Τρίτη 26 Ιουλίου 2016

10β. Στο στόμα του Λύκου



Παρότι το καλοκαίρι πλησίαζε με ταχείς ρυθμούς , εκείνο το ξημέρωμα , μία απροσδόκητη δροσιά είχε κάνει την εμφάνισή της.
Έξω από την παράνομη χαρτοπαικτική λέσχη που είχε στήσει ο Τζάγκουαρ Στας και οι συνεργάτες του αχνοφαίνονταν τρεις φιγούρες. Οι φωνές είχαν πάψει από ώρα και το μόνο που ακουγόταν ήταν το χαλαρό ανοιξιάτικο αεράκι…
Όλα όσα είχαν εκτυλιχθεί λίγα λεπτά πριν φάνταζαν σαν ψέμα , σα μια ιστορία που θα της διηγούταν ο αδελφός της. Ο Σάσα ήταν καλό παιδί μα είχε μία τάση στο να μπλέκει σε μπελάδες. Αντίθετα , η ίδια πρόσεχε. Πάντα ήξερε που πατούσε και δεν έμπλεκε σε καυγάδες. Πάντα ήταν προσεχτική…
Είχε μουδιάσει , αλλά πιθανά ακόμα να μπορούσε να κινηθεί. Δεν πρόλαβε όμως  να αντιδράσει , καθώς ο μεγάλος άνδρας εμφανίστηκε άξαφνα από πάνω της. Μετά , όλα σκοτείνιασαν. Παρ’ όλες τις προσπάθειες να ουρλιάξει , έμοιαζε σαν να μην την άκουγε κανείς. Δεν μπορεί να συνέβαινε αυτό , όχι σε εκείνη , όχι…

Η Όλγα πετάχτηκε από τον ύπνο της. Μάλλον είχε δει κάποιο κακό όνειρο. Το ρολόι έδειχνε περασμένες τέσσερις. Είχε ξαπλώσει για είκοσι λεπτάκια , ίσα για να χαλαρώσει , αλλά την είχε πάρει ο ύπνος εδώ και κοντά μία ώρα. Αναστατωμένη , χτενίστηκε όπως όπως , περιποιήθηκε λίγο το μακιγιάζ της και βγήκε από το πίσω δωματιάκι.
Ο κόσμος είχε αρχίσει να σπάει. Λίγοι σθεναροί παίχτες είχαν μείνει και προσπαθούσαν να ανεβάσουν  τη στάκα τους , μα φυσικά κανείς δε γινόταν να βγει με κέρδος από εκεί μέσα. Ο Τζάγκουαρ το είχε σκηνοθετήσει καλά το έργο.

«Σενιόρ Πουάν!» , χαμογέλασε στον μπάρμπα που αντίκρισε κοντά στο μπαρ.
«Ολγάκι μου , τι κάνεις αγάπη μου;» , την αγκάλιασε εκείνος.
Ο Τζέφρυ Παντιλίμον ή Σενιόρ Πουάν όπως ήθελε να τον αποκαλούν ήταν ένας ξεμωραμένος γέρος , κουνιάδος κάποιου αρκετά πιασμένου επιχειρηματία , που ξόδευε αλόγιστα ποσά στο Κάραμελ Ντρημς  και πλέον και στη μικρή τους μπίζνα. Είχε αναγκαστεί μάλιστα να πλαγιάσει μαζί του μερικές φορές για τα προς το ζην και για να αποσπάσει μικρά μυστικά… Τα πάντα για το επάγγελμα.
«Τέλεια Σενιόρ , όπως βλέπεις , όλα πάνε τέλεια!» , είπε χαϊδεύοντας το γελοίο περουκίνι του.
«Είναι ευνοϊκά σήμερα τα πράγματα; Πιστεύεις πως θα έχω ρέντα;» , χασκογέλασε αυτός.
«Πάντα θα έχεις ρέντα εσύ , γλυκέ μου Σενιόρ! Προλαβαίνεις δυο τρία τραπέζια ακόμα…».
«Θα σπεύσω , μα θέλω κι εσένα για γούρι αγάπη μου».
Η Όλγα μόρφασε στο άκουσμα της επιθυμίας του , αλλά γρήγορα ξαναγύρισε στο λαμπερό της χαμόγελο.
«Για σένα τίγρη , τα πάντα , πάμε στο τραπέζι!» , του έδωσε ένα πεταχτό φιλί και τον τράβηξε στο ακριανό καρεδάκι.
Ο βλάκας έχασε γρήγορα γρήγορα πάνω από πεντακόσια δολάρια , οπότε η Όλγα τον αποχαιρέτησε λέγοντάς του κομψά , «μάλλον απόψε δε φέρνω και τόσο γούρι γλυκούλη μου , θα τα πούμε αργότερα».

Μαζί με μία καινούρια κοπέλα , την Ελίζα , σέρβιραν μερικά ποτά στους τελευταίους χαρτοπαίκτες. Αμέσως μετά , επέστρεψε στα ενδότερα , μην αντέχοντας τη συντροφιά της συναδέλφου της. Το κορίτσι δεν είχε καθόλου λέγειν , ενώ ήταν και αρκετά ντροπαλό. Χάλαγε κάπως την πιάτσα. Τη δύσκολη θα έπρεπε να την παίζει στον μπάτσο όχι στους καλούς τους πελάτες.
 Στα πίσω δωμάτια , θα έβρισκε τον Περπλ Γκρην τύφλα στο μεθύσι να βρίζει και να πετάει αντικείμενα στο φτωχό Καπουτσίνο , ο οποίος δεν αντιδρούσε καν. Έμοιαζε τελείως χαμένος.
«ΠΕΡΠΛ!» , φώναξε και έτρεξε προς το μέρος του για να τον σταματήσει.
Πήδηξε πάνω στους ώμους του σε μία απέλπιδα προσπάθεια να ανακόψει τη μανία του , αλλά αυτός την παραμέρισε και έδωσε μία γροθιά στον τοίχο.
«ΤΙ ΘΕΛΕΙΣ ΠΟΥ ΝΑ ΜΕ ΠΑΡΕΙ;»
«Σταμάτα! Έχεις τρελαθεί; Κάνεις τόση φασαρία και ταλαιπωρείς τον καημένο τον Καπ!» , ύστερα γύρισε προς το μέρος του άλλου άνδρα και συνέχισε , «κι εσύ Καπ , τι κοιτάς σα χαμένος , σκότωσες τον αναθεματισμένο ηλίθιο μπάτσο , όπως όφειλες! Μην ακούς τι λέει ο βλαμμένος , δώσε τόπο στην οργή και φύγε από εδώ μέσα».
«Την έκανα την πατάτα Όλγα…» , μουρμούρισε αυτός.
«ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΘΑ ΣΕ ΚΑΘΑΡΙΣΩ ΣΑΝ ΠΑΤΑΤΑ» , βλασφήμησε ο Περπλ και όρμησε πάνω του.
Ο Καπουτσίνο έφαγε τη μπουνιά , αλλά έκανε να μην τον νοιάζει. Ω θεέ μου , θα θρηνήσουμε κι άλλα θύματα σήμερα αν δεν παρέμβει ο Τζάγκουαρ.
Πάνω στην ώρα που οι δύο άνδρες ήταν ένα κουλουβάχατο , εκείνος , ο Τζάγκουαρ , το αφεντικό τους , έκανε την είσοδό του.
«Τι στο διάολο κάνετε καραγκιόζηδες;».
Η Όλγα έτρεξε στην αγκαλιά του και φιλήθηκαν θερμά.
«Ο Περπλ , έχει τρελαθεί σήμερα , σε παρακαλώ βαλ’τον σε τάξη…»
«Περπλ , Καπουτσίνο , απαιτώ μία εξήγηση γι’αυτό το χάλι. Δε φτάνει που έχουμε τους νταλκάδες μας με την αστυνομία και προσπαθώ να μας δικτυώσω με τις χοντρές μπίζνες , πλακώνεστε μεταξύ σας; Μαστουρωμένοι είστε;»
«Μεγάλε!» , ψέλλισε ο Περπλ.
«Σήκω πάνω ρε άθλιε τύπε» , απάντησε αυστηρά , «για έλα εδώ…».
Ο Περπλ πλησίασε και έφτασε κοντά του. Παρότι έριχνε ένα με δύο κεφάλια στον Τζάγκουαρ , τον κοιτούσε με φόβο. Το αφεντικό είχε καταφέρει να εμπνεύσει σεβασμό στους πάντες στο σύντομο διάστημα όπου συνεργάζονταν. Το μυστήριο γύρω από το πρόσωπό του , έκανε ακόμα πιο έντονο το συναίσθημα δέους που προκαλούσε στον κόσμο… Έτσι και ο θολωμένος μπράβος , που βρωμοκοπούσε αλκοόλ , έτρεμε τώρα μπροστά του.
«Ποιο είναι το πρόβλημα; Τι σνίφαρες πάλι; Γιατί τα έχεις κάνει λαμπόγιαλο εδώ πέρα;»
«Δεν… δεν σνίφαρα τίποτα» , ψέλλισε.
«Τότε; Τι έπαθε ο Καπουτσίνο; Δεν πιστεύω να του φωνάζεις ακόμα για το πρωί;»
«Μεγάλε… ο Καπουτσίνο τα σκάτωσε , δε φταίω εγώ , πρέπει να υποστεί τις συνέπειες» , χαμήλωσε ξανά το βλέμμα, κρύβοντας την οργή του σε ένα ναζιάρικο παράπονο. Μα ο μεγάλος δεν ψάρωνε.
«Δεν είχε χρόνο να μετακινήσει το πτώμα Περπλ. Μη νιώθεις άσχημα γι’αυτό , δεν διακινδυνεύουμε τίποτα , αυτή θα είναι η ρουτίνα μας από εδώ και πέρα και απλά θα πρέπει να καλύπτουμε τα ίχνη μας. Εσύ κοίτα τη δουλειά σου και να κάνεις ότι σου λέω. Πρόσεξε τις κινήσεις σου γιατί θα σε παρακολουθώ. Πήγαινε να πλυθείς και πιες έναν καφέ τώρα. Μην ξαναεμφανιστείς σε τέτοια χάλια εδώ. ΜΠΕΚΡΗ!».
Με αυτά τα λόγια , ο Τζάγκουαρ έπιασε από τη μέση την Όλγα και βγήκε από το μικρό χωλ.
Πέρασαν μαζί τις επόμενες ώρες. Το γλυκό της αφεντικό είχε μία δύσκολη μέρα , και χρειαζόταν χαλάρωση και συντροφιά από την καλή του Ολγίτσα.  Εκείνη δεν είχε πρόβλημα , θα έκανε τα πάντα για αυτόν. Ήταν ο πιο ικανός άνθρωπος που είχε γνωρίσει , πανέξυπνος , τολμηρός και φιλόδοξος. Έτοιμος να κατακτήσει τον κόσμο. Σιγά σιγά , πραγματοποιούσε τους στόχους του και ανερχόταν στον υπόκοσμο. Αυτός ο άνδρας ήταν κάποιος που μπορούσε να αγαπήσει. Γι’αυτό του  δόθηκε με όλο της το είναι εκείνο το βράδυ. Σίγουρα το άξιζε. Αν όχι εκείνος τότε ποιος;
«Άντε , πάμε να μαζέψουμε για να κλείσουμε για απόψε. Σε λίγο ξημερώνει και δε θα ήθελα να φανερωθεί η μικρή μπίζνα μας , έτσι Όλγα;» , ψιθύρισε στο αυτί της αφότου όλα είχαν τελειώσει.
Ντύθηκε γρήγορα , ενώ εκείνος τη θαύμαζε από μακριά.
«Έχεις ρεπό από το καζίνο σήμερα , καλά δε θυμάμαι;» , ακούστηκε η φωνή του πριν βγει έξω.
«Ναι , καλά θυμάσαι» .
«Καλώς , γιατί μπορεί να σε χρειαστώ».
«Τι ώρα περίπου;».
«Θα δούμε , σίγουρα όχι τώρα , έχω κάποια ζητήματα να τακτοποιήσω. Ίσως προς το μεσημέρι».
«Έχεις να κάνεις διασυνδέσεις ε;» .
«Δεν είναι πράγματα αυτά να συζητώ με μία αιθέρια ύπαρξη» , γέλασε , «αλλά ας πούμε ότι προσπαθώ να μπω στο εμπόριο» .
«Κάλεσέ με το απόγευμα…» , τον αποχαιρέτησε , στέλνοντας ένα φιλί στον αέρα και βγήκε στο κεντρικό λόμπυ. Σε λίγο θα ξημέρωνε. Το μέρος είχε αδειάσει και έμενε μόνο εκείνη και η Ελίζα για να μαζέψουν τα χαρτιά , τις μάρκες και τα τραπέζια. Η ξινή κοπέλα , για μία ακόμα φορά δεν έβγαζε άχνα , πράγμα που της έδινε αφάνταστα στα νεύρα.
«Πώς πάει;» , έσπασε τον πάγο η Όλγα.
Η τύπισσα απλά έγνεψε , πράγμα που την εκνεύρισε ακόμα περισσότερο. Για να την ταλαιπωρήσει λίγο , έριξε μερικές μάρκες , δήθεν κατά λάθος ,  στο έδαφος και μουρμούρισε «ωχ , συγγνώμη». Εκείνη όμως δεν έχασε την ψυχραιμία της. Ατάραχη έσκυψε να τις μαζέψει.
Αποφάσισε να μην ασχοληθεί άλλο. Συγύρισαν αθόρυβα και τράβηξε η καθεμιά το δρόμο της.

Κάτι την τράβηξε προτού αποχωρήσει , να γυρίσει πίσω και να ελέγξει αν οι δύο μπράβοι είχαν φύγει. Ευτυχώς , στα πίσω δωματιάκια , δεν ήταν κανείς. Ακόμα και ο Τζάγκουαρ την είχε κάνει από νωρίς. Άλλη μία δύσκολη νύχτα έφτασε στο τέλος της. Θα ακολουθούσε τώρα ένας μεγάλος ύπνος στο μικρούλι πλην χαριτωμένο διαμερισματάκι της και μετά θα απολάμβανε το ρεπό της.
Αγνοώντας παντελώς τις φωνές που άκουσε στο δρόμο , έσπρωξε τη θύρα του κτηρίου και βρέθηκε αντιμέτωπη με ένα αποκρουστικό θέαμα. Ο Καπουτσίνο αιμόφυρτος στην άσφαλτο , προσπαθούσε να πει κάτι ενώ ο Περπλ Γκρην τον κλώτσαγε στο στέρνο , απειλώντας τον με ένα όπλο.
«ΚΡΕΤΙΝΕ , ΠΑΝΤΑ ΕΣΥ , ΟΛΑ ΠΕΡΙΣΤΡΕΦΟΝΤΑΙ ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΕΣΕΝΑ! ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΑΝΤΙΔΡΑΣ ΡΕ; ΕΣΥ ΔΕΝ ΗΣΟΥΝ ΑΝΔΡΑΣ; ΕΣΥ...» , γύρισε και κοίταξε την έντρομη γυναίκα.
«ΜΗΝ ΤΟ ΚΑΝΕΙΣ ΠΕΡΠΛ!» , τσίριξε εκείνη.
Μα δεν είχε κανένα νόημα. Με μία γροθιά στο πρόσωπο τη σώριασε και αυτή στον κρύο δρόμο. Η Όλγα προσπάθησε να τον κοπανήσει με την τσάντα της αλλά δεν είχε νόημα. Ο μεθυσμένος γορίλας πυροβόλησε το πόδι της με μανία και πάτησε το χέρι της με την μπότα του.
«ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΗ ΣΚΥΛΑ , ΒΑΖΕΙΣ ΛΟΓΙΑ ΣΤΟΝ ΜΕΓΑΛΟ ΝΑ ΜΕ ΜΙΣΗΣΕΙ. ΟΛΟΙ ΜΕ ΖΗΛΕΥΕΤΕ! Ε λοιπόν , εγώ είμαι ο λύκος εδώ πέρα , εγώ κάνω κουμάντο και με εμένα θα πορεύετε το αφεντικό στο πλάι του. ΣΚΥΛΑ!».
Λέγοντάς τα αυτά ,  ο μεγάλος άνδρας απομακρύνθηκε από δίπλα της. Πέρασαν μερικές στιγμές. Ήθελε να προσπαθήσει να κουνηθεί , μα ο διαβολεμένος πόνος στο χτυπημένο πόδι της αυξανόταν με την ώρα. Με δάκρυα στα μάτια κοίταξε τον ήλιο που ανέτειλε. Τότε ένιωσε κάτι το πρωτόγνωρο.
Παρότι το καλοκαίρι πλησίαζε με ταχείς ρυθμούς , εκείνο το ξημέρωμα , μία απροσδόκητη δροσιά είχε κάνει την εμφάνισή της… 

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ….;

Τρίτη 19 Ιουλίου 2016

10α. Στη φωλιά της Μέλισσας


Από μικρή , γνώριζε πως για να επιβιώσει , έπρεπε να είναι πιο σκληρή από τους σκληρούς και πιο έξυπνη απ’τους έξυπνους . Θα έπρεπε να εργαστεί όμως για να τα καταφέρει σε αυτή την ξένη χώρα.
Αν και γεννήθηκε στην Γκόλντβιλλ , η Όλγα Μαρκόβσκι καταγόταν από την Ανατολική Ευρώπη. Οι γονείς της πάντα της επισήμαναν πως είναι ξένη και πως έτσι όφειλε να αντιμετωπίζει τους πάντες εδώ. Κανείς δε θα τη δεχόταν για αυτό που είναι , εκείνη θα τους έδειχνε ότι αξίζει. Σε αυτήν τη χώρα των ευκαιριών μπορείς να γίνεις όποιος θέλεις.
Η μοίρα όμως ως τώρα δεν της τα έφερε όλα δεξιά. Λίγο αργότερα , ο πατέρας της Στέφαν αρρώστησε και έτσι τον έχασε πριν καν κλείσει τα δέκα της χρόνια. Η μητέρα της πάλεψε να μεγαλώσει αυτή και τον αδελφό της , το Σάσα με όλες της τις δυνάμεις. Έκανε δύο ή και τρεις διαφορετικές δουλειές ταυτόχρονα για να τα βγάλουν πέρα , και αυτό την έκανε ράκος. Η ίδια πριν τα δεκαπέντε της άρχισε να καταπιάνεται με δουλειές του ποδαριού για να δώσει μία χείρα βοηθείας , ενώ ο Σάσα , έμπλεξε σε διάφορες μικροκομπίνες για να βοηθήσει κι αυτός , με όποιον τρόπο μπορούσε.
Τώρα στα είκοσι δύο της έμενε πλέον μόνη της σε ένα προάστιο της πόλης και εργαζόταν στο Κάραμελ Ντρημς , ένα από τα μεγαλύτερα καζίνα της πολιτείας. Ο αδελφός της βρισκόταν στη φυλακή για κάποιες απάτες που έκανε , και η μητέρα της , ήταν πλέον εξαφανισμένη. Ωστόσο η Όλγα δεν τα έβαζε κάτω. Θα τα κατάφερνε , όπως της έλεγε πάντα ο μπαμπάς. Θα γινόταν τρανή. Ήξερε ότι αν γνωρίσει τους σωστούς ανθρώπους θα μπορούσε να ανελιχθεί. Αρκεί να έχει τα μάτια της δεκατέσσερα και το στόμα της κλειστό. Πράξεις όχι έργα. Και θα πετύχαινε σε αυτή την πόλη.
Έτσι , δούλευε πολύ , δούλευε σκληρά. Πρώτη ερχόταν στη βάρδιά της και τελευταία έφευγε. Παρείσφρησε σε κάθε συζήτηση και συνάντησε πολλούς σπουδαίους επιχειρηματίες. Το καζίνο ήταν πόλος έλξης για τους πάντες. Με την εξυπνάδα της και τη γλυκιά της εμφάνιση κέρδιζε την εμπιστοσύνη τους , έπαιρνε πληροφορίες και έβγαζε και ένα καλό χαρτζιλίκι. Είχε την ικανότητα να αναγνωρίζει ποιος πελάτης άξιζε. Ποια ήταν τα κορόιδα που είχαν έρθει για να χάσουν περιουσίες και ποιοι οι πονηροί που βρίσκονταν εκεί για να κλείσουν μπίζνες και να τσεπώσουν και μερικά χιλιάρικα.
Όλα πήγαιναν αρκετά καλά τον τελευταίο χρόνο και η μικρή Όλγα είχε γίνει περιζήτητη στους κύκλους. Κάπου εκεί εμφανίστηκε αυτός. Ένας άγνωστος άνδρας που κέρδιζε μεγάλα ποσά και ξέφευγε από όλους τους ελέγχους. Ο Τζάγκουαρ Στας , ήταν ένα ανερχόμενο λαμόγιο με μυστηριώδεις καταβολές. Ήταν θέμα χρόνου για την Όλγα , να βρεθεί κοντά του και να κερδίσει την εμπιστοσύνη του.
Έστησαν ολόκληρο κύκλωμα εντός του καζίνου μαζί με μερικούς συναδέλφους. Με τον τρόπο τους κανόνιζαν διάφορα κόλπα ενώ παράλληλα ξάφριζαν ανυποψίαστους λεφτάδες. Αν χρειαστεί εκείνη και τα υπόλοιπα κορίτσια πλάγιαζαν μαζί τους… Σίγουρα , εκεί τα πράγματα περιπλέκονταν. Αλλά δεν είχε παράπονο , γιατί πλέον έβγαιναν αρκετά λεφτά. Η θέση της στο καζίνο είχε παγιωθεί.

Ένα όμως βράδυ , που η ίδια απολάμβανε το ρεπό της , ξεκίνησαν οι τριγμοί. Κάποιος νεαρός βρέθηκε πυροβολημένος έξω από το Κάραμελ Ντρημς. Ο αστυνόμος που ανέλαβε την υπόθεση ήταν ένας γλυκερός τύπος ονόματι Ήθαν Πρινς. Αρκετά νέος για τη θέση του μα εξαιρετικά επίμονος  , εισέβαλε στα λημέρια τους και τα έκανε όλα άνω κάτω. Ο Τζάγκουαρ εξαφανίστηκε για λίγες ημέρες ώστε να μην κινήσουν υποψίες και να μη βρεθεί σε δύσκολη θέση η μικρή τους επιχείρηση. Σαν να μην έφτανε αυτό , ο διευθυντής του καζίνου παρανόησε και άρχισε να ξεψαχνίζει τους πάντες για να βρει ποιος είχε κάνει τη λαδιά. Η ίδια δεν ήξερε , ούτε και ήθελε να μάθει ποιος και γιατί σκοτώθηκε. Είχε χωθεί σε κάθε είδους παρανομία , αλλά αυτό ξεπερνούσε κάθε προηγούμενο. Δεκτός ο τζόγος , δεκτά τα παράνομα στοιχήματα και δεκτά και τα ναρκωτικά. Ακόμα και η μαστροπεία ήταν κάπως εντάξει. Όχι όμως οι δολοφονίες.

Ο Ήθαν Πρινς επέμενε πάρα πολύ. Την ανέκρινε πολλές φορές , και αναγκάστηκε να του πει δυο τρία άσχετα ονόματα από κάποια αντιπαθή μούτρα που γνώριζε. Δεν επρόκειτο για τίποτα μεγαλοκαρχαρίες. Αν άνοιγε το στόμα της θα την έτρωγαν κατευθείαν. Όλοι είχαν βρει τον μπελά τους αυτές τις μέρες , και όποιος έδινε κάποια ονόματα ίσως γλύτωνε από το σφιχτό κλοιό της αστυνομίας.
Από τη δύσκολη θέση θα τους έβγαζε και πάλι ο άνδρας με το μουστάκι , ο σκοτεινός Τζάγκουαρ Στας θα καθάριζε τον μπάτσο το βράδυ της Παρασκευής. Η ίδια ήταν μέρος του σχεδίου και πράγματι , του την έφεραν. Τον στρίμωξαν και μετά από δύο σφαίρες βρέθηκε στο πάτωμα. Δυστυχώς δεν πρόλαβαν να κρύψουν το πτώμα , κι έτσι ένας καινούριος αστυνόμος εμφανίστηκε στο κατόπι τους. Το επόμενο πρωί ήταν εκεί να την ανακρίνει. Έπρεπε να το παίξει αμήχανη και εύθραυστη , μπας και τον συγκινήσει. Μία ταπεινή υπάλληλος δεν ήξερε τίποτα από αυτά. Η συνομιλία με τον κατά τ’άλλα συμπαθή αλλά αρκετά αφελή μπάτσο Μπάστερ Μπάττερ –μα τι όνομα ήταν αυτό;- πήγε πολύ καλά εν τέλει. Χρειάζονταν μόνο λίγα νάζια για να πιστέψει ο χαζός ότι η Όλγα είναι κάποιο ευαίσθητο και αθώο κοριτσάκι.

Τώρα , ύστερα από αυτή την πρωινή της κατάθεση , βρισκόταν ως συνήθως στα λημέρια του Τζάγκουαρ. Εκεί είχαν στήσει μία παράνομη χαρτοπαικτική λέσχη και η ίδια αναλάμβανε να σερβίρει ποτά , και να αρπάζει τίποτα τιμαλφί από τους θολωμένους τζογαδόρους. Ο νους της όμως σήμερα , ανέτρεχε στα περασμένα και όσα είχε κατορθώσει ως τώρα
«ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ ΒΛΑΚΑ!» , οι σκέψεις της διακόπηκαν βιαίως , όταν άκουσε την αγριοφωνάρα του Περπλ Γκρην.
«ΔΕΝ ΕΦΤΑΝΑΝ ΟΙ ΜΠΕΛΑΔΕΣ ΜΑΣ , ΠΑΣ ΚΑΙ ΣΚΟΤΩΝΕΙΣ ΕΝ ΨΥΧΡΩ ΤΟΝ ΑΝΑΘΕΜΑΤΙΣΜΕΝΟ ΜΠΑΤΣΟ. ΚΑΙ ΤΟΝ ΑΦΗΝΕΙΣ ΝΑ ΚΟΙΤΕΤΑΙ ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ!»
«Γιατί φωνάζεις Περπλ;» , μούγκρισε και η Όλγα , σα θηρίο προς θηρίο. Τι κι αν ο καραφλός άνδρας ήταν ένας δίμετρος μπράβος; Ήταν κι εκείνη μέλος της αγέλης και μάλιστα ισότιμο.
«Μην ανακατεύεσαι Μαρκόβσκι , ο ηλίθιος ο Καπουτσίνο τα σκάτωσε για τα καλά με τα καμώματά του.»
O Καπουτσίνο ήταν ο δεύτερος μπράβος. Συνήθως ήταν πάντα μες στη ζωντάνια , μα σήμερα καθόταν σε ένα σκαμνί και κοιτούσε χαμένος το κενό.
«Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο ο Καπ , οι εντολές του Τζάγκουαρ ήταν ξεκάθαρες! Ο μπάτσος έπρεπε να βγει απ’τη μέση πάση θυσία!»
«Άντε πλύνε κανά πιάτο» , έφτυσε στο πάτωμα , «και μην ανακατεύεσαι σε αυτό. Ο βλάκας άφησε το πτώμα μες στη μέση του δρόμου και έπρεπε να τρέχουμε για να μη μας την πέσουν από παντού!»
«Ωραία , έκανε ένα λάθος. Αλλά κανείς δε θα υποπτευθεί εσάς! Δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση» , απάντησε φανερά ενοχλημένη μετά από όσα υπαινίχθηκαν για εκείνη αλλά ακόμα χαλαρή ώστε να απαντήσει με νηφαλιότητα και ψυχραιμία.
«Φύγε σε παρακαλώ , πήγαινε να κάνεις παρέα σε κανά μπεκρή και να του ξαφρίσεις το πορτοφόλι και άσε μας εμάς να βρούμε την άκρη» , μούγκρισε αυτός.
Περπλ , τι ανεγκέφαλος φουσκωτός… Ποιος νοιαζόταν όμως; Θα έπρηζε λίγο ακόμα το φτωχό Καπουτσίνο αλλά θα το ξεχνούσε. Ο Τζάγκουαρ εξάλλου θα είχε τα πάντα υπό έλεγχο. Αυτός κανόνισε να γίνει η δουλειά σήμερα και αυτός θα τους ξέμπλεκε αν χρειαζόταν.
Βγήκε έξω , στα μεγάλα καρέ που είχαν στήσει στο κεντρικό δωμάτιο. Σήμερα έβλεπε αρκετούς μπεκρήδες , πράγμα που θα έκανε πιο εύκολη τη δουλειά γι’αυτή και τα άλλα κορίτσια. Το βουητό και η οχλαγωγία έκανε το μέρος να θυμίζει μελίσσι. Η ίδια ήταν η βασίλισσα. Και θα την έφερνε και απόψε σε αυτούς τους κηφήνες. Χαμογέλασε και πλησίασε το κεντρικό τραπέζι , ήταν έτοιμη να τινάξει την μπάνκα στον αέρα.
«Καλησπέρα κύριοι , περνάμε καλά; Κερδίζουμε;» , φώναξε με πάθος στους θαμώνες.
Η νύχτα μόλις ξεκινούσε για την Όλγα και όλα προμηνύονταν να κυλήσουν υπέροχα… 


ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...

Τρίτη 12 Ιουλίου 2016

09. Rocket Man


«Δεν ξέρω κάτι παραπάνω…»
Με το βλέμμα στραμμένο στο πάτωμα, η Όλγα Μαρκόβσκι στεκόταν απέναντί του , τρέμοντας ολόκληρη και ξεφυσώντας χωρίς σταματημό.
«Ειλικρινά , δεν έχω κάτι παραπάνω να σας πω…».
Δίχως αμφιβολία , το κορίτσι ήταν έτοιμο να βάλει τα κλάματα.
«Σε παρακαλώ Όλγα , δεν είμαι εδώ για να σε ανακρίνω , αλλά χρειάζομαι μερικές πληροφορίες που να πάρει!» , εκείνος , σοβαρός αστυνόμος είχε μπροστά του μία δαιδαλώδη υπόθεση και έπρεπε να λάβει κάποιες απαντήσεις. Δεν ήθελε να είναι απότομος , αλλά είχε περάσει πολύ ώρα και το μόνο που είχε πάρει από την κουβέντα με τη νεαρή σερβιτόρα ήταν αναφιλητά , άναρθρες κραυγές και μία σειρά από «δεν ξέρω τίποτα» και «δεν έχω σχέση με αυτά» . Πλέον έχανε και αυτός τη ψυχραιμία του.
Κοίταξε με συμπόνια για ακόμα μία φορά την κοπέλα. «Όλγα , χαλάρωσε. Μερικές ερωτήσεις σου κάνω. Δεν πρόκειται να σε πειράξει κανείς. Αν φοβάσαι να μιλήσεις γιατί σε απειλεί κάποιος , θα φέρουμε προστασία. Δεν υπάρχει κίνδυνος» , της χαμογέλασε.
Τα αναφιλητά σταμάτησαν και το βλέμμα της υψώθηκε μεμιάς , λες και είχε ακούσει το μαγικό ξόρκι που θα τα άλλαζε όλα.
«Είχα μιλήσει με τον άλλο κύριο…» , ψέλλισε.
Ο Μπάστερ μεμιάς κατάλαβε πως προφανώς ο άλλος κύριος ήταν ο Ήθαν. Ο Αστυνόμος Ήθαν Πρινς από το τμήμα ανθρωποκτονιών ερευνούσε ένα φόνο τις τελευταίες ημέρες γύρω από το καζίνο Κάραμελ Ντρημς , μέχρι που χθες το βράδυ βρέθηκε νεκρός στην ίδια ακριβώς περιοχή. Τι τραγική ειρωνεία. Ή μάλλον , τι τραγικό έγκλημα. Και τι τραγικός δολοφόνος! Επέστρεψε κατευθείαν στον τόπο του εγκλήματος...
«Και τι του είχες πει; Ήξερες κάτι για τη δολοφονία του Σάμιουελ Λόκατ την προηγούμενη εβδομάδα;»
«Την ημέρα εκείνη είχα το ρεπό μου , κι έτσι δε γνωρίζω τίποτα κύριε αστυνόμε. Απλά είχα ενημερώσει το μακαρίτη για κάθε …» , κόμπιασε για ακόμα μία φορά , «αχ , φοβάμαι τόσο… Δε φοβάστε κι εσείς για τη ζωή σας; » .
«Μην ανησυχείς για εμένα Όλγα. Εξάλλου δε με αφορά ακριβώς ο φόνος του αστυνόμου Πρινς , αλλά όλη η παράνομη δραστηριότητα στην περιοχή… Υπήρξε κάποιο ξεκαθάρισμα λογαριασμών στο παρελθόν; Τι συμβαίνει στο καζίνο; Θέλω απλά να μου πεις όσα του είχες πει , κάθε λεπτομέρεια.»
«Τον είχα ενημερώσει για κάθε ύποπτο μούτρο που μπαινοβγαίνει στο καζίνο μας» , αναστέναξε.
«Άρα να υποθέσω πως του είχες δώσει ονόματα και περιγραφές;».
«Ναι , μα δε θα ήθελα να επεκταθώ περισσότερο εδώ..» .
Την κοίταξε στα θλιμμένα μάτια της. Η κοπέλα ήταν απλή υπάλληλος και τόση ώρα την είχε υποβάλει σε μία ψυχοφθόρα διαδικασία στον τόπο εργασίας της. Το καζίνο ήταν φωλιά για κάθε λογής μούτρο , όπως ακριβώς του είχε περιγράψει. Ακόμα και οι τοίχοι είχαν αυτιά εκεί μέσα , και πολύ εύκολα η κουβέντα τους θα μπορούσε να τη βάλει σε μπελάδες. Της έσφιξε το χέρι και έκλεισε το μάτι του.
«Οκ , αρκετά μου είπες για σήμερα. Δε θέλω να σε κουράσω άλλο και ήδη σου κουρέλιασα τα νεύρα. Όσα μου είπες ειδικά πριν λίγο ήταν εξαιρετικά σημαντικά και θα συμβάλλουν στην ερευνά μας. Αν σε ξαναχρειαστώ , ξέρω ότι μπορώ να υπολογίσω στις πληροφορίες σου».
Ο Μπάστερ γύρισε και άφησε τη νεαρή να τον κοιτάζει ανακουφισμένη , ενώ σκεφτόταν πως έπρεπε άμεσα να ανατρέξει στο αρχείο που είχε αφήσει ως τώρα ο Ήθαν , για να βγάλει μία άκρη. Άραγε του είχε όντως δώσει ονόματα η δεσποινίς Όλγα; Ή μήπως όλες οι ελπίδες του ήταν φρούδες;
Με αυτές τις σκέψεις βρήκε τον πιστό του φίλο και υπαστυνόμο Μαξ Φάρελ λίγο πιο έξω από την είσοδο του κτηρίου να τον περιμένει.
«Μεσημέριασε! Τόση ώρα πήρε η ανάκριση του προσωπικού; Και γιατί ποτέ δε μου απαντάτε στο αναθεματισμένο τηλέφωνο;»
«Με καθυστέρησε μία σερβιτόρα , δεν έμαθα και τίποτα σπουδαίο βέβαια… Μασάνε τα λόγια τους. Όσο για το τηλέφωνο , πρέπει να το ξέχασα σπίτι. Μαζί με όλη την τσάντα μου. Καλά που έχω αυτό το μπλοκάκι για να σημειώνω».
«Αστυνόμε , δεν πάμε καλά , όλα τα σημαντικά έγγραφα για την υπόθεση είναι σε αυτή την τσάντα και εδώ έγινε φόνος ενός σημαντικότατου συναδέλφου. Δεν μπορείτε να ξεχνάτε έτσι απλά την τσάντα σας!»
«Σα να έχεις δίκιο καλέ μου Μαξ , καλά που έχω κι εσένα. Είσαι πράγματι η καλή μου νεράιδα».
Ο υπαστυνόμος δεν ήξερε αν αυτό ήταν κομπλιμέντο. Ευγενικά δεν το σχολίασε ,  και γρήγορα έφυγαν προς το αυτοκίνητο. Αφού ασχολήθηκαν με τα διαδικαστικά και μάζεψαν πληροφορίες από τους υπαλλήλους του καζίνου Κάραμελ Ντρημς , σειρά είχε ο διευθυντής της επιχείρησης. Ο Πιερλουίτζι Αρμάτι .

Στο κέντρο της Γκόλντβιλ , θα έβρισκες σε ένα πολύ καλόγουστο γραφείο τον κύριο Αρμάτι , γενικό διευθυντή του καζίνου. Αραχτός σε μία μαύρη δερμάτινη πολυθρόνα , περίμενε από ώρα τον αστυνόμο Μπάττερ. Γρήγορα προσέφερε σε αυτόν και τον Μαξ από ένα ποτήρι ουίσκι –παρά την άρνηση του δεύτερου για αλκόολ εν ώρα υπηρεσίας- και χαρούμενος θα απαντούσε σε όλες τους τις ερωτήσεις.

Πριν από αυτές όμως , προηγούταν μία εγκυκλοπαιδική κουβεντούλα. Ο Μπάστερ προσπαθούσε πάντα να χαλαρώσει το συνομιλητή του πριν ξεκινήσει η κυρίως συζήτηση. Μπαίνοντας στο δωμάτιο παρατήρησε τη μουσική υπόκρουση και έτσι δεν μπορούσε παρά να μιλήσει για αυτήν , και πιο συγκεκριμένα για τον Έλτον Τζον.
«I miss the earth so much , I miss my wife...» , οι γνωστοί στίχοι και η κλασική μελωδία ακούγονταν σιγανά από κάποια ηχεία τοποθετημένα στην ξύλινη βιβλιοθήκη.
«Είναι υπέροχος ο Έλτον , δε βρίσκετε;» , είπε συγκρατημένα ο διευθυντής.
«Μα βέβαια , παρότι είμαι πιο πολύ φαν του σκληρού ροκ , δεν μπορώ να αρνηθώ την αξία του Έλτον Τζον για το παγκόσμιο μουσικό στερέωμα !» .
Προς μεγάλη δυσαρέσκεια του Μαξ , οι δύο άνδρες σήκωσαν τα ποτήρια τους , και ήπιαν λίγο ουισκάκι , ενώ σιγοτραγουδούσαν το Rocket Man. Ευτυχώς όμως ο Μπάστερ Μπάττερ , πάντα ήξερε τι έκανε.
«Λέγοντας για τον Rocket Man και γενικότερα για ρουκέτες , το καζίνο σας τελευταία αποτελεί πόλο έλξης διάφορων συμβάντων…»
«Πράγματι , φαίνεται ότι γίναμε βορά ορνίων» , μουρμούρισε.
«Δεν προκαλέσατε τίποτα;»
«Εμείς; Εμείς είμαστε απλά μία τίμια επιχείρηση , ένα καζίνο ξεχωριστό , συνυφασμένο με την ιστορία της πόλης. Γιατί να προκαλέσουμε μπελάδες; Η αρνητική διαφήμιση δεν αποτελεί στόχο για κανέναν. Πείτε μου ποιον συμφέρει να πεθαίνουν άνθρωποι κοντά στην μπίζνα του…»
«Σεβαστή η κουβέντα σας , αλλά έχω βάσιμες υποψίες πως υπάρχει ύποπτη δραστηριότητα γενικότερα στην περιοχή , αλλά και ειδικότερα στο καζίνο σας» , τον κοίταξε και συνέχισε , «Ίσως και κάτω από τη μύτη σας.»
«Δηλαδή εννοείτε πως δεν παίρνω χαμπάρι τι γίνεται στο καζίνο μου;» , απάντησε εκνευρισμένα ο Αρμάτι.
«Δεν εννοώ τίποτα , απλά με δύο δολοφονίες σε μία εβδομάδα έξω από το καζίνο , κάτι δεν πάει καλά!».
«Άρα ή στραβός είναι ο γιαλός ή στραβά αρμενίζουμε;»
«Κάπως έτσι κύριε Πιερλουίτζι. Μήπως υπάρχει κάποιος εγκληματίας κοντά σας και δεν το γνωρίζετε; Μήπως στο καζίνο σας μπαινοβγαίνει υπόκοσμος;»
«Δε σας επιτρέπω! Το καζίνο αποτελεί πολιτισμικό στοιχείο και τουριστική ατραξιόν για την πόλη μας εδώ και δεκαετίες! ΤΙ ΥΠΟΚΟΣΜΟΣ;»
«Και πώς εξηγείτε τους πυροβολισμούς;»
«Αυτό είναι δική σας δουλειά! Να τους εξηγήσετε και να βρείτε τους ενόχους και τον υπόκοσμο
Φαινόταν ξεκάθαρα ότι ο διευθυντής θα αρνιούταν την οποιαδήποτε σχέση με τις δολοφονίες. Ήταν ανώφελο λοιπόν να προσπαθούν. Ήπιε στα γρήγορα το ποτό του , έκανε νόημα στο Μαξ και σηκώθηκαν να χαιρετήσουν.
«Ελπίζω ο επόμενος φόνος να μη γίνει μέσα στο καζίνο , θα είναι κρίμα να σας στοχοποιήσουν χωρίς λόγο» , είπε με νόημα καθώς εξέρχονταν από το γραφείο.

Στο δρόμο για το σπίτι , όπου τον περίμενε η γλυκιά του αδελφή η Σάντρα , δεν αντάλλαξαν και πολλές κουβέντες. Η μέρα ήταν δύσκολη και κανένα φως δε φαινόταν στην άκρη του τούνελ.
Αφού δεν έβρισκαν άκρη μέσω του φόνου , θα συνέχιζαν να ερευνούν την εγκληματική δραστηριότητα γενικότερα. Άραγε θα φτάνανε στο μυστηριώδες πρόσωπο που ταλάνιζε την πόλη; Ή θα έπρεπε να τα βάλουν με το οργανωμένο έγκλημα;
Ένα ήταν σίγουρο , το περιβόητο Κάραμελ Ντρημς και ο ίδιος ο Πιερλουίτζι Αρμάτι ήταν άρρηκτα συνδεδεμένοι με αυτό και δεν υπήρχε καμία αμφιβολία. Ήταν εξάλλου γνωστό πως δεύτερος ξάδερφος του γενικού διευθυντή του καζίνου , ήταν ο Τζόναθαν Τορνάντι. Και όπως έλεγαν οι κακές γλώσσες , πίσω από κάθε βρώμικη δραστηριότητα στην πόλη , βρισκόταν αυτός και μόνο αυτός

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...