνάω…» , παραμιλούσε ο Τζερμ στη διαδρομή , όσο η κοπέλα με τα κόκκινα μαλλιά τριβόταν πάνω του.
«Πείνασα Τζερμάκο…» , γουργούρισε εκείνη.
«Ότι θέλει η Λουΐζα ΜΟΥ!» , φώναξε και έστριψε απότομα προς ένα φαστφουντάδικο.
Έφαγαν στο άψε σβήσε από δύο μπέργκερ και ο δρόμος τους οδήγησε τελικά στην πολυκατοικία του.
«Μισό λεπτό να φορέσω τα ρούχα μου Τζερμ …» , χαμογέλασε ντροπαλά η κοπέλα πριν βγουν από το αμάξι.
«Με τρελαίνει πως είσαι τόσο ντροπαλή και τόσο χύμα την ίδια στιγμή Λουΐζα! Αλλά λέω να  πάρεις τα ρούχα σου αύριο , μετά από το βασιλικό πρωινό που θα σου προσφέρω!».
Χωρίς δεύτερη κουβέντα , την άρπαξε στην αγκαλιά του και άρχισε να τρέχει προς το διαμέρισμά του. Την εναπόθεσε στον καναπέ και ύστερα , έβαλε στη διαπασών τη μουσική. Τα υπόλοιπα ακολούθησαν πολύ φυσικά. Μπουκάλια  ουίσκι , χορός στο σαλόνι και καυτά φιλιά. Λίγο πριν ο ήλιος ανατείλει για τα καλά , ο Τζερμ έφερε τη γυναίκα στο δωμάτιό του. «Ξάπλωσε και περίμενέ με…» , της έκλεισε το μάτι.

Η Λουΐζα τον κοίταξε τρυφερά. «Είσαι πολύ γλυκός Τζερμ… Και μου αρέσει που διεκδικείς και παίρνεις ότι σου αρέσει.»
«Είδες… ούτε εγώ δε φανταζόμουν ποτέ ότι θα έκανα κάτι τέτοιο. Για να δεις όμως ότι είμαι και τρυφερούλης θα σου κάνω λίγο μασάζ… και μετά…» , σταμάτησε ξαφνικά τα λόγια του και έπιασε το μέτωπό του. Τότε , κοίταξε έντρομος την κοπέλα μπροστά του.
«ΜΑ ΤΙ ΛΕΩ!;» , ούρλιαξε και έτρεξε στο σαλόνι. Η κατάσταση όμως εκεί ήταν άθλια. Ανοιγμένα μπουκάλια ουίσκι παντού , λερωμένος καναπές , άθλιο πάτωμα. Σοκαρισμένος μπήκε στο μπάνιο για να ρίξει λίγο νερό στο πρόσωπό του. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι είχε συμβεί κάτι τέτοιο στο δικό του σπίτι. Κλείδωσε την πόρτα και χωρίς να το σκεφτεί πέταξε το κλειδί μέσα στη λεκάνη. «Όχι , όχι…» , ψέλλισε και μπήκε στην μπανιέρα δακρύζοντας. Άνοιξε το διακόπτη και άφησε το κρύο νερό να τον λούσει. «Κάνε να είναι ψέμα…» , κοίταξε το ταβάνι και με λυγμούς ψιθύρισε , «Μελίσσα σε αγαπώ… Μελίσσα…».

ΤΕΛΟΣ

....


