Κυριακή 23 Αυγούστου 2015

9β. Ο βασιλιάς της ζούγκλας



«Γνώρισα την Άμπι σε ένα μπαράκι την προηγούμενη εβδομάδα Σάμμυ! Την έφερα σήμερα μαζί μας μπας και την εντυπωσιάσω και τη ρίξω… Κοίτα τη , δεν είναι κούκλα;» , ο Κεβ αποφάσισε να μοιραστεί με το φίλο του τις σκέψεις του και το πλάνο του.
«Είναι φοβερή! Γι’ αυτό και θα τη χρησιμοποιήσουμε με σκοπό να κερδίσουμε κανά ψιλό!  Μετά θα πάτε σε κάποιο κλαμπ και μπουμ , όλα θα γίνουν  όλα όπως θες!».
«Μόνο που το σχέδιό σου είναι εξαιρετικά απλό και γελοίο. Θα φάμε ξύλο απόψε , τη βλέπω τη δουλειά».
«Άραξε ρε , όλα θα πάνε καλά».
Ο Σάμμυ του έκλεισε το μάτι και αύξησε την ταχύτητα του βηματισμού του  , ανεβαίνοντας  τα σκαλιά του καζίνου Κάραμελ Ντρημς. Το σχέδιο είχε ήδη τεθεί σε εφαρμογή.
«Καλησπέρα , Ρέι Κάφαντερ!» , συστήθηκε με αυτό το ψεύτικο όνομα στον πορτιέρη και πέρασε μέσα μόνος του.
Σήμερα θα το έπαιζε ιστορία. Σήμερα θα κέρδιζαν.
Προχώρησε άνετος προς το τραπέζι όπου έπαιζαν Μπλακ Τζακ. Εκεί έπαιζε ένα ηλικιωμένο ζευγάρι , αλλά πιο δίπλα βρισκόταν ένας κουστουμαρισμένος άνδρας.
«Τι παίζει εδώ φίλε; Πώς τα βλέπεις τα πράγματα; Αξίζει να παίξω;».
«Τι να σου πω… Σκληρό τον βλέπω τον ντίλερ…».
«Έπαιξες καθόλου εσύ;»
«Μπα… έχω έρθει για άλλο λόγο εδώ» .
«Δε θα ήταν συνετό να ρωτήσω έτσι;» , ο Σάμμυ το έπαιξε αδιάφορος και κρυψίνους . Στόχος  του ήταν να μην μπλέξει και παράλληλα να κερδίσει χρόνο.
«Ας πούμε ότι ελέγχω την περιοχή… Για να τσεκάρω τις κινήσεις κάποιων ανθρώπων.»
«Ω..» , είπε δήθεν αδιάφορα.
Το ηλικιωμένο ζευγάρι συνέχιζε να παίζει ατάραχο. Ο κρουπιέρης ήταν εξαιρετικά άνετος. Όχι για πολύ όμως. Κοίταξε λοξά προς τα πίσω και παρατήρησε την Άμπιγκεϊλ και τον Κεβ να κάνουν την είσοδό τους.
Χαμογέλασε και ύστερα στράφηκε ξανά στον άνδρα δεξιά του , «Να σου πω… έχεις κανένα τσιγάρο;».
«Α… ε ναι… ορίστε» , εκείνος έπιασε ένα από την τσέπη του και του το έδωσε.
«Αναπτήρα;».
«Πάρε και τον αναπτήρα». Τον περιεργάστηκε λίγο. Μεταλλικός με ένα περίεργο σύμβολο πάνω. Άναψε το τσιγάρο και ευχαρίστησε τον ιδιοκτήτη του. Ύστερα παρατήρησε τον ντίλερ και προς ευχαρίστησή του , είχε γουρλώσει τα μάτια. Η Άμπιγκεϊλ είχε κάνει καλή δουλειά. Δε γύρισε το κεφάλι για να την παρατηρήσει φυσικά. Ήθελε πολύ να δει το σκηνοθετημένο θέαμα , αλλά δεν ήθελε να καρφωθεί. Τώρα θα έκανε παιχνίδι!
«Λέω να παίξω τελικά. Ο γέρος όπου να’ ναι θα φύγει…»
«Και δεν παίζεις…» , ο άνδρας γύρισε το κεφάλι του προς μία άλλη κατεύθυνση και ο Σάμμυ προχώρησε προς το τραπέζι.
«Παππού , τι γίνεται; Κερδίζουμε;». Ο ηλικιωμένος άνδρας τον κοίταξε περίεργα. «Μία ερώτηση έκανα!» , γέλασε δήθεν αθώα ο Σάμμυ.
«Παίζω κι εγώ φίλε! Βάλε με μέσα! Θα ποντάρω σκληρά!!» , φώναξε και άρπαξε τον παππού από τον ώμο.
Το πλάνο ήταν σε εφαρμογή. Όσο ο Σάμμυ έπαιζε μπλακ τζακ , η Άμπιγκεϊλ και ο Κεβ μοιράζονταν παθιασμένες σκηνές από πίσω , σε εμφανές σημείο ώστε να τους βλέπει ο κρουπιέρης αλλά και το υπόλοιπο μαγαζί. Παράλληλα , ο Τρέυ , βρισκόταν σε ένα άλλο τραπέζι δοκιμάζοντας την τύχη του στη ρουλέτα.
Η Άμπιγκεϊλ ήταν μία αρκετά καυτή παρουσία για τις μίζερες δήθεν πλούσιες ζωές των θαμώνων του καζίνου. Βέβαια θα τους έπαιρναν σίγουρα πρέφα σε μερικά λεπτά , οπότε θα έπρεπε να κάνουν γρήγορα μπάζα και να φύγουν.
Ένα τόσο απλό σχέδιο με την πρώτη ματιά… Mία ευπαρουσίαστη γυναίκα αποσυντόνιζε τους πάντες προς όφελός εκείνου και του Τρέυ. Ταυτόχρονα , θα επιστράτευε όλα του τα κόλπα και όλες του τις γνώσεις ώστε να τη φέρει στον ντίλερ.
Και όλα κύλισαν ρολόι. Κέρδισε τρία παιχνίδια και έχασε μόλις ένα! Ο Σάμμυ ένιωσε πολύ ψηλά. Έξυσε το αυτί του , όπως είχαν συμφωνήσει , ώστε η Άμπιγκεϊλ να σταματήσει το σέξι σόου και να μετακινηθεί αλλού… έτσι δε θα τους έπαιρναν χαμπάρι. Είχε κερδίσει τετρακόσια δολάρια. Όχι και άσχημα! Θα έπαιζε άλλη μία φορά για τα προσχήματα και θα έφευγε.
«Επ! Κάρλο!» , μία φωνή διέκοψε τις σκέψεις του.
«Κύριε Τζάγκουαρ….;» , σαν ένα ρίγος να διαπέρασε το νεαρό ντίλερ.
«Τι έγινε μικρέ; Σε ταλαιπωρεί το παλικαράκι;».  Ο Σάμμυ γύρισε ευθύς και κοίταξε τον άγνωστο τύπο που μόλις είχε εμφανιστεί στο χώρο.
Μαύρο μαλλί , μουστάκι και γυαλιά ηλίου. Μαύρο κοστούμι και κόκκινο πουκάμισο.
«Υποθέτω πως δε με γνωρίζεις , όπως δε σε γνωρίζω και εγώ , ονομάζομαι Τζάγκουαρ Στας!» , είπε και του έριξε ένα ελαφρύ χαστουκάκι στο αριστερό μάγουλο.
«Ω… Σά…εεε , Ρέι Κάφαντερ!» , ψέλλισε ο Σάμμυ. Τα είχε χάσει ξαφνικά , εξ αιτίας του επιβλητικού παρουσιαστικού του άνδρα.
«Ακύρωσε την παρτίδα Καρλίτο και βάλε μας να παίξουμε ξανά. Θα ποντάρω πεντακόσια. Πιστεύω ο φίλος μας θα μπει επίσης… Βλέπω ότι είναι σκληρός παίκτης!» , είπε και γέλασε δυνατά.
«Πεντακόσια; Είστε σίγουρος ότι θέλετε να μπούμε τόσο σκληρά μέσα;» , ο Σάμμυ αποφάσισε να επαναφέρει τη ψυχραιμία του.
«Θέλεις να τα κάνουμε εξακόσια; Κανένα πρόβλημα… Καρλίτο , την τράπουλα!» .
«Εξακόσια;».
«Να τραβήξω φύλλο;» , είπε ο Κάρλο αρκετά πιο ήρεμος από πριν.
«ΠΑΜΕ!» , φώναξε ο μουστακαλής.
Οι κάρτες διαδέχονταν η μία την άλλη και ο Σάμμυ δεν είχε ούτε την τύχη ούτε το κουράγιο να αντιστρέψει το μοιραίο. Ο τύπος ήταν τρομερός. Σύντομα το παιχνίδι έληξε και τα τετρακόσια δολάρια εξανεμίστηκαν , μαζί με τα υπόλοιπα διακόσια που είχε πάνω του. Τα λεφτά της εβδομάδας δηλαδή.
«Καλή προσπάθεια φίλε , θέλεις δουλίτσα όμως ακόμα , ελπίζω να σε ξαναδούμε απ’ τα μέρη μας , έτσι;» , του έγνεψε ο Τζάγκουαρ ενώ εκείνος απομακρυνόταν γρήγορα.

Στους μπουφέδες , η Άμπιγκεϊλ και ο Κεβ κάθονταν αμέριμνοι σε μία γωνία και περίμεναν εκείνον να εμφανιστεί. Ο Τρέυ βρισκόταν κι αυτός  λίγο πιο πέρα και απολάμβανε το γαρνιρισμένο κοτόπουλο και τη φημισμένη σος Κάραμελ που προσέφερε το καζίνο.
Απογοητευμένος από την τροπή που πήραν τα πράγματα μπήκε μέσα και εκείνος. Πήρε ένα μικρό γλυκάκι από τα φαγητά και κάθισε σε μία καρέκλα να ηρεμήσει. Τα σκάτωσα λίγο
«Φύγε όσο πιο γρήγορα μπορείς από το μέρος Ρέι».
Ο κουστουμαρισμένος τύπος που βρισκόταν νωρίτερα δίπλα του ήταν τώρα από πίσω του. «Μη γυρίσεις να με κοιτάξεις , απλά απομακρύνσου από εδώ. Ο τύπος που παρακολουθώ είναι αυτός με το μουστάκι. Ο Τζάγκουαρ Στας.»
«Τι…τι εννοείς τι είναι αυτός ο τύπος;»
«Δε νομίζω ότι θέλεις να μπλέξεις. Μη γυρίσεις να με κοιτάξεις απλά φύγε όσο πιο γρήγορα μπορείς!» , του είπε ψιθυριστά και ύστερα έφυγε με την ίδια μυστικότητα και ταχύτητα που εμφανίστηκε.
Ο Σάμμυ δε χρειαζόταν να ακούσει άλλα , θα πήγαινε στο αυτοκίνητο να περιμένει τους υπόλοιπους. Έκανε ένα μικρό σήμα στους φίλους του ότι έφευγε και έτρεξε μακριά.

Βγήκε έξω από το κτήριο από την πίσω πόρτα και πήρε μία παράκαμψη για να βρεθεί στο πάρκινγκ. Το φεγγάρι και τα φώτα του δρόμου του ήταν η μόνη του συντροφιά όσο επιτάχυνε προς τον προορισμό του. Τα σκάτωσα όλα. Σκάτωσα το σχέδιό μου. Σκεφτόταν.
«Άραξε». Κάποιος του έπιασε τον ώμο. Γύρισε τρομαγμένος και αντίκρισε ένα ψηλό μελαμψό τύπο.
«Ορκίζομαι δεν έκανα τίποτα!! Δεν είχα σκοπό να κλέψω το καζίνο!» , φώναξε.
«Ποιος το χέζει το καζίνο;» , μούγκρισε.
«Άσ’ τον ήσυχο Καπουτσίνο» , ξερόβηξε ένας δεύτερος άνδρας που ξεπρόβαλλε από το σκοτάδι. Ήταν ο Τζάγκουαρ Στας.
«Ω , θέλετε τα λεφτά μου; Δεν έχω άλλα , αφήστε με , δεν έκανα τίποτα…» , ψέλλισε ο Σάμμυ όσο έβλεπε και τους δύο να είναι απελπιστικά κοντά του.
«Θέλω να ξεκαθαρίσω , πως κανονικά δε θέλω εχθρούς μικρέ! Συγγνώμη για πριν , απλά έπρεπε να το ξεκαθαρίσουμε αυτό μία και καλή. Η ζούγκλα είναι υπερβολικά άγρια για να κινείσαι μόνος… χωρίς την αγέλη σου! Με πιάνεις;».
«Μάλιστα… θα το έχω υπόψη κύριε Τζάγκουαρ. Καλό βράδυ» , δεν καταλάβαινε τι γινόταν και ούτε ήθελε.
«Πρέπει να ξέρεις ποιος είναι ο βασιλιάς όμως! Ποιος ηγείται της αγέλης! Η ζούγκλα δεν μπορεί να είναι ξέφραγο αμπέλι. Ο βασιλιάς της ζούγκλας είναι αυτός που…» , ο Σάμμυ είχε ήδη προχωρήσει όμως και δεν άκουγε πια. Γιατί δεν τον άφηναν ήσυχο; Γιατί ο άλλος άνδρας του είπε να φύγει τρέχοντας; Ο βηματισμός που άκουσε πίσω του τον έκανε να ανησυχήσει ξανά. Γύρισε απεγνωσμένος έτοιμος να φωνάξει. ΤΙ ΘΕΛΕΤΕ ΑΠΟ ΜΕΝΑ; ΠΟΙΟΙ ΕΙΣΤΕ; ΜΙΑ ΠΛΑΚΑ ΠΗΓΑ ΝΑ ΚΑΝΩ ΓΙΑΤΙ ΔΕ ΜΕ ΑΦΗΝΕΤΕ ΗΣΥΧΟ;
«Θέλω να σου μιλήσω φιλαράκο , γιατί φεύγεις;» , άκουσε τη φωνή.
«Δεν έχουμε να πούμε κάτι…» , είπε κοιτάζοντάς τον κατάματα. «Είμαι απλά ένας λαντζέρης!»
«Τρίχες» , μούγκρισε ο Καπουτσίνο.
«Όχι , όντως αυτό είμαι!» , είπε ξανά ο Σάμμυ και γύρισε να φύγει. Ήλπιζε ότι ο Τρέυ , ο Κεβ και η Άμπι θα βρίσκονταν ήδη στο αυτοκίνητο. Όπως πήγε να γυρίσει την πλάτη του , άκουσε τον ήχο της σκανδάλης και ένιωσε έναν οξύ πόνο στα πλευρά. Αποφάσισε να το βάλει στα πόδια , αλλά ένας δεύτερος παρόμοιος ήχος ακούστηκε. Η πλάτη του διαπεράστηκε. Συγκράτησε το βήμα του και προσπάθησε και πάλι να τρέξει.
«Τώρα το αφεντικό σου θα ξέρει. Ποιος θα είναι ο βασιλιάς. Σύντομα!» , αυτά ήταν τα τελευταία λόγια που άκουσε πριν από τον τρίτο κρότο και πριν χάσει εντελώς την ισορροπία του.
Για κάποιο περίεργο λόγο , ο γκρι δρόμος ήταν ξαφνικά τεράστιος και άρχισε να πλησιάζει ολοένα και πιο απειλητικά προς το μέρος του…

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ……;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου