Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2016

14. Ένοχος



Κοίταξε τα παπούτσια του και ύστερα έστριψε το κεφάλι. Όχι , δεν ήταν όνειρο. Δεν ήταν καν εφιάλτης. Βρισκόταν στο αστυνομικό τμήμα. Αν του έλεγε κάποιος πριν ένα μήνα πως σήμερα θα βρισκόταν εκεί , θα γελούσε με όλη του την καρδιά. Βέβαια , έτσι όπως έρχονταν σιγά σιγά τα πράγματα , είχε αρχίσει να σκέφτεται πως μία μέρα θα βρισκόταν ακριβώς σε αυτήν εδώ την καρέκλα. Αλλά όχι και τόσο σύντομα.

Το πρωινό του ήταν απόλυτα φυσιολογικό , ξύπνησε , πλύθηκε , έφαγε δημητριακά , έκανε μερικές κάμψεις –σε μία απέλπιδα προσπάθεια να γίνει λίγο πιο γεροδεμένος- και ύστερα κατευθύνθηκε στο γραφείο του. Οι τελικές εξετάσεις άρχιζαν σε λίγες ημέρες και έπρεπε επιτέλους να στρωθεί. Όλο αυτό τον καιρό ασχολούταν με τετριμένα πράγματα και είχε παραμελήσει τον πιο σημαντικό του στόχο. Τη σχολή του , το όνειρό του. Φέτος το καλοκαίρι θα ήθελε να βρει μία αληθινή δουλειά , εδώ στην Γκόλντβιλλ , πράγμα που σήμαινε ότι έπρεπε να εργαστεί σα σκύλος και ίσως να πάρει και μερικές συστάσεις από τους καθηγητές του , ώστε να τον διευκολύνουν στο έργο του.
Όλα αυτά βέβαια σήμαιναν , ότι δε θα έκανε καθόλου διακοπές και δε θα επέστρεφε σπίτι παρά για λίγες ημέρες. Μα οι γονείς του θα καταλάβαιναν ότι το αγόρι μεγάλωσε , το αγόρι έπρεπε να κοιτάξει τη ζωή του. Μία ζωή χωρίς την κοπέλα του όμως , θα ήταν εντελώς άδεια. Σχεδίαζε πολλά για τους δυο τους , μα τώρα την είχε χάσει εντελώς. Ο μόνος τρόπος να την ξανακερδίσει , θα ήταν να της αποδείξει ότι άλλαξε. Ή κάτι τέτοιο.
Άνοιξε το πρώτο βιβλίο και αφού βρήκε την πιο αναπαυτική θέση στην καρέκλα του και συγύρισε το μικρό γραφείο , ξεκίνησε –επιτέλους- το διάβασμα.

Δε θα είχαν περάσει δέκα λεπτά , όταν χτύπησε το κουδούνι. Βαριεστημένος , άνοιξε την πόρτα δίχως να ελέγξει ποιος μπορεί να ήταν ο επισκέπτης του. Δεν περίμενε κανέναν αλλά δεν ξαφνιάστηκε κιόλας. Όταν όμως αντίκρισε τους δύο ένστολους κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά.
Να τος τώρα , στο τμήμα , με χειροπέδες στα χέρια , να περιμένει την ανάκρισή του. Εδώ κατέληξε λοιπόν. Όλα του τα πάθη και οι δυσκολίες που αντιμετώπισε το τελευταίο διάστημα , τον οδήγησαν σε αυτή τη θέση. Παραμορφωμένος και θολωμένος , διέπραξε αποτρόπαιες πράξεις και τώρα θα πλήρωνε για όλα. Μα , θα μπορούσε να δηλώσει έτσι απλά ένοχος;

Ύστερα από αρκετή ώρα αναμονής , οι ένστολοι τον οδήγησαν σε ένα δωμάτιο. Εκεί , ο άνδρας ντυμένος με πολιτικά τον περίμενε χαμογελαστός πάνω από ένα τραπέζι.
«Αστυνόμος Μπάττερ , είσαι ο Τζερμαίν Τιλτ , σωστά;» , συστήθηκε.
«Ναι , δε χωράει αμφιβολία ότι είμαι ο Τζερμαίν Τιλτ , αλλιώς δε θα βρισκόμουν εδώ. Εκτός αν πρόκειται περί…λάθους!»
«Δυστυχώς , συνήθως δεν κάνουμε λάθη Τζερμαίν. Εκτός αν μας αποδείξεις ότι κάνουμε. Στην προκειμένη όμως περίπτωση…»
«Για ποιο λόγο βρίσκομαι εδώ Αστυνόμε;» , τον διέκοψε νευρικά ο Τζερμ.
Ο άνδρας άνοιξε το φάκελο που βρισκόταν μπροστά του και έβγαλε κάποιες φωτογραφίες.
«Αυτό δεν ήταν το αυτοκίνητό σας; Με αριθμό πινακίδας…»
Όντως , στη φωτογραφία απεικονιζόταν το σαραβαλάκι του. Ούτε ο ίδιος δεν είχε κρατήσει ενθύμια από το αγαπημένο του όχημα , δεν τον παραξένευε όμως που η αστυνομία είχε το αρχείο της.
«Ναι» , ψέλλισε.
«Πιστεύω ότι δεν το έχετε πλέον στην κατοχή σας , έτσι δεν είναι;»
Ο Τζερμ γούρλωσε τα μάτια και κοίταξε αμήχανα το συνομιλητή του. Το αυτοκίνητο έπρεπε να είχε καεί. Πώς γινόταν να…
«Συντρίμμια του συγκεκριμένου αυτοκινήτου βρέθηκαν κοντά στις Κορεάτικες Συνοικίες» , πρόσθεσε ο Αστυνόμος για να κάνει την κατάσταση δυσκολότερη.
«Αυτό είναι όντως το αυτοκίνητό μου κύριε Μπάστερντ».
«Μπάττερ , το όνομα είναι Μπάττερ».
«Με συγχωρείτε , είμαι ταραγμένος…» , κόμπιασε , «όντως το αυτοκίνητό μου είναι αυτό Αστυνόμε Μπάττερ. Μα δυστυχώς εκλάπη προ μερικών εβδομάδων».
«Εκλάπη; Μα γιατί δεν ήρθατε κατευθείαν σε εμάς; Δε θα είχατε κανένα πρόβλημα αν γνωρίζαμε την κλοπή!»
«Το αυτοκίνητο ήταν παλιό και σύντομα θα το απέσυρα , θεώρησα ότι αφού εκλάπη , ας το χαρεί κάποιος άλλος. Θα χρησιμοποιούσα τη συγκοινωνία και τα ταξί για όσο καιρό χρειαζόταν , μέχρι να αγόραζα ένα άλλο. Δεν έχω και πολλά λεφτά , φοιτητής είμαι , αλλά κάπως θα βολευόμουν».
«Κατάλαβα… Πότε εκλάπη το αυτοκίνητο;»
«Πρέπει να ήταν γύρω στις δέκα Μαϊου» , αποκρίθηκε ο Τζερμ , «αλλά για μια στιγμή , υπήρχε ένταλμα σύλληψης εις βάρος μου , όλο αυτό γίνεται επειδή βρέθηκε το αυτοκίνητό μου στάχτη και μπούλμπερη;»
«Ποιος σας είπε ότι βρέθηκε στάχτη και μπούλμπερη;».
Τώρα μάλιστα , ο αστυνομικός τον είχε κολλήσει στον τοίχο. Πράγματι , απλά του αναφέρθηκε ότι το αμάξι ήταν σμπαράλια. Αν όντως γνώριζε για την κατάληξή του , ήταν ένοχος και για… κάτι περισσότερο. Και μόλις είχε πει ψέματα στον εκπρόσωπο του νόμου.
«Γνωρίζετε αυτούς τους δύο άνδρες κύριε Τιλτ;» , άλλες δύο φωτογραφίες εμφανίστηκαν μπροστά του. Περίμενε αυτή την κατάληξη. Αλλά ο τρόπος με τον οποίο ξεπρόβαλλαν μπρος στα μάτια του τα δύο πρόσωπα ήταν ικανός για να του προκαλέσει αναγούλα.

Οι φωνές γύρω του , τον ξύπνησαν και είδε το πρόσωπο του Αστυνόμου να χαμογελά.
«Συνήλθε παιδιά!» , αναφώνησε μόλις τον είδε. Τρεις ένστολοι βρίσκονταν ακόμα στο δωμάτιο , ενώ ο ίδιος βρισκόταν ξαπλωμένος σε κάποια δερμάτινα καθίσματα. Δεν περίμενε ότι θα ξαναέβλεπε ποτέ εκείνες τις δύο φάτσες , και η θύμηση και μόνο του αποτρόπαιου εγκλήματός του τον έκανε να ανακατεύεται. Τελικά , την πλήρωσε το πάτωμα , όταν όλο του το πρωινό εκτινάχτηκε βιαίως από μέσα του.  Μετά πρέπει να έχασε τις αισθήσεις του , και να τος τώρα περικυκλωμένος από όργανα του νόμου , που προφανώς γνώριζαν ότι όλο αυτό το σκηνικό ήταν σιωπηλή αποδοχή της ενοχής του. Ο Τζερμ είχε λευκό ποινικό μητρώο και ίσως και να βρισκόταν σε αυτοάμυνα. Μα ο φόνος είναι φόνος. Αυτά θα σκέφτονταν οι φίλοι του καθώς του χαμογελούσαν.
«Όλα εντάξει Τζερμαίν; Θες μήπως να φας κάτι; Είναι εντάξει το στομάχι σου;» , τον πλησίασε ο Μπάττερ.
Προτού απαντήσει , πως ναι θα ήθελε ίσως ένα κομμάτι κέικ , παρατήρησε και μία πέμπτη φιγούρα στο δωμάτιο.
«Προσπαθείτε να καλοπιάσετε τον πελάτη μου κύριε Αστυνόμε;» , ήταν τα λόγια της.
Επρόκειτο για κουστουμαρισμένο άνδρα , γύρω στα τριάντα , με λαδωμένο μαλλί και χαρτοφύλακα. Μα ποιος ήταν ο πελάτης του;
Ο τύπος περπάτησε προς το μέρος τους και έβαλε το χέρι του στον ώμο του Μπάττερ.
«Το παίζεις καλός μπάτσος με τον κύριο Τιλτ; Ποιος ξέρει τι του έκανες πριν έρθω και κατέληξε να ξερνοβολάει μέσα στο ανακριτικό. Δεν είστε καν του ανθρωποκτονιών και τολμάτε να το παίζετε κάποιος;» , είπε με περίσσιο θράσος.
«Ήρεμα κύριε Άνιστον , ο νεαρός είχε προβλήματα και προσπαθώ να τον βοηθήσω για να συνεχίσουμε την ανάκριση!».
«Χωρίς το δικηγόρο του , et cest moi , δεν πρόκειται να συνεχίσετε τίποτα. Αλλά από ότι βλέπω ο άνθρωπος χρειάζεται επίβλεψη ιατρού , πώς να συνεχίσει έτσι;»
«Ο άνθρωπος είναι ύποπτος για φόνο!» , ύψωσε τη φωνή ο Μπάττερ.
«Ύποπτος για να σκοτώσει δύο αποβράσματα , ένας νεαρός φοιτητής από το Κολοράντο; Χωρίς δικηγόρο τον φέρατε σε δύσκολη θέση και τώρα βρίσκεται ξαπλωμένος και ανήμπορος να μιλήσει! ΑΥΤΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΝΟΜΟΣ ΣΗΜΕΡΑ; ΕΓΩ ΑΛΛΟ ΝΟΜΟ ΔΙΔΑΧΤΗΚΑ ΝΑ ΥΠΗΡΕΤΩ!»
Όλοι τα έχασαν μέσα στο μικρό δωμάτιο , και μισή ώρα αργότερα , ο Τζερμ βρισκόταν σε ένα ασημί αυτοκίνητο και κατευθυνόταν προς το σπίτι του.
«Όλα εντάξει Τζερμ , σε δυο μέρες θα επανέλθουμε για να συζητήσουμε με τους κυρίους. Τώρα έχεις εμένα μαζί σου. Μα καλά , δε ζήτησες δικηγόρο με το που έφτασες εδώ;» , ο Κάρλο Άνιστον ήταν ο δικηγόρος που μόλις είχε σώσει το τομάρι του από μεγάλο μπλέξιμο. Και όπως φαίνεται είχε ήδη αποκτήσει εξαιρετική οικειότητα μαζί του.
«Συγγνώμη κύριε Άνιστον… Δεν το σκέφτηκα καθόλου , ήμουν αρκετά σοκαρισμένος από την εισβολή των οργάνων στο σπίτι μου.»
«Άσε τους μπάτσους να είναι μπάτσοι , εγώ θα σου λέω τι θα κάνεις από εδώ και πέρα!» , του έκλεισε το μάτι , ενώ έστριβε στη λεωφόρο.
«Μάλιστα… Δε μου είπατε όμως , ποιος ακριβώς σας κάλεσε να έρθετε προς υπεράσπισή μου;»
«Ω , φαίνεται πως έχεις ένα κρυφό φίλο! Και του αρέσει να σε προσέχει» , γέλασε εκείνος.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ…