Κυριακή 18 Οκτωβρίου 2015

15. Το ξεχασμένο βράδυ



Τα μάτια του ήταν ορθάνοιχτα και απολάμβανε το αεράκι που δρόσιζε το πρόσωπό του. Κρατούσε το τιμόνι και με τα δύο χέρια ενώ ένιωθε τον κινητήρα του αυτοκινήτου να γουργουρίζει από ευχαρίστηση. Πάτησε κι άλλο το γκάζι και απλώθηκε στη μεγάλη κεντρική λεωφόρο της Γκόλντβιλλ.
«ΝΑΙ ΜΩΡΟ ΜΟΥ!» , ούρλιαξε από το ανοιχτό παράθυρο στο διπλανό αυτοκίνητο. Ο Τζερμ είχε πραγματικά πάρει τα πάνω του.
Με γοργές κινήσεις πάρκαρε έξω από το Σόλε Ντ’ Όρο. Ήταν τόσο τυχερός που βρήκε θέση για πάρκινγκ! Τώρα δε θα  χρειαζόταν να τα ‘’ακουμπήσει’’ στους παρκαδόρους του εστιατορίου.
Χα , με περίσσια ευχαρίστηση επίδειξε το μεσαίο δάχτυλο προς το μέρος τους. Γεμάτος ενέργεια κατευθύνθηκε προς την είσοδο , αλλά συνειδητοποίησε , πως πήγαινε εκεί με άδεια χέρια. «Φτου γαμώτο , δεν έχω πάρει τίποτα;» , κοίταξε το ρολόι και υπολόγισε ότι το κορίτσι του θα έφτανε στο σημείο της συνάντησής του μέσα στα επόμενα δέκα λεπτά. Διέθετε , λοιπόν λίγο χρόνο να της αγοράσει ένα μικρό δωράκι. 
Έτρεξε για λίγη ώρα και τελικά συνάντησε έναν άνδρα , που θα του φαινόταν ιδιαίτερα χρήσιμος. Ο άνδρας , κρατούσε μία ανθοδέσμη και ο Τζερμ ,  δίχως να χάσει χρόνο , έβγαλε σαράντα δολάρια και την αγόρασε. Αμέσως , έτρεξε ξανά προς το εστιατόριο. Πέρασαν μερικά λεπτά ακόμα , μέχρι τη στιγμή που εμφανίστηκε από το ταξί της εκείνη.
«Τζερμούλη μου!» , αναφώνησε μόλις τον αντίκρισε.
Η Μελίσσα ήταν υπέροχη σήμερα , το μωβ φορεμά της και το πανέμορφο χτένισμά της , της έδιναν μια ιδιαίτερη λάμψη. Και εκείνος δεν πήγαινε όμως πίσω , κίτρινο ανοιχτό μεταξένιο πουκάμισο , μαύρο παντελόνι ακριβής μάρκας και τα καλά του παπούτσια. Της προσέφερε την ανθοδέσμη και ψιθύρισε , «Στο φως τη ζωής μου , για τον ένα μας χρόνο , είσαι υπέροχη και σε ευχαριστώ που είσαι κοντά μου!» .
«Κι εγώ  γλυκέ μου! Πρώτη φορά μου φέρνεις λουλούδια!». Τον αγκάλιασε και φιλήθηκαν εκεί , έξω από το εστιατόριο.
Η Μελίσσα έψαχνε ευκαιρίες να τον κατσαδιάσει και να του γκρινιάξει , μα ο Τζερμ δε μάσαγε. Απόψε , ήταν η βραδιά του και δε θα του τη χαλούσε.
«Μωρό μου , άσε τις γκρίνιες , σήμερα είναι η νύχτα μας!» .
Ύστερα από το πλουσιοπάροχο δείπνο που μόνο το Σόλε Ντ’ Όρο μπορεί να προσφέρει , συνόδεψε την κοπέλα του μέχρι το σπίτι της. Ήταν δώδεκα παρά και έτσι δεν έχασε την ευκαιρία να ανέβει μέχρι επάνω. Σέρβιρε δύο ποτηράκια βότκα και απόλαυσαν το βράδυ. Το κρεβάτι της Μελίσσα αλλά και η ίδια , ήταν ύστερα από καιρό αναπάντεχα ζεστά.
Παρ’ όλη την ευχαρίστηση που μοιράστηκαν , ο Τζερμ ένιωθε μια τεράστια πλήξη. Ντύθηκε και την αποχαιρέτησε. «Κάτσε μαζί μου Τζέρμυ…» , νιαούρισε από το κρεβάτι εκείνη.
«Θα τα πούμε αύριο αγάπη μου. Χρόνια μας πολλά! Τζερμ OUT!» , φώναξε και κατευθύνθηκε γοργά προς το αυτοκίνητο.

 Παρόλη την πλήξη όμως , βαριόταν και  να πάει σπίτι από τώρα…
Άλλαξε αμέσως πορεία και σταμάτησε μπροστά σε ένα σκοτεινό μπαρ της οδού Τόμπσον. Μπήκε μέσα παραμερίζοντας κάποιους θαμώνες και κάθισε στην μπάρα. «Ένα διπλό ουίσκι» , μουρμούρισε στον μπάρμαν. Χαλαρή ροκ μουσική έπαιζε στα ηχεία και διάφοροι παρακμιακοί τύποι κάθονταν στα λιγοστά τραπεζάκια του μπαρ. Το ενδιαφέρον του τράβηξε η νεαρή σερβιτόρα του νυχτερινού μαγαζιού… Αν δεν ήταν πιστός … ίσως και να έμπαινε στον πειρασμό να…
Μία βραχνή φωνή και μία ανδρική σιλουέτα δίπλα του διέκοψαν τον ειρμό των σκέψεών του.
«Βάλε μου ένα τζιν τόνικ…». Ο Τζερμ γύρισε παραξενεμένος και κοίταξε τον άνδρα. Ακίνητος , μέσα σε ένα σκονισμένο κοστούμι , κοιτούσε αποσβολωμένος την μπάρα.
«Προβλήματα φίλε;» , η ερώτηση βγήκε τόσο φυσικά από τα χείλη του , λες και τον ήξερε χρόνια. Ο άγνωστος όμως τύπος δεν απάντησε , παρά κούνησε το κεφάλι. Το τζιν τόνικ ήρθε μα εκείνος απλά κουνήθηκε λίγα εκατοστά.
«Μπάρμαν , τι παίζει με αυτόν εδώ;» , γύρισε το κεφάλι του προς εκεί.
«Ιδέα δεν έχω… Υποθέτω πως ο Μπαξ θα έχει τις μαύρες του απόψε» , είπε εκείνος και πήγε να εξυπηρετήσει μία γυναικεία παρέα.
«Μπαξ σε λένε;» , ξαναρώτησε.
«Έτσι ακούγεται…» , μίλησε αινιγματικά.
«Εγώ είμαι ο Τζερμ. Τζερμ Τιλτ.»  , έτεινε το χέρι του για χειραψία. Αντ’ αυτού έλαβε ένα ειρωνικό χαμόγελο.
«Τι θέλεις Τζερμτίλτ; Καταρχάς τι όνομα είναι αυτό;» , γύρισε και τον κοίταξε.
«Είναι δύο λέξεις. Τζερμ , ΤΙΛΤ!» , είπε ενοχλημένος αυτή τη φορά ο Τζερμ.
Ο μπάρμαν έφερε τα ποτά τους και οι δύο άνδρες κοιτάχτηκαν στα μάτια. Ύστερα ξεκαρδίστηκαν στα γέλια. Το ένα ποτό έφερε το άλλο , η κουβέντα αναζωπυρώθηκε και ο Τζερμ με τον Μπαξ έμοιαζαν από μακριά σαν παλιοί φίλοι.
«Έκανα ένα μεγάλο λάθος σήμερα Τζερμ… και όλα αυτά για τα μάτια μίας γυναίκας» , του εξομολογήθηκε  άξαφνα και με φανερή στενοχώρια.
«Ότι και να έκανες δεν πειράζει. Αγάπησες! Ποιος θα σε κατηγορήσει για αυτό; Δεν μπορείς να το ελέγξεις! Ο έρωτας πάντοτε σε ξεπερνάει!» , έβηξε ο Τζερμ.
«Ουάου , είσαι σοφός! Άρα θεωρείς ότι δε θα έπρεπε να έχω τύψεις για ό,τι έκανα! Αυτό δε  λες; »
«Τύψεις ας έχεις , αλλά αν το έκανες για κάποια που αγαπάς… Τότε εγώ προσωπικά θα στο συγχωρούσα! ΜΠΑΡΜΑΝ! Φέρε άλλο ένα γύρο!»  , φώναξε.
«Κερνάω εγώ Τζερμ. Σε ευχαριστώ , μου άνοιξες τα μάτια…» , μίλησε θολωμένα και ο Μπαξ .
«Ξέρεις ε , Μπαξ… Πρέπει να γιορτάσουμε αυτή τη γνωριμία μας! Θα πάμε στο NightCub…!».
Πληρώνοντας τα ποτά τους , βγήκαν έξω τραγουδώντας.
«Oooooh, I been flying ... mama, there ain't no denyiiiiin’!» .
«I've been flying, ain't no denyin', no denyin'!!!».

Το αυτοκίνητο του Μπαξ βρισκόταν παρκαρισμένο λίγο πιο μακριά , οπότε μπήκαν στο όχημα του Τζερμ. «Λίγο παλιό είναι ρε συ…» , αναστέναξε ο Μπαξ.
«Τη δουλειά του πάντως την κάνει…».
«Αυτό να μου πεις , και ο συνεργάτης μου μια παλιατζούρα έχει , αλλά κάνει τη δουλειά της!»
«Αλήθεια που δουλεύεις; Δε σε ρώτησα» , ρώτησε καθώς έβαζε μπρος.
«Είμαι υπεύθυνος δημοσίων σχέσεων σε ένα εστιατόριο» , ήρθε και η άμεση  απάντηση.
Το αυτοκίνητο διέσχισε τα σκοτεινά δρομάκια της Γκόλντβιλλ.  Αμέσως μετά , βγήκαν στη λεωφόρο. Εκεί , η πόλη έλαμπε , όπως πάντα. Δεν είχε σημασία αν ήταν πρωί ή βράδυ. Η Γκόλντβιλλ θεωρούταν από πολλούς το στολίδι της ερήμου.

Το NightCub, ήταν ένα γνωστό κλαμπ και βρισκόταν στα νότια προάστια , προς τα οποία και κατευθύνονταν.
Το ρολόι σύντομα θα έδειχνε τέσσερις , μα το κλαμπ , δεν είχε και τόσο κόσμο. Ο Μπαξ και ο Τζερμ έκαναν την είσοδό τους και πορεύτηκαν για  νέες περιπέτειες. Ένα μπουκάλι βότκα ήταν  απλά το έναυσμα. Το επόμενο βήμα ήταν να έλθουν γύρω τους οι γυναίκες.
«Ρε συ , τσέκαρε την κοκκινομάλλα στο βάθος. Σου κάνει τα γλυκά μάτια ή ιδέα μου είναι;» , ψιθύρισε στο αυτί του ο κουστουμαρισμένος  νέος φίλος του. Η μουσική ήταν πολύ δυνατά , η ώρα ίσως περασμένη , μα τίποτα δε θα εμπόδιζε τον Τζερμ από το να μετατραπεί σε μεγάλο παίχτη.
Πλησίασε την κοπέλα με χαρισματικές χορευτικές κινήσεις. Μα καλά πού τα έκρυβα όλα αυτά τα προσόντα τόσο καιρό; Απόρησε και ο ίδιος.
«ΚΑΛΗΣΠΕΡΑ!» , της μίλησε ύστερα από μερικές αναγνωριστικές ματιές και χαμόγελα.
«Γεια σου…» , ψιθύρισε στο αυτί του εκείνη.
«Είμαι ο Τζερμ… πώς σε λένε όμορφη;» , γέλασε αυτός.
«Λουΐζα , χάρηκα Τζερμ!» , του χαμογέλασε ξανά.
Σε δύο ή τρεις ώρες θα ξημέρωνε , όμως για τον Τζερμ και τη Λουΐζα η νύχτα θα ήταν μεγάλη.
Δεν πέρασε πολύς χρόνος και βρέθηκαν στο αυτοκίνητο ενώ μετά από λίγο , έφυγαν για το σπίτι του.
«Απορώ πως οδηγώ ακόμα…» , «κάτι ξεχνάω…» , παραμιλούσε ο Τζερμ στη διαδρομή , όσο η κοπέλα με τα κόκκινα μαλλιά τριβόταν πάνω του.
«Πείνασα Τζερμάκο…» , γουργούρισε εκείνη.
«Ότι θέλει η Λουΐζα ΜΟΥ!» , φώναξε και έστριψε απότομα προς ένα φαστφουντάδικο.
Έφαγαν στο άψε σβήσε από δύο μπέργκερ και ο δρόμος τους οδήγησε τελικά στην πολυκατοικία του.
«Μισό λεπτό να φορέσω τα ρούχα μου Τζερμ …» , χαμογέλασε ντροπαλά η κοπέλα πριν βγουν από το αμάξι.
«Με τρελαίνει πως είσαι τόσο ντροπαλή και τόσο χύμα την ίδια στιγμή Λουΐζα! Αλλά λέω να  πάρεις τα ρούχα σου αύριο , μετά από το βασιλικό πρωινό που θα σου προσφέρω!».
Χωρίς δεύτερη κουβέντα , την άρπαξε στην αγκαλιά του και άρχισε να τρέχει προς το διαμέρισμά του. Την εναπόθεσε στον καναπέ και ύστερα , έβαλε στη διαπασών τη μουσική. Τα υπόλοιπα ακολούθησαν πολύ φυσικά. Μπουκάλια  ουίσκι , χορός στο σαλόνι και καυτά φιλιά. Λίγο πριν ο ήλιος ανατείλει για τα καλά , ο Τζερμ έφερε τη γυναίκα στο δωμάτιό του. «Ξάπλωσε και περίμενέ με…» , της έκλεισε το μάτι.

Η Λουΐζα τον κοίταξε τρυφερά. «Είσαι πολύ γλυκός Τζερμ… Και μου αρέσει που διεκδικείς και παίρνεις ότι σου αρέσει.»
«Είδες… ούτε εγώ δε φανταζόμουν ποτέ ότι θα έκανα κάτι τέτοιο. Για να δεις όμως ότι είμαι και τρυφερούλης θα σου κάνω λίγο μασάζ… και μετά…» , σταμάτησε ξαφνικά τα λόγια του και έπιασε το μέτωπό του. Τότε , κοίταξε έντρομος την κοπέλα μπροστά του.
«ΜΑ ΤΙ ΛΕΩ!;» , ούρλιαξε και έτρεξε στο σαλόνι. Η κατάσταση όμως εκεί ήταν άθλια. Ανοιγμένα μπουκάλια ουίσκι παντού , λερωμένος καναπές , άθλιο πάτωμα. Σοκαρισμένος μπήκε στο μπάνιο για να ρίξει λίγο νερό στο πρόσωπό του. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι είχε συμβεί κάτι τέτοιο στο δικό του σπίτι. Κλείδωσε την πόρτα και χωρίς να το σκεφτεί πέταξε το κλειδί μέσα στη λεκάνη. «Όχι , όχι…» , ψέλλισε και μπήκε στην μπανιέρα δακρύζοντας. Άνοιξε το διακόπτη και άφησε το κρύο νερό να τον λούσει. «Κάνε να είναι ψέμα…» , κοίταξε το ταβάνι και με λυγμούς ψιθύρισε , «Μελίσσα σε αγαπώ… Μελίσσα…».

ΤΕΛΟΣ

....


Κυριακή 11 Οκτωβρίου 2015

14. Κήρυξη Πολέμου


«Στάσου Τζον! Άκουσέ με!» , φώναζε  ασθμαίνοντας εδώ και λίγη ώρα ο δικηγόρος.
«Σε άκουσα πεντακάθαρα Φιλ! Δε θα ακολουθήσουμε αυτό το σενάριο» . Ο Τζον προπορευόταν κατά πολύ, πράγμα που δυσκόλευε την επικοινωνία μεταξύ των δύο ανδρών. Ο Φίλιπ δεν είχε την ίδια φυσική κατάσταση ούτε την κατάλληλη σωματική διάπλαση.
«Πρέπει να με ακούσεις !Αλλιώς θα το φας το κεφάλι σου φιλαράκο! Ξέρω την πιάτσα και ξέρω αυτούς και τη φάρα τους! Ξέρω επίσης και τους δικούς σου ανθρώπους! Τους ξέρω καλύτερα από εσένα!». Ο Τζον όμως επιτάχυνε κι άλλο το βήμα του , με αποτέλεσμα ίσα που να ακούγεται η φωνή ξωπίσω του. «Φιλ! Σταμάτα να προσπαθείς , η απόφαση είναι ειλημμένη. Και τι εννοείς ότι ξέρεις τους δικούς μου καλύτερα από εμένα;».
Η φωνή δυνάμωσε για λίγο , «άκου με που σου λέω…» , ύστερα έβηξε δύο τρεις φορές , «αλλά για το θεό Τζον , σταμάτα να τρέχεις». Η βαριά του ανάσα και η βραχνή φωνή , ανάγκασαν τον Τζον να σταματήσει και να τον κοιτάξει.
Λεπτοκαμωμένος , ασθενικός και με περουκίνι να καλύπτει το σχεδόν γυμνό πλέον κρανίο του στεκόταν στη μέση του διαδρόμου ξεφυσώντας. Η ριγέ γραβάτα του ήταν πολύ χαλαρωμένη , μιας και με δυσκολία μπορούσε να βγάλει ανάσα , πόσο μάλλον να μιλήσει. «Τζον…» , μούγκρισε , «για το καλό σου μιλάω!» .
«Φιλ , ξέρεις πόσο σε αγαπάω. Έχω λάβει όμως την απόφασή μου , θα το πάω δια της πλαγίας οδού!».
«Θα σε φάνε πρώτο!» , μπόρεσε να πει εκείνος πριν ξανά χάσει την αναπνοή του.
«Τα λέμε αύριο Φιλ!». Γύρισε το κεφάλι και άφησε πίσω του το δικηγόρο.

Το κεφάλι του βούιζε συνεχώς όσο επανέφερε στη μνήμη του , την τελευταία φορά που είδε τον καλό του φίλο Φίλιπ Μόνκα. Ο πατέρας του , Στάνλεϋ Μόνκα ,  ήταν ο δικηγόρος της οικογένειας από την εποχή που ο δικός του πατέρας ήταν στη γύρα. Ο Φιλ ήταν πάντοτε δίπλα του όσο θυμόταν τον εαυτό του. Εξ ανέκαθεν ,  μπαινόβγαινε στο σπίτι τους και έκαναν αρκετή παρέα.  
Παρότι ήταν μερικά χρόνια μεγαλύτερος από τον Τζον , ήταν αρκετά πιο μικροσκοπικός. Δεν είχε την αρχοντική , ομολογουμένως , εμφάνιση που είχε ο ίδιος , μα ήξερε να ντύνεται καλά. Ο Φίλιπ λοιπόν , εκ πρώτης όψεως ήταν απλά ένα ανθρωπάκι , αλλά στις αίθουσες του δικαστηρίου -και όχι μόνο- ήταν ένας ήρωας  , μία εξέχουσα προσωπικότητα. Ακολουθώντας τα χνάρια του πατέρα του , ανέλαβε την οικογένεια Τορνάντι και εξελίχθηκε σε έναν απ’ τους καλύτερους δικηγόρους της Γκόλντβιλλ. Συγχρόνως , εκτελούσε και χρέη νομικού συμβούλου. Μόλις μαθεύτηκε η απόφαση των ιδιοκτητών του
Cyan Ocean να ανοίξουν υποκατάστημα στην Γκόλντβιλλ και να διεκδικήσουν κομμάτι από την πίττα που πατροπαράδοτα άνηκε στον Τζον και την οικογένειά του , ο Φιλ αμέσως τον συμβούλεψε να κινηθεί γρήγορα. Η τακτική του Φιλ όμως ήταν ριψοκίνδυνη. Το να εκτελεί ξαφνικά εργολάβους και εργάτες θα ήταν μία παράτολμη κίνηση.
«Θα ήταν ένα  μήνυμα όμως προς τους ανταγωνιστές μας !» , διερρήγνυε τα ιμάτια του ο δικηγόρος.
Αχ… Φιλ , πού εξαφανίστηκες;
Τα σενάρια για την εξαφάνιση του ήταν πολλά. Εκείνο όμως που προτιμούσε ο Τζον , ήταν οι Μπαχάμες. Φανταζόταν το Φιλ αραχτό σε μία τροπική ακτή με γυμνόστηθες κοπέλες να του κάνουν αέρα. Χαμογέλασε όσο το σκεφτόταν αυτό. Σήκωσε το κινητό του και αποφάσισε να τον καλέσει για ακόμα μία φορά. Ίσως να το σήκωνε σήμερα. Είχαν περάσει δύο εβδομάδες από την εξαφάνισή του.
Το κινητό όμως παρέμενε κλειστό. Η πικρή αλήθεια ήρθε για να τον επαναφέρει στην πραγματικότητα. Κι αν οι αντίπαλοί του είχαν κινηθεί πιο γρήγορα και πιο βάναυσα από εκείνον; Αν είχαν σκοτώσει το Φιλ ως προειδοποίηση;
Έπαιζε όμως και το τρίτο σενάριο. Η Τζίνα , η σύζυγος του , ήταν σίγουρη πως ο δικηγόρος τον είχε προδώσει , είχε μεταβιβάσει έναντι πληρωμής ένα σωρό μυστικά στους ιδιοκτήτες του
Cyan Ocean και ύστερα είχε φύγει από τη χώρα. Αυτό θα ήταν το χειρότερο σενάριο και προσπαθούσε να το απομακρύνει από το κεφάλι του όσο πιο πολύ μπορούσε. Όμως η ιδέα ήταν συχνά εκεί. Ο Φίλιπ μπορεί να έπαιζε διπλό παιχνίδι. Μπορεί να είχε σχεδιάσει να του τη φέρει  , ενώ θα εγκατέλειπε το πλοίο πάμπλουτος. Ευρώπη; Ασία; Αυστραλία; Νότια Αμερική;
Οι σκέψεις απορροφούσαν τον Τζον , καθώς έπινε το ουίσκι του στη μεγάλη πολυθρόνα του σαλονιού. Δεν μπορούσε όμως να τις αφήσει για πολύ να τον κατατρώνε άλλο. Είχε ήδη ξεκινήσει να βρει ένα νέο δικηγόρο και παράλληλα , επισκεπτόταν εκείνη τη νεαρή ψυχολόγο.
«Όλα θα φτιάξουν…» , υποσχέθηκε στον εαυτό του και ήπιε λίγο ακόμα από το ποτό του. Έτσι μόνο θα χαλάρωνε. Η Τζίνα έλειπε. Ποιος ξέρει πού βρισκόταν η γλυκιά του Τζίνα. Καλύτερα που έλειπε , δεν ήταν και στην καλύτερη κατάσταση για να της κρατήσει συντροφιά. Θα του άρχιζε απλά τη μουρμούρα… και σήμερα δεν είχε καμία όρεξη ούτε για αυτό.
Ο γιος του , έλειπε επίσης , θα περνούσε τη βραδιά σε ένα φίλο του. Μπορεί σήμερα να ήταν και η ευκαιρία να περάσουν λίγο χρόνο πατέρα-γιου , μα
Αναστέναξε και άφησε το ποτήρι κάτω. Προχώρησε ως την τζαμαρία που χώριζε το εσωτερικό του σπιτιού με το μεγάλο κήπο. Είχε σχεδόν όλα τα φώτα κλειστά στο σαλόνι , οπότε απλά χάζεψε τα αστέρια. «Μα τι πρέπει να κάνω…» , ψιθύρισε. Σχεδόν πήγε να δακρύσει  και έχασε για λίγα λεπτά την ισορροπία του. Ξαφνικά επανήλθε στα συγκαλά του και κατάλαβε ότι χτυπούσε το σταθερό τηλέφωνο. Τρεκλίζοντας πήγε προς τη συσκευή και αμέσως απάντησε.
«Παρακαλώ» , είπε ξεψυχισμένα.
«Τζόναθαν! Συμφορά που μας βρήκε!» , μία γυναικεία φωνή ακουγόταν τρομοκρατημένη στην άλλη άκρη της γραμμής , σχεδόν έκλαιγε.
«Σοφία; Εσύ είσαι;» , αναγνώρισε τη φωνή της ξαδέλφης του εξ αγχιστείας.
«Τζόναθαν , ο Λεονάρντο…» , άρχισε να κλαίει εκείνη. Ο Λεονάρντο; Τι μπορεί να είχε πάθει ο ξάδερφός του και άνδρας της;
«Σοφία , τι έπαθε ο Λεονάρντο; Είστε καλά;» , απομάκρυνε τη θολούρα από τον εγκέφαλό του και προσπάθησε να επικεντρωθεί στην περίσταση.
«Ο Λεονάρντο είναι νεκρόοοος» , φώναζε εκείνη τώρα και έκλαιγε με λυγμούς.
«ΤΙ ΕΝΝΟΕΙΣ;» , αμέσως συνήλθε εντελώς και κατάλαβε τη σκληρή πραγματικότητα.
«Τον πυροβόλησαν…» , φώναζε η Σοφία από το ακουστικό.
«Καθάρματα…» , μούγκρισε ο Τζον και κοίταξε το κινητό του που μόλις είχε λάβει ένα μήνυμα. «ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙΣ ΚΙΝΗΣΕΙΣ ΣΟΥ. ΠΡΩΤΗ ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ: ΑΠΟ ΣΑΝΤΑ ΛΑΟΥΡΑ».
Βλέποντας το μήνυμα ο Τζον θόλωσε για τα καλά. Ουρλιάζοντας πέταξε το κινητό στο πάτωμα άρπαξε το ποτήρι με το ουίσκι και το εκσφενδόνισε στον τοίχο. «Σοφία , με ακούς ακόμα;» , φώναξε.
Η χήρα του ξάδερφού του κάτι ψέλλιζε από το ακουστικό.
«Σου υπόσχομαι ότι η μνήμη του Λεονάρντο θα αποκατασταθεί στο έπακρο». Έκλεισε βιαστικά το τηλέφωνο και άρχισε να καλεί έναν αριθμό από την ατζέντα του. Ο νους του ήταν στον αδικοχαμένο άνδρα. Ο Λεονάρντο ήταν ο μεγάλος του ξάδερφος , από το σόι της μητέρας του. Διεύθυνε το μεγαλύτερο εστιατόριο της αλυσίδας. Τώρα όμως δεν βρισκόταν πια εδώ.
«Σμιθ.» , μούγκρισε στο τηλέφωνο , μόλις άκουσε να απαντάνε στην κλήση του.
«Ο κύριος Σμιθ δε βρίσκεται εδώ , θέλετε να του μεταφέρω κάτι;» , μία γυναικεία φωνή απάντησε , αντί για τον ίδιο τον Πήτερ Σμιθ.
«Η γκόμενά του είσαι εσύ; Πες του ότι θα πληρώσει πάρα πολύ ακριβά. Έρχομαι για το πτώμα του» , είπε και φτύνοντας έκλεισε το ακουστικό.
Ύστερα φουριόζος , πληκτρολόγησε το τηλέφωνο του Μπαξ.
«Σήκωσέ το ηλίθιε…» , δυσανασχέτησε. Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα , μέχρι να ακούσει τη φωνή του Μπαξ στην άλλη άκρη της γραμμής.
«Ναι αφεντικό , Μπαξ εδώ!» , ακούστηκε εκείνος βραχνιασμένος.
«Μπαξ! Πυροβόλησαν το Λεονάρντο… Η Σάντα Λάουρα έκανε την κίνησή της και τώρα πρέπει να τους την ανταποδώσουμε!» , σταμάτησε για λίγο και ύστερα συνέχισε , «έλα γρήγορα από εδώ , θα καλέσω και τον Ντομένικο , φεύγουμε για εκεί τώρα.»
«Μ - μάλιστα  αφεντικό! Έρχομαι πετώντας!» , ακούστηκε.
«Το καλό που σου θέλω».
Κοίταξε το είδωλό του στο μεγάλο καθρέφτη του σαλονιού. «Αφού θέλουν πόλεμο , θα τον έχουν» , ορκίστηκε στον εαυτό του.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ…

Παρασκευή 25 Σεπτεμβρίου 2015

13. Εις το όνομα της αγάπης


Η μύτη του είχε ματώσει , αλλά το συναίσθημα ήταν εκπληκτικό.
 «Ουάου , τόσο καιρό πράγματι έχανα που δεν δοκίμαζα!!» , φώναξε ο Μπαξ.
«Δεν είναι και ότι πιο σωστό αγάπη μου να κλέβουμε το ίδιο μας το εμπόρευμα , αλλά…» , γέλασε η Τζίνα , «είμαστε οι σύγχρονοι Μπόνυ Και Κλάιντ!» .
«Είμαστε βουτηγμένοι στην αμαρτία! Αλλά θα ομολογήσω πως θα προτιμούσα να είμαι απλά βουτηγμένος στην άσπρη σκόνη!» , ούρλιαξε και ύστερα γέλασε και εκείνος.
Ναι , ήταν όμορφο το συναίσθημα το ομολογούσε. Πριν γνωρίσει τη γυναίκα της ζωής του , δεν είχε καμία απολύτως όρεξη να δοκιμάσει ναρκωτικές ουσίες. Αυτά ήταν απλά η δουλειά. Όμως τώρα το έβλεπε κάπως αλλιώς. Τι κακό έκανε; Απλά αγάπησε. «Σε αγαπάω» , της είπε ενώ στέγνωνε εντελώς τη μύτη του. Είχε σχεδόν δακρύσει όσο το έλεγε αυτό.
«Κι εγώ σε λατρεύω Μπάξυ. Είσαι το γλυκούλι λαγουδάκι μου. Είσαι ο δικός μου Κλάιντ!» , τον αγκάλισε εκείνη.
Κάπου εκεί το μυαλό του Μπαξ ταξίδεψε λίγο πιο πέρα. Αν επέλεγε μία στιγμή να πεθάνει , θα ήταν τώρα. Έτσι όπως ήταν αγκαλιά με την Τζίνα. Δε θα τους χώριζε κανείς. Ποτέ…
«Γιατί έπρεπε να σκοτώσουμε τον Μόνκα;» , η ερώτηση βγήκε φυσικά από το στόμα του. Εκείνη όμως ξίνισε μόλις άκουσε το όνομα. «Πώς σου ήρθε τώρα αυτό; Γιατί ανατρέχεις σε εκείνον; Μια χαρά δεν ήμασταν ως τώρα;» , γρύλισε και του δάγκωσε το λαιμό. Πάθος και μίσος. Χα , την αγαπούσε. Αλλά , το ερώτημα αυτό τον ταλάνιζε εδώ και μέρες. Και τώρα είχε φτάσει η ώρα να της το θέσει.
«Ναι τέλεια είμαστε! Απλά πες μου τι συνέβη και τον ήθελες έξω απ’το παιχνίδι. Εγώ είμαι μαζί σου. Ότι έγινε έγινε….» , μπλόφαρε. Ένιωθε ακόμα άσχημα γι’αυτό παρότι ήθελε να της το κρύψει.
«Μπαξ! Γιατί ρωτάς τέτοια πράγματα αγάπη μου!;» , η φωνή της έλαβε έναν αυταρχικό τόνο. Ύστερα το βλέμμα της μαλάκωσε. Δεν πρόλαβε να αρθρώσει μία λέξη και τα χείλη της ενώθηκαν με τα δικά του. Ύστερα οι σάρκες τους έγιναν μία. Και καθώς το φως του πορτατίφ τρεμόπαιζε , ο Μπαξ και η Τζίνα ξανά γνώρισαν τον έρωτα κάτω από τα σεντόνια του κρεβατιού. Η σουίτα του ξενοδοχείου Κινγκ ήταν η ερωτική τους φωλιά. Μακριά από όλους και όλα , μπορούσαν να απολαύσουν το φλογερό ερωτά τους. Κανείς δε θα τους σταμάταγε.
«Είναι η θηλυκή έκδοση του εαυτού μου !» , έλεγε συχνά στον Ντομένικο. Ο Μπαξ ήταν απόλυτα σίγουρος πως επρόκειτο για τη γυναίκα της ζωής του.

Το ερώτημα που της έθεσε ξεχάστηκε και τελειώνοντας , αναψοκοκκινισμένος άρπαξε μερικούς κόκκους ακόμα και τους ρούφηξε αχόρταγα από τη μύτη του.
«Χαλάρωσες τώρα Κλάιντ μου;» , του είπε γλυκά.
«Ναι βασίλισσά μου…» , απάντησε μαγεμένος. «Δεν είχα σκοπό να σε φέρω σε δύσκολη θέση! Αλλά , ακόμα και οι καλύτεροι κάνουν λάθη!». Σταμάτησε για λίγο να μιλάει και χάιδεψε απαλά τα μαύρα μαλλιά της.

«Λοιπόν , είναι αυτός ο τύπος , για παράδειγμα , ένα παλικάρι , ο Τζερμ! Δεν πρόκειται για τον πιο έξυπνο τύπο , αλλά φαίνεται ότι είναι μεγάλος εραστής. Τώρα , εγώ δεν τον ξέρω καλά , αλλά φαντάσου ότι έχει δύο ή και τρεις σχέσεις τουλάχιστον ταυτόχρονα! Μιλάμε για πραγματικό διδάσκαλο! Τέλος πάντων , εγώ κάθομαι και πίνω το ποτό μου ένα βράδυ και τον συναντάω ξαφνικά. Ο τύπος εμφανίζεται από το πουθενά και μου δείχνει το δρόμο της αισιοδοξίας. Αν έχεις όνειρα τα πετυχαίνεις. Αυτό μου λέει!». Λέγοντας τα όλα αυτά ο Μπαξ , μοιάζει πραγματικά ενθουσιασμένος.
«Τι ακριβώς θέλεις να πεις Μπαξ; Δε βγάζω νόημα;» , δυστυχώς όμως η γλυκιά του Τζίνα δε συμμερίζεται την άποψή του.
«Άκου Τζι , αυτό που λέω είναι , ότι θέλω να ζήσω μαζί σου. Μου έδειξε το δρόμο αυτός ο τύπος. Μιλάμε για καταφερτζή έτσι; Μπαίνει στο κλαμπ και πριν το καταλάβω έχει χτυπήσει την πιο όμορφη γυναίκα από εκεί μέσα και έχει πάει γραμμή στο σπίτι. Με αναγκάζει να πάρω ταξί , αλλά ποιος νοιάζεται;!» , συνεχίζει ακάθεκτος , «Ο Τζερμ κερδίζει στη ζωή με την τακτική του. Έτσι θα πρέπει να κάνω κι εγώ δε νομίζεις; Να και ο Τζον αυτό κάνει! Ρισκάρει χοντρά και κερδίζει τα διπλάσια!» .
«Τι σε έχει πιάσει απόψε Μπαξ και μου μιλάς μία για τον Τζον και μία για το Φίλιπ;» , την άκουσε να φωνάζει.
«Όχι , παράδειγμα έφερα! Παράτα τους άλλους. Αυτός ο Τζερμ είναι το θέμα! Έκανε ένα λαθάκι ο φίλος, ξέρεις πως είναι αυτά , και η μία κοπέλα του τον χώρισε. Αλλά αυτό προσπαθώ να σου πω , ακόμα κι αυτός ο απαράμιλλος παίχτης έχασε κάποια στιγμή. Αλλά μέχρι τότε έπαιζε!».
«Ποιος είναι ο Τζερμ δε μου είπες…» , η απογοήτευση και η βαρεμάρα ήταν γραμμένη στο πρόσωπό της.
«Ώχου μωρέ! Απλά θέλω να σου προτείνω να το σκάσουμε μαζί! Να ρισκάρουμε όπως εκείνος!».
«Αχ τυχοδιώκτη μου… προσπαθείς τόσο πολύ για εμάς. Είσαι ο πιο γλυκούλης Κλάιντ του κόσμου το ξέρεις Μπάξυ μου;» , μία πρότασή της σε συνδυασμό με τα εβένινα μάτια της , ήταν ικανά να τον κάνουν να λιώσει σα βούτυρο. «Μακάρι να μπορούσαμε να το σκάσουμε από όλους και από όλα…».
«Ας το κάνουμε! Έχω μερικά λεφτά στην άκρη , τα παίρνουμε και φεύγουμε!».
«Δεν μπορούμε γλυκέ μου. Ο Τζον θα μας βρει παντού. Επίσης ξέρεις ότι χρειάζεσαι τη δουλειά αυτή. Ποιος θα τον προσέχει; Και πώς θα μαζεύεις κι άλλα λεφτά για το μαγαζάκι που θες να ανοίξεις κάποτε;».
Όντως , το μαγαζάκι αυτό ήταν παιδικό του όνειρο. Ένα μαγαζί με μινιατούρες  αλλά και μικρά σετ κατασκευής. Είχε μπλεχτεί με τον υπόκοσμο για να μαζέψει λεφτά για την οικογένεια και για το όνειρό του. Μετά ήρθε στη ζωή του ο Τζόναθαν Τορνάντι και ύστερα η σύζυγος του.  Ύστερα ήρθαν οι μπελάδες.  Αλλά κάποιος έπρεπε να προσέχει το αφεντικό. Όντως , τα πράγματα περιπλέκονταν!
«Εεεε… τι να σου πω , απλά σε θέλω μόνο για εμένα!» , ίσως έπρεπε να βάλει και τον εαυτό του στους κίνδυνους για το αφεντικό. Έπρεπε να προστατεύσει τον Τζόναθαν και από τον ίδιο του τον εαυτό λοιπόν…

«Σε αγαπάω μωρέ» , γκρίνιαξε και κουλουριάστηκε στην αγκαλιά της. Στο όνομα της αγάπης τα έκανε όλα , αλλά η λογική πρόσταζε να μείνει ψύχραιμος. Ω θεέ μου , αν υπάρχεις , κάνε να πεθαίναμε τώρα.
Παραδόξως , ήταν ακόμα ζωντανοί. Ζωντανοί μα αγκαλιασμένοι. Θα μάζευε λίγα λεφτά ακόμα και θα έφευγαν. Θα την απήγαγε αν χρειαζόταν. Στην Ευρώπη για παράδειγμα , ο Τζον δε θα μπορούσε ποτέ να τους βρει. ΝΑΙ! ΑΥΤΟ ΗΤΑΝ!
Η Τζίνα έφυγε από δίπλα του και κατευθύνθηκε στο άσπρο λοφάκι που είχε σχηματιστεί. Όση σκόνη είχε μείνει , βρισκόταν πάνω στο κομοδίνο του. Κανονικά βέβαια, έπρεπε να την έχει πουλήσει.
Κοίταξε με ένα απλανές βλέμμα και ξάπλωσε ξανά στο λευκό κρεβάτι. Τη σιωπή και τη γαλήνη διέκοψε το κινητό του τηλέφωνο. Παρότι το είχε στη λειτουργία δόνησης , δεν έπαυε να κάνει μεγάλο θόρυβο. Ενοχλημένος πετάχτηκε όρθιος και άρχισε να το ψάχνει. Εκείνο όμως δε σταματούσε. Η Τζίνα μόλις είχε φτιαχτεί και προσπαθούσε να σκαρφαλώσει  στην πλάτη του.
«Πρέπει να το παίξω νηφάλιος για λίγο αγάπη μου!» , της είπε και την παρότρυνε να κάνει ησυχία.

«ΑΦΕΝΤΙΚΟ» , έγραψε η οθόνη. Περίεργο , μιας και δε βρισκόταν σε ώρα υπηρεσίας. Η Τζίνα προσπάθησε να του πάρει τη μικρή συσκευή , αλλά την παραμέρισε πάνω στο χαλί και σηκώθηκε όρθιος.
«Ναι αφεντικό , Μπαξ εδώ!».  Είχε συμβεί τίποτα ανησυχητικό άραγε;
«Μ - μάλιστα  αφεντικό! Έρχομαι πετώντας!» , ψέλλισε μερικά δευτερόλεπτα αργότερα. Πέταξε το κινητό στην τσάντα και έτρεξε να ντυθεί.
«Πού πας τώρα αγάπη μου;» , νιαούρισε η θηλυκή φωνή του δωματίου.
«Πού πάω; Να δουλέψω για την αγάπη μας!» . 

Σάββατο 19 Σεπτεμβρίου 2015

12.Ο Κύριος Τζον


Το ραδιόφωνο ήταν συντονισμένο σε ένα πρόγραμμα ειδήσεων. Ήταν γύρω στις εννιά το βράδυ , μα η Νάταλι βρισκόταν ακόμα στο ιατρείο της. Η σημερινή ημέρα ήταν ιδιαίτερα καρποφόρα , και παρότι τα ραντεβού είχαν ολοκληρωθεί πάνω από μία ώρα, εκείνη παρέμενε εκεί για να ελέγξει κάποια τελευταία θέματα.
«Άγνωστοι παραμένουν οι δράστες και τα κίνητρα για τη δολοφονία του άτυχου νέου έξω από γνωστό καζίνο της πόλης. Θα συνδεθούμε τώρα με τον ρεπόρτερ μας…» , ακουγόταν σιγανά από τη συσκευή , μα η Νάταλι αποφάσισε να αλλάξει συχνότητα και να βάλει λίγη μουσική. Πέρασε από μερικούς ραδιοσταθμούς μέχρι να καταλήξει σε έναν ποπ ρεπερτορίου. Δεν τις άρεσαν τα νέα σουξεδάκια , αλλά δε βαριέσαι , ήταν πιασάρικα και ανάλαφρα .
Πέρασαν μερικά λεπτά ακούγοντας τις γνωστές επιτυχίες  ,  όμως κατάλαβες πως είχε κουραστεί αρκετά έπειτα από τόσες ώρες δουλειάς. Έτσι , αποφάσισε να κατευθυνθεί –επιτέλους- προς το σπίτι της. Κοίταξε το κινητό της , το οποίο βρισκόταν από νωρίς στο αθόρυβο και έλεγξε όλες τις κλήσεις. Η μητέρα της την είχε καλέσει πάνω από πέντε φορές , ενώ είχε και δύο μηνύματα από την κολλητή της , την Άμπιγκεϊλ. Δεν έλεγξε κανένα και άφησε το κινητό απαλά πάνω στο γραφείο. Η προσωπική της ζωή έμοιαζε με έναν απέραντο βάλτο , αλλά είχε βάλει στόχο να καθιερωθεί πρώτα επαγγελματικά και μετά να…
Το λογισμό της διέκοψε το χτύπημα της πόρτας. Μα πώς γίνεται να ήρθε κάποιος και να ανέβηκε ως πάνω; Η λειτουργία του ιατρείου ήταν μέχρι τις οχτώ. Παραξενεμένη προχώρησε ως το χολ και κοίταξε από το ματάκι.
Αυτό που αντίκρισε την ξάφνιασε. Κράτησε για μερικές στιγμές την αναπνοή της  , «πώς;» , μουρμούρισε και ξανακοίταξε. Το κουδούνι ξαναχτύπησε επίμονα και το χέρι της σαν να κινήθηκε μόνο του , άρπαξε το πόμολο και το τράβηξε.
Ο άνθρωπος που βρισκόταν μπροστά της , ήταν εκείνος ο μυστηριώδης ασθενής. Πριν λίγες μέρες είχε εμφανιστεί ξανά στο ιατρείο. Ήταν ο κύριος Σάιμον.
«Εσείς εδώ;» , ρώτησε.
«Μπορώ να περάσω;» , είπε εκείνος ευγενικά.
«Εεεε… ξέρετε το ιατρείο δε λειτουργεί τέτοια ώρα , μπορείτε να κλείσετε ένα ραντεβού και να το κανονίσουμε για κάποια άλλη μέρα» , προσπάθησε να μην τον αφήσει να μπει.
Η επικίνδυνη όμως αύρα του κύριου Σάιμον την εξίταρε. Δεν ήθελε να του αντισταθεί. «Μπορώ να περάσω , ξαναρωτώ;» , είπε ξανά ήρεμα και απαλά. Έβαλε το πόδι του στην πόρτα και σταδιακά έκαμψε την αντίστασή της.
«Συγγνώμη για την ώρα , αλλά θέλω να με ακούσεις…» , είπε μπαίνοντας μέσα και κλείνοντας την πόρτα στο πέρασμά του.
«Κοιτάξτε , ας κλείσουμε ένα ραντεβού για κάποια άλλη στιγμή , μιας και όπως σας είπα βρισκόμαστε εκτός λειτουργίας!» , προσπάθησε να πει η Νάταλι , μα ξαφνικά της κόπηκε η ανάσα. Με χαλαρές κινήσεις , ο άνδρας τράβηξε ένα μαύρο πιστόλι από το πίσω μέρος του παντελονιού του . Αμέσως , βρέθηκε να τη σημαδεύει και της έγνεψε να μη μιλήσει. «Κλειδώστε σας παρακαλώ την πόρτα!» , είπε επιτακτικά. Εκείνη τρομοκρατημένη τα έχασε και ετοιμάστηκε να βάλει τα κλάματα.
«Είπα κάτι κυρία Νάτα…» , πήγε να πει εκείνος θυμωμένα αλλά τα δάκρυα της μάλλον τον συγκράτησαν.
 Η Νάταλι δεν ήθελε να κλάψει , μα ξαφνιάστηκε με την τροπή που είχαν πάρει τα πράγματα. Δεν της άρεσε αυτό , εκείνη είχε στόχο να γίνει μία δυνατή και ανεξάρτητη γυναίκα. Δεν ήταν πια το μικρό κοριτσάκι του μπαμπά! Αμέσως , προσπάθησε να συγκρατήσει τους λυγμούς της , μα παρατήρησε ότι ο κύριος Σάιμον τα είχε χάσει. Έτσι αποφάσισε να το εκμεταλλευτεί αυτό. Έβαλε , λοιπόν ,  τα δυνατά της να κλάψει κι άλλο. Δάκρυα κάλυψαν το πρόσωπό της και ο άνδρας εγκατέλειψε το όπλο.
«Σε παρακαλώ Νάταλι , ηρέμησε…» , ψέλλισε. «Σε χρειάζομαι.»
Εκείνη σήκωσε αργά το κεφάλι και τον κοίταξε , την είχε αγκαλιάσει και προσπαθούσε να σκουπίσει τα δάκρυά της. Προσπάθησε να απομακρυνθεί αλλά , αφέθηκε αμέσως μετά στα μεγάλα του χέρια. «Συγγνώμη» , είπε τότε εκείνος.
«Γιατί κύριε Σάιμον; Γιατί να με απειλήσετε με όπλο;» , η Νάταλι προσποιήθηκε ότι ήταν αρκετά αδύναμη.
«Δε σε απείλησα , αλλά ήθελα να με ακούσεις. Θέλω να αναλάβεις την περίπτωσή μου!».
«Σας είχα εξηγήσει και την προηγούμενη φορά ότι θα το έκανα μετά χαράς» , ένας ψεύτικος λυγμός ξέφυγε ξανά , «απλά η ώρα…».
«Ελάτε , μην κλαίτε...» . Τον κοίταξε , έμοιαζε κι αυτός έτοιμος να βάλει τα κλάματα. Ξεγλίστρησε από τα στιβαρά του χέρια και έκανε μερικά βήματα προς τα πίσω. Φαινόταν αναστατωμένος και κουρασμένος , τώρα που τον παρατηρούσε από μακριά. Το μαύρο όπλο βρισκόταν στη μοκέτα του ιατρείου και η Νάταλι το άρπαξε γρήγορα.
«Ποιος πραγματικά είστε κύριε Σάιμον;» , φώναξε. Οι ρόλοι πλέον είχαν αντιστραφεί. Η Νάταλι τον κοιτούσε βλοσυρά και εκείνος προσπάθησε να πει κάτι. «Τζον Τορνάντι. Ιδιοκτήτης των εστιατορίων Σόλε Ντ’ Όρο».
«Πώς;» , η Νάταλι δεν πίστευε στα αυτιά της , ο υποδειγματικός επιχειρηματίας Τζον Τορνάντι..; Μα ναι! Είχε δει το πρόσωπό του στις εφημερίδες και την τηλεόραση. Οι κακές γλώσσες όμως ανέφεραν ότι είχε και πάρε δώσε με τη μαφία. Έτσι θα εξηγούταν το όπλο.
«Τι θέλετε από εμένα κύριε Τορνάντι; Προς τι όλη η μυστικότητα και τα ψεύτικα ονόματα; Γιατί να έρθετε εδώ με ένα πιστόλι; Θέλετε να καλέσω την αστυνομία; Ή μήπως να…» , κράτησε με τα δύο χέρια το σιδερικό και τον σημάδεψε.
«Αν έρθει εδώ η αστυνομία , μάλλον εσύ θα βρεθείς μπλεγμένη Νάταλι. Το όπλο έχει και τα δικά σου αποτυπώματα πάνω!» .
«Κι αν πατήσω τη σκανδάλη;»
«Δε θα γίνει τίποτα!» , ήρθε η αποστομωτική απάντηση του Τζον.
«Πώς το ξέρετε αυτό κύριε Τζον; Μήπως…» , σταμάτησε την πρότασή της και κατάλαβε τι εννοούσε ο γοητευτικός μα απαίσιος άνδρας. «Όλα ήταν μία μπλόφα!» , είπε σοβαρή.
«Δεν είχα σκοπό να σε βλάψω Νάταλι , ήθελα μόνο να κατανοήσεις ποιος είναι ο αληθινός μου κόσμος και να με βοηθήσεις να τα βγάλω πέρα.»
«Πάω στοίχημα ότι δεν είστε παρά ένα αηδιαστικό κτήνος κύριε Τορνάντι!» , αποφάσισε να ξεστομίσει τις τελευταίες της απειλές».
«Ακόμα και τα κτήνη , έχουν τα προβλήματά τους. Δέχεσαι να με βοηθήσεις; Να μην είμαι πλέον ένα ακόμα κτήνος;» , την πλησίασε με αργές κινήσεις.
Η Νάταλι λύγισε , στα αλήθεια , άφησε το πιστόλι να της γλιστρήσει από τα χέρια , όσο ο Τζον την αγκάλιαζε ξανά. «Ηρέμησε , δε θέλω ούτε να εμπλακείς πουθενά ούτε τίποτε άλλο. Θα έχουμε τα μυστικά μας , όπως κάνεις με όλους τους πελάτες. Αντιμετωπίζω προβλήματα που μόνο εσύ μπορείς να με βοηθήσεις να λύσω. Με το αζημίωτο φυσικά.» , της χαμογέλασε.
Η Νάταλι ήθελε να πιστέψει το τόσο φανερό ψέμα του. «Είστε όντως μέλος της μαφίας έτσι;» , είπε κοιτάζοντάς τον στα μάτια.
«Θα σου τα πω όλα , αρκεί να δεχτείς να με βοηθήσεις…».
«Και αν δε δεχτώ;» , ψέλλισε.
«Τότε το πιστόλι μπορεί ξαφνικά να είναι γεμάτο…» , απάντησε εκείνος , χαμογελώντας , όπως κάθε άλλη φορά.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ…