Πέμπτη 27 Αυγούστου 2015

10. Εκείνο το ξημέρωμα



Ήταν η δέκατη τρίτη προσπάθειά του να καλέσει τον Δρ. Κάλιστερ. Μάταια όμως , εδώ και μία εβδομάδα , δεν του απαντούσε ποτέ κανείς. Το μόνο που λάμβανε ήταν ο ήχος του τηλεφωνητή που του υπαγόρευε να αφήσει το μήνυμά του μετά τον χαρακτηριστικό ήχο. Σαχλαμάρες. Ο Δόκτωρ δεν τον κάλεσε ποτέ ξανά πίσω.  Πλέον ο Τζερμ δεν άφηνε καν μηνύματα , απλά προσπαθούσε να καλέσει με την ελπίδα ότι κάποιος θα του απαντήσει. Είχαν περάσει ήδη οχτώ ημέρες από εκείνο το μυστηριώδες βράδυ. Πέρα από κάποια στοιχεία που είχε καταφέρει να ανακαλέσει από τη μνήμη του και από τις αφηγήσεις της Λουΐζα ή της Μελίσσα , όλα τα υπόλοιπα ήταν διαγραμμένα. Ο έξτρα συνδετικός κρίκος που θα τον βοηθούσε ήταν ο Δόκτωρ Κάλιστερ. Σε αυτόν είχε απευθυνθεί το ίδιο πρωινό ώστε να τον βοηθήσει να βρει την αυτοπεποίθησή του και να προσφέρει στη Μελίσσα  το καλύτερο βράδυ στην ιστορία των επετείων!
Αγαπούσε τη Μελίσσα , αλλά ήξερε ότι δεν την ικανοποιούσε όσο θα ήθελε. Ούτε πολλά λεφτά είχε , ούτε πολλά κότσια. Μα ο καθηγητής δεν του έδωσε απλά συμβουλές. Του έδωσε ένα χάπι που θα ξεκλείδωνε – σύμφωνα με τα λεγόμενά του – την πιο άγρια και ισχυρή πλευρά του.
Του είχε περάσει από το μυαλό ότι η χρήση αυτού  ίσως έφερνε απώλεια μνήμης. Αλλά δεν ήταν και σίγουρος… Αν του είχαν ρίξει κάτι στο ποτό; Πέρασε εφτά ημέρες σκεπτόμενος όλα αυτά… Οι κολλητοί του ήταν οι μόνοι που ήξεραν για το περιστατικό. Βέβαια η αντίδρασή τους ήταν απλά ανώριμη.
«ΕΙΣΑΙ ΣΟΒΑΡΟΣ; Ξύπνησες και βρήκες μία γυναικάρα γυμνή στο κρεβάτι σου; Και; Αυτό ήταν; Της είπες να φύγει; Την έδιωξες έτσι απλά;» . Χαζοί. Ήταν πιστός στην κοπέλα του. Το θέμα εξάλλου δεν ήταν απλά η Λουΐζα… Ήταν ολόκληρη εκείνη η νύχτα.
Ο Τζερμ άφησε το κινητό στο τραπέζι και σηκώθηκε από τον μπαλωμένο καναπέ. Θα συναντούσε τη Μελίσσα στο κέντρο , οπότε έπρεπε να βιαστεί.

Βγήκε στο δρόμο παρφουμαρισμένος και καλοχτενισμένος και αμέσως μπήκε στο αυτοκίνητό του. Κάπου εκεί και καθώς περίμενε στο πρώτο φανάρι που του έτυχε ξανά άρπαξε το κινητό και κάλεσε το γνωστό αριθμό.
«Καλέσατε το Δόκτωρ Ντάμιεν Κάλιστερ. Παρακαλώ…» , τερμάτισε με μανία την κλίση και πέταξε τη συσκευή στα πίσω καθίσματα. «ΑΝΑΘΕΜΑ!» , ούρλιαξε. Καθώς το φανάρι δεν έλεγε να πρασινίσει κοίταξε με μία γρήγορη ματιά προς τα πίσω και είδε την εργασία που είχε να παραδώσει τη μεθαυριανή μέρα στη σχολή του. «Παραλίγο να την ξεχάσω…» , μουρμούρισε. Βρισκόταν για σπουδές στην Γκόλντβιλλ και όχι για να χασομερά…
Επιτέλους ο δρόμος άνοιξε και ξεκίνησε και πάλι. «ΣΤΑ ΤΣΑΚΙΔΙΑ!» , ούρλιαξε ενώ γκάζωνε στο μεγάλο δρόμο. Και εννοούσε εκείνη τη νύχτα. «ΔΕ ΜΕ ΝΟΙΑΖΕΙ ΠΙΑ!» , συνέχισε να φωνάζει. «ΑΡΚΕΤΑ ΑΣΧΟΛΗΘΗΚΑ ΜΕ ΣΑΧΛΑΜΑΡΕΣ!» , φώναξε με όλη του τη δύναμη. Εδώ και μία εβδομάδα έψαχνε να βρει τι του συνέβη , μα δεν είχε νόημα. Απλά θα θεωρούσε ότι είχε μεθύσει. Αυτό ήταν , το θέμα είχε λήξει.

Ο Τζερμ ήταν και πάλι ο κλασικός εαυτός του. Πιο ήρεμος από ποτέ έλαμψε από χαρά μόλις αντίκρισε τη Μελίσσα. «Αγάπη μου!» , φώναξε και έτρεξε να τη σφίξει στην αγκαλιά του.
«Τι έγινε Τζερμ; Άργησες λιγάκι…» , είπε εκείνη λίγο ψυχρά.
«Τι εννοείς; Είχε κίνηση!».
«Άστα αυτά… τέλος πάντων έλα εδώ χαζούλη!» , είπε και τον φίλησε. «Έχεις κλείσει τραπέζι έτσι;» , τον ρώτησε.
«Για καφεδάκι πάμε Μελισσούλα… Δε χρειάζεται να κλείσω τραπέζι…».
«Γύρισες στις μικροαστικές αντιλήψεις Τζερμ; Αν δε βρούμε να κάτσουμε εγώ φεύγω!» , φώναξε και φουριόζα μπήκε στην καφετέρια.
Την κοίταξε για ένα λεπτό , αναστέναξε και ύστερα άνοιξε κι αυτός την πόρτα.
Τους τοποθέτησαν σε ένα τραπέζι στη γωνία , μα εκεί η γκρίνια συνεχίστηκε.
«Τέλεια! Αν έκλεινες τραπέζι θα καθόμασταν κοντά στο παράθυρο , κοντά στον κόσμο… σίγουρα κάπου πιο αξιοπρεπή τέλος πάντων!» .
«Μια χαρά είναι και εδώ , είμαστε και ήσυχα. Έλα πες μου για σήμερα , τι έκανες με το…» , ο Τζερμ προσπάθησε να αλλάξει τη συζήτηση.
«Να το βράσω το ήσυχα. Απορώ πώς είχες βρει τόσο τέλειο τραπέζι το προηγούμενο Σάββατο! Και μάλιστα στο Σόλε Ντ’ Όρο! Μα αν είναι δυνατόν! Τι έκανες όλη μέρα; Ξυνόσουν έτσι; Ή μήπως διάβαζες; Πας καθόλου στη σχολή ; Δε σε έχω πετύχει καθόλου στο…» , σταμάτησε να την ακούει και έβγαλε μία βαθιά ανάσα.
«Μελίσσα , ηρέμησε» , έβαλε το δάχτυλό του στα κόκκινα χείλη της. «Τα έχω όλα υπό έλεγχο με τη σχολή. Όσο για σήμερα… είχα την εντύπωση ότι δε θα είχε πολύ κόσμο τέτοια ώρα!».
«Όπα! Για δες ποιος είναι εδώ! Έι Φίλε!» , μία φωνή ακούστηκε πίσω από την πλάτη του Τζερμ , διακόπτοντας το λόγο του . Εκείνος γύρισε και αντίκρισε έναν τύπο γύρω στα τριάντα να τον χαιρετάει.
«Ποιος είναι αυτός ; Δεν τον έχω ξαναδεί ποτέ!» , είπε παραξενεμένη η Μελίσσα.
«Ούτε εγώ…», απάντησε ο Τζερμ.
Ο νεαρός άνδρας πλησίασε χαρούμενος λες και είδε κάποιον παλιό του φίλο και στάθηκε πάνω από το τραπέζι τους.
«Πω πω , δεν περίμενα ότι θα σε ξαναέβλεπα ποτέ! Ούτε κινητό δεν ανταλλάξαμε! Ας μην αναφέρω ότι με παράτησες μόνο μου!» , γέλασε δυνατά.
«Συγγνώμη , μάλλον με μπερδεύεις με κάποιον άλλον…» , ήρθε η διστακτική απάντηση.
«Κάτσε … δεν μπορεί! Ο Τζερμ δεν είσαι;».
«Ναι ο Τζερμ είναι!» , μπλέχτηκε και η Μελίσσα στη συζήτηση.
«Α τέλεια! Ωπ βλέπω έριξες κι άλλο γκομενάκι; Το πιο γρήγορο πιστόλι της δυτικής ακτής θα είσαι εσύ ρε παίχτη!» , γέλασε .
«Γκομενάκι;» , το πρόσωπο της κοπέλας του Τζερμ μαρτυρούσε περιέργεια και οργή ταυτόχρονα.
«Συγγνώμη φίλε , για κάποιον άλλο θα με μπερδεύεις , πρόκειται για την κοπέλα μου και είμαι απόλυτα πιστός!» , προσπάθησε να τα μπαλώσει εκείνος πριν γίνει κάποιο μοιραίο κακό.
«Ωωωω , ναι τώρα το έπιασα! Πλάκα έκανα φυσικά!» , ξερόβηξε και γρήγορα συνέχισε , «Αλήθεια τώρα Τζερμ , δε με θυμάσαι; Γνωριστήκαμε σε εκείνο το μπαράκι το προηγούμενο Σάββατο... Δε σε ευχαρίστησα ποτέ για όσα έκανες για εμένα μιας και χαθήκαμε στη συνέχεια!».
«ΜΠΑΡΑΚΙ; Πήγες σε μπαράκι μετά την επέτειό μας;» , ούρλιαξε η Μελίσσα.
«Κάτσε αγάπη μου δεν τον ξέρω καν τον κύριο!» , φώναξε και ο Τζερμ και προσπάθησε να τη συγκρατήσει καθώς εκείνη σηκώθηκε με μανία από την καρέκλα της. Όλα τα μάτια της καφετέριας ξαφνικά ήταν πάνω τους.
«Είμαι ο Μπαξ! Δεν ήθελα να σας αναστατώσω δεσποινίς μου! Θα έφευγα όπου να ‘ναι έτσι κι αλλιώς!», προσπάθησε να τα μπαλώσει κι αυτός.
«Όχι όχι , καθίστε και πηγαίνετε σε κανένα μπαρ καλύτερα πιο μετά , εγώ και ο κύριος τελειώσαμε μια για πάντα. Γεια σου Μπαξ!».
«ΜΕΛΙΣΣΑ! ΑΦΗΣΕ ΜΕ ΝΑ ΣΟΥ ΕΞΗΓΗΣΩ! ΔΕ ΘΥΜΑΜΑΙ ΤΙΠΟΤΑ ΑΠΟ ΟΣΑ ΛΕΕΙ Ο ΚΥΡΙΟΣ!» , σηκώθηκε και άρχισε να την κυνηγάει αλλά ο βηματισμός της ήταν υπερβολικά έντονος και ταχύς. Απέφυγε την πρόσκρουση με ένα γκαρσόνι και βγήκε από το μαγαζί. Ο Τζερμ έπεσε γονατιστός πίσω της στο πεζοδρόμιο και έκανε μία τελευταία προσπάθεια.
«Μελίσσα , σε αγαπάω , πιστεύεις ότι θα νυχτοπερπατούσα χωρίς την έγκρισή σου;»
«Δεν ξέρω Τζερμ» , ήταν αμείλικτη , «θα σκεφτώ πολύ σοβαρά αν θα δεχτώ να ακούσω την άποψή σου πάνω σε όλα όσα μόλις άκουσα από το φίλο σου. Αντίο.»
«Δεν είναι φίλος μου!» , πήγε να φωνάξει , αλλά εκείνη ανέβηκε στο πρώτο ταξί που πέρασε και έγινε καπνός.
Πεσμένος στο πεζοδρόμιο , ο Τζερμ άρχισε να δακρύζει και να τραβάει τα μαλλιά του. Ύστερα σηκώθηκε , τίναξε τη σκόνη και σήκωσε τα μανίκια του. Τότε πρόσεξε τον Μπαξ που μόλις έβγαινε από την καφετέρια. Μιας και ήταν λίγο πιο ψηλός από εκείνον , τον άρπαξε από το γιακά του σακακιού.
«ΠΟΙΟΣ ΕΙΣΑΙ; ΓΙΑΤΙ ΜΟΥ ΚΑΤΑΣΤΡΕΦΕΙΣ ΤΗ ΣΧΕΣΗ;»
«Ηρέμησε φίλε!» , του φώναξε αυτός. «Την έχεις αφήσει να σε καβαλήσει!» , έκανε άλλη μία παύση και συνέχισε. «Λυπάμαι όμως για ότι συνέβη… αλλά κι εσύ έκανες σα να μη με θυμάσαι! Για ποιο λόγο να το κάνεις αυτό; Ας έλεγες πως με γνώρισες αλλού , εγώ δεν ήξερα τι να πω. Ξέρεις , δεν είμαι και άνθρωπος του λόγου».
«Όχι δε σε θυμάμαι…» , αναστέναξε. «Δε θυμάμαι τίποτα από εκείνη τη νύχτα».
«Ω… αλήθεια; Λυπάμαι πολύ , μήπως έχεις προβλήματα μνήμης;».
«Όχι…».
«Λογικό , η γιαγιά μου είχε προβλήματα μνήμης , αλλά ήταν ογδόντα χρονών τότε. Εσύ μοιάζεις πιο μικρός από εμένα!»
«Είμαι είκοσι ένα».
«Τότε σίγουρα δεν έχεις προβλήματα μνήμης! Όπως και να έχει , και να μη με θυμάσαι , σου χρωστάω χάρη! Ήμουν πραγματικά χάλια εκείνο το βράδυ και με βοήθησες!»
«Ουάου…».
«Πες μου τι θέλεις να κάνω για εσένα , έχω ισχυρές γνωριμίες για παράδειγμα. Μπορώ να σου κλείσω ένα τραπέζι στο Σόλε Ντ’ Όρο ή να σε πάω βόλτα με ένα πολυτελές τζιπ!» .
Ο Τζερμ κοίταξε με μισό μάτι τον τύπο. Το έπαιζε λίγο ιστορία , ενώ φαινόταν ένας κοινός καραγκιόζης , όχι ιδιαίτερα έξυπνος μάλιστα.
«Λέγε! Μπορώ να κάνω τη γη να γυρίζει!» , γέλασε σα χαζός.
«Όχι , δε θέλω ούτε τη γη να γυρίζει , ούτε να μου κλείσεις τραπέζι. Θέλω δύο πράγματα. Να μου πεις τι έκανα το μοιραίο βράδυ που σε συνάντησα και ύστερα να με βοηθήσεις να μπαλώσω τα πράγματα. Η Μελίσσα θα με χωρίσει μια και καλή αν δεν πάρεις πίσω όσα είπες εκεί μέσα».
«Έχω κι εγώ προβλήματα με μία γυναίκα Τζερμ. Θα σε βοηθήσω ως ανδρική αλληλεγγύη. Και φυσικά θα σου πω τα πάντα για τις περιπέτειές μας! Πρέπει να βγαίνουμε πιο συχνά μαζί ρε συ! Μη μου το αρνηθείς!».
«Εντάξει…»
«Λοιπόν , έχω μισή ωρίτσα να σου τα πω όλα φιλαράκο. Ακολούθησέ με. Εκείνο το ξημέρωμα ήταν απ’ τα πιο τρελά της ζωής μου! Και πίστεψέ με , στη δουλειά μου και μόνο , έχω δει πολλά τρελά ξημερώματα» , είπε και γέλασε ξανά ενώ έδινε μια ελαφριά φάπα στον Τζερμ.
  

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ…

Κυριακή 23 Αυγούστου 2015

9β. Ο βασιλιάς της ζούγκλας



«Γνώρισα την Άμπι σε ένα μπαράκι την προηγούμενη εβδομάδα Σάμμυ! Την έφερα σήμερα μαζί μας μπας και την εντυπωσιάσω και τη ρίξω… Κοίτα τη , δεν είναι κούκλα;» , ο Κεβ αποφάσισε να μοιραστεί με το φίλο του τις σκέψεις του και το πλάνο του.
«Είναι φοβερή! Γι’ αυτό και θα τη χρησιμοποιήσουμε με σκοπό να κερδίσουμε κανά ψιλό!  Μετά θα πάτε σε κάποιο κλαμπ και μπουμ , όλα θα γίνουν  όλα όπως θες!».
«Μόνο που το σχέδιό σου είναι εξαιρετικά απλό και γελοίο. Θα φάμε ξύλο απόψε , τη βλέπω τη δουλειά».
«Άραξε ρε , όλα θα πάνε καλά».
Ο Σάμμυ του έκλεισε το μάτι και αύξησε την ταχύτητα του βηματισμού του  , ανεβαίνοντας  τα σκαλιά του καζίνου Κάραμελ Ντρημς. Το σχέδιο είχε ήδη τεθεί σε εφαρμογή.
«Καλησπέρα , Ρέι Κάφαντερ!» , συστήθηκε με αυτό το ψεύτικο όνομα στον πορτιέρη και πέρασε μέσα μόνος του.
Σήμερα θα το έπαιζε ιστορία. Σήμερα θα κέρδιζαν.
Προχώρησε άνετος προς το τραπέζι όπου έπαιζαν Μπλακ Τζακ. Εκεί έπαιζε ένα ηλικιωμένο ζευγάρι , αλλά πιο δίπλα βρισκόταν ένας κουστουμαρισμένος άνδρας.
«Τι παίζει εδώ φίλε; Πώς τα βλέπεις τα πράγματα; Αξίζει να παίξω;».
«Τι να σου πω… Σκληρό τον βλέπω τον ντίλερ…».
«Έπαιξες καθόλου εσύ;»
«Μπα… έχω έρθει για άλλο λόγο εδώ» .
«Δε θα ήταν συνετό να ρωτήσω έτσι;» , ο Σάμμυ το έπαιξε αδιάφορος και κρυψίνους . Στόχος  του ήταν να μην μπλέξει και παράλληλα να κερδίσει χρόνο.
«Ας πούμε ότι ελέγχω την περιοχή… Για να τσεκάρω τις κινήσεις κάποιων ανθρώπων.»
«Ω..» , είπε δήθεν αδιάφορα.
Το ηλικιωμένο ζευγάρι συνέχιζε να παίζει ατάραχο. Ο κρουπιέρης ήταν εξαιρετικά άνετος. Όχι για πολύ όμως. Κοίταξε λοξά προς τα πίσω και παρατήρησε την Άμπιγκεϊλ και τον Κεβ να κάνουν την είσοδό τους.
Χαμογέλασε και ύστερα στράφηκε ξανά στον άνδρα δεξιά του , «Να σου πω… έχεις κανένα τσιγάρο;».
«Α… ε ναι… ορίστε» , εκείνος έπιασε ένα από την τσέπη του και του το έδωσε.
«Αναπτήρα;».
«Πάρε και τον αναπτήρα». Τον περιεργάστηκε λίγο. Μεταλλικός με ένα περίεργο σύμβολο πάνω. Άναψε το τσιγάρο και ευχαρίστησε τον ιδιοκτήτη του. Ύστερα παρατήρησε τον ντίλερ και προς ευχαρίστησή του , είχε γουρλώσει τα μάτια. Η Άμπιγκεϊλ είχε κάνει καλή δουλειά. Δε γύρισε το κεφάλι για να την παρατηρήσει φυσικά. Ήθελε πολύ να δει το σκηνοθετημένο θέαμα , αλλά δεν ήθελε να καρφωθεί. Τώρα θα έκανε παιχνίδι!
«Λέω να παίξω τελικά. Ο γέρος όπου να’ ναι θα φύγει…»
«Και δεν παίζεις…» , ο άνδρας γύρισε το κεφάλι του προς μία άλλη κατεύθυνση και ο Σάμμυ προχώρησε προς το τραπέζι.
«Παππού , τι γίνεται; Κερδίζουμε;». Ο ηλικιωμένος άνδρας τον κοίταξε περίεργα. «Μία ερώτηση έκανα!» , γέλασε δήθεν αθώα ο Σάμμυ.
«Παίζω κι εγώ φίλε! Βάλε με μέσα! Θα ποντάρω σκληρά!!» , φώναξε και άρπαξε τον παππού από τον ώμο.
Το πλάνο ήταν σε εφαρμογή. Όσο ο Σάμμυ έπαιζε μπλακ τζακ , η Άμπιγκεϊλ και ο Κεβ μοιράζονταν παθιασμένες σκηνές από πίσω , σε εμφανές σημείο ώστε να τους βλέπει ο κρουπιέρης αλλά και το υπόλοιπο μαγαζί. Παράλληλα , ο Τρέυ , βρισκόταν σε ένα άλλο τραπέζι δοκιμάζοντας την τύχη του στη ρουλέτα.
Η Άμπιγκεϊλ ήταν μία αρκετά καυτή παρουσία για τις μίζερες δήθεν πλούσιες ζωές των θαμώνων του καζίνου. Βέβαια θα τους έπαιρναν σίγουρα πρέφα σε μερικά λεπτά , οπότε θα έπρεπε να κάνουν γρήγορα μπάζα και να φύγουν.
Ένα τόσο απλό σχέδιο με την πρώτη ματιά… Mία ευπαρουσίαστη γυναίκα αποσυντόνιζε τους πάντες προς όφελός εκείνου και του Τρέυ. Ταυτόχρονα , θα επιστράτευε όλα του τα κόλπα και όλες του τις γνώσεις ώστε να τη φέρει στον ντίλερ.
Και όλα κύλισαν ρολόι. Κέρδισε τρία παιχνίδια και έχασε μόλις ένα! Ο Σάμμυ ένιωσε πολύ ψηλά. Έξυσε το αυτί του , όπως είχαν συμφωνήσει , ώστε η Άμπιγκεϊλ να σταματήσει το σέξι σόου και να μετακινηθεί αλλού… έτσι δε θα τους έπαιρναν χαμπάρι. Είχε κερδίσει τετρακόσια δολάρια. Όχι και άσχημα! Θα έπαιζε άλλη μία φορά για τα προσχήματα και θα έφευγε.
«Επ! Κάρλο!» , μία φωνή διέκοψε τις σκέψεις του.
«Κύριε Τζάγκουαρ….;» , σαν ένα ρίγος να διαπέρασε το νεαρό ντίλερ.
«Τι έγινε μικρέ; Σε ταλαιπωρεί το παλικαράκι;».  Ο Σάμμυ γύρισε ευθύς και κοίταξε τον άγνωστο τύπο που μόλις είχε εμφανιστεί στο χώρο.
Μαύρο μαλλί , μουστάκι και γυαλιά ηλίου. Μαύρο κοστούμι και κόκκινο πουκάμισο.
«Υποθέτω πως δε με γνωρίζεις , όπως δε σε γνωρίζω και εγώ , ονομάζομαι Τζάγκουαρ Στας!» , είπε και του έριξε ένα ελαφρύ χαστουκάκι στο αριστερό μάγουλο.
«Ω… Σά…εεε , Ρέι Κάφαντερ!» , ψέλλισε ο Σάμμυ. Τα είχε χάσει ξαφνικά , εξ αιτίας του επιβλητικού παρουσιαστικού του άνδρα.
«Ακύρωσε την παρτίδα Καρλίτο και βάλε μας να παίξουμε ξανά. Θα ποντάρω πεντακόσια. Πιστεύω ο φίλος μας θα μπει επίσης… Βλέπω ότι είναι σκληρός παίκτης!» , είπε και γέλασε δυνατά.
«Πεντακόσια; Είστε σίγουρος ότι θέλετε να μπούμε τόσο σκληρά μέσα;» , ο Σάμμυ αποφάσισε να επαναφέρει τη ψυχραιμία του.
«Θέλεις να τα κάνουμε εξακόσια; Κανένα πρόβλημα… Καρλίτο , την τράπουλα!» .
«Εξακόσια;».
«Να τραβήξω φύλλο;» , είπε ο Κάρλο αρκετά πιο ήρεμος από πριν.
«ΠΑΜΕ!» , φώναξε ο μουστακαλής.
Οι κάρτες διαδέχονταν η μία την άλλη και ο Σάμμυ δεν είχε ούτε την τύχη ούτε το κουράγιο να αντιστρέψει το μοιραίο. Ο τύπος ήταν τρομερός. Σύντομα το παιχνίδι έληξε και τα τετρακόσια δολάρια εξανεμίστηκαν , μαζί με τα υπόλοιπα διακόσια που είχε πάνω του. Τα λεφτά της εβδομάδας δηλαδή.
«Καλή προσπάθεια φίλε , θέλεις δουλίτσα όμως ακόμα , ελπίζω να σε ξαναδούμε απ’ τα μέρη μας , έτσι;» , του έγνεψε ο Τζάγκουαρ ενώ εκείνος απομακρυνόταν γρήγορα.

Στους μπουφέδες , η Άμπιγκεϊλ και ο Κεβ κάθονταν αμέριμνοι σε μία γωνία και περίμεναν εκείνον να εμφανιστεί. Ο Τρέυ βρισκόταν κι αυτός  λίγο πιο πέρα και απολάμβανε το γαρνιρισμένο κοτόπουλο και τη φημισμένη σος Κάραμελ που προσέφερε το καζίνο.
Απογοητευμένος από την τροπή που πήραν τα πράγματα μπήκε μέσα και εκείνος. Πήρε ένα μικρό γλυκάκι από τα φαγητά και κάθισε σε μία καρέκλα να ηρεμήσει. Τα σκάτωσα λίγο
«Φύγε όσο πιο γρήγορα μπορείς από το μέρος Ρέι».
Ο κουστουμαρισμένος τύπος που βρισκόταν νωρίτερα δίπλα του ήταν τώρα από πίσω του. «Μη γυρίσεις να με κοιτάξεις , απλά απομακρύνσου από εδώ. Ο τύπος που παρακολουθώ είναι αυτός με το μουστάκι. Ο Τζάγκουαρ Στας.»
«Τι…τι εννοείς τι είναι αυτός ο τύπος;»
«Δε νομίζω ότι θέλεις να μπλέξεις. Μη γυρίσεις να με κοιτάξεις απλά φύγε όσο πιο γρήγορα μπορείς!» , του είπε ψιθυριστά και ύστερα έφυγε με την ίδια μυστικότητα και ταχύτητα που εμφανίστηκε.
Ο Σάμμυ δε χρειαζόταν να ακούσει άλλα , θα πήγαινε στο αυτοκίνητο να περιμένει τους υπόλοιπους. Έκανε ένα μικρό σήμα στους φίλους του ότι έφευγε και έτρεξε μακριά.

Βγήκε έξω από το κτήριο από την πίσω πόρτα και πήρε μία παράκαμψη για να βρεθεί στο πάρκινγκ. Το φεγγάρι και τα φώτα του δρόμου του ήταν η μόνη του συντροφιά όσο επιτάχυνε προς τον προορισμό του. Τα σκάτωσα όλα. Σκάτωσα το σχέδιό μου. Σκεφτόταν.
«Άραξε». Κάποιος του έπιασε τον ώμο. Γύρισε τρομαγμένος και αντίκρισε ένα ψηλό μελαμψό τύπο.
«Ορκίζομαι δεν έκανα τίποτα!! Δεν είχα σκοπό να κλέψω το καζίνο!» , φώναξε.
«Ποιος το χέζει το καζίνο;» , μούγκρισε.
«Άσ’ τον ήσυχο Καπουτσίνο» , ξερόβηξε ένας δεύτερος άνδρας που ξεπρόβαλλε από το σκοτάδι. Ήταν ο Τζάγκουαρ Στας.
«Ω , θέλετε τα λεφτά μου; Δεν έχω άλλα , αφήστε με , δεν έκανα τίποτα…» , ψέλλισε ο Σάμμυ όσο έβλεπε και τους δύο να είναι απελπιστικά κοντά του.
«Θέλω να ξεκαθαρίσω , πως κανονικά δε θέλω εχθρούς μικρέ! Συγγνώμη για πριν , απλά έπρεπε να το ξεκαθαρίσουμε αυτό μία και καλή. Η ζούγκλα είναι υπερβολικά άγρια για να κινείσαι μόνος… χωρίς την αγέλη σου! Με πιάνεις;».
«Μάλιστα… θα το έχω υπόψη κύριε Τζάγκουαρ. Καλό βράδυ» , δεν καταλάβαινε τι γινόταν και ούτε ήθελε.
«Πρέπει να ξέρεις ποιος είναι ο βασιλιάς όμως! Ποιος ηγείται της αγέλης! Η ζούγκλα δεν μπορεί να είναι ξέφραγο αμπέλι. Ο βασιλιάς της ζούγκλας είναι αυτός που…» , ο Σάμμυ είχε ήδη προχωρήσει όμως και δεν άκουγε πια. Γιατί δεν τον άφηναν ήσυχο; Γιατί ο άλλος άνδρας του είπε να φύγει τρέχοντας; Ο βηματισμός που άκουσε πίσω του τον έκανε να ανησυχήσει ξανά. Γύρισε απεγνωσμένος έτοιμος να φωνάξει. ΤΙ ΘΕΛΕΤΕ ΑΠΟ ΜΕΝΑ; ΠΟΙΟΙ ΕΙΣΤΕ; ΜΙΑ ΠΛΑΚΑ ΠΗΓΑ ΝΑ ΚΑΝΩ ΓΙΑΤΙ ΔΕ ΜΕ ΑΦΗΝΕΤΕ ΗΣΥΧΟ;
«Θέλω να σου μιλήσω φιλαράκο , γιατί φεύγεις;» , άκουσε τη φωνή.
«Δεν έχουμε να πούμε κάτι…» , είπε κοιτάζοντάς τον κατάματα. «Είμαι απλά ένας λαντζέρης!»
«Τρίχες» , μούγκρισε ο Καπουτσίνο.
«Όχι , όντως αυτό είμαι!» , είπε ξανά ο Σάμμυ και γύρισε να φύγει. Ήλπιζε ότι ο Τρέυ , ο Κεβ και η Άμπι θα βρίσκονταν ήδη στο αυτοκίνητο. Όπως πήγε να γυρίσει την πλάτη του , άκουσε τον ήχο της σκανδάλης και ένιωσε έναν οξύ πόνο στα πλευρά. Αποφάσισε να το βάλει στα πόδια , αλλά ένας δεύτερος παρόμοιος ήχος ακούστηκε. Η πλάτη του διαπεράστηκε. Συγκράτησε το βήμα του και προσπάθησε και πάλι να τρέξει.
«Τώρα το αφεντικό σου θα ξέρει. Ποιος θα είναι ο βασιλιάς. Σύντομα!» , αυτά ήταν τα τελευταία λόγια που άκουσε πριν από τον τρίτο κρότο και πριν χάσει εντελώς την ισορροπία του.
Για κάποιο περίεργο λόγο , ο γκρι δρόμος ήταν ξαφνικά τεράστιος και άρχισε να πλησιάζει ολοένα και πιο απειλητικά προς το μέρος του…

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ……;

Παρασκευή 7 Αυγούστου 2015

9α. Βρώμικη Ρουτίνα



Νύχτα. Το φυσικό του περιβάλλον. Από μικρός και όσο ακόμα πήγαινε σχολείο αρεσκόταν στο να διαβάζει μόνο τότε. Ύστερα άρχισε να εργάζεται σε νυχτερινές δουλειές. Πρώτα νυχτερινή βάρδια σε βενζινάδικο , ύστερα σερβιτόρος σε μπαρ.
Πλέον δούλευε ως λαντζέρης σε ένα από τα κορυφαία εστιατόρια ολόκληρης της πόλης. Θα έλεγες ότι ήταν τιμή του. Σόλε Ντ’ Όρο. Μόνο και μόνο από το όνομα καταλάβαινες περί τίνος επρόκειτο. Στα ιταλικά πρέπει να σήμαινε Χρυσός Ήλιος ή κάτι τέτοιο. Διαλεχτό όνομα για εστιατόριο. Δείγμα της ποιότητάς του.
Νύχτα λοιπόν. Το πεδίο δράσης του. Μετά από τη βάρδια , εκείνος και οι φίλοι του ξενυχτούσαν σε διάφορα κλαμπ. Καμιά φορά πήγαιναν και για μεταμεσονύκτια μπόουλινγκ ή στο καζίνο. Σήμερα θα επισκέπτονταν το καζίνο της πόλης. Όχι βέβαια ότι φτωχαδάκια σαν κι αυτούς τζόγαραν περιουσίες και κέρδιζαν τίποτα σπουδαίο. Μπα. Μάλλον χαμένοι έβγαιναν , αλλά ταυτόχρονα φόραγαν τα καλύτερά τους ρούχα , τέσταραν την τύχη τους , τρώγανε από τίποτα μπουφέδες και χάζευαν τα όμορφα κορίτσια που σύχναζαν εκεί. Καμιά φορά για πλάκα το έπαιζαν λεφτάδες και μιλούσαν για φανταστικά κότερα και βίλλες. Είχε την πλάκα του. Ύστερα έφευγαν τρέχοντας από κάποια πίσω είσοδο.
Όλα αυτά συνέβαιναν τη νύχτα. Γι’ αυτό και του άρεσε. Γυναίκες , πλάκες με τους φίλους. Αυτή ήταν η ζωή του. Ίσως η αγάπη του για όλα αυτά οφειλόταν στο ότι είχε γεννηθεί ένα ομιχλώδες φθινοπωρινό βράδυ. Είκοσι πέντε περίπου χρόνια πριν , η μητέρα του θα τον έφερνε στον κόσμο. Όλο το απόγευμα πάλευε και τελικά εκείνος της έκανε τη χάρη να δει το φως του κόσμου ετούτου λίγο πριν τα μεσάνυχτα. Ο Σάμμυ Λόκατ κυριολεκτικά γεννήθηκε στη νύχτα. Ίσως πέθαινε και σε αυτή , αλλά λογικά αυτό θα συνέβαινε σε πολλά χρόνια. Ρεαλιστικά , έβλεπε τον εαυτό του να έχει το δικό του μπαρ ή ένα μίνι μάρκετ και ίσως και κανά παιδάκι. Αυτά όμως απείχαν τουλάχιστον τριάντα χρόνια.
Ήταν Παρασκευή , περίπου έντεκα το βράδυ. Το εστιατόριο της οδού Λόντον έσφυζε από ζωή. Ο Λουτσιάνο,  ο σεφ του μαγαζιού και η βοηθός του Κάθριν βρίσκονταν υπ’ ατμών προσπαθώντας να αποδώσουν όσο πιο άρτια μπορούσαν τις πατρογονικές ιταλικές συνταγές της επιχείρησης. Σε αυτές οφειλόταν η μεγάλη επιτυχία και δημοτικότητα που απέκτησε ανά τα χρόνια. Ή τουλάχιστον , έτσι είχε ακούσει.
Σίγουρα η δουλειά του δεν ήταν η καλύτερη , αλλά ήταν σημαντική. Υπήρχε πολύ βρώμα βέβαια. Αλλά κάποιος έπρεπε να το κάνει και αυτό. Ο Σάμμυ , θα καθάριζε πάντοτε. Θα καθάριζε για όλους.
Ακόμα και όταν έμπλεκαν οι φίλοι του , εκείνος θα ήταν εκεί για να καθαρίσει για αυτούς. Πάντα αυτό έκανε.

Σήμερα όπως και κάθε άλλη μέρα , είχε φέρει όλη τη δουλειά εις πέρας και ήταν σχεδόν έτοιμος να φύγει.
«Τι έγινε Σαμ ; Την κάνουμε από τώρα;» , η ψιθυριστή φωνή του Λουτσιάνο , του υπεύθυνου του καταστήματος τον έκανε να ανατριχιάσει.
«Κύριε διευθυντά!» , τσίριξε και πέταξε την βρώμικη πετσέτα που κρατούσε στο πάτωμα.
«Τελειώνω τη δουλειά μου κύριε! Οπότε μιας και δεν έχουμε και πολλούς πελάτες…» , προσπάθησε να τα μπαλώσει.
«Σκεφτόσουν να φύγεις σιγά σιγά ε;» , ο εξηντάχρονος μικρόσωμος άνδρας μπορούσε να γίνει πολύ τρομαχτικός αν το ήθελε. Η ψιθυριστή του φωνή και το βλοσυρό του βλέμμα ήταν ικανά να σε κάνουν να νιώσεις τυχερός που ανέπνεες ακόμα.
«Ε όχι και σιγά σιγά , αλλά αν τέλειωνα σχετικά σύντομα με την αποψινή λάντζα… θα μπορούσα να…» , έστρεψε το βλέμμα του αλλού θέλοντας να αποφύγει τις διαπεραστικές ματιές που του έριχνε ο προϊστάμενός του.
«Θα μπορούσες να φύγεις!» , ψιθύρισε εκείνος. «Έτσι δεν είναι Σαμ; Θα μπορούσες να φύγεις νωρίς!».
«Κοιτάξτε , θα δείξει , αν τελειώσω γρήγορα θα μπορούσα να…».
«Κοίτα Σαμ , τα παιδιά στο αυτοκίνητο μου είπαν ότι σε περιμένουν εδώ και κανά δεκάλεπτο…».
Ο Σάμμυ σάστισε και γούρλωσε τα μάτια. «Ποια παιδιά; Ποιο αυτοκίνητο;».
«Δεν ξέρω ένα κόκκινο… Ιαπωνικό μοντέλο πρέπει να ήταν , έτσι μου είπαν τα παλικάρια στο πάρκινγκ» , ξερόβηξε. «Λοιπόν; Θα πας; Τι να τους πω; Περιμένουν!».
«Κοιτάξτε , είστε σίγουρος ότι ήταν για εμένα;». Κοιτάχτηκαν και ύστερα σιωπή έπεσε μπροστά από το νεροχύτη και όσα πιάτα είχαν απομείνει σε αυτόν.
Τότε ξαφνικά , ο Λουτσιάνο απέκτησε ένα σαφώς πιο εύθυμο τόνο.
«Έλα Λόκατ , βγάλε την ποδιά και βάλε τα ρούχα σου , σχόλασες που να με πάρει!» , παραλίγο να γελάσει κιόλας. Χτύπησε τον Σάμμυ στην πλάτη και έτεινε να φύγει.
Σοκαρισμένος ο Σάμμυ τον κοίταξε με ευγνωμοσύνη και έφυγε τρέχοντας.
«Μόνο για σήμερα μικρέ! Μόνο για σήμερα!» , ψιθύρισε όσο περνούσε από δίπλα του.
Ο Λουτσιάνο ήταν απόλυτα βλοσυρός και τρομαχτικός τύπος , αλλά σήμερα είχε μάλλον τις καλές του.
Η ποδιά έδωσε τη θέση της σε ένα καλό γαλάζιο μπλουζάκι και ο νεαρός Σάμμυ βρέθηκε σε λίγα λεπτά στο δρόμο έξω από το εστιατόριο. Το κόκκινο αυτοκίνητο ήταν σταθμευμένο στο απέναντι πεζοδρόμιο και οι δύο κολλητοί του , ο Τρέυ και ο Κεβ του έγνεφαν από τις μπροστινές θέσεις. Πέρασε γρήγορα το δρόμο και άνοιξε την πίσω πόρτα. Προς έκπληξή του δίπλα του βρισκόταν μία νεαρή κοπέλα. Πριν προλάβει να κάνει την κρίσιμη ερώτηση που θα αποκάλυπτε την ταυτότητά της , η στιβαρή φωνή του Τρέυ αντήχησε στο όχημα.

«Άντε ρε βλάκα! Γιατί κάνεις πάντα τόση ώρα; Είπαμε στους πορτιέρηδες να σε φωνάξουν!».
«Το ότι δουλεύω σου λέει κάτι; Και που έφυγα τόσο νωρίς είναι θαύμα!» , πήρε ανάσα και γρήγορα έδωσε το χέρι του στο θηλυκό μέλος της παρέας. Μέσα στο σκοτάδι μπόρεσε να διακρίνει τα καστανά μακριά της μαλλιά , ένα μαύρο κοντό φόρεμα και πιθανά τα πράσινα μάτια της.
«Σάμμυ» , συστήθηκε γρήγορα.
«Άμπιγκεϊλ! Χάρηκα πολύ Σάμμυ!» , χαμογέλασε εκείνη και του έδωσε επίσης το χέρι της.
«Ποια είναι η κοπέλα παιδιά , δε θα μου πείτε πως βρέθηκε μαζί μας; Επίσης Τρέυ , τώρα που ήρθα μπορείς να βάλεις μπρος! ΠΑΜΕ!!» , φώναξε ο Σάμμυ.
«Εγώ την έφερα στην παρέα! Τη γνώρισα τις προάλλες και είπαμε να βγούμε σήμερα!».
«Και μιας και είχαμε ήδη κανονίσει να πάμε καζίνο αποφάσισε να την πάρει μαζί μας!» , πρόσθεσε δυσανασχετώντας και ο οδηγός.
«Μα κάνε σαν να είμαι παλιό μέλος της ομάδας  σας Σάμμυ !» , του είπε χαλαρά η Άμπιγκεϊλ.
«Ω βέβαια…» , είπε εκείνος βλοσυρά.
Το αυτοκίνητο διέσχιζε τους δρόμους της Γκόλντβιλλ… Ο Τρέυ έβαλε λίγη ηλεκτρονική μουσική να ακούγεται από τα ηχεία ενώ ο Κεβ προσπαθούσε να ανοίξει κουβέντα με το «ραντεβού» του.
«Αυτό είναι!» , τη μονοτονία έσπασε ένας ενθουσιασμένος Σάμμυ.
«Παιδιά , απόψε θα σπάσουμε τρελή πλάκα! Θα βγάλουμε και μερικά φράγκα!» , γέλασε.
«Ρεαλιστικά πάντα στόχος μας στο καζίνο είναι τα πολλά φράγκα και οι μπουφέδες…» , ακούστηκε η φωνή από μπροστά.
«Ναι αλλά σήμερα θα παραπλανήσουμε τους κρουπιέρηδες και άλλους αντιπάλους και θα κερδίσουμε πραγματικά!» , είπε θριαμβευτικά!
«Τι εννοείς Σάμμυ; Βρήκες κάποια μαθηματική φόρμουλα να κερδίσεις στο Μπλακ Τζακ;» , γέλασε και ο Κεβ.
«Όχι. Απλά σήμερα , όλως τυχαίως , έφερες μαζί ένα μυστικό όπλο.» , είπε θριαμβευτικά και άπλωσε το χέρι του στον ώμο της Άμπιγκεϊλ.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ…