Σάββατο 19 Σεπτεμβρίου 2015

12.Ο Κύριος Τζον


Το ραδιόφωνο ήταν συντονισμένο σε ένα πρόγραμμα ειδήσεων. Ήταν γύρω στις εννιά το βράδυ , μα η Νάταλι βρισκόταν ακόμα στο ιατρείο της. Η σημερινή ημέρα ήταν ιδιαίτερα καρποφόρα , και παρότι τα ραντεβού είχαν ολοκληρωθεί πάνω από μία ώρα, εκείνη παρέμενε εκεί για να ελέγξει κάποια τελευταία θέματα.
«Άγνωστοι παραμένουν οι δράστες και τα κίνητρα για τη δολοφονία του άτυχου νέου έξω από γνωστό καζίνο της πόλης. Θα συνδεθούμε τώρα με τον ρεπόρτερ μας…» , ακουγόταν σιγανά από τη συσκευή , μα η Νάταλι αποφάσισε να αλλάξει συχνότητα και να βάλει λίγη μουσική. Πέρασε από μερικούς ραδιοσταθμούς μέχρι να καταλήξει σε έναν ποπ ρεπερτορίου. Δεν τις άρεσαν τα νέα σουξεδάκια , αλλά δε βαριέσαι , ήταν πιασάρικα και ανάλαφρα .
Πέρασαν μερικά λεπτά ακούγοντας τις γνωστές επιτυχίες  ,  όμως κατάλαβες πως είχε κουραστεί αρκετά έπειτα από τόσες ώρες δουλειάς. Έτσι , αποφάσισε να κατευθυνθεί –επιτέλους- προς το σπίτι της. Κοίταξε το κινητό της , το οποίο βρισκόταν από νωρίς στο αθόρυβο και έλεγξε όλες τις κλήσεις. Η μητέρα της την είχε καλέσει πάνω από πέντε φορές , ενώ είχε και δύο μηνύματα από την κολλητή της , την Άμπιγκεϊλ. Δεν έλεγξε κανένα και άφησε το κινητό απαλά πάνω στο γραφείο. Η προσωπική της ζωή έμοιαζε με έναν απέραντο βάλτο , αλλά είχε βάλει στόχο να καθιερωθεί πρώτα επαγγελματικά και μετά να…
Το λογισμό της διέκοψε το χτύπημα της πόρτας. Μα πώς γίνεται να ήρθε κάποιος και να ανέβηκε ως πάνω; Η λειτουργία του ιατρείου ήταν μέχρι τις οχτώ. Παραξενεμένη προχώρησε ως το χολ και κοίταξε από το ματάκι.
Αυτό που αντίκρισε την ξάφνιασε. Κράτησε για μερικές στιγμές την αναπνοή της  , «πώς;» , μουρμούρισε και ξανακοίταξε. Το κουδούνι ξαναχτύπησε επίμονα και το χέρι της σαν να κινήθηκε μόνο του , άρπαξε το πόμολο και το τράβηξε.
Ο άνθρωπος που βρισκόταν μπροστά της , ήταν εκείνος ο μυστηριώδης ασθενής. Πριν λίγες μέρες είχε εμφανιστεί ξανά στο ιατρείο. Ήταν ο κύριος Σάιμον.
«Εσείς εδώ;» , ρώτησε.
«Μπορώ να περάσω;» , είπε εκείνος ευγενικά.
«Εεεε… ξέρετε το ιατρείο δε λειτουργεί τέτοια ώρα , μπορείτε να κλείσετε ένα ραντεβού και να το κανονίσουμε για κάποια άλλη μέρα» , προσπάθησε να μην τον αφήσει να μπει.
Η επικίνδυνη όμως αύρα του κύριου Σάιμον την εξίταρε. Δεν ήθελε να του αντισταθεί. «Μπορώ να περάσω , ξαναρωτώ;» , είπε ξανά ήρεμα και απαλά. Έβαλε το πόδι του στην πόρτα και σταδιακά έκαμψε την αντίστασή της.
«Συγγνώμη για την ώρα , αλλά θέλω να με ακούσεις…» , είπε μπαίνοντας μέσα και κλείνοντας την πόρτα στο πέρασμά του.
«Κοιτάξτε , ας κλείσουμε ένα ραντεβού για κάποια άλλη στιγμή , μιας και όπως σας είπα βρισκόμαστε εκτός λειτουργίας!» , προσπάθησε να πει η Νάταλι , μα ξαφνικά της κόπηκε η ανάσα. Με χαλαρές κινήσεις , ο άνδρας τράβηξε ένα μαύρο πιστόλι από το πίσω μέρος του παντελονιού του . Αμέσως , βρέθηκε να τη σημαδεύει και της έγνεψε να μη μιλήσει. «Κλειδώστε σας παρακαλώ την πόρτα!» , είπε επιτακτικά. Εκείνη τρομοκρατημένη τα έχασε και ετοιμάστηκε να βάλει τα κλάματα.
«Είπα κάτι κυρία Νάτα…» , πήγε να πει εκείνος θυμωμένα αλλά τα δάκρυα της μάλλον τον συγκράτησαν.
 Η Νάταλι δεν ήθελε να κλάψει , μα ξαφνιάστηκε με την τροπή που είχαν πάρει τα πράγματα. Δεν της άρεσε αυτό , εκείνη είχε στόχο να γίνει μία δυνατή και ανεξάρτητη γυναίκα. Δεν ήταν πια το μικρό κοριτσάκι του μπαμπά! Αμέσως , προσπάθησε να συγκρατήσει τους λυγμούς της , μα παρατήρησε ότι ο κύριος Σάιμον τα είχε χάσει. Έτσι αποφάσισε να το εκμεταλλευτεί αυτό. Έβαλε , λοιπόν ,  τα δυνατά της να κλάψει κι άλλο. Δάκρυα κάλυψαν το πρόσωπό της και ο άνδρας εγκατέλειψε το όπλο.
«Σε παρακαλώ Νάταλι , ηρέμησε…» , ψέλλισε. «Σε χρειάζομαι.»
Εκείνη σήκωσε αργά το κεφάλι και τον κοίταξε , την είχε αγκαλιάσει και προσπαθούσε να σκουπίσει τα δάκρυά της. Προσπάθησε να απομακρυνθεί αλλά , αφέθηκε αμέσως μετά στα μεγάλα του χέρια. «Συγγνώμη» , είπε τότε εκείνος.
«Γιατί κύριε Σάιμον; Γιατί να με απειλήσετε με όπλο;» , η Νάταλι προσποιήθηκε ότι ήταν αρκετά αδύναμη.
«Δε σε απείλησα , αλλά ήθελα να με ακούσεις. Θέλω να αναλάβεις την περίπτωσή μου!».
«Σας είχα εξηγήσει και την προηγούμενη φορά ότι θα το έκανα μετά χαράς» , ένας ψεύτικος λυγμός ξέφυγε ξανά , «απλά η ώρα…».
«Ελάτε , μην κλαίτε...» . Τον κοίταξε , έμοιαζε κι αυτός έτοιμος να βάλει τα κλάματα. Ξεγλίστρησε από τα στιβαρά του χέρια και έκανε μερικά βήματα προς τα πίσω. Φαινόταν αναστατωμένος και κουρασμένος , τώρα που τον παρατηρούσε από μακριά. Το μαύρο όπλο βρισκόταν στη μοκέτα του ιατρείου και η Νάταλι το άρπαξε γρήγορα.
«Ποιος πραγματικά είστε κύριε Σάιμον;» , φώναξε. Οι ρόλοι πλέον είχαν αντιστραφεί. Η Νάταλι τον κοιτούσε βλοσυρά και εκείνος προσπάθησε να πει κάτι. «Τζον Τορνάντι. Ιδιοκτήτης των εστιατορίων Σόλε Ντ’ Όρο».
«Πώς;» , η Νάταλι δεν πίστευε στα αυτιά της , ο υποδειγματικός επιχειρηματίας Τζον Τορνάντι..; Μα ναι! Είχε δει το πρόσωπό του στις εφημερίδες και την τηλεόραση. Οι κακές γλώσσες όμως ανέφεραν ότι είχε και πάρε δώσε με τη μαφία. Έτσι θα εξηγούταν το όπλο.
«Τι θέλετε από εμένα κύριε Τορνάντι; Προς τι όλη η μυστικότητα και τα ψεύτικα ονόματα; Γιατί να έρθετε εδώ με ένα πιστόλι; Θέλετε να καλέσω την αστυνομία; Ή μήπως να…» , κράτησε με τα δύο χέρια το σιδερικό και τον σημάδεψε.
«Αν έρθει εδώ η αστυνομία , μάλλον εσύ θα βρεθείς μπλεγμένη Νάταλι. Το όπλο έχει και τα δικά σου αποτυπώματα πάνω!» .
«Κι αν πατήσω τη σκανδάλη;»
«Δε θα γίνει τίποτα!» , ήρθε η αποστομωτική απάντηση του Τζον.
«Πώς το ξέρετε αυτό κύριε Τζον; Μήπως…» , σταμάτησε την πρότασή της και κατάλαβε τι εννοούσε ο γοητευτικός μα απαίσιος άνδρας. «Όλα ήταν μία μπλόφα!» , είπε σοβαρή.
«Δεν είχα σκοπό να σε βλάψω Νάταλι , ήθελα μόνο να κατανοήσεις ποιος είναι ο αληθινός μου κόσμος και να με βοηθήσεις να τα βγάλω πέρα.»
«Πάω στοίχημα ότι δεν είστε παρά ένα αηδιαστικό κτήνος κύριε Τορνάντι!» , αποφάσισε να ξεστομίσει τις τελευταίες της απειλές».
«Ακόμα και τα κτήνη , έχουν τα προβλήματά τους. Δέχεσαι να με βοηθήσεις; Να μην είμαι πλέον ένα ακόμα κτήνος;» , την πλησίασε με αργές κινήσεις.
Η Νάταλι λύγισε , στα αλήθεια , άφησε το πιστόλι να της γλιστρήσει από τα χέρια , όσο ο Τζον την αγκάλιαζε ξανά. «Ηρέμησε , δε θέλω ούτε να εμπλακείς πουθενά ούτε τίποτε άλλο. Θα έχουμε τα μυστικά μας , όπως κάνεις με όλους τους πελάτες. Αντιμετωπίζω προβλήματα που μόνο εσύ μπορείς να με βοηθήσεις να λύσω. Με το αζημίωτο φυσικά.» , της χαμογέλασε.
Η Νάταλι ήθελε να πιστέψει το τόσο φανερό ψέμα του. «Είστε όντως μέλος της μαφίας έτσι;» , είπε κοιτάζοντάς τον στα μάτια.
«Θα σου τα πω όλα , αρκεί να δεχτείς να με βοηθήσεις…».
«Και αν δε δεχτώ;» , ψέλλισε.
«Τότε το πιστόλι μπορεί ξαφνικά να είναι γεμάτο…» , απάντησε εκείνος , χαμογελώντας , όπως κάθε άλλη φορά.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου