Τρίτη 22 Νοεμβρίου 2016

18. Μη μου γράψετε , κύριε Κρίσμας



«Για τελευταία γαμημένη φορά» , ανέβασε τον τόνο της φωνής του , «ΣΤΑΜΑΤΑ ΝΑ ΚΛΑΨΟΥΡΙΖΕΙΣ ΚΑΙ ΠΕΣ ΜΟΥ ΓΙΑΤΙ ΣΤΟ ΔΙΑΟΛΟ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΣΚΟΤΩΣΕΙΣ ΤΟΝ ΞΑΔΕΡΦΟ ΜΟΥ!» . Προφανώς και για πολλοστή φορά δε θα λάμβανε καμία απάντηση. Μόνο «μα…μα…» και αναφιλητά. Εντάξει , ο τύπος ήθελε να φάει το κεφάλι του και φαινόταν. Τον είχαν δέσει σε με ένα σκοινί περασμένο στο λαιμό και το μόνο που τον χώριζε από το θάνατο ήταν η καρέκλα στην οποία στεκόταν. Έτρεμε και ίδρωνε εκεί πάνω , αλλά ο Τζόναθαν και ο σωματοφύλακας του περίμεναν μία απάντηση.
«Να τον σκοτώσω αφεντικό;» , ρώτησε ο Έντσο με περίσσιο μίσος , καθώς ύψωνε το πιστόλι του.
«Ω , σε παρακαλώ Έντσο , την θα κλωτσήσουμε την καρέκλα αν είναι να αφαιρέσουμε τη ζωή του φτωχού Πήτι».
Ο ηλικιωμένος άνδρας άκουγε τα λόγια τους και μόνο που δεν είχε βάλει τα κλάματα. Μα αυτά συμβαίνουν όταν κάνεις του κεφαλιού σου. Ο Πήτερ Σμιθ ήταν ένας απλός διευθύνων σύμβουλος , μέχρι που η πολύ κόκα και η ψευδαίσθηση της δύναμης τον έκαναν να νομίζει ότι είναι κάποιος μεγάλος γκάνγκστερ της δυτικής ακτής. Οκέι , αφήνεις έναν μπάρμπα να παίζει τον Φρέντο Κορλεόνε στην πόλη του , αλλά όταν γίνεται υπερφίαλος πρέπει να τον συγυρίζεις.
Δυστυχώς η αγαρμποσύνη του και η εξουσία που μαζεύτηκε στα χέρια του κόστισε τη ζωή του Λεονάρντο και τώρα δεν υπήρχε γυρισμός.
«Τορνάντι» , νιαούρισε άξαφνα ο Σμιθ , «πήρες αυτό που ήθελες».
«Αυτό πού ήθελα;»
«Ναι! Κλείσαμε τη συμφωνία μας…» , κόμπιασε ξανά , «και τώρα με εξευτέλισες…». Ο Τζον πλησίασε κοντά του. «Τώρα δε νομίζω ότι θα κερδίσεις τίποτα άλλο , γι’αυτό κατέβασέ με και θα κάνω πως δε συνέβη τίποτα. Σε παρακαλώ Τορνάντι.»
Κοίταξε τον γκριζομάλλη άνδρα κατάματα. Τον οίκτιρε. Δεν ήθελε να νιώσει έτσι για αυτόν τον βλαμμένο , αλλά ήταν πραγματικά για λύπηση. Δεν ήξερε καν να κάνει σωστά τη δουλειά. Κι όμως είχε φέρει κοτζάμ Τζόναθαν Τορνάντι σε πάρα πολύ δύσκολη θέση. Τώρα όμως που ήταν στο έλεος του παρακαλούσε για συμπόνια. Με το χαζό μουστάκι του και το κορμί του να τρέμει , ο άνδρας ήταν ένα γελοίο θέαμα. Δεν άξιζε καν τον οίκτο του. Δεν άξιζε καν να τον αφήσεις να ζήσει. Αποβράσματα σαν αυτόν δε θα γίνονταν ξαφνικά το πιστό σου σκυλάκι. Το αντίθετο. Με το που αυτός ο τύπος γύριζε στο πολυτελές σπίτι του και στην αγκαλιά της κατά τριάντα χρόνια μικρότερής του ερωμένης θα άρχιζε πάλι να σκέφτεται πώς θα τη φέρει στον άνθρωπο που του χάρισε τη ζωή. Αυτός ήταν ο Πήτερ Σμιθ. Ένα σκουλήκι.
«Με παρακαλάς τόση ώρα Πήτι , με παρακαλάς λες και μπορώ να γυρίσω το χρόνο πίσω και να σε αποτρέψω απ’το να κάνεις το ένα λάθος μετά το άλλο. Με παρακαλάς να σε κατεβάσω κάτω , ενώ ο ίδιος έβαλες τον εαυτό σου σε αυτή την καρέκλα , ο ίδιος πέρασες το σκοινί αυτό γύρω από το λαιμό σου. Και τι θα κάνεις αν φύγεις από εδώ; Θα πας σε κάποιο μοναστήρι; Θα σεβαστείς τη συμφωνία μας; Πες μου , τι θα κάνει ο επιχειρηματίας Σμιθ την επόμενη μέρα;».
«Αφεντικό , απλά το πατάω» , χασμουρήθηκε ο Έντσο.
«Είπαμε κάτι!» , τον κοίταξε αυστηρά και ξαναγύρισε στον έντρομο φίλο του.
«Δεν… δεν πρόκειται να ξανα-ασχοληθώ μαζί σου Τορνάντι… Απλά βγάλε με από εδώ» , είπε και έβαλε τα κλάμματα.
«Δε δίνεις εσύ τις διαταγές , όχι πια» . Αν και πότε τις έδινε; Κι αυτός με εντολές από πάνω λειτουργούσε. Όλοι ήταν φερέφωνα. Όλοι οι λαγοί μαζεύτηκαν στη Σάντα Λάουρα και σκέφτονταν πως θα αποκτήσουν λεφτά και ναρκωτικά. Τους ήξερε καλά…
Δυστυχώς όμως , έπρεπε να συμφωνήσει μαζί τους για να μη χυθεί και άλλο αίμα. Έκλεισε τη συμφωνία. Τώρα έπρεπε να μοιράζεται ένα ποσοστό των κερδών του με αυτούς. Θα τους άφηνε να παίξουν για λίγο το παιχνίδι τους και μετά θα τους έστελνε πακέτο , εκεί που άνηκαν.

«Λοιπόν , περιμένω μία απάντηση» , χαμογέλασε. Ο άλλος όμως δεν έλεγε να αρθρώσει λέξη παρά μόνο να βγάζει κραυγές και να επικαλείται τα θεία. Δε θα βγάζανε άκρη έτσι. Μάλλον έπρεπε να δοκιμάσει κάτι πιο δραστικό.
«Ω , έλα Πήτι , πες μου γιατί έπρεπε να σκοτώσεις τον κακόμοιρο τον Λέο και μετά θα σε κατεβάσω από εκεί πάνω και θα πάμε σπίτι. Κουράστηκα».
«Ο…ο…» , δεν μπορούσε ούτε να μιλήσει , «ο μπράβος σ…σου έχει άλλη άποψη! Δε νομίζω ότι θα με κατεβάσεις ποτέ από εδώ!» , ούρλιαξε ο Σμιθ.
«Ο Έντσο δεν παίρνει τις αποφάσεις , τις εκτελεί. Οπότε απλά πες μου για ποιο … λόγο … έπρεπε …να … ΣΚΟΤΩΣΕΙΣ ΤΟΝ ΛΕΟΝΑΡΝΤΟ ΤΡΟΝΑΤΕΛΙ.»
«Ωραία ωραία» , τώρα βαριανάσαινε , «ΜΕ ΕΠΕΙΣΕΣ. Κατέβασέ με και θα σου πω. ΕΙΝΑΙ ΕΝΤΑΞΕΙ. ΕΙΜΑΙ ΕΝΤΑΞΕΙ! Θα σου πω τι έγινε».
«Είπαμε κάτι , αλλά θα σου κάνω το χατήρι για να δεις πως δεν είμαι εντελώς άκαρδος και κρατάω το λόγο μου. Δε θα πάθεις τίποτα , υποθέτω» , έκανε νόημα στο σωματοφύλακά του να βοηθήσει τον Πήτερ να κατέβει από την καρέκλα , «εξάλλου με καταλαβαίνεις , αν χτύπαγαν κάποιον δικό σου τα ίδια με εμένα θα έκανες...».
Ο Έντσο δυσανασχέτησε αλλά έκανε το καθήκον του. Σε λίγο ο Τζόναθαν και ένας ανακουφισμένος κύριος Σμιθ βρίσκονταν στην άκρη της παλιάς αποθήκης και κοιτιόντουσαν πρόσωπο με πρόσωπο.

«Αχ γιε μου , όταν άφηνα το Όρεγκον για να σπουδάσω οικονομικά δε φανταζόμουν ότι κάποτε θα βρισκόμουν σε τέτοια θέση» , είπε κουρασμένα ο μεγαλύτερος άνδρας.
«Ούτε εγώ φανταζόμουν ότι θα χρειαζόταν να φτάσουμε ως εδώ!» .
«Να που φτάσαμε όμως. Κοίταξε , με ξέρεις χρόνια. Νόμιζα πως δε θα χρειαστεί να μιλήσουμε ξανά για αυτό , αλλά σου οφείλω μια απολογία. Αυτές οι δουλειές βγάζουν το χειρότερο μας εαυτό και είναι άδικο. Απ’την άλλη όμως…»
«Απλά πες μου ξεκάθαρα για ποιο λόγο την πλήρωσε ο Λεονάρντο. Δεν πιστεύω όλα να έγιναν για εκείνον τον λακέ που συνάντησα τις προάλλες…»
«Άσε με να τελειώσω γιε μου! Όπως γνωρίζεις , εγώ δε θα έκανα ποτέ κάτι τόσο αποτρόπαιο. Αλλά πίσω στη Σάντα Λάουρα , δεν αποφασίζω μόνος μου. Ο Τζούλιους ξέρεις , είχε την ιδέα να σε τρομάξουμε λιγάκι. Όσο και αν εγώ διαφώνησα , οι υπόλοιποι συνεργάτες βρήκαν εξαιρετική την ιδέα να χτυπήσουμε ένα κοντινό σου πρόσωπο!»
«Ο Τζούλιους; Ο Τζούλιους Κρίσμας λοιπόν διέταξε την εκτέλεση;»
«Δε θα ήταν εκτέλεση , αλλά ένα γαργάλημα. Είσαι σκληρός που να με πάρει Τζον! Πώς να σε τρομάξουμε; Πώς να σεβαστείς την απόφασή μας; Ένα εστιατόριο θέλαμε να φτιάξουμε. Στα είπα και την άλλη φορά , δεν ήταν…». Τώρα ήταν αργά για λόγια και υπενθυμίσεις , ο Τζόναθαν σταμάτησε να ακούει τα λόγια του συνομιλητή του και απλά κοίταζε αηδιασμένος το πρόσωπό του. Όχι μόνο ήταν άνανδρος , αλλά έδινε έτσι απλά και τους συνεταίρους του. Σαν να μην έφτανε αυτό , ερχόταν εδώ να του κάνει υποδείξεις για το δικό του παιχνίδι. Ένας κομπάρσος , ένας τυχάρπαστος οικονομικός σύμβουλος πήγαινε να το παίξει βετεράνος σε εκείνον.
«Οπότε καταλαβαίνεις και τη δική μου θέση» , συνέχιζε το μονόλογό του ο Σμιθ , «τι να έκανα; Να σου έλεγα τι έγινε; Δεν μπορούσα να κρεμάσω τους άλλους. Ο Τζούλιους θα εκνευριζόταν , θα κρινόταν η αξιοπιστία και η αφοσίωσή μου! Αλλά πιστεύω ότι είμαστε εντάξει τώρα! Ο θεός να αναπαύσει τη ζωούλα του Λεονάρντο. Ήταν καλός άνθρωπος και οικογενειάρχης , μακάρι να καταλαβαινόμασταν από την αρχή και να μην τα κάναμε μαντάρα.»
«Δεν μπορούσες να κρεμάσεις τους άλλους ε;» , ο Τζόναθαν τον χτύπησε ελαφρά στον ώμο και του έκλεισε το μάτι.
«Όχι , αλλά τι σημαίνει αυτό;»
«Τίποτα , θα σε κρεμάσω εγώ» , απάντησε αποχωρώντας και κάνοντας ένα νεύμα στον ανυπόμονο Έντσο.
Ο Σμιθ δεν κατάλαβε αρχικά τι σήμαιναν όλα αυτά , αλλά μόλις είδε τον μπράβο να πλησιάζει απειλητικά τρομοκρατήθηκε και άρχισε να φωνάζει.
Ο Τζον άκουσε μόνο τους πυροβολισμούς και δε γύρισε ούτε μία στιγμή να κοιτάξει πίσω του. Βέβαια δεν είχε ακριβώς αυτό στο μυαλό του…

«Μα γιατί τον πυροβόλησες; Έκανα ξεκάθαρη αναφορά σε κρέμασμα!» , κατσάδιασε τον Έντσο λίγο μετά αφότου εξαφάνισαν το πτώμα.
«Μα αφεντικό , ο τύπος είχε αρχίσει πάλι την κλάψα! Μέχρι να τον επαναφέρω στην κρεμάλα θα μου έσπαγε τα νεύρα!» , ήταν και ετοιμόλογος.
«Κάτι τέτοιες ώρες μου λείπει ο Ντομένικο και ο Μπαξ!» , μουρμούρισε.
Σύντομα όμως όλα θα ήταν όπως παλιά. Τα είχε επιτέλους καταφέρει. Έχασε βέβαια τον ξάδερφό του και κινδύνεψε η ίδια του η ζωή στο ενδιάμεσο , μα ξεκαθάρισε για την ώρα με τα παράσιτα.
Ωστόσο , ο Τζούλιους Κρίσμας ήταν ακόμα εκεί έξω και θα έπρεπε να του δώσει ένα μάθημα. Αλλά όχι τώρα , τώρα δεν είχε τέτοια διάθεση. Θα το κανόνιζε εν καιρώ. Εξάλλου ο Σμιθ ίσως και να έλεγε ψέματα για το ρόλο του άνδρα σε όλο αυτό. Όπως και να είχε , τώρα θα ασχολιόταν με την επιχείρησή του και την αναζήτηση ενός καλού δικηγόρου. Πέρασαν σχεδόν δύο μήνες χωρίς τον Φίλιπ… Μακάρι ο παλιός του φίλος να βρισκόταν σε ένα εξωτικό νησί και να έκανε τις διακοπές του, αλλά η ζωή συνεχιζόταν και χωρίς εκείνον , έπρεπε να προχωρήσει. Έπρεπε να βρει και λίγο χρόνο για το γιο του , για τη γυναίκα του , για την…
Το κινητό χτύπησε και έτσι άφησε τις σκέψεις του για αργότερα.

«Ντομένικο!» , αναφώνησε μόλις απάντησε στην κλήση , «πού είσαι ρε μπαγάσα; Tην έκανες για τη νησάρα; Πες μου ότι η Τόνια και τα κορίτσια περνάνε υπέροχα!».
«Εδώ όλα πάνε όπως τα άφησες. Και καλύτερα. Περιμένω πως και πως να επιστρέψεις δριμύτερος. Μάλιστα , σου έχω μία τρομερή έκπληξη…» , χαμογέλασε.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ…

Τρίτη 15 Νοεμβρίου 2016

17. Καληνύχτα και καλημέρα



Ακούμπησε το μικρό σημειωματάριο στο δίπλα μαξιλάρι και έκλεισε το πορτατίφ. Δεν πρόσθεσε και πολλά σήμερα , αλλά όπως πάντα ήθελε να καταγράψει την πρόοδο της. Σίγουρα , οι τελευταίες μέρες ήταν δύσκολες για τη Σάντρα και δεν είχε κάνει και πολύ μεγάλα βήματα προς τα μπροστά , αλλά στο τέλος θα τα κατάφερνε. Ήταν κοντά! Είχε μπει σε εκείνο το σπίτι και είχε δει διάφορα. Σε λίγες ημέρες θα ξεσκέπαζε το δολοφόνο. Χαμογέλασε και μέσα στο σκοτάδι , άφησε τα βλέφαρά της να πέσουν απαλά…

Ο Μπάστερ ήταν ο φύλακας άγγελός της. Γι’ αυτό δε χωρούσε αμφιβολία. Ο γλυκός της αδελφός , παρ’ όλες τις σκοτούρες του , κατάφερνε μέρες σαν εκείνη να είναι πάντα δίπλα της. Άφησε για μια φορά τη δουλειά και γύρισε σπίτι στην ώρα του για να δει ταινία. Αποκοιμήθηκε στα μισά , αλλά έτσι ήταν πάντα. Τώρα , τον θαύμαζε , με τη στολή του έβγαινε στο δρόμο να υπερασπιστεί τους αθώους. Και εκείνη , μαζί με τη μαμά και τον μπαμπά , καμάρωνε σα γύφτικο σκερπάνι για τον αδελφό της τον αστυνόμο.
Ήταν ημέρα γιορτής , η ημέρα της πόλης , και όλοι οι ένστολοι βρίσκονταν στο δρόμο , χαμογελαστοί και λαμπεροί. Τότε ακουγόταν ο κρότος. Τότε έπεφταν όλοι κάτω , η Ιζαμπέλ ούρλιαζε , η μαμά και ο μπαμπάς έτρεχαν στο πλήθος και τελικά έμενε μόνη της , χαμένη , χωρίς να ξέρει που βρίσκεται.
«Μαμά!! Μπαμπά!!» , προσπάθησε να φωνάξει . Κανείς δεν άκουγε τις φωνές της. Γύρω από αυτή σειόταν ο τόπος από τα ουρλιαχτά και τους καπνούς. Η φωνή της δεν έβγαινε καν , σαν κάτι να την έπνιγε. Και έτρεχε. Έτρεχε. Θεούλη μου , πού ήταν ο αδελφός της;  Άραγε αυτός να είναι καλά; Πού είχαν πάει όλοι; Έτρεχε μέσα στο βουητό…
Έψαχνε μέσα στους καπνούς , μέσα στο κόκκινο υγρό , να βρει κάποιον τους. Και τότε ανάμεσα στα τόσα πρόσωπα , τον εντόπιζε. Με βουρκωμένα μάτια , έβρισκε τον Μπάστερ πληγωμένο , πεσμένο στο έδαφος. Πλησίαζε , αυτός προσπαθούσε να χαμογελάσει , μα μάταια. Μία σκιά κάλυπτε και τους δύο. Τώρα από πάνω εμφανιζόταν απειλητικός ο άνδρας με τη μάσκα Ταύρου και το λευκό κοστούμι.

Ταραγμένη και μούσκεμα στον ιδρώτα τινάχτηκε από τον ύπνο της. Πάντα ξυπνούσε σε αυτό το σημείο. Ο εφιάλτης δεν είχε τελειωμό. Ήθελε να βάλει τα κλάματα ή να σπάσει τα πάντα , αλλά αυτό δε θα ωφελούσε σε τίποτα. Όλα ήταν στο μυαλό της. Μόνο που άλλη μία νύχτα , το μυαλό της δε την άφηνε να κοιμηθεί.
 Ω , δεν ήταν η πρώτη φορά. Συνέβαινε συχνά τελευταία. Πιθανά αιτία για όλα να ήταν ο φόβος της. Όμως πώς γινόταν αυτό όταν είχε το θάρρος για τόσα πράγματα; Είχε βγει από το καβούκι της και αυτό ήταν ένα επίτευγμα. Ο Μπάστερ την κρατούσε ασφαλή και μακριά από όλο τον έξω κόσμο όλα αυτά τα χρόνια , μα τώρα ήταν έξω και ερευνούσε μία υπόθεση. Ένιωθε την έξαψη και το άγχος. Πολεμούσε τους δαίμονές της. Αλλά είχε το θάρρος για αυτά. Και ήταν περήφανη. Πώς λοιπόν να τη σταματήσει ένας εφιάλτης και μερικές δύσκολες νύχτες;

Και δε θα περίμενε φυσικά να ξημερώσει. Ήταν ήδη όρθια , αποφασισμένη να πολεμήσει. Θα τέλειωνε σήμερα με αυτή την ιστορία. Θα τέλειωνε με όλα. Άρπαξε την τσάντα της και άρχισε να πετάει πράγματα μέσα. Κανονικά θα έπαιρνε τηλέφωνο και την Ιζαμπέλλα , μα ήταν περασμένες τρεις. Οπότε θα τα έκανε όλα μόνη της. Ένιωθε μια μικρή κούραση , αλλά γνώριζε πως δε θα την έπαιρνε ποτέ ο ύπνος.
 Η Σάντρα Μπάττερ δεν ήταν φυσικά νέα σε όλο αυτό το παιχνίδι της αϋπνίας και του άγχους. Την προηγούμενη όμως φορά που είχε τέτοια προβλήματα κατέφυγε σε άλλου είδους περιπέτειες. Αυτά ήταν στο παρελθόν. Αυτά προκάλεσαν μόνο μπελάδες. Η σημερινή Σάντρα θα γινόταν ήρωας. Ήταν η κατάλληλη εξάλλου ώρα να πάει σε εκείνο το σπίτι και να βρει το δολοφόνο. Αν κατάφερνε να τον πιάσει στα πράσα θα…
Κι αν δεν ήταν αυτός; Τώρα είχε δεύτερες σκέψεις. Μπα , ήταν ανόητος ένας τέτοιος ισχυρισμός. Ο άνθρωπος αυτός είχε μπλέξει σε χρόνο μηδέν με όλο τον υπόκοσμο –ακόμα και με τον άνδρα με τα λευκά ρούχα , τον Μίστερ Μπουλ- και ήταν σήριαλ κίλλερ. Αν είχε την αποδοχή της ενοχής του , θα έσωζε τη ζωή του Μπάστερ και πολλών ακόμα. Με δάκρυα στα μάτια παραμέρισε τις αμφιβολίες της και έκλεισε την μικρή τσάντα.
Μπήκε στο μπάνιο και έριξε λίγο νερό στο πρόσωπό της. Τα καστανά μαλλιά της έφταναν πλέον μέχρι τους ώμους και το δέρμα της ήταν καθαρό. Κάποτε την είχαν ρωτήσει αν θεωρούσε τον εαυτό της όμορφο , και διπλωματικά είχε απαντήσει πως κάποτε υπήρξε όμορφη. Τώρα πλησίαζε τα τριάντα και μετά από όσα είχε περάσει , την εξάρτιση , την απότομη απόκτηση βάρους και τούμπαλιν , ήταν μία ξεθωριασμένη εκδοχή του εαυτού της. Ωστόσο , δεν περνούσε και απαρατήρητη. Κοιτάχτηκε μία τελευταία φορά στον καθρέφτη και βγήκε από το δωμάτιο με ελαφρά βήματα.

Στο σαλόνι ο Μπάστερ ροχάλιζε πάνω σε ένα κουτί πίτσας. Τι γλυκός και γαλήνιος που ήταν. Δεν σου έκανε η καρδιά να τον ξυπνήσεις και έτσι τον είχαν αφήσει εκεί. Για να μην κρυώσει μάλιστα , τον είχαν τυλίξει με ένα ροζ κουβερλί. Τουλάχιστον το ένα από τα δύο αδέλφια θα κοιμόταν καλά απόψε , σκέφτηκε. Το άλλο θα έσωζε την πόλη.
Κατέβηκε τις σκάλες με πολύ προσοχή ώστε να μην τον ενοχλήσει και φυσικά να μην την πάρει χαμπάρι. Λογικά θα επέστρεφε πριν ξυπνήσει αλλά επειδή για κάτι τέτοιο δεν μπορούσε να είναι σίγουρη έκατσε να γράψει ένα μικρό σημείωμα και το κόλλησε δίπλα του.

«Καληνύχτα και καλημέρα» , έγραψε στο τέλος. Έτσι θα τον καληνύχτιζε για σήμερα και θα τον καλημέριζε αν το διάβαζε το πρωί. Αν επέστρεφε προτού αυτός σηκωθεί θα εξαφάνιζε το χαρτί και θα συμπεριφερόταν κανονικά. Άνοιξε την πόρτα και κρυφοκοίταξε για μία τελευταία φορά πίσω της. Ύστερα με ένα πονηρό χαμόγελο στα χείλη και απαλές κινήσεις χάθηκε στο σκοτάδι.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ…

Τρίτη 8 Νοεμβρίου 2016

16. Εγώ



Τα γυαλιά της ήταν ακουμπισμένα στο κομοδίνο και το ξυπνητήρι παραδίπλα είχε εδώ και ώρες σταματήσει να χτυπάει. Το χέρι της έφτασε με αργές κινήσεις στο ρολόι και κοίταξε την ώρα. Μόνο τότε η Νάταλι πετάχτηκε όρθια και σηκώθηκε αλαφιασμένη από το κρεβάτι. Ήταν δώδεκα το πρωί , και για κάποιο μυστήριο λόγο κοιμόταν ακόμα. Συνήθως ξυπνούσε πριν τις εφτά και λίγο μετά τις οχτώ ξεκινούσε για το ιατρείο της. Μα σήμερα δεν είχε ακούσει καν τον ήχο του ξυπνητηριού και είχε ήδη χάσει γύρω στα τρία ραντεβού. Τρέχοντας , παραλίγο να γλιστρήσει πάνω σε ένα εσώρουχο που βρισκόταν στο πάτωμα και ακολούθως εκτινάχτηκε ως το μπάνιο.

Μπήκε με φούρια στην κουζίνα , όπου χαμογελαστός την περίμενε ο Ντόνυ.
«Καλημέρα δεσποινίς Νετ!» , την καλωσόρισε.
Εκείνη τσίριξε για μερικές στιγμές , αλλά αμέσως θυμήθηκε και χαλάρωσε.
«Ω , καλημέρα Ντόνυ…» , μουρμούρισε και κατευθύνθηκε σκυθρωπή προς το πλυντήριο πιάτων.
Ο σωματοφύλακας της έκανε χώρο και κάθισε σε μία καρέκλα παραδίπλα. Κρατούσε ένα κουτί δημητριακά και φαινόταν ορεξάτος. 
«Πώς κοιμηθήκατε; Αργήσατε να ξυπνήσετε σήμερα!» , τη ρώτησε καθώς μασούσε.
«Το γνωρίζω , γι’αυτό τρέχω τώρα , έχω χάσει τρία ραντεβού , πρέπει να πάω στο ιατρείο και να τους τηλεφωνήσω!» , απάντησε βιαστικά καθώς έφτιαχνε τον καφέ της και έβαζε το ψωμί στη φρυγανιέρα.
Η παρουσία του άνδρα την ξένιζε όσο τίποτε άλλο. Μάλιστα , σχεδόν ξέχναγε την ύπαρξή του κάθε πρωί , και έτσι μπορεί να τρόμαζε όταν τον έβρισκε στην κουζίνα. Όταν ο Τζόναθαν της πρότεινε να φέρει τον Ντόνυ να την προστατεύει , εκείνη έβαλε τις φωνές. Δεν υπήρχε περίπτωση να δεχτεί κάτι τέτοιο. Αρκετές σκοτούρες είχε για να έχει μες στα πόδια της και έναν σωματοφύλακα. Όμως ο κύριος Τορνάντι επέμενε και με τον τρόπο του επέβαλλε το νεαρό άνδρα. «Κυκλοφορείς με εμένα και με το γιο μου , δε γίνεται να σε αφήσω απροστάτευτη , ακόμα και παπαράτσι -που λέει ο λόγος- να στην πέσουν , πρέπει να υπάρχει κάποιος δικός μου εκεί γύρω να σε φροντίζει και να σε κρατάει ασφαλή» , είχε πει.
Και πώς να φέρεις αντίρρηση στα μεγάλα αμυγδαλωτά μάτια του;

«Θα σας πετάξω εγώ στο ιατρείο , θα πάμε πιο γρήγορα!» , χαμογέλασε ο Ντόνυ.
«Δε χρειάζεται , ξέρω να οδηγάω , απλά να είσαι στο πίσω κάθισμα ως συνήθως και…», κόμπιασε , «και…» , η Νατ ένιωσε λίγο άσχημα που του μιλούσε έτσι , τι έφταιγε κι αυτός να την πληρώσει πρωί πρωί; Αφού τον είχε που τον είχε μαζί της, ας την πήγαινε εκείνος στη δουλειά. Το ίδιο ήταν.
«Εντάξει , θα με πας εσύ! Αλλά να ξέρεις , δε θέλω να γίνεις ξαφνικά ο σοφέρ μου…» , προσπάθησε να δείξει ένα αχνό χαμόγελο.
«Το αφεντικό είπε ότι πρέπει να κάνω οτιδήποτε μου ζητήσετε και η οδήγηση είναι το φόρτε μου. Επίσης , πολύ ωραία αυτά τα δημητριακά!»
«Το κατάλαβα ότι σου αρέσουν , έφαγες όλο το κουτί…» , τον χτύπησε φιλικά στον ώμο και κατευθύνθηκε με τον καφέ στο χέρι ως την κρεβατοκάμαρα.
Αν μη τι άλλο ο Ντόννυ ήταν  τίμιο και μετρημένο παλικάρι , ο Τζον δεν της είχε φέρει κάποιον αδιάκριτο αγριάνθρωπο. Ήξερε πως θα έβρισκε αντιδράσεις και πως η ίδια θα ερχόταν σε εξαιρετικά δύσκολη θέση με όλα αυτά. Όχι πως τώρα δεν ερχόταν σε μία κάποια δυσχέρεια. Τι ήταν εκείνη για να έχει μπράβο; Δεν ήταν γυναίκα του , ούτε καν επίσημη ψυχολόγος του. Το αντίθετο , ο κύριος Τορνάντι ήταν εντελώς… αψυχολόγητος.  Οι συνεδρίες μαζί του δεν κατέληγαν συνήθως κάπου. Μα τα υπέμεινε όλα στωικά , γιατί ήξερε ότι κάποια στιγμή θα έβρισκε την άκρη μαζί του. Είχαν ήδη περάσει πολλά μαζί και ήξερε πως σύντομα θα έσπαγε όλες τις άμυνές  του και θα καταλάβαινε τι τον βασάνιζε , τι έκρυβε από τον έξω κόσμο. Το σκληρό του προσωπείο θα έσπαγε σε χίλια κομμάτια , ήταν βέβαιη γι’αυτό.

Με αυτές τις ελπίδες , οι οποίες πέραν από προσωπικές ήταν και επαγγελματικές –ή καλύτερα επιστημονικές- , η Νατ αποφάσισε να του κάνει από εδώ και στο εξής όλα τα χατίρια. Έτσι τώρα ήταν στο μικρό της αυτοκίνητο , με τον σωματοφύλακα στη θέση του οδηγού , να παρακάμπτει ταχύτατα όλα τα εμπόδια. Ούτε ένα κόκκινο φανάρι δεν τους σταμάτησε στην ξέφρενη πορεία τους μέχρι το ιατρείο.
«Μπράβο Ντόννυ , εξαιρετική δουλειά , πάρκαρέ το  αυτοκίνητο και θα σου ανοίξω να μπεις μέσα!» , φώναξε καθώς έβγαινε άτσαλα από το όχημα. Στο τσακ δεν πιάστηκε το τζιν της στην πόρτα και ταχύτητα μπήκε στο μεγάλο κτήριο της οδού Πάρκερ.
Κακώς τόση ώρα δεν είχε κοιτάξει τα ραντεβού της , να δει τι γίνεται , να δει ποιον θα πρέπει να περιμένει , να τηλεφωνήσει για να ζητήσει συγγνώμη. Κάτι τέτοιο δεν της είχε ξανασυμβεί , οπότε ένιωθε τρομερές τύψεις. Είχε όνειρα ερχόμενη στη μεγάλη πόλη , όνειρα να γίνει μεγάλη επιστήμονας και να διαπρέψει , μα τώρα τα σκάτωσε όλα.
Ήρεμα Νάταλι , είναι απλά μία μέρα , δε χάλασε ο κόσμος. Βαθιές Ανάσες , βαθιές ανάσες.
Κάπως έτσι , επιχείρησε να καθησυχάσει τον εαυτό της , και μπήκε με αυτοπεποίθηση στο ιατρείο. Όλα ήταν ήσυχα όπως τα είχε αφήσει. Κάθισε στην αναπαυτική καρέκλα του γραφείου και σήκωσε την ατζέντα και το τηλέφωνο.
«Πέμπτη Εννιά Μαΐου , Παρασκευή Δέκα, Σάββατο Έντεκα …» , άρχισε να ξεφυλλίζει τις σελίδες του λεπτού βιβλίου. Ήταν όλες σημειωμένες , οπότε κάτι δεν πήγαινε καλά. Τότε μόνο συνειδητοποίησε το τραγικό της λάθος. Σήμερα ήταν Κυριακή , και δεν είχε καν δουλειά. Έκλεισε την ατζέντα και για μερικές στιγμές κοίταξε στο κενό. Μία παλιά παροιμία , έλεγε πως όποιος δεν έχει μυαλό έχει πόδια , και φαινόταν πως ξαφνικά την εκπροσωπούσε απόλυτα. Τότε έβαλε τα γέλια. Μέσα σε όλο αυτό το άγχος και την τρέλα των τελευταίων ημερών , έχασε το χρόνο. Οι Κυριακές ήταν οι μέρες όπου επισκεπτόταν το πατρικό της σπίτι και όχι άλλη μία μέρα ρουτίνας. Μάλιστα , είχε ήδη αργήσει και από στιγμή σε στιγμή θα την καλούσε σίγουρα η μητέρα της για να της κάνει παράπονα…

Σηκώθηκε και περπάτησε για λίγο στο χώρο. Όλη αυτή η παράνοια την είχε πιέσει τόσο και μόλις τώρα καταλάβαινε το λάθος της , το μεγάλο της λάθος.
Η μητέρα της , η κολλητή της φίλη , ο Τζον , η επιστήμη , ο Ντόννυ , οι πελάτες της , με τις εμμονές τους και τις αδυναμίες τους , όλοι , ήθελαν κάτι από εκείνη. Και πάντοτε , η Νάταλι τους τα έδινε όλα απλόχερα. Ήταν εκεί για όλους τους. Μα για κάποιο λόγο ξεχνούσε να ζήσει. Και ξεχνούσε το πιο σημαντικό πρόσωπο. Το πιο σημαντικό πρόσωπο στη ζωή της. Εκείνη.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ…

Τρίτη 1 Νοεμβρίου 2016

15. Moonlight Drive



Η μυρωδιά του καπνού ήταν εξαιρετικά έντονη και η ανάμειξή της με την ευωδία των ντόνατς με μαρμελάδα βερίκοκο , έφερναν στο νου όποιου πέρναγε έξω από το μικρό γραφείο του Αστυνόμου Μπάττερ , αλλοτινές εποχές.
«Έχεις φέρει την κουζίνα της μαμάς μέσα στο γραφείο σου Αστυνόμε;» , ρώταγαν οι ένστολοι όποτε περνούσαν απ’ έξω .
Ο Μπάστερ απλά τους χαμογελούσε πίσω από τις στοίβες με χαρτιά που τον πλημύριζαν και γρήγορα επέστρεφε στις σκέψεις του.
Και οι σκέψεις του αστυνόμου ήταν σκοτεινές και βαριές. Πώς να μην ήταν άλλωστε;  Είχε τόσες υποθέσεις να λύσει. Υποθέσεις μεγάλης σημασίας και κύρους. Η απαγωγή ενός ανήλικου κοριτσιού , η ληστεία του  παγκοσμίου φήμης κοσμηματοπωλείου Περλς εντ Ντάημοντς  και τέλος η υπόθεση της χρονιάς. Το μεγάλο κόλπο που είχε στηθεί στο καζίνο Κάραμελ Ντρημς…
 Ή μάλλον το μεγάλο κόλπο που είχε στηθεί στην Γκόλντβιλλ. Όλη η πόλη βρισκόταν μπλεγμένη σε έναν τεράστιο ιστό αράχνης και ξαφνικά όλα τα βάρη είχαν πέσει πάνω του. Ίσως πάλι , υπερέβαλλε. Η κούραση των τελευταίων εβδομάδων είχε αρχίσει να τον καταβάλει. Ένιωθε ότι όλοι ήταν ύποπτοι , όλοι ήταν εχθροί του. Ακόμα και η αδελφή του. Ακόμα και η Σάντρα δεν τον εμπιστευόταν και φοβόταν ότι είναι τόσο χαζός ώστε να χάσει το κεφάλι του. Αυτό τον πείσμωνε. Δεν έδειχνε ποτέ υπερβάλλοντα ζήλο , μα πλέον είχε βάλει στόχο να ξεσκεπάσει τους πάντες σε αυτή την υπόθεση. Μα δεν έβγαινε κανένα νόημα. Και κανένας άλλος δεν έδειχνε να έχει καμία ιδέα για το ποιοι κινούν τα νήματα για το οργανωμένο έγκλημα. Πτώματα βρίσκονταν παντού , ναρκωτικά διακινούνταν κάτω από τη μύτη τους , βαρόνοι του υπόκοσμου διαφέντευαν μεγάλες επιχειρήσεις ,  αλλά τελικά κανείς δε γνώριζε τίποτα.
Στο τέλος της ημέρας , ήταν πάντοτε μόνος του στο γραφείο , με ένα πάκο έγγραφα , με λίστες με ονόματα , με αρχεία από ανακρίσεις , με τηλέφωνα δικηγόρων και ατελείωτες τύψεις. Γινόταν παρανοϊκός; Δεν είχε όμως απάντηση ούτε καν για αυτό…

Αναστέναξε για ακόμα μία φορά , και έσβησε το τσιγάρο του. Δε θα έπρεπε να καπνίζει μέσα στο τμήμα , αλλά και που το έκανε , δεν επρόκειτο να του γίνει κάποια παρατήρηση για αυτό.
«Αμάντα!» , φώναξε τη νεαρή υπαστυνόμο του.  Η κοπέλα έφτασε αλαφιασμένη στο γραφείο και προσπάθησε να τον κοιτάξει πίσω από τα ατελείωτα χαρτιά που έκρυβαν το πρόσωπό του.
«Αστυνόμε!» .
«Συγγνώμη που σε τρέχω Αμαντούλα μου , αλλά άλλαξα γνώμη , δεν έχει νόημα να ψάχνουμε ανάμεσα στους υπαλλήλους του κοσμηματοπωλείου για κάποιον ύποπτο. Δεν πιστεύω ότι κάποιος απ’ αυτούς είχε τέτοιους σκοπούς. Θαρρώ πως καλύτερα θα ήταν να στραφούμε αλλού».
«Δεν πιστεύω ότι είναι μάταια η προσπάθειά μας , αλλά αν είστε σίγουρος , ας αλλάξουμε τακτική. Βρήκα κάτι εξαιρετικά ενδιαφέρον βέβαια…»
«Το οποίο είναι;» , τη ρώτησε ζωηρά.
«Μάλλον ο χρυσοχόος μας είχε μία σύζυγο που τον απειλούσε με διαζύγιο και ήθελε και μερίδιο από την οικογενειακή επιχείρηση. Αυτός βέβαια , δεν είχε καμία πρόθεση να τα παραχωρήσει όλα αυτά» , απάντησε με σιγουριά.
«Ίσως η σύζυγος έβαλε να ληστέψουν τον άνδρα της λοιπόν; Τι θα κέρδιζε από αυτό;»
«Δε σας είπα το καλύτερο. Η σύζυγος αγνοείται από τη μέρα της ληστείας , αλλά για κάποιο λόγο ο κύριος Περλς , μας ενημέρωσε για αυτό μόλις χθες».
«Πέντε ολόκληρες μέρες μετά; Αυτό είναι ανήκουστο! Πρέπει να μάθουμε ποιος την είδε τελευταίος , αλλά και αν υπάρχει περίπτωση να οργάνωσε εκείνη τη ληστεία και να έφυγε μακριά με τα τιμαλφή…».
«Φεύγω για το σπίτι του Περλς λοιπόν;»
«Ορεξάτη σε βλέπω» , αστειεύτηκε ο Μπάστερ , «οπότε ναι , πήγαινε να ελέγξεις τι έχει να πει για αυτό και στρίμωξέ τον γενικότερα. Ενημερώνει την αστυνομία πέντε μέρες μετά την εξαφάνιση; Μάλλον αυτός κάτι μας κρύβει , και δε μου αρέσει καθόλου».
Η Αμάντα έγνεψε καταφατικά και προχώρησε προς την πόρτα.
«Α , πάρε ένα ντόνατς , είναι καταπληκτικά!» της φώναξε πριν βγει έξω.
«Μου σπάσανε τη μύτη τόση ώρα , αλλά ντράπηκα να ζητήσω!» , γέλασε εκείνη παίρνοντας ευγενικά ένα ζουμερό κομμάτι , «μη μου πεις ότι αυτό είναι βερίκοκο;»
«Ναι ναι , είναι υπέροχο , δεν θα χεις ξαναφάει ντόνατς σαν αυτό!»
«Όντως , συνήθως παίρνω από του Μπέλλυ στο κέντρο , μα ετούτο είναι άλλο πράγμα , η μαρμελάδα σε γεμίζει με ευχαρίστηση , μου θυμίζει τη μαγειρική της θείας μου…»
Αυτός γέλασε , «ποιος ξέρει , μπορεί να τα πήρα κατευθείαν από εκείνη!».

Η Αμάντα αποχώρησε για να βρει τον κοσμηματοπώλη , και επιτέλους αυτός μπορούσε να επανέλθει στη μελέτη της μεγάλης υπόθεσης. Άρπαξε ένα ντονατσάκι από τη γαβάθα , και άναψε τσιγάρο ελέγχοντας το φάκελο της δολοφονίας του Ήθαν Πρινς για πολλοστή φορά. Δεν είχε περάσει ούτε ένας μήνας , και οι μισοί του μάρτυρες είχαν εξαφανιστεί από προσώπου γης , ούτε φωνή ούτε ακρόαση. Σε μια προσπάθεια να κατεβάσει κάποια καλή ιδέα , κοίταξε το ταβάνι . Δε θα βγάλω ποτέ άκρη…
Σηκώθηκε από την καρέκλα και πέταξε με μανία τη σβησμένη γόπα στο τασάκι. Ίσως χρειαζόταν μία καλή βόλτα για να ξελαμπικάρει , να σκεφτεί κάποιο πλάνο. Άνοιξε το κινητό του κατά την έξοδό του από την υπηρεσία , «επιστρέφω αμέσως Μπράντλεϋ!» , φώναξε στον ένστολο στην πόρτα και κατευθύνθηκε προς το κοντινό πάρκο. Η Σάντρα του είχε αφήσει δυο-τρεις κλήσεις , όπως εξάλλου συνήθιζε. Κάποτε , δε θα απαντούσε ποτέ στα τηλεφωνήματά της. Ήξερε πως ποτέ δεν τον έπαιρνε για κάτι σημαντικό και της είχε εξηγήσει επανειλημμένα πως στη δουλειά δεν μπορεί να απαντάει σε τηλέφωνα. Όμως τώρα , έπρεπε να την προσέχει διπλά. Έτοιμη ήταν να κάνει τη βλακεία.

«Σάντρα!» , αποκρίθηκε μόλις άκουσε τη φωνή της από την άλλη μεριά του ακουστικού.
«Αδελφούλη , τι κάνεις;» , ακουγόταν χαρούμενη.
«Τα ξέρεις , εδώ προσπαθώ να βρω την άκρη. Ρουτίνα , ρουτίνα , ρουτίνα. Η κλασική ζωή ενός εργένη μπάτσου στην Γκόλντβιλλ. Πού είσαι; Σπίτι;»
«Ναι μωρέ , εδώ με την Ίζαμπελ βλέπουμε Όστιν Πάουερς , τα έχεις δει έτσι; Ο τύπος μου θύμισε εσένα!» , ξεκίνησε τις σαχλαμάρες της.
«Όστιν Πάουερς; Εκείνη η παρωδία κατασκόπου;» , προσπάθησε να της απαντήσει ευγενικά.
«Αυτό , αυτό , βλέπαμε την ταινία και σκέφτηκα εσένα» , γέλασε.
«Τέλεια… Γι’αυτό με κάλεσες γλυκιά μου αδελφή;»
«Φυσικά και όχι! Μη με ειρωνεύεσαι Μπάστερ Κόλλινς Μπάττερ! Να δω αν θα επιστρέψεις σπίτι στην ώρα σου ήθελα , για να σου κρατήσουμε πίτσα!» , τώρα την είχε σχεδόν εξοργίσει. Ήξερε τα κουμπιά της.
«Πίτσα; Δεν πρόσεχες τη διατροφή σου;»
«ΜΠΑΣΤΕΡ!» , ούρλιαξε στο ακουστικό , «εγώ φταίω που πήρα να σε ρωτήσω! Μια φορά είπα να σπάσω το πρόγραμμα και εσύ έχεις να μου πεις μόνο αυτό;» .
Ήταν έτοιμος να βάλει τα γέλια , αλλά αποφάσισε να παίξει το παιχνίδι της.
«Έχεις δίκιο όλοι δικαιούμαστε ένα παραστράτημα , και κράτα μου τρία τέσσερα κομμάτια , νομίζω σήμερα θα έρθω νωρίς στο σπίτι. Και βάλε το τρίτο Όστιν Πάουερς , αυτή είναι η αγαπημένη μου ταινία».
Έκλεισε το κινητό και κοίταξε τον ήλιο που χανόταν πίσω από τα θεόρατα κτήρια. Το χρυσαφί χρώμα που έπαιρνε ο ουρανός , δικαίωνε απόλυτα το όνομα ετούτης της πόλης. Σύντομα θα έβγαινε όμως το φεγγάρι , και ο ουρανός θα γινόταν ασημένιος. Αστείες σκέψεις , αλλά μόνο αν χαλάρωνε επιτέλους θα έλυνε μια και καλή την υπόθεση. Αυτός ήταν ο τρόπος με τον οποίο λειτουργούσε πάντα , και σχεδόν τον είχε ξεχάσει. Από αύριο λοιπόν , θα ξεκινούσε να επισκέπτεται δημοσιογράφους , παλιούς συναδέλφους και επιχειρηματίες. Αν ξεκινούσε από ψηλά , ίσως κατέληγε στον πάτο. Ίσως έβρισκε το δολοφόνο του Ήθαν Πρινς και του Σάμιουελ Λόκατ.
Όσο ο ουρανός σκοτείνιαζε , ο Μπάστερ έπαιρνε το δρόμο της επιστροφής για το τμήμα. Στο μυαλό του του έρχονταν κάποιοι παλιοί στίχοι , πιθανά από κάποιο τραγούδι των Doors και άθελά του , άρχισε να τους σιγοτραγουδά.

                                                             “Let's climb through the tide
                                                                           Penetrate the evenin' that the
                                                                           City sleeps to hide
                                                                           Let's swim out tonight, love
                                                                           It's our turn to try
                                                                           Parked beside the ocean
                                                                           On our moonlight drive”
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...