Τρίτη 28 Ιουνίου 2016

08. Σκιά


Ξημέρωνε. Στη γωνία του μικρού δρόμου , ένα παλιό αυτοκίνητο  έμοιαζε παράξενα δραστήριο. Τα αναμμένα του φώτα ξεχώριζαν από μακριά , ενώ στο εσωτερικό του βρίσκονταν διασκορπισμένα αμέτρητα κουτιά ενεργειακών ποτών αλλά και ψίχουλα.
Πάνω στο τιμόνι  , βρισκόταν αυτός. Κουρασμένος , μα προσηλωμένος στο στόχο του. Μοναδική του συντροφιά , ένα ζευγάρι κουρασμένα βλέφαρα και ατελείωτα χασμουρητά..
«Τι στο διάολο κάνω εδώ πέρα…» , μουρμούρισε.
Είχαν περάσει σχεδόν δύο ημέρες χωρίς ύπνο , δύο ημέρες όπου παρακολουθούσε τον Δόκτορα Ντάμιεν Κάλλιστερ. Δύο ημέρες όπου είχε γίνει η σκιά του. Από το σπίτι ως το καζίνο κι απ’το καζίνο ως αυτή την κακόφημη γειτονιά.  Όμως , δεν καταλάβαινε τίποτα πια καθώς ο άλλοτε εργατικός καθηγητής , δεν επισκεπτόταν ποτέ το πανεπιστήμιο. Φαινόταν πως τα μόνα μέρη όπου τον ενδιέφεραν πλέον ήταν τα καζίνα και οι παρακμιακές συνοικίες.  Σε όλο αυτό , δεν υπήρχε λογική.
«Όλο αυτό δεν έχει καν ΝΟΗΜΑ!» , μούγκρισε.
Μα είχε αποφασίσει να τον παρακολουθήσει και να μάθει όσα μπορούσε για τη μυστηριώδη συμπεριφορά του. Η συνάντησή τους τις προάλλες , του άφησε τόσα ερωτήματα. Τι άραγε να συνέβαινε στον πιο χαρισματικό επιστήμονα της πόλης; Στον παλιό του μέντορα , στον άνθρωπο που πάντα έφερνε την επιστήμη ένα επίπεδο πιο πάνω;  Ξαφνικά , εκείνη τη στιγμή , με τα μάτια του να κλείνουν και την κούραση να τον καταβάλλει  , σκέφτηκε πως όλα ήταν ανούσια.
«Είσαι πολύ ηλίθιος Τζερμ…» , ψιθύρισε.
Υπέροχα. Τώρα μονολογούσε. Εκεί είχε καταντήσει. Πρώτα υπέφερε από απώλεια μνήμης , ύστερα παραλίγο να μην προλάβει  τις προθεσμίες για μία σημαντική εργασία , μετά έχασε την κοπέλα του  και τώρα το έπαιζε Σέρλοκ Χολμς. Σέρλοκ Χολμς χωρίς αιτία και κίνητρο. Φαίνεται πως  όλα  τα γεγονότα οδηγούσαν στο συμπέρασμα , ότι αυτός , ο Τζερμ Τιλτ , ήταν πολύ ηλίθιος.
«Αυτό ήταν!» , φώναξε.
Έβαλε τα κλειδιά στη μίζα κι αποφάσισε να εγκαταλείψει την παρακολούθηση και όλες αυτές τις ηλίθιες ιδέες. Ας έκανε ότι ήθελε ο Δόκτορας , εκείνος δεν είχε καμία σχέση με όλα αυτά. Όσο για τις απορίες του; Στα τσακίδια , δεν είχε ανάγκη να τις λύσει. Αυτό που μέτραγε τελικά , ήταν να βρει τη Μελίσσα , να της εξηγήσει τι σημαίνει για αυτόν , και ύστερα να ξεχάσει τα γεγονότα των τελευταίων εβδομάδων. Θα συγκεντρωνόταν στις σπουδές του , και μόλις τελείωνε , θα έπαιρνε τη Μελίσσα και θα πήγαιναν να ζήσουν πίσω στο σπίτι του , πίσω στην επαρχία…
Έβαλε μπρος , έλεγξε το δρόμο και έφυγε. Το μυαλό του είχε πλέον καθαρίσει , χαμογέλασε και έσκυψε να βάλει λίγο ραδιόφωνο. Όσο ο ήλιος ανέτειλε πίσω απ’ τις κορυφές των ψηλών κτηρίων και η πόλη άρχιζε να ξυπνάει , ο Τζερμ ήταν έτοιμος να κλείσει τούτο το μάταιο κύκλο και να ξεκινήσει από την αρχή. Επέλεξε  τον αγαπημένο του ραδιοσταθμό , μα για κάποιο λόγο , άκουγε μόνο παράσιτα. Κράτησε παρατεταμένα το κουμπί , μπας και αλλάξει κάτι και τότε άκουσε ένα δυνατό κρότο. Μέχρι να αντιληφθεί τι έγινε , το σώμα του είχε ήδη τρανταχτεί και ο ίδιος είχε εκτιναχτεί ως την άσφαλτο.

Πετάχτηκε όρθιος και κοίταξε πανικοβλημένος γύρω του. Σπασμένα τζάμια και το σαραβαλάκι του σμπαραλιασμένο μπροστά από μία λευκή μοτοσικλέτα. Αμέσως μετά άκουσε κάποιους να του φωνάζουν.
Η πρώτη φωνή που ξεχώρισε , δε φαινόταν καθόλου φιλική.
«ΤΙ ΕΓΙΝΕ ΕΔΩ; Τι γυρεύει ένα αγόρι σαν εσένα εδώ πέρα; Ποιος σου είπε να τρακάρεις τη μοτοσικλέτα μου μικρέ;»
Ο άνδρας που μιλούσε ήταν αρκετά πιο ψηλός από αυτόν. Μάλλον κάπου στα σαράντα , αξύριστος με ατημέλητα μακριά μαλλιά και μία μπάκα σμιλευμένη –προφανώς- στα μπαράκια της Γκόλντβιλλ. Δίπλα του , στεκόταν ένας εμφανώς κοντύτερος , μα λεπτός τύπος με ελάχιστες τούφες στο πιγούνι και το κεφάλι του.
«Πρώτη φορά τον βλέπω τούτον» , σχολίασε κοιτώντας κατάματα τον Τζερμ.
«Λυπάμαι κύριοι» , μάζεψε το κουράγιο του τότε εκείνος , «θα σας υπογράψω όλα τα έγγραφα , αν όντως έκανα κάποια ζημιά στο όχημά σας. Είμαι αρκετά κουρασμένος , και όπως βλέπετε και το δικό μου αυτοκίνητο έχει σοβαρότατες φθορές…».
Ο ψηλός τον πλησίασε και τον άρπαξε απ’το γιακά.
«Και τι με νοιάζει εμένα τι έπαθε το παλιάμαξό σου; Θέλεις χαρτιά; Υπέγραψε το κωλοχαρτό μου , γιατί εμένα δεν πρόκειται ποτέ να με ελέγξει μπάτσος» , είπε και τον έφτυσε στο πρόσωπο.
«Το παρακάνεις Μπιγκ…» , ήταν η αντίδραση του δεύτερου άνδρα , «το παλικάρι δεν πρέπει να είναι από εδώ!»
«Η αλήθεια είναι ότι όντως είμαι από μία επαρχιακή πόλη κοντά στο Ντένβ…»
«Γιατί πρέπει να με νοιάζει από πού είναι το παλικάρι; ΔΟΥΛΕΨΑ ΣΑ ΣΚΥΛΟΣ ΓΙΑ ΤΟΥΤΟ ΕΔΩ ΤΟ ΜΩΡΟ ΚΑΙ ΤΩΡΑ απλά μου το τρακάρει;» , ξεφύσησε φανερά εκνευρισμένος , δείχνοντας την πεσμένη μηχανή.
Αν την τσέκαρες καλά , μάλλον δεν είχε πάθει και πολλά , σε αντίθεση με τον προφυλακτήρα του αυτοκινήτου του Τζερμ. Εκτός των άλλων , η πτώση του ίδιου , είχε σπάσει και το τζάμι. Μάλλον όμως θα έπρεπε να νιώθει τυχερός που δεν είχε χτυπήσει και ο ίδιος…

Αμήχανος , κοίταξε τον Μπιγκ και πήγε να πει κάτι , αλλά ο τύπος είχε χάσει την υπομονή του και από το πουθενά εμφάνισε ένα λοστό . Κουνώντας τον απειλητικά πάνω από το κεφάλι του Τζερμ άρχισε να ουρλιάζει:
«ΕΧΕΙΣ ΛΕΦΤΑ ΠΑΝΩ ΣΟΥ ΒΛΑΚΑ;».
«Σας παρακαλώ» , κόμπιασε , «
μήπως να το συζητήσουμε πιο ψύχραιμα;»
«Τι ακριβώς θέλεις να συζητήσουμε; Θέλω φράγκα είπα , αλλιώς…» , με ταχύτητα τον κοπάνησε στο πόδι , πράγμα που έκανε το νεαρό φοιτητή να ξαφνιαστεί και να πέσει πίσω. Γρήγορα κοίταξε τον περίγυρό του. Είδε το δεύτερο άνδρα να ανάβει ένα τσιγάρο κουνώντας το κεφάλι , ενώ παρατήρησε μία κολώνα λίγο πιο πέρα. Τρομαγμένος και σοκαρισμένος από τον πόνο στον αστράγαλο , άρχισε να τρέχει με όλες του τις δυνάμεις προς τα εκεί. Ο Μπιγκ προχωρούσε αργά κραδαίνοντας το σιδερένιο μπαστούνι.
«ΞΑΝΑΛΕΩ , ΘΕΛΩ ΛΕΦΤΑ!». Λέγοντας το αυτό , έδωσε ένα δυνατό χτύπημα στο δεξί καθρέφτη του αυτοκινήτου , ξηλώνοντας τον και γύρισε να αναζητήσει τον Τζερμ.
«Δε θα τη βγάλω καθαρή» , ψιθύρισε εκείνος στον εαυτό του.
Είδε γρήγορα τον άνδρα να πλησιάζει και σκέφτηκε πώς να κινηθεί. Καθώς αυτός όρμηξε να του χτυπήσει το χέρι , ο Τζερμ έκανε τον κύκλο του μεγάλου στύλου  και του έριξε μία γροθιά στο στομάχι. Εκείνος γέλασε και το μεγάλο σίδερο κινήθηκε προς το πρόσωπο του μικρόσωμου αντιπάλου του. Κάτι σαν ένστικτο όμως , ώθησε τον Τζερμ να αποκρούσει και αυτό το χτύπημα. Πλέον είχε εξαγριώσει για τα καλά τον Μπιγκ.
«ΔΕΝ ΕΧΕΙΣ ΛΕΦΤΑ , ΔΕΝ ΕΧΕΙΣ ΚΟΤΣΙΑ , ΔΕΝ ΕΧΕΙΣ ΤΙΠΟΤΑ!». Πέταξε στην άκρη το σίδερο και έβγαλε ένα σουγιά από την τσέπη του. «Είσαι νεκρός» , μουρμούρισε.


Έκλεισε τα μάτια για να μην κοιτάζει , θα έτρωγε τη μαχαιριά και θα άφηνε την τελευταία του πνοή σε αυτή την άθλια γειτονιά. Ίσως κανείς να μην τον έβρισκε και ίσως και κανείς ποτέ να μην τον αναζητούσε. Ήταν όντως , ένα τίποτα. Ήταν ο Δαβίδ , και μπροστά του βρισκόταν ο Γολιάθ , έτοιμος να τον τελειώσει. Να τον ρίξει στο καναβάτσο και ποτέ κανείς να μην ξανά ακούσει για τον Τζερμ Τιλτ. Μα για στάσου… Ο Δαβίδ είχε νικήσει το Γολιάθ.
Άνοιξε τα μάτια του και κινήθηκε αστραπιαία προς το λοστό. Με περίσσιο θάρρος σήκωσε το σιδερένιο όπλο και τινάχτηκε προς τη θέση του εξοργισμένου άνδρα. Ο Μπιγκ πήγε να τον μαχαιρώσει στον ώμο , αλλά γρήγορα ένιωσε το πρώτο χτύπημα στο πρόσωπο. Με ένα δεύτερο χτύπημα έχασε την ισορροπία του και με ένα τρίτο άρχισε να ματώνει. Ο Τζερμ ήταν πλέον πάνω του και τον είχε αφοπλίσει. Δεν ήξερε πως το κατάφερε αυτό , αλλά το έκανε. Με μανία κοπάναγε το πρόσωπό του με το σίδερο , τόσο που όταν σταμάτησε , δεν αναγνώριζε πλέον τον άνθρωπο που λίγο πριν τον απειλούσε. Ανακουφισμένος , έπεσε ανάσκελα δίπλα του και με δάκρυα στα μάτια κοίταξε τον ήλιο που είχε πια ρίξει τις ακτίνες του πάνω από τη μεγάλη πόλη.

«Μπιγκ; Τι έγινε εδώ;» , η φωνή έσπασε τη μονοτονία. Ο τύπος με τα λίγα τσουλούφια και το τσιγάρο τους κοιτούσε από πάνω. Ο Τζερμ τρομαγμένος ένιωσε όλη τη ζωή του να περνά μπροστά από τα μάτια του. Είχε ξεχάσει ολότελα την ύπαρξη του. Λουσμένος από ιδρώτα , άρπαξε τον πεσμένο σουγιά και τινάχτηκε πάνω του. Με μανία κάρφωσε στο στέρνο τον λιγνό άνδρα. Εκείνος , απροετοίμαστος , δεν κατάλαβε ποτέ τι συνέβη απλά άφησε μία απεγνωσμένη κραυγή , πρωτού σωριαστεί κι αυτός στην κρύα άσφαλτο , μετά από τα μανιασμένα χτυπήματα.

Τώρα μπορούσε να είναι ήσυχος. Ήταν ολομόναχος στην ερημική γειτονιά. Αυτός και δυο πτώματα. Ναι , είχε μόλις σκοτώσει δύο ανθρώπους. Μόνος του.
«Μα τι έκανα…» , θα σκεφτόταν οποιαδήποτε άλλη στιγμή. Αλλά όχι τώρα μιας και επρόκειτο για καθαρή αυτοάμυνα. Ήταν γραφτό να γίνουν όλα αυτά , φαίνεται πως είχε βρει μια καλά κρυμμένη εσωτερική δύναμη. Όσο περίεργο κι αν ακουγόταν ύστερα από όσα έκανε , αντί για τύψεις ένιωθε εξαγνισμένος.  Όπως και να είχε , δε γινόταν να μείνει εκεί με τα δύο πτώματα. Δεν είχε αντιληφθεί ακόμα τις συνέπειες των πράξεών του  αλλά για άλλη μία φορά μία φωνή μέσα του τον ωθούσε να πράξει παράτολμα. Έτσι , θα έκρυβε κάθε ίχνος.

Παρά τον πόνο στο δεξί του πόδι , είχε αρκετό κουράγιο και αντοχή. Άρπαξε έναν έναν τους δύο άνδρες και τους έσυρε ως το διαλυμένο αυτοκίνητο. Του πήρε λίγη ώρα και ήταν έτοιμος να λιποθυμήσει , αλλά θα άντεχε και αυτή την ταιλαιπωρία. Με τον αναπτήρα του λεπτού τύπου , έβαλε φωτιά στο παλιό αγαπημένο του αμάξι και απομακρύνθηκε από την περιοχή.
Ίσως ο Τζερμ Τιλτ ήταν ένα τίποτα , αλλά είχε πράγματα να κάνει. Είχε μία οικογένεια πίσω στο Κολοράντο , έπρεπε να ξανακερδίσει την κοπέλα του και φυσικά είχε και μία σχολή να ολοκληρώσει. Οι αποφάσεις είχαν ήδη ληφθεί. Και όσα μόλις συνέβησαν , θα αποτελούσαν μία κακή ανάμνηση. Ή έτσι πίστευε εκείνο το πρωινό.

Τρίτη 21 Ιουνίου 2016

07. Είκοσι Λεπτά αργότερα


Το ρολόι του κυλούσε απελπιστικά αργά. Ο καφές που στεκόταν δίπλα σχεδόν είχε κρυώσει και οι φωνές γύρω του ολοένα και αυξάνονταν. Του φαινόταν σαν να είχε περάσει μία αιωνιότητα , ενώ στην πραγματικότητα , είχαν περάσει μόλις δέκα λεπτά.
Δίπλα του , ο Άσλεϋ χαμογελούσε όπως παντα. Ντυμένος με ένα ροζ πουκαμισάκι , στεκόταν όρθιος αγναντεύοντας τα παιδάκια που παίζανε στο πάρκο. Το παλικάρι δεν ήταν κακό , ούτε χαζό. Ήταν ο έμπιστος του αφεντικού για τούτες τις δουλειές , αλλά μπορούσε να γίνει αρκετά εκνευριστικός. Φυσικά , ο Ντομένικο κατανοούσε πως ο νεαρός  δούλευε σε άλλο πόστο και ήταν εντελώς διαφορετικός χαρακτήρας από τον ίδιο. Ο κύριος Τορνάντι επίσης , ήξερε πως αυτός ήταν αρκετά βαρύς για να φυλάει τα νότα κάποιου σαν τον Άσλεϋ Κάμπερ , και έτσι ο  Μπαξ ήταν αυτός που τον συνόδευε συνήθως , μα τώρα...
Δίχως τον Μπάξυ , ο κλήρος έπεφτε σε αυτόν να κάνει τη βρώμικη δουλειά. Και σαν να μην έφταναν αυτά , έπρεπε να περιμένει και σε ένα ρημαδο-πάρκο , γεμάτο παιδάκια και μαμάδες για να ολοκληρώσει την παράδοση . Κλασικά ο πελάτης είχε αργήσει. Εδώ κι ένα  ολόκληρο τέταρτο περίμεναν σαν τους βλάκες. Οι δείκτες του ρολογιού έμοιαζαν πλέον σταματημένοι.
«Πάντα τόσο αργεί ο δικός σου;» , έστριψε αργά προς τον Άσλεϋ.
«Ου! Ναι , γι’αυτό τσίμπησα και ντονατσάκι απ’του Μπέλλυ , για να περάσει λίγο η ώρα.»
«Τα κάνει καλά τα άτιμα είναι η αλήθεια!»
«Ο καφές παρόλα αυτά  με χαλάει λιγάκι…» , πρόσθεσε ο μικρός.
«Πώς γίνεται αυτό; Ο καφές είναι υπέροχος!»
«Τότε γιατί δεν πίνεις; Θα χει παγώσει ως τώρα…»
Ο Ντομ μόρφασε , είχε ξεχάσει εντελώς τον καφέ του. Όντως , οι γουλιές ήταν κρύες τώρα , αλλά και πάλι ο καφές του Μπέλλυ ήταν μία απ’τις λίγες απολαύσεις της καθημερινότητας.
Όλο αυτό του θύμισε και πάλι τον Μπαξ. Ο μπαγάσας ποτέ δεν εκτίμησε τούτον τον καφέ. Ο μπαγάσας ήταν πιο ξεροκέφαλος και από βελανιδιά. Ο μπαγάσας ήταν ο λόγος που πρόδωσε το αφεντικό εκείνη τη μοιραία νύχτα. Μα ο μπαγάσας ήταν αυτός που πλήρωνε τώρα τη νύφη και που ίσως…ίσως…
Σταμάτησε τις μαύρες σκέψεις. Τον είχε αφήσει σε καλά χέρια , ο δόκτωρ Βίκτορ Γκρην ήταν καλός γιατρός και είχε μία περίφημη κλινική. Βέβαια ήταν και μεγάλος μεζές. Ούτε την κόρη του δεν μπορούσε να κουμαντάρει.

«Άργησε πάρα πολύ σήμερα…» , μουρμούρισε ο Άσλεϋ.
«Δεν είναι πράγματα αυτά» , κούνησε κι εκείνος το κεφάλι.
«Τι να κάνει κανείς , εφόσον ο πελάτης πληρώνει…»
«Α όχι μικρέ , δεν πάει έτσι. Αν θες να παίξεις το παιχνίδι πρέπει να το παίξεις σωστά που να με πάρει. Δεν μπορείς να αργείς τόσο , ούτε να το παίζεις δύσκολος και πολύς».
«Μα , τα λεφτά…».
Ο Ντομένικο γέλασε , «τις προάλλες που έλειπες από την πόλη κάναμε εμείς τη μεταφορά. Οι τύποι άρχισαν να το παίζουν ιστορία. Και το πλήρωσαν. Αυτά τα πράγματα δε γίνονται σ’αυτές τις δουλειές. Και πίστεψέ με έχουν δει πολλά τα μάτια μου.»
Τράβηξε άλλη μία τζούρα απ’ τον παγωμένο πια καφέ και ύστερα σηκώθηκε να τον πετάξει.
Είκοσι λεπτά είχαν περάσει , και ο τύπος ήταν άφαντος…
Έφτασε στον κάδο απορριμμάτων , κοίταξε γύρω και άφησε το πλαστικό ποτηράκι. Ένα μικρό κορίτσι κουτούλησε πάνω του και αυτός χαμογελώντας το σήκωσε και του χάιδεψε τα μαλλιά. Η μητέρα του πλησίασε τρομαγμένη , μα την καθησύχασε πως η μικρή είναι απολύτως καλά.
Κοίταξε το παγκάκι όπου στεκόταν ο προστατευόμενος του. Ξαφνικά ένας άλλος άνδρας εμφανίστηκε και κάθισε δίπλα του. Παρατήρησε τη σκηνή από μακριά. Ο άνδρας άφησε μία σακούλα στο παγκάκι , και ύστερα έφυγε. Μα ο Ντομ δεν τον άφησε από τα μάτια του , ο τύπος κάθισε και σε ένα δεύτερο παγκάκι και άφησε μία παρόμοια σακούλα. Μα τι στο καλό; Τι παιχνίδι παίζει αυτός;
Πλησίασε τον Άσλεϋ και του έκανε ένα νεύμα να μην ακουμπήσει τη σακούλα. Την άρπαξε και αμέσως προχώρησε προς το άλλο παγκάκι και  πήρε και τη δεύτερη τσάντα. Δίχως να χάσει χρόνο , έτρεξε προς τον άγνωστο άνδρα και του φώναξε:
«Κύριε! Συγγνώμη , ξεχάσατε τα ψώνια σας!». Εκείνος γύρισε ξαφνιασμένος και  απάντησε ωχρά , «κάποιο λάθος κάνεις φίλε , δεν κρατούσα τίποτα!».
«Α όντως; Θα σας μπέρδεψα με κάποιον άλλον τότε…».

Επέστρεψε στο παγκάκι , χτύπησε στον ώμο το μικρό , και του μίλησε σιγανά , «πάμε να φύγουμε».
«Μα δεν ήταν αυτός ο πελάτης μας! Πού να πάμε;»
«ΠΩΣ;» , ο Ντομένικο τα έχασε.
«Κάθισε κάτω Ντομ  , δεν έγινε ακόμα η δουλειά! Δεν καταλαβαίνω τι έπαθες».
«Η τσάντα…»
«Γιατί να μας ενδιαφέρει; Δεν πρόκειται για τον άνθρωπό μας! Χαλάρωσε , το καλό πράγμα αργεί…»
«ΤΡΙΧΕΣ!» , φώναξε.
Άνοιξε την πρώτη τσάντα στα πεταχτά. Δεν είχε παρά αποκόμματα από εφημερίδες… Με μία πρόχειρη ματιά , αντίκρισε το ίδιο πράγμα και στη δεύτερη.
Ποιος ήταν ετούτος ο μυστήριος τύπος; Και τι ρόλο έπαιζαν οι δύο άδειες τσάντες;  Τον έψαξε μέσα στο πλήθος , αλλά δεν μπόρεσε να τον εντοπίσει ξανά. «Γαμώτο!».
Έτρεξε προς τα εκεί που τον άφησε πριν. Δεν  ήταν τελικά η ιδέα του, εκείνος ο άνδρας προσπαθούσε να τους τη φέρει.

Η οχλαγωγία  και η ζέστη δεν ήταν καλοί σύντροφοι. Ξαφνικά ένιωθε τόση πίεση που ένιωσε πως θα καταρρεύσει. Κρατήθηκε από ένα δέντρο που βρισκόταν στην εξωτερική μεριά του πάρκου και κοίταξε με τα θολωμένα μάτια του το μεγάλο δρόμο.
«Είστε καλά κύριε;» , πρέπει να τον ρώτησε μία νεαρή κοπέλα.
«Έτσι νομίζω» , ψιθύρισε.
«Αν χρειάζεστε κάτι , πείτε το μου…»
«Πηγαίνετε , θα είμαι εντάξει».
Το αχνό του χαμόγελο έσβησε όσο η γυναίκα απομακρυνόταν.
Του είχαν πέσει πολλά τις τελευταίες εβδομάδες , πρώτα ο δικηγόρος , μετά ο Μπαξ… Όλα έμοιαζαν να διαλύονται… Και τώρα κάποιος παίζει έτσι απλά μαζί του;  Τα βλέφαρά του ήταν πολύ βαριά , λες και όλα έσβηναν , μα…
«Ντομένικο!» , τότε άκουσε τη φωνή.
Γύρισε ζαλισμένος , και είδε τον Άσλεϋ .
«Άσλεϋ , ο τύπος… ο τύπος μας την έφερε!»
«Μα τι λες τώρα Ντομ ; Μόλις ήρθε ο δικός μου. Του έδωσα το πακέτο , και πήρα τα χρήματα , όπως κάθε αναθεματισμένη φορά!»
«Και οι άδειες σακούλες;»
«Τι σε έπιασε; Ποιος νοιάζεται για αυτές;»
«ΟΙ ΑΔΕΙΕΣ ΣΑΚΟΥΛΕΣ!» , ο μικρός του έδινε στα νεύρα , θα τον έπιανε τώρα από το λαιμό αν δε βρίσκονταν σε κοινή θέα.
«Ντομένικο , νομίζω πως δεν είσαι καλά , έλα πάμε…»
Ο νεαρός τον έπιασε από τον ώμο και ξεκίνησαν για το αυτοκίνητο… Μα ο Ντομένικο γνώριζε πως κάτι είχε συμβεί. Κάτι βρώμαγε , και κάποιος μόλις τους την είχε φέρει.


ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...

Δευτέρα 6 Ιουνίου 2016

06. Ο ξάδερφος του Μάρβιν


Είχε πάει τρεις , μα ο μεγάλος αδελφός ακόμα δεν είχε φανεί. Μόλις πριν από μερικές ώρες , είχε υποσχεθεί πως θα ετοίμαζε εκείνος το αποψινό δείπνο , όμως η υπηρεσία τον κάλεσε έκτακτα και έτσι εκείνη έμεινε μόνη της όλο το βράδυ να τον περιμένει. Μάταια. Ο Μπάστερ δεν επέστρεψε και έτσι η Σάντρα έφαγε λίγη σαλάτα και έπεσε για ύπνο. 

Τα ξημερώματα θα σηκωνόταν για να πιει λίγο νεράκι , και θα έβρισκε τον αδερφό της αποκοιμισμένο με τα ρούχα στον καναπέ. Ο μπαγάσας θα το ξενύχτισε μετά τη δουλειά , σκέφτηκε. Ύστερα χαμογέλασε και έφερε μία μικρή κουβερτούλα για να τον σκεπάσει. Ήξερε για τη δύσκολη υπόθεση που είχε αναλάβει , και πως απόψε είχε συμβεί κάτι πολύ σημαντικό. Εξάλλου , ο Μπάστερ ήταν ο πιο τεμπέλης άνθρωπος του κόσμου , και δε θα έφευγε από το σπίτι και το κρεβάτι του παρά μόνο για εξαιρετικά σημαντικό λόγο. Αχ… Ο καημενούλης δεν είχε κλείσει μάτι όλη νύχτα

Το πρωί του Σαββάτου έφτασε και εκείνησηκώθηκε όπως συνήθιζε κατά τις δέκα. Στη μικρή τους κουζίνα αντίκρισε τον Μπάστερ να γευματίζει.
«Μπα , καλώς τον» , του είπε με μία μικρή δόση ειρωνείας.
«Καλημέρα Σαντρούλα!» , απάντησε ατάραχος.
«Τι έγινε , θυμήθηκες ότι έχεις κι ένα σπίτι;» , προφανώς και  ήξερε την απάντηση , μα έπρεπε να τον κάνει να νιώσει λίγες τύψεις. Αυτός ήταν ο υπεύθυνος , αυτός ήταν ο μεγάλος αδελφός.
Την κοίταξε στα μάτια με μία αμήχανη έκφραση και ύστερα έσκυψε ξανά στα δημητριακά του.
«Θυμάσαι τον Μάρβιν από τα Λούνευ Τουνς ε;» , τη ρώτησε τότε.
«Το Μάρβιν; Ναι… Πού κολλάει αυτός;».
«Θυμάσαι φαντάζομαι από ποιον πλανήτη προερχόταν!».
«Τι εννοείς Μπάστερ; Αυτό ήταν απλά ένα παιδικό! Τι σχέση έχει ο Μάρβιν με εμάς αυτή τη στιγμή;».
«Ξέχασες; Ο  Μάρβιν ήταν από τον Άρη , Σάντρα!» .
Η συζήτηση άγγιζε τα όρια της παράνοιας , όμως το πρόσωπο του Μπάστερ είχε φωτιστεί από χαρά , μιλώντας για αυτόν το μικρόσωμο ανθρωπάκο που ανταγωνιζόταν τον Μπαγκς Μπάνυ. Όμως , εκείνη είχε σκοπό να κάνει μία σοβαρή συζήτηση σήμερα.
«Μπάστερ…» , πήρε ένα γλυκό ύφος μπας και πάει εκεί που ήθελε την κουβέντα.
«Λες να υπάρχει ζωή στον Άρη;» , τη διέκοψε φουριόζος.
«ΖΩΗ ΣΤΟΝ ΑΡΗ; ΜΠΑΣΤΕΡ
ΚΟΛΛΙΝΣ ΜΠΑΤΤΕΡ! ΠΡΟΣΠΑΘΩ ΝΑ ΜΑΘΩ ΤΙ ΣΥΝΕΒΗ ΚΑΙ ΕΓΙΝΕΣ ΚΑΠΝΟΣ ΧΘΕΣ Ή ΓΙΑΤΙ ΑΡΓΗΣΕΣ , ΚΑΙ ΕΣΥ ΜΟΥ ΛΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΗ ΣΤΟΝ ΑΡΗ;»
Ο Μπάστερ έβγαλε ένα τσιγάρο και γέλασε. Το πρωινό του είχε ήδη τελειώσει , το μπολ με τα δημητριακά ήταν πλέον άδειο , οι φρυγανιές με τη μαρμελάδα είχαν αφήσει πίσω τους μόνο ψίχουλα , και στην κούπα του καφέ , είχαν απομείνει μόνο μία ή δύο γουλιές.
«Απλά , αναρωτιόμουν , ξέρεις , δεν μπορεί να είμαστε μόνοι μας σε όλο το αχανές σύμπαν!» , σήκωσε τους ώμους του και έσπρωξε το τραπεζάκι πίσω.
Όρθιος πια , άρπαξε το τζάκετ του από τον καλόγερο και της έκλεισε το μάτι.
«Ώστε , έτσι , αποφεύγεις να μου απαντήσεις και ύστερα ξαναφεύγεις;»
«Δυστυχώς τώρα με βάζουν να δουλέψω και τα Σάββατα. Φαίνεται ότι η Γκόλντβιλλ γίνεται Γκόθαμ κι εγώ γίνομαι ο Μπρους Γούεην» , γέλασε.
«Τι σε έχει πιάσει με τα καρτούν σήμερα;»
«Προσπαθώ να φέρω τη συζήτηση στα μέτρα σου , γλυκό μου καρτούν» , τη φίλησε στο μέτωπο και έφυγε για την εξώπορτα.
«ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ , ΠΕΣ ΜΟΥ ΠΟΤΕ ΘΑ ΓΥΡΙΣΕΙΣ!» , του φώναξε θυμωμένη.
«Πριν , το μεσημεριανό , ελπίζω».
Έκλεισε την πόρτα καθώς έβγαινε έξω.
Η Σάντρα έμεινε μόνη της στην κουζίνα. Με αυτά και με αυτά , ούτε να πλυθεί δεν είχε προλάβει. Ο Μπάστερ εξακολουθούσε να της σπάει τα νεύρα και να μην εξηγεί τίποτα. Ή είχε μπλέξει ή αντιμετώπιζε μία πολύ μυστική υπόθεση. Και εκείνη , ως η αδελφή του ένιωθε φόβο. Ήταν ο μόνος που είχε πλέον…
Πλύθηκε και έβαλε τη ροζ της φόρμα , θα πήγαινε για τρέξιμο και μετά θα έκανε βάρη. Ξάφνου , ακουμπισμένη κοντά στον καναπέ , πρόσεξε παρατημένη τη μαύρη τσάντα του Μπάστερ . Έτρεξε μέχρι την πόρτα , αλλά εκείνος είχε ήδη γίνει καπνός.
«Φτου».
Αμέσως προσπάθησε να τον καλέσει , μα κι αυτό ήταν μάταιο. Το κινητό του ήταν ξεχασμένο μέσα στην ίδια τσάντα κι έτσι δεν μπορούσε να τον εντοπίσει.
Μα τι σκάω; Θα γυρίσει πίσω μόλις καταλάβει ότι λείπει κάτι τόσο σημαντικό όσο η επαγγελματική του τσάντα. Σκέφτηκε.

Η ώρα πέρασε γρήγορα μέχρι να φτιάξει το πρωινό της αλλά ο Μπάστερ δεν είχε γυρίσει πίσω. Τότε κατάλαβε πως δεν το είχε πάρει καν χαμπάρι. Έτσι , η Σάντρα σηκώθηκε απ’την άβολη καρέκλα και ψαχούλεψε τις δερμάτινες θήκες για να εντοπίσει την κινητή συσκευή . Θα καλούσε τον Μαξ Φάρελ , τον υπαστυνόμο , ώστε να τον ενημερώσει για την αφηρημάδα του μόλις θα έφτανε στο τμήμα.
Ψάχνοντας για το τηλέφωνο , βρήκε κάτι μουτζουρωμένα έγγραφα , που της τράβηξαν την προσοχή. Άρχισε να διαβάζει μία περίεργη λίστα με ονόματα και διευθύνσεις και γυρνώντας την απ’ την άλλη , βρήκε ένα εντελώς πρόχειρο σκίτσο του Μάρβιν του Αρειανού. Ή τέλος πάντων , κάποιου πλάσματος που με φαντασία θα μπορούσε να είναι ο Μάρβιν ο Αρειανός ή ο ξάδερφός του.
«Αν είναι δυνατόν…» , αναστέναξε.
Έβαλε το χαρτί πίσω στη θήκη , και μετά από λίγο ψάξιμο , εντόπισε αυτό που έψαχνε. Ανοίγοντας την οθόνη , το μάτι της έπεσε σε δύο εισερχόμενα μηνύματα από τον Υπαστυνόμο. Στην αρχή τα αγνόησε , δεν ήταν αδιάκριτη. Μα ο πειρασμός ήταν μεγάλος. Ίσως να ανακάλυπτε τι ακριβώς συνέβαινε και ο αδελφός της δεν απαντούσε στις ερωτήσεις τις.
Με μικρό δισταγμό , επέλεξε και άνοιξε το πιο πρόσφατο μήνυμα.
«Εγώ έχω ήδη φτάσει Αστυνόμε…» , διάβασε , «…πού βρίσκεστε;». Πού να πήγαινε άραγε ο Μπάστερ;
Επέλεξε το άλλο μήνυμα. Έριξε και σε αυτό μία γρήγορη ματιά κι ετοιμάστηκε να καλέσει τον υπαστυνόμο. Όμως κάτι την έπιασε να ελέγξει και το υπόλοιπο ιστορικό.
Άφωνη , διαβάζοντας τη χθεσινοβραδινή τους συζήτηση , εγκατέλειψε τη συσκευή στο πάτωμα και κρατήθηκε από την πολυθρόνα που βρισκόταν πίσω της για να μη λιποθυμήσει.
«Μπάστερ…» , ψιθύρισε συγκρατώντας ένα δάκρυ , «πού έχεις μπλέξει;» .


ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...