Κυριακή 11 Οκτωβρίου 2015

14. Κήρυξη Πολέμου


«Στάσου Τζον! Άκουσέ με!» , φώναζε  ασθμαίνοντας εδώ και λίγη ώρα ο δικηγόρος.
«Σε άκουσα πεντακάθαρα Φιλ! Δε θα ακολουθήσουμε αυτό το σενάριο» . Ο Τζον προπορευόταν κατά πολύ, πράγμα που δυσκόλευε την επικοινωνία μεταξύ των δύο ανδρών. Ο Φίλιπ δεν είχε την ίδια φυσική κατάσταση ούτε την κατάλληλη σωματική διάπλαση.
«Πρέπει να με ακούσεις !Αλλιώς θα το φας το κεφάλι σου φιλαράκο! Ξέρω την πιάτσα και ξέρω αυτούς και τη φάρα τους! Ξέρω επίσης και τους δικούς σου ανθρώπους! Τους ξέρω καλύτερα από εσένα!». Ο Τζον όμως επιτάχυνε κι άλλο το βήμα του , με αποτέλεσμα ίσα που να ακούγεται η φωνή ξωπίσω του. «Φιλ! Σταμάτα να προσπαθείς , η απόφαση είναι ειλημμένη. Και τι εννοείς ότι ξέρεις τους δικούς μου καλύτερα από εμένα;».
Η φωνή δυνάμωσε για λίγο , «άκου με που σου λέω…» , ύστερα έβηξε δύο τρεις φορές , «αλλά για το θεό Τζον , σταμάτα να τρέχεις». Η βαριά του ανάσα και η βραχνή φωνή , ανάγκασαν τον Τζον να σταματήσει και να τον κοιτάξει.
Λεπτοκαμωμένος , ασθενικός και με περουκίνι να καλύπτει το σχεδόν γυμνό πλέον κρανίο του στεκόταν στη μέση του διαδρόμου ξεφυσώντας. Η ριγέ γραβάτα του ήταν πολύ χαλαρωμένη , μιας και με δυσκολία μπορούσε να βγάλει ανάσα , πόσο μάλλον να μιλήσει. «Τζον…» , μούγκρισε , «για το καλό σου μιλάω!» .
«Φιλ , ξέρεις πόσο σε αγαπάω. Έχω λάβει όμως την απόφασή μου , θα το πάω δια της πλαγίας οδού!».
«Θα σε φάνε πρώτο!» , μπόρεσε να πει εκείνος πριν ξανά χάσει την αναπνοή του.
«Τα λέμε αύριο Φιλ!». Γύρισε το κεφάλι και άφησε πίσω του το δικηγόρο.

Το κεφάλι του βούιζε συνεχώς όσο επανέφερε στη μνήμη του , την τελευταία φορά που είδε τον καλό του φίλο Φίλιπ Μόνκα. Ο πατέρας του , Στάνλεϋ Μόνκα ,  ήταν ο δικηγόρος της οικογένειας από την εποχή που ο δικός του πατέρας ήταν στη γύρα. Ο Φιλ ήταν πάντοτε δίπλα του όσο θυμόταν τον εαυτό του. Εξ ανέκαθεν ,  μπαινόβγαινε στο σπίτι τους και έκαναν αρκετή παρέα.  
Παρότι ήταν μερικά χρόνια μεγαλύτερος από τον Τζον , ήταν αρκετά πιο μικροσκοπικός. Δεν είχε την αρχοντική , ομολογουμένως , εμφάνιση που είχε ο ίδιος , μα ήξερε να ντύνεται καλά. Ο Φίλιπ λοιπόν , εκ πρώτης όψεως ήταν απλά ένα ανθρωπάκι , αλλά στις αίθουσες του δικαστηρίου -και όχι μόνο- ήταν ένας ήρωας  , μία εξέχουσα προσωπικότητα. Ακολουθώντας τα χνάρια του πατέρα του , ανέλαβε την οικογένεια Τορνάντι και εξελίχθηκε σε έναν απ’ τους καλύτερους δικηγόρους της Γκόλντβιλλ. Συγχρόνως , εκτελούσε και χρέη νομικού συμβούλου. Μόλις μαθεύτηκε η απόφαση των ιδιοκτητών του
Cyan Ocean να ανοίξουν υποκατάστημα στην Γκόλντβιλλ και να διεκδικήσουν κομμάτι από την πίττα που πατροπαράδοτα άνηκε στον Τζον και την οικογένειά του , ο Φιλ αμέσως τον συμβούλεψε να κινηθεί γρήγορα. Η τακτική του Φιλ όμως ήταν ριψοκίνδυνη. Το να εκτελεί ξαφνικά εργολάβους και εργάτες θα ήταν μία παράτολμη κίνηση.
«Θα ήταν ένα  μήνυμα όμως προς τους ανταγωνιστές μας !» , διερρήγνυε τα ιμάτια του ο δικηγόρος.
Αχ… Φιλ , πού εξαφανίστηκες;
Τα σενάρια για την εξαφάνιση του ήταν πολλά. Εκείνο όμως που προτιμούσε ο Τζον , ήταν οι Μπαχάμες. Φανταζόταν το Φιλ αραχτό σε μία τροπική ακτή με γυμνόστηθες κοπέλες να του κάνουν αέρα. Χαμογέλασε όσο το σκεφτόταν αυτό. Σήκωσε το κινητό του και αποφάσισε να τον καλέσει για ακόμα μία φορά. Ίσως να το σήκωνε σήμερα. Είχαν περάσει δύο εβδομάδες από την εξαφάνισή του.
Το κινητό όμως παρέμενε κλειστό. Η πικρή αλήθεια ήρθε για να τον επαναφέρει στην πραγματικότητα. Κι αν οι αντίπαλοί του είχαν κινηθεί πιο γρήγορα και πιο βάναυσα από εκείνον; Αν είχαν σκοτώσει το Φιλ ως προειδοποίηση;
Έπαιζε όμως και το τρίτο σενάριο. Η Τζίνα , η σύζυγος του , ήταν σίγουρη πως ο δικηγόρος τον είχε προδώσει , είχε μεταβιβάσει έναντι πληρωμής ένα σωρό μυστικά στους ιδιοκτήτες του
Cyan Ocean και ύστερα είχε φύγει από τη χώρα. Αυτό θα ήταν το χειρότερο σενάριο και προσπαθούσε να το απομακρύνει από το κεφάλι του όσο πιο πολύ μπορούσε. Όμως η ιδέα ήταν συχνά εκεί. Ο Φίλιπ μπορεί να έπαιζε διπλό παιχνίδι. Μπορεί να είχε σχεδιάσει να του τη φέρει  , ενώ θα εγκατέλειπε το πλοίο πάμπλουτος. Ευρώπη; Ασία; Αυστραλία; Νότια Αμερική;
Οι σκέψεις απορροφούσαν τον Τζον , καθώς έπινε το ουίσκι του στη μεγάλη πολυθρόνα του σαλονιού. Δεν μπορούσε όμως να τις αφήσει για πολύ να τον κατατρώνε άλλο. Είχε ήδη ξεκινήσει να βρει ένα νέο δικηγόρο και παράλληλα , επισκεπτόταν εκείνη τη νεαρή ψυχολόγο.
«Όλα θα φτιάξουν…» , υποσχέθηκε στον εαυτό του και ήπιε λίγο ακόμα από το ποτό του. Έτσι μόνο θα χαλάρωνε. Η Τζίνα έλειπε. Ποιος ξέρει πού βρισκόταν η γλυκιά του Τζίνα. Καλύτερα που έλειπε , δεν ήταν και στην καλύτερη κατάσταση για να της κρατήσει συντροφιά. Θα του άρχιζε απλά τη μουρμούρα… και σήμερα δεν είχε καμία όρεξη ούτε για αυτό.
Ο γιος του , έλειπε επίσης , θα περνούσε τη βραδιά σε ένα φίλο του. Μπορεί σήμερα να ήταν και η ευκαιρία να περάσουν λίγο χρόνο πατέρα-γιου , μα
Αναστέναξε και άφησε το ποτήρι κάτω. Προχώρησε ως την τζαμαρία που χώριζε το εσωτερικό του σπιτιού με το μεγάλο κήπο. Είχε σχεδόν όλα τα φώτα κλειστά στο σαλόνι , οπότε απλά χάζεψε τα αστέρια. «Μα τι πρέπει να κάνω…» , ψιθύρισε. Σχεδόν πήγε να δακρύσει  και έχασε για λίγα λεπτά την ισορροπία του. Ξαφνικά επανήλθε στα συγκαλά του και κατάλαβε ότι χτυπούσε το σταθερό τηλέφωνο. Τρεκλίζοντας πήγε προς τη συσκευή και αμέσως απάντησε.
«Παρακαλώ» , είπε ξεψυχισμένα.
«Τζόναθαν! Συμφορά που μας βρήκε!» , μία γυναικεία φωνή ακουγόταν τρομοκρατημένη στην άλλη άκρη της γραμμής , σχεδόν έκλαιγε.
«Σοφία; Εσύ είσαι;» , αναγνώρισε τη φωνή της ξαδέλφης του εξ αγχιστείας.
«Τζόναθαν , ο Λεονάρντο…» , άρχισε να κλαίει εκείνη. Ο Λεονάρντο; Τι μπορεί να είχε πάθει ο ξάδερφός του και άνδρας της;
«Σοφία , τι έπαθε ο Λεονάρντο; Είστε καλά;» , απομάκρυνε τη θολούρα από τον εγκέφαλό του και προσπάθησε να επικεντρωθεί στην περίσταση.
«Ο Λεονάρντο είναι νεκρόοοος» , φώναζε εκείνη τώρα και έκλαιγε με λυγμούς.
«ΤΙ ΕΝΝΟΕΙΣ;» , αμέσως συνήλθε εντελώς και κατάλαβε τη σκληρή πραγματικότητα.
«Τον πυροβόλησαν…» , φώναζε η Σοφία από το ακουστικό.
«Καθάρματα…» , μούγκρισε ο Τζον και κοίταξε το κινητό του που μόλις είχε λάβει ένα μήνυμα. «ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙΣ ΚΙΝΗΣΕΙΣ ΣΟΥ. ΠΡΩΤΗ ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ: ΑΠΟ ΣΑΝΤΑ ΛΑΟΥΡΑ».
Βλέποντας το μήνυμα ο Τζον θόλωσε για τα καλά. Ουρλιάζοντας πέταξε το κινητό στο πάτωμα άρπαξε το ποτήρι με το ουίσκι και το εκσφενδόνισε στον τοίχο. «Σοφία , με ακούς ακόμα;» , φώναξε.
Η χήρα του ξάδερφού του κάτι ψέλλιζε από το ακουστικό.
«Σου υπόσχομαι ότι η μνήμη του Λεονάρντο θα αποκατασταθεί στο έπακρο». Έκλεισε βιαστικά το τηλέφωνο και άρχισε να καλεί έναν αριθμό από την ατζέντα του. Ο νους του ήταν στον αδικοχαμένο άνδρα. Ο Λεονάρντο ήταν ο μεγάλος του ξάδερφος , από το σόι της μητέρας του. Διεύθυνε το μεγαλύτερο εστιατόριο της αλυσίδας. Τώρα όμως δεν βρισκόταν πια εδώ.
«Σμιθ.» , μούγκρισε στο τηλέφωνο , μόλις άκουσε να απαντάνε στην κλήση του.
«Ο κύριος Σμιθ δε βρίσκεται εδώ , θέλετε να του μεταφέρω κάτι;» , μία γυναικεία φωνή απάντησε , αντί για τον ίδιο τον Πήτερ Σμιθ.
«Η γκόμενά του είσαι εσύ; Πες του ότι θα πληρώσει πάρα πολύ ακριβά. Έρχομαι για το πτώμα του» , είπε και φτύνοντας έκλεισε το ακουστικό.
Ύστερα φουριόζος , πληκτρολόγησε το τηλέφωνο του Μπαξ.
«Σήκωσέ το ηλίθιε…» , δυσανασχέτησε. Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα , μέχρι να ακούσει τη φωνή του Μπαξ στην άλλη άκρη της γραμμής.
«Ναι αφεντικό , Μπαξ εδώ!» , ακούστηκε εκείνος βραχνιασμένος.
«Μπαξ! Πυροβόλησαν το Λεονάρντο… Η Σάντα Λάουρα έκανε την κίνησή της και τώρα πρέπει να τους την ανταποδώσουμε!» , σταμάτησε για λίγο και ύστερα συνέχισε , «έλα γρήγορα από εδώ , θα καλέσω και τον Ντομένικο , φεύγουμε για εκεί τώρα.»
«Μ - μάλιστα  αφεντικό! Έρχομαι πετώντας!» , ακούστηκε.
«Το καλό που σου θέλω».
Κοίταξε το είδωλό του στο μεγάλο καθρέφτη του σαλονιού. «Αφού θέλουν πόλεμο , θα τον έχουν» , ορκίστηκε στον εαυτό του.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ…