Τρίτη 28 Ιουνίου 2016

08. Σκιά


Ξημέρωνε. Στη γωνία του μικρού δρόμου , ένα παλιό αυτοκίνητο  έμοιαζε παράξενα δραστήριο. Τα αναμμένα του φώτα ξεχώριζαν από μακριά , ενώ στο εσωτερικό του βρίσκονταν διασκορπισμένα αμέτρητα κουτιά ενεργειακών ποτών αλλά και ψίχουλα.
Πάνω στο τιμόνι  , βρισκόταν αυτός. Κουρασμένος , μα προσηλωμένος στο στόχο του. Μοναδική του συντροφιά , ένα ζευγάρι κουρασμένα βλέφαρα και ατελείωτα χασμουρητά..
«Τι στο διάολο κάνω εδώ πέρα…» , μουρμούρισε.
Είχαν περάσει σχεδόν δύο ημέρες χωρίς ύπνο , δύο ημέρες όπου παρακολουθούσε τον Δόκτορα Ντάμιεν Κάλλιστερ. Δύο ημέρες όπου είχε γίνει η σκιά του. Από το σπίτι ως το καζίνο κι απ’το καζίνο ως αυτή την κακόφημη γειτονιά.  Όμως , δεν καταλάβαινε τίποτα πια καθώς ο άλλοτε εργατικός καθηγητής , δεν επισκεπτόταν ποτέ το πανεπιστήμιο. Φαινόταν πως τα μόνα μέρη όπου τον ενδιέφεραν πλέον ήταν τα καζίνα και οι παρακμιακές συνοικίες.  Σε όλο αυτό , δεν υπήρχε λογική.
«Όλο αυτό δεν έχει καν ΝΟΗΜΑ!» , μούγκρισε.
Μα είχε αποφασίσει να τον παρακολουθήσει και να μάθει όσα μπορούσε για τη μυστηριώδη συμπεριφορά του. Η συνάντησή τους τις προάλλες , του άφησε τόσα ερωτήματα. Τι άραγε να συνέβαινε στον πιο χαρισματικό επιστήμονα της πόλης; Στον παλιό του μέντορα , στον άνθρωπο που πάντα έφερνε την επιστήμη ένα επίπεδο πιο πάνω;  Ξαφνικά , εκείνη τη στιγμή , με τα μάτια του να κλείνουν και την κούραση να τον καταβάλλει  , σκέφτηκε πως όλα ήταν ανούσια.
«Είσαι πολύ ηλίθιος Τζερμ…» , ψιθύρισε.
Υπέροχα. Τώρα μονολογούσε. Εκεί είχε καταντήσει. Πρώτα υπέφερε από απώλεια μνήμης , ύστερα παραλίγο να μην προλάβει  τις προθεσμίες για μία σημαντική εργασία , μετά έχασε την κοπέλα του  και τώρα το έπαιζε Σέρλοκ Χολμς. Σέρλοκ Χολμς χωρίς αιτία και κίνητρο. Φαίνεται πως  όλα  τα γεγονότα οδηγούσαν στο συμπέρασμα , ότι αυτός , ο Τζερμ Τιλτ , ήταν πολύ ηλίθιος.
«Αυτό ήταν!» , φώναξε.
Έβαλε τα κλειδιά στη μίζα κι αποφάσισε να εγκαταλείψει την παρακολούθηση και όλες αυτές τις ηλίθιες ιδέες. Ας έκανε ότι ήθελε ο Δόκτορας , εκείνος δεν είχε καμία σχέση με όλα αυτά. Όσο για τις απορίες του; Στα τσακίδια , δεν είχε ανάγκη να τις λύσει. Αυτό που μέτραγε τελικά , ήταν να βρει τη Μελίσσα , να της εξηγήσει τι σημαίνει για αυτόν , και ύστερα να ξεχάσει τα γεγονότα των τελευταίων εβδομάδων. Θα συγκεντρωνόταν στις σπουδές του , και μόλις τελείωνε , θα έπαιρνε τη Μελίσσα και θα πήγαιναν να ζήσουν πίσω στο σπίτι του , πίσω στην επαρχία…
Έβαλε μπρος , έλεγξε το δρόμο και έφυγε. Το μυαλό του είχε πλέον καθαρίσει , χαμογέλασε και έσκυψε να βάλει λίγο ραδιόφωνο. Όσο ο ήλιος ανέτειλε πίσω απ’ τις κορυφές των ψηλών κτηρίων και η πόλη άρχιζε να ξυπνάει , ο Τζερμ ήταν έτοιμος να κλείσει τούτο το μάταιο κύκλο και να ξεκινήσει από την αρχή. Επέλεξε  τον αγαπημένο του ραδιοσταθμό , μα για κάποιο λόγο , άκουγε μόνο παράσιτα. Κράτησε παρατεταμένα το κουμπί , μπας και αλλάξει κάτι και τότε άκουσε ένα δυνατό κρότο. Μέχρι να αντιληφθεί τι έγινε , το σώμα του είχε ήδη τρανταχτεί και ο ίδιος είχε εκτιναχτεί ως την άσφαλτο.

Πετάχτηκε όρθιος και κοίταξε πανικοβλημένος γύρω του. Σπασμένα τζάμια και το σαραβαλάκι του σμπαραλιασμένο μπροστά από μία λευκή μοτοσικλέτα. Αμέσως μετά άκουσε κάποιους να του φωνάζουν.
Η πρώτη φωνή που ξεχώρισε , δε φαινόταν καθόλου φιλική.
«ΤΙ ΕΓΙΝΕ ΕΔΩ; Τι γυρεύει ένα αγόρι σαν εσένα εδώ πέρα; Ποιος σου είπε να τρακάρεις τη μοτοσικλέτα μου μικρέ;»
Ο άνδρας που μιλούσε ήταν αρκετά πιο ψηλός από αυτόν. Μάλλον κάπου στα σαράντα , αξύριστος με ατημέλητα μακριά μαλλιά και μία μπάκα σμιλευμένη –προφανώς- στα μπαράκια της Γκόλντβιλλ. Δίπλα του , στεκόταν ένας εμφανώς κοντύτερος , μα λεπτός τύπος με ελάχιστες τούφες στο πιγούνι και το κεφάλι του.
«Πρώτη φορά τον βλέπω τούτον» , σχολίασε κοιτώντας κατάματα τον Τζερμ.
«Λυπάμαι κύριοι» , μάζεψε το κουράγιο του τότε εκείνος , «θα σας υπογράψω όλα τα έγγραφα , αν όντως έκανα κάποια ζημιά στο όχημά σας. Είμαι αρκετά κουρασμένος , και όπως βλέπετε και το δικό μου αυτοκίνητο έχει σοβαρότατες φθορές…».
Ο ψηλός τον πλησίασε και τον άρπαξε απ’το γιακά.
«Και τι με νοιάζει εμένα τι έπαθε το παλιάμαξό σου; Θέλεις χαρτιά; Υπέγραψε το κωλοχαρτό μου , γιατί εμένα δεν πρόκειται ποτέ να με ελέγξει μπάτσος» , είπε και τον έφτυσε στο πρόσωπο.
«Το παρακάνεις Μπιγκ…» , ήταν η αντίδραση του δεύτερου άνδρα , «το παλικάρι δεν πρέπει να είναι από εδώ!»
«Η αλήθεια είναι ότι όντως είμαι από μία επαρχιακή πόλη κοντά στο Ντένβ…»
«Γιατί πρέπει να με νοιάζει από πού είναι το παλικάρι; ΔΟΥΛΕΨΑ ΣΑ ΣΚΥΛΟΣ ΓΙΑ ΤΟΥΤΟ ΕΔΩ ΤΟ ΜΩΡΟ ΚΑΙ ΤΩΡΑ απλά μου το τρακάρει;» , ξεφύσησε φανερά εκνευρισμένος , δείχνοντας την πεσμένη μηχανή.
Αν την τσέκαρες καλά , μάλλον δεν είχε πάθει και πολλά , σε αντίθεση με τον προφυλακτήρα του αυτοκινήτου του Τζερμ. Εκτός των άλλων , η πτώση του ίδιου , είχε σπάσει και το τζάμι. Μάλλον όμως θα έπρεπε να νιώθει τυχερός που δεν είχε χτυπήσει και ο ίδιος…

Αμήχανος , κοίταξε τον Μπιγκ και πήγε να πει κάτι , αλλά ο τύπος είχε χάσει την υπομονή του και από το πουθενά εμφάνισε ένα λοστό . Κουνώντας τον απειλητικά πάνω από το κεφάλι του Τζερμ άρχισε να ουρλιάζει:
«ΕΧΕΙΣ ΛΕΦΤΑ ΠΑΝΩ ΣΟΥ ΒΛΑΚΑ;».
«Σας παρακαλώ» , κόμπιασε , «
μήπως να το συζητήσουμε πιο ψύχραιμα;»
«Τι ακριβώς θέλεις να συζητήσουμε; Θέλω φράγκα είπα , αλλιώς…» , με ταχύτητα τον κοπάνησε στο πόδι , πράγμα που έκανε το νεαρό φοιτητή να ξαφνιαστεί και να πέσει πίσω. Γρήγορα κοίταξε τον περίγυρό του. Είδε το δεύτερο άνδρα να ανάβει ένα τσιγάρο κουνώντας το κεφάλι , ενώ παρατήρησε μία κολώνα λίγο πιο πέρα. Τρομαγμένος και σοκαρισμένος από τον πόνο στον αστράγαλο , άρχισε να τρέχει με όλες του τις δυνάμεις προς τα εκεί. Ο Μπιγκ προχωρούσε αργά κραδαίνοντας το σιδερένιο μπαστούνι.
«ΞΑΝΑΛΕΩ , ΘΕΛΩ ΛΕΦΤΑ!». Λέγοντας το αυτό , έδωσε ένα δυνατό χτύπημα στο δεξί καθρέφτη του αυτοκινήτου , ξηλώνοντας τον και γύρισε να αναζητήσει τον Τζερμ.
«Δε θα τη βγάλω καθαρή» , ψιθύρισε εκείνος στον εαυτό του.
Είδε γρήγορα τον άνδρα να πλησιάζει και σκέφτηκε πώς να κινηθεί. Καθώς αυτός όρμηξε να του χτυπήσει το χέρι , ο Τζερμ έκανε τον κύκλο του μεγάλου στύλου  και του έριξε μία γροθιά στο στομάχι. Εκείνος γέλασε και το μεγάλο σίδερο κινήθηκε προς το πρόσωπο του μικρόσωμου αντιπάλου του. Κάτι σαν ένστικτο όμως , ώθησε τον Τζερμ να αποκρούσει και αυτό το χτύπημα. Πλέον είχε εξαγριώσει για τα καλά τον Μπιγκ.
«ΔΕΝ ΕΧΕΙΣ ΛΕΦΤΑ , ΔΕΝ ΕΧΕΙΣ ΚΟΤΣΙΑ , ΔΕΝ ΕΧΕΙΣ ΤΙΠΟΤΑ!». Πέταξε στην άκρη το σίδερο και έβγαλε ένα σουγιά από την τσέπη του. «Είσαι νεκρός» , μουρμούρισε.


Έκλεισε τα μάτια για να μην κοιτάζει , θα έτρωγε τη μαχαιριά και θα άφηνε την τελευταία του πνοή σε αυτή την άθλια γειτονιά. Ίσως κανείς να μην τον έβρισκε και ίσως και κανείς ποτέ να μην τον αναζητούσε. Ήταν όντως , ένα τίποτα. Ήταν ο Δαβίδ , και μπροστά του βρισκόταν ο Γολιάθ , έτοιμος να τον τελειώσει. Να τον ρίξει στο καναβάτσο και ποτέ κανείς να μην ξανά ακούσει για τον Τζερμ Τιλτ. Μα για στάσου… Ο Δαβίδ είχε νικήσει το Γολιάθ.
Άνοιξε τα μάτια του και κινήθηκε αστραπιαία προς το λοστό. Με περίσσιο θάρρος σήκωσε το σιδερένιο όπλο και τινάχτηκε προς τη θέση του εξοργισμένου άνδρα. Ο Μπιγκ πήγε να τον μαχαιρώσει στον ώμο , αλλά γρήγορα ένιωσε το πρώτο χτύπημα στο πρόσωπο. Με ένα δεύτερο χτύπημα έχασε την ισορροπία του και με ένα τρίτο άρχισε να ματώνει. Ο Τζερμ ήταν πλέον πάνω του και τον είχε αφοπλίσει. Δεν ήξερε πως το κατάφερε αυτό , αλλά το έκανε. Με μανία κοπάναγε το πρόσωπό του με το σίδερο , τόσο που όταν σταμάτησε , δεν αναγνώριζε πλέον τον άνθρωπο που λίγο πριν τον απειλούσε. Ανακουφισμένος , έπεσε ανάσκελα δίπλα του και με δάκρυα στα μάτια κοίταξε τον ήλιο που είχε πια ρίξει τις ακτίνες του πάνω από τη μεγάλη πόλη.

«Μπιγκ; Τι έγινε εδώ;» , η φωνή έσπασε τη μονοτονία. Ο τύπος με τα λίγα τσουλούφια και το τσιγάρο τους κοιτούσε από πάνω. Ο Τζερμ τρομαγμένος ένιωσε όλη τη ζωή του να περνά μπροστά από τα μάτια του. Είχε ξεχάσει ολότελα την ύπαρξη του. Λουσμένος από ιδρώτα , άρπαξε τον πεσμένο σουγιά και τινάχτηκε πάνω του. Με μανία κάρφωσε στο στέρνο τον λιγνό άνδρα. Εκείνος , απροετοίμαστος , δεν κατάλαβε ποτέ τι συνέβη απλά άφησε μία απεγνωσμένη κραυγή , πρωτού σωριαστεί κι αυτός στην κρύα άσφαλτο , μετά από τα μανιασμένα χτυπήματα.

Τώρα μπορούσε να είναι ήσυχος. Ήταν ολομόναχος στην ερημική γειτονιά. Αυτός και δυο πτώματα. Ναι , είχε μόλις σκοτώσει δύο ανθρώπους. Μόνος του.
«Μα τι έκανα…» , θα σκεφτόταν οποιαδήποτε άλλη στιγμή. Αλλά όχι τώρα μιας και επρόκειτο για καθαρή αυτοάμυνα. Ήταν γραφτό να γίνουν όλα αυτά , φαίνεται πως είχε βρει μια καλά κρυμμένη εσωτερική δύναμη. Όσο περίεργο κι αν ακουγόταν ύστερα από όσα έκανε , αντί για τύψεις ένιωθε εξαγνισμένος.  Όπως και να είχε , δε γινόταν να μείνει εκεί με τα δύο πτώματα. Δεν είχε αντιληφθεί ακόμα τις συνέπειες των πράξεών του  αλλά για άλλη μία φορά μία φωνή μέσα του τον ωθούσε να πράξει παράτολμα. Έτσι , θα έκρυβε κάθε ίχνος.

Παρά τον πόνο στο δεξί του πόδι , είχε αρκετό κουράγιο και αντοχή. Άρπαξε έναν έναν τους δύο άνδρες και τους έσυρε ως το διαλυμένο αυτοκίνητο. Του πήρε λίγη ώρα και ήταν έτοιμος να λιποθυμήσει , αλλά θα άντεχε και αυτή την ταιλαιπωρία. Με τον αναπτήρα του λεπτού τύπου , έβαλε φωτιά στο παλιό αγαπημένο του αμάξι και απομακρύνθηκε από την περιοχή.
Ίσως ο Τζερμ Τιλτ ήταν ένα τίποτα , αλλά είχε πράγματα να κάνει. Είχε μία οικογένεια πίσω στο Κολοράντο , έπρεπε να ξανακερδίσει την κοπέλα του και φυσικά είχε και μία σχολή να ολοκληρώσει. Οι αποφάσεις είχαν ήδη ληφθεί. Και όσα μόλις συνέβησαν , θα αποτελούσαν μία κακή ανάμνηση. Ή έτσι πίστευε εκείνο το πρωινό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου