Τρίτη 22 Νοεμβρίου 2016

18. Μη μου γράψετε , κύριε Κρίσμας



«Για τελευταία γαμημένη φορά» , ανέβασε τον τόνο της φωνής του , «ΣΤΑΜΑΤΑ ΝΑ ΚΛΑΨΟΥΡΙΖΕΙΣ ΚΑΙ ΠΕΣ ΜΟΥ ΓΙΑΤΙ ΣΤΟ ΔΙΑΟΛΟ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΣΚΟΤΩΣΕΙΣ ΤΟΝ ΞΑΔΕΡΦΟ ΜΟΥ!» . Προφανώς και για πολλοστή φορά δε θα λάμβανε καμία απάντηση. Μόνο «μα…μα…» και αναφιλητά. Εντάξει , ο τύπος ήθελε να φάει το κεφάλι του και φαινόταν. Τον είχαν δέσει σε με ένα σκοινί περασμένο στο λαιμό και το μόνο που τον χώριζε από το θάνατο ήταν η καρέκλα στην οποία στεκόταν. Έτρεμε και ίδρωνε εκεί πάνω , αλλά ο Τζόναθαν και ο σωματοφύλακας του περίμεναν μία απάντηση.
«Να τον σκοτώσω αφεντικό;» , ρώτησε ο Έντσο με περίσσιο μίσος , καθώς ύψωνε το πιστόλι του.
«Ω , σε παρακαλώ Έντσο , την θα κλωτσήσουμε την καρέκλα αν είναι να αφαιρέσουμε τη ζωή του φτωχού Πήτι».
Ο ηλικιωμένος άνδρας άκουγε τα λόγια τους και μόνο που δεν είχε βάλει τα κλάματα. Μα αυτά συμβαίνουν όταν κάνεις του κεφαλιού σου. Ο Πήτερ Σμιθ ήταν ένας απλός διευθύνων σύμβουλος , μέχρι που η πολύ κόκα και η ψευδαίσθηση της δύναμης τον έκαναν να νομίζει ότι είναι κάποιος μεγάλος γκάνγκστερ της δυτικής ακτής. Οκέι , αφήνεις έναν μπάρμπα να παίζει τον Φρέντο Κορλεόνε στην πόλη του , αλλά όταν γίνεται υπερφίαλος πρέπει να τον συγυρίζεις.
Δυστυχώς η αγαρμποσύνη του και η εξουσία που μαζεύτηκε στα χέρια του κόστισε τη ζωή του Λεονάρντο και τώρα δεν υπήρχε γυρισμός.
«Τορνάντι» , νιαούρισε άξαφνα ο Σμιθ , «πήρες αυτό που ήθελες».
«Αυτό πού ήθελα;»
«Ναι! Κλείσαμε τη συμφωνία μας…» , κόμπιασε ξανά , «και τώρα με εξευτέλισες…». Ο Τζον πλησίασε κοντά του. «Τώρα δε νομίζω ότι θα κερδίσεις τίποτα άλλο , γι’αυτό κατέβασέ με και θα κάνω πως δε συνέβη τίποτα. Σε παρακαλώ Τορνάντι.»
Κοίταξε τον γκριζομάλλη άνδρα κατάματα. Τον οίκτιρε. Δεν ήθελε να νιώσει έτσι για αυτόν τον βλαμμένο , αλλά ήταν πραγματικά για λύπηση. Δεν ήξερε καν να κάνει σωστά τη δουλειά. Κι όμως είχε φέρει κοτζάμ Τζόναθαν Τορνάντι σε πάρα πολύ δύσκολη θέση. Τώρα όμως που ήταν στο έλεος του παρακαλούσε για συμπόνια. Με το χαζό μουστάκι του και το κορμί του να τρέμει , ο άνδρας ήταν ένα γελοίο θέαμα. Δεν άξιζε καν τον οίκτο του. Δεν άξιζε καν να τον αφήσεις να ζήσει. Αποβράσματα σαν αυτόν δε θα γίνονταν ξαφνικά το πιστό σου σκυλάκι. Το αντίθετο. Με το που αυτός ο τύπος γύριζε στο πολυτελές σπίτι του και στην αγκαλιά της κατά τριάντα χρόνια μικρότερής του ερωμένης θα άρχιζε πάλι να σκέφτεται πώς θα τη φέρει στον άνθρωπο που του χάρισε τη ζωή. Αυτός ήταν ο Πήτερ Σμιθ. Ένα σκουλήκι.
«Με παρακαλάς τόση ώρα Πήτι , με παρακαλάς λες και μπορώ να γυρίσω το χρόνο πίσω και να σε αποτρέψω απ’το να κάνεις το ένα λάθος μετά το άλλο. Με παρακαλάς να σε κατεβάσω κάτω , ενώ ο ίδιος έβαλες τον εαυτό σου σε αυτή την καρέκλα , ο ίδιος πέρασες το σκοινί αυτό γύρω από το λαιμό σου. Και τι θα κάνεις αν φύγεις από εδώ; Θα πας σε κάποιο μοναστήρι; Θα σεβαστείς τη συμφωνία μας; Πες μου , τι θα κάνει ο επιχειρηματίας Σμιθ την επόμενη μέρα;».
«Αφεντικό , απλά το πατάω» , χασμουρήθηκε ο Έντσο.
«Είπαμε κάτι!» , τον κοίταξε αυστηρά και ξαναγύρισε στον έντρομο φίλο του.
«Δεν… δεν πρόκειται να ξανα-ασχοληθώ μαζί σου Τορνάντι… Απλά βγάλε με από εδώ» , είπε και έβαλε τα κλάμματα.
«Δε δίνεις εσύ τις διαταγές , όχι πια» . Αν και πότε τις έδινε; Κι αυτός με εντολές από πάνω λειτουργούσε. Όλοι ήταν φερέφωνα. Όλοι οι λαγοί μαζεύτηκαν στη Σάντα Λάουρα και σκέφτονταν πως θα αποκτήσουν λεφτά και ναρκωτικά. Τους ήξερε καλά…
Δυστυχώς όμως , έπρεπε να συμφωνήσει μαζί τους για να μη χυθεί και άλλο αίμα. Έκλεισε τη συμφωνία. Τώρα έπρεπε να μοιράζεται ένα ποσοστό των κερδών του με αυτούς. Θα τους άφηνε να παίξουν για λίγο το παιχνίδι τους και μετά θα τους έστελνε πακέτο , εκεί που άνηκαν.

«Λοιπόν , περιμένω μία απάντηση» , χαμογέλασε. Ο άλλος όμως δεν έλεγε να αρθρώσει λέξη παρά μόνο να βγάζει κραυγές και να επικαλείται τα θεία. Δε θα βγάζανε άκρη έτσι. Μάλλον έπρεπε να δοκιμάσει κάτι πιο δραστικό.
«Ω , έλα Πήτι , πες μου γιατί έπρεπε να σκοτώσεις τον κακόμοιρο τον Λέο και μετά θα σε κατεβάσω από εκεί πάνω και θα πάμε σπίτι. Κουράστηκα».
«Ο…ο…» , δεν μπορούσε ούτε να μιλήσει , «ο μπράβος σ…σου έχει άλλη άποψη! Δε νομίζω ότι θα με κατεβάσεις ποτέ από εδώ!» , ούρλιαξε ο Σμιθ.
«Ο Έντσο δεν παίρνει τις αποφάσεις , τις εκτελεί. Οπότε απλά πες μου για ποιο … λόγο … έπρεπε …να … ΣΚΟΤΩΣΕΙΣ ΤΟΝ ΛΕΟΝΑΡΝΤΟ ΤΡΟΝΑΤΕΛΙ.»
«Ωραία ωραία» , τώρα βαριανάσαινε , «ΜΕ ΕΠΕΙΣΕΣ. Κατέβασέ με και θα σου πω. ΕΙΝΑΙ ΕΝΤΑΞΕΙ. ΕΙΜΑΙ ΕΝΤΑΞΕΙ! Θα σου πω τι έγινε».
«Είπαμε κάτι , αλλά θα σου κάνω το χατήρι για να δεις πως δεν είμαι εντελώς άκαρδος και κρατάω το λόγο μου. Δε θα πάθεις τίποτα , υποθέτω» , έκανε νόημα στο σωματοφύλακά του να βοηθήσει τον Πήτερ να κατέβει από την καρέκλα , «εξάλλου με καταλαβαίνεις , αν χτύπαγαν κάποιον δικό σου τα ίδια με εμένα θα έκανες...».
Ο Έντσο δυσανασχέτησε αλλά έκανε το καθήκον του. Σε λίγο ο Τζόναθαν και ένας ανακουφισμένος κύριος Σμιθ βρίσκονταν στην άκρη της παλιάς αποθήκης και κοιτιόντουσαν πρόσωπο με πρόσωπο.

«Αχ γιε μου , όταν άφηνα το Όρεγκον για να σπουδάσω οικονομικά δε φανταζόμουν ότι κάποτε θα βρισκόμουν σε τέτοια θέση» , είπε κουρασμένα ο μεγαλύτερος άνδρας.
«Ούτε εγώ φανταζόμουν ότι θα χρειαζόταν να φτάσουμε ως εδώ!» .
«Να που φτάσαμε όμως. Κοίταξε , με ξέρεις χρόνια. Νόμιζα πως δε θα χρειαστεί να μιλήσουμε ξανά για αυτό , αλλά σου οφείλω μια απολογία. Αυτές οι δουλειές βγάζουν το χειρότερο μας εαυτό και είναι άδικο. Απ’την άλλη όμως…»
«Απλά πες μου ξεκάθαρα για ποιο λόγο την πλήρωσε ο Λεονάρντο. Δεν πιστεύω όλα να έγιναν για εκείνον τον λακέ που συνάντησα τις προάλλες…»
«Άσε με να τελειώσω γιε μου! Όπως γνωρίζεις , εγώ δε θα έκανα ποτέ κάτι τόσο αποτρόπαιο. Αλλά πίσω στη Σάντα Λάουρα , δεν αποφασίζω μόνος μου. Ο Τζούλιους ξέρεις , είχε την ιδέα να σε τρομάξουμε λιγάκι. Όσο και αν εγώ διαφώνησα , οι υπόλοιποι συνεργάτες βρήκαν εξαιρετική την ιδέα να χτυπήσουμε ένα κοντινό σου πρόσωπο!»
«Ο Τζούλιους; Ο Τζούλιους Κρίσμας λοιπόν διέταξε την εκτέλεση;»
«Δε θα ήταν εκτέλεση , αλλά ένα γαργάλημα. Είσαι σκληρός που να με πάρει Τζον! Πώς να σε τρομάξουμε; Πώς να σεβαστείς την απόφασή μας; Ένα εστιατόριο θέλαμε να φτιάξουμε. Στα είπα και την άλλη φορά , δεν ήταν…». Τώρα ήταν αργά για λόγια και υπενθυμίσεις , ο Τζόναθαν σταμάτησε να ακούει τα λόγια του συνομιλητή του και απλά κοίταζε αηδιασμένος το πρόσωπό του. Όχι μόνο ήταν άνανδρος , αλλά έδινε έτσι απλά και τους συνεταίρους του. Σαν να μην έφτανε αυτό , ερχόταν εδώ να του κάνει υποδείξεις για το δικό του παιχνίδι. Ένας κομπάρσος , ένας τυχάρπαστος οικονομικός σύμβουλος πήγαινε να το παίξει βετεράνος σε εκείνον.
«Οπότε καταλαβαίνεις και τη δική μου θέση» , συνέχιζε το μονόλογό του ο Σμιθ , «τι να έκανα; Να σου έλεγα τι έγινε; Δεν μπορούσα να κρεμάσω τους άλλους. Ο Τζούλιους θα εκνευριζόταν , θα κρινόταν η αξιοπιστία και η αφοσίωσή μου! Αλλά πιστεύω ότι είμαστε εντάξει τώρα! Ο θεός να αναπαύσει τη ζωούλα του Λεονάρντο. Ήταν καλός άνθρωπος και οικογενειάρχης , μακάρι να καταλαβαινόμασταν από την αρχή και να μην τα κάναμε μαντάρα.»
«Δεν μπορούσες να κρεμάσεις τους άλλους ε;» , ο Τζόναθαν τον χτύπησε ελαφρά στον ώμο και του έκλεισε το μάτι.
«Όχι , αλλά τι σημαίνει αυτό;»
«Τίποτα , θα σε κρεμάσω εγώ» , απάντησε αποχωρώντας και κάνοντας ένα νεύμα στον ανυπόμονο Έντσο.
Ο Σμιθ δεν κατάλαβε αρχικά τι σήμαιναν όλα αυτά , αλλά μόλις είδε τον μπράβο να πλησιάζει απειλητικά τρομοκρατήθηκε και άρχισε να φωνάζει.
Ο Τζον άκουσε μόνο τους πυροβολισμούς και δε γύρισε ούτε μία στιγμή να κοιτάξει πίσω του. Βέβαια δεν είχε ακριβώς αυτό στο μυαλό του…

«Μα γιατί τον πυροβόλησες; Έκανα ξεκάθαρη αναφορά σε κρέμασμα!» , κατσάδιασε τον Έντσο λίγο μετά αφότου εξαφάνισαν το πτώμα.
«Μα αφεντικό , ο τύπος είχε αρχίσει πάλι την κλάψα! Μέχρι να τον επαναφέρω στην κρεμάλα θα μου έσπαγε τα νεύρα!» , ήταν και ετοιμόλογος.
«Κάτι τέτοιες ώρες μου λείπει ο Ντομένικο και ο Μπαξ!» , μουρμούρισε.
Σύντομα όμως όλα θα ήταν όπως παλιά. Τα είχε επιτέλους καταφέρει. Έχασε βέβαια τον ξάδερφό του και κινδύνεψε η ίδια του η ζωή στο ενδιάμεσο , μα ξεκαθάρισε για την ώρα με τα παράσιτα.
Ωστόσο , ο Τζούλιους Κρίσμας ήταν ακόμα εκεί έξω και θα έπρεπε να του δώσει ένα μάθημα. Αλλά όχι τώρα , τώρα δεν είχε τέτοια διάθεση. Θα το κανόνιζε εν καιρώ. Εξάλλου ο Σμιθ ίσως και να έλεγε ψέματα για το ρόλο του άνδρα σε όλο αυτό. Όπως και να είχε , τώρα θα ασχολιόταν με την επιχείρησή του και την αναζήτηση ενός καλού δικηγόρου. Πέρασαν σχεδόν δύο μήνες χωρίς τον Φίλιπ… Μακάρι ο παλιός του φίλος να βρισκόταν σε ένα εξωτικό νησί και να έκανε τις διακοπές του, αλλά η ζωή συνεχιζόταν και χωρίς εκείνον , έπρεπε να προχωρήσει. Έπρεπε να βρει και λίγο χρόνο για το γιο του , για τη γυναίκα του , για την…
Το κινητό χτύπησε και έτσι άφησε τις σκέψεις του για αργότερα.

«Ντομένικο!» , αναφώνησε μόλις απάντησε στην κλήση , «πού είσαι ρε μπαγάσα; Tην έκανες για τη νησάρα; Πες μου ότι η Τόνια και τα κορίτσια περνάνε υπέροχα!».
«Εδώ όλα πάνε όπως τα άφησες. Και καλύτερα. Περιμένω πως και πως να επιστρέψεις δριμύτερος. Μάλιστα , σου έχω μία τρομερή έκπληξη…» , χαμογέλασε.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου