Δευτέρα 30 Μαΐου 2016

05. O Κύριος Τορ…;


Το πρωί του Σαββάτου , αποτελούσε τη μεγάλη ανάσα για τη Νάταλι. Δίχως να έχει δουλειά , μπορούσε να χαλαρώσει και να απολαύσει τους καρπούς του μόχθου της. Έτσι, όπως κάθε φορά , εκείνο το όμορφο ανοιξιάτικο και ηλιόλουστο πρωινό , την έβρισκε στο σαλόνι του σπιτιού της με ανοιχτό το παράθυρο , να χαζεύει το γαλάζιο ουρανό και τα ψηλά κτήρια της πόλης.  Μία ζεστή κούπα καφέ στα χέρια και το κελάιδισμα των λιγοστών πουλιών της περιοχής ήταν ότι χρειαζόταν για να ξεκινήσει ιδανικά η ημέρα της.
Την απόλυτη αυτή ηρεμία , θα διέκοπτε ο θόρυβος του θυροτηλεφώνου. Αρχικά , ο ήχος την ξάφνιασε , γιατί δεν περίμενε και κανέναν , αλλά μετά σκέφτηκε ότι θα ήταν για κάποιον έρανο ή κανένας  πλασιέ. Δίχως δισταγμό , έτοιμη να κάνει το καλό ή απλά να κλείσει την πόρτα στα μούτρα του ενοχλητικού πωλητή , πάτησε το κουμπί και άνοιξε την κάτω πόρτα. Ύστερα περίμενε υπομονετικά να χτυπήσει και η πόρτα του μικρού πλην όμορφου διαμερίσματός της.
Το κουδούνι χτύπησε και εκείνη κατευθύνθηκε προς το ματάκι. Μόλις όμως αντίκρισε τον άνδρα που στεκόταν από έξω ξαφνιάστηκε και ανατρίχιασε.
«Μα τι γυρεύει αυτός εδώ , μία τέτοια μέρα;» , μονολόγησε. Αποφάσισε , να αγνοήσει τον επίμονο ήχο του κουδουνιού και να το παίξει απούσα. Δεν μπορεί θα έφευγε…
Δεν ήταν φυσιολογικά όλα αυτά. Μα πώς βρήκε τη διεύθυνση του σπιτιού της; Πέρασε λίγη ώρα και αποφάσισε να ξανακοιτάξει από το ματάκι , προσπαθώντας φυσικά να κάνει απόλυτη ησυχία.
Κι όμως στην εξώπορτά της , στεκόταν ακόμα αυτός. Ο πιο επικίνδυνος και συνάμα πιο ενδιαφέρον ασθενής της. Ψηλός και γοητευτικός –όπως πάντα-  , αλλά για κάποιο λόγο αρκετά κουρασμένος , ταλαιπωρημένος . Όσο τον παρατηρούσε , τόσο καταλάβαινε πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Το μπλε πουκάμισό του ήταν σκισμένο και είχε κόκκινες κηλίδες σε πολλά σημεία. Τα μαλλιά του ήταν ατημέλητα , το πρόσωπό του καταρρακωμένο.  Αποφάσισε μετά από περισυλλογή , να ανοίξει την πόρτα. Ο άνθρωπος φαινόταν να μην είναι καλά , και αν και την τρόμαζε , δεν μπορούσε να του αρνηθεί τη βοήθεια.
Η θύρα άνοιξε και ο άνδρας όρμησε μέσα στο μικρό διαμέρισμα χωρίς να πει κουβέντα.
«Κύριε Τορνάντι!» , φώναξε.
«Κλείσε την πόρτα Νάταλι…» , είπε αυτός σιγανά καθώς ξάπλωνε στον καναπέ της.
«Μα τι γυρεύετε εδώ; Πώς γνωρίζατε τη διεύθυνση του σπιτιού μου; Με παρακολουθείτε κύριε Τορνάντι; Ως εδώ  ήταν , θα καλέσω την αστυνομία!».
«Σε παρακαλώ, δεν έχω κάπου αλλού να πάω» , ξερόβηξε.
«Δε με ενδιαφέρει αυτό. Είναι Σάββατο , και εδώ δεν είναι το ιατρείο μου, αλλά το σπίτι μου. Δεν ξέρω που βρήκατε τούτη τη διεύθυνση και δε γνωρίζω τι ακριβώς πάθατε , αλλά θα σας παρακαλούσα να βγείτε έξω τώρα!».
«Θα πεθάνω…» , μουρμούρισε ο κύριος Τζον.
«Πώς είπατε;».
Ξαπλωμένος στον καναπέ , ο απρόσκλητος επισκέπτης έκλεισε τα μάτια του και σταμάτησε να μιλάει. Η Νατ ήξερε πως δεν υπήρχε τρόπος να τον μετακινήσει από τον καναπέ της και το σπίτι της και πως για άλλη μία φορά ο γοητευτικός ασθενής της την είχε τουμπάρει. Όλο αυτό έπρεπε να σταματήσει σύντομα. Ο τύπος ήταν ένας αδίστακτος γκάνγκστερ , πάμπλουτος και αναμεμειγμένος με κάθε παράνομη δραστηριότητα στην πόλη. Ποιος ξέρει σε τι βρομοδουλειά ή και ανταλλαγή πυρών είχε μπλεχτεί και τώρα ήταν εκεί αιμόφυρτος στον καναπέ της.

Η Νάταλι Νετ, ήταν πολύ καλό παιδί , και όλοι το έλεγαν. Δεν αρνιόταν χατίρι σε κανέναν. Κι έτσι , φρόντισε τον Τζόναθαν σαν να ήταν κάποιος δικός της. Το χέρι του αιμορραγούσε , δεν ήξερε από τι , αλλά είχε μία πληγή κοντά στον δεξί ώμο. Καθάρισε την πληγή και προσπάθησε να την κουράρει όσο καλύτερα γινόταν. Ύστερα του έβγαλε το βρώμικο και σκισμένο πουκάμισο και του φόρεσε το μεγαλύτερο νυχτικό που είχε. Έστρωσε τον μωβ καναπέ της και τον άφησε εκεί να κοιμηθεί και να ξεκουραστεί. Όταν ξυπνούσε θα καλούσε κάποιον ιατρό , μπας και τελείωνε αυτή η ιστορία.

Το μεσημέρι ήλθε και μαζί με το μεσημέρι ήλθαν και οι μεγάλοι μπελάδες. Κατά τις τρεις , το κουδούνι χτύπησε για άλλη μία φορά. Αυτή τη φορά , η Νάταλι είχε τη σοφία να ελέγξει ποιος την επισκεπτόταν.
«Έλα Νατ μου , άνοιξέ μου , η μανούλα είμαι!», ακούστηκε η φωνή από το θυροτηλέφωνο.
«Μαμά! Τι κάνεις εδώ;!».
«Ήμασταν στην πόλη αγάπη μου και είπα να έρθω να σου κάνω μια επισκεψούλα! Άντε άνοιξέ μου!»
Η νεαρή ψυχολόγος δεν ήξερε πώς να το αντιμετωπίσει αυτό , αλλά σίγουρα , δεν μπορούσε να αφήσει τη μητέρα της εκτός σπιτιού. Το πώς θα κάλυπτε τον άνδρα που κοιμόταν στο σαλόνι της ήταν μία σημαντική ερώτηση , αλλά σκέφτηκε πως κάπως θα το μπάλωνε.
Κάπως έτσι , η Νάνσυ Νετ εισήλθε σα σίφουνας στο διαμέρισμα της κόρης της. Ομολογουμένως , λίγο πριν τα εξήντα η κυρία Νετ ήταν σε εξαιρετική φόρμα. Λεπτοκαμωμένη , αλλά δραστήρια και πάντα κοκέτα , τα τελευταία χρόνια ένιωθε εξαιρετική μοναξιά μακριά από τις δύο κόρες τις , που είχαν ανοίξει τα δικά τους φτερά. Ο σύζυγος της εργαζόταν ακόμα , οπότε περνούσε πολλές ώρες μόνη της στο σπίτι , στα προάστια της Γκόλντβιλλ. Μέρες σαν τη σημερινή της έδιναν την ευκαιρία να επισκεφθεί τις φίλες της στο κέντρο της πόλης και ταυτόχρονα να περάσει και από τη γειτονιά της κόρης της για ένα φλιτζάνι καφέ.

Το βλέμμα της μάνας άλλαξε μόλις αντίκρισε τον άνδρα που κοιμόταν στον καναπέ.
«Ποιος είναι αυτός ΝΑΤΑΛΙ;» , φώναξε κοιτώντας την τρομαγμένη.
«Μη φωνάζεις μαμά!» , προσπάθησε να την ηρεμήσει. Προφανώς και περίμενε την έκρηξη.
«Λέγε ποιος είναι τούτος ο κύριος…»
«Σίγουρα θα μπορούσε να είναι ο οποιοσδήποτε και να μη σου έπεφτε λόγος μητέρα».
«Α! Εδώ φτάσαμε! Η μανούλα στα λέει για το καλό σου καλή μου Νατ , δεν σε αφήσαμε μόνη σου να αλητεύεις στην πόλη. Αλλά πού ξέρεις ποιος ακριβώς είναι ο κύριος αυτός;».
«Στην πόλη είμαι για να δουλέψω. Αλλά εδώ δε συμβαίνει αυτό που νομίζεις» , αναστέναξε , «πρόκειται για έναν ασθενή , που τον φιλοξενώ για σήμερα».
«Α ναι; Και ποιος είναι αυτός ο ασθενής;».
«Είναι ο κύριος Τορ… ο κύριος Τορ…» , εκεί η Νατ κόμπιασε λίγο. Δεν ήξερε αν έπρεπε να αποκαλύψει την ταυτότητα του πληγωμένου επισκέπτη της.
«Τζόναθαν Τορνάντι! Χάρηκα πολύ για τη γνωριμία!». Η ανδρική φωνή έθεσε τέλος στο δίλλημά της και την έφερε σε μεγάλη αμηχανία.
«Τζόναθαν Τορνάντι;» , αναρωτήθηκε η μαμά , «κάπου το έχω ξανα-ακούσει αυτό το όνομα».
«Εστιατόρια Σόλε Ντ’ Όρο! Πιθανά θα τα γνωρίζετε , τυχαίνει να είμαι ο ιδιοκτήτης τους!».
Η γυναίκα τα έχασε και για μερικές στιγμές , δεν ήξερε τι να πει. Η Νάταλι κοίταξε με ένα βλέμμα απόγνωσης τον αραχτό πλέον Τζόναθαν , κι αυτός της έκλεισε το μάτι.

Αμέσως μετά , η κυρία Νάνσυ ξέχασε τα κηρύγματα περί αλητείας και ανδρών και άραξε στην πολυθρόνα απέναντι από τον καναπέ. Χαρούμενη και καθησυχασμένη από τον αξιαγάπητο κύριο Τζον ότι η κόρη της κάνει παρέα με την αφρόκρεμα της πόλης και πως είναι μια εξαιρετική επιστήμονας  απόλαυσε έναν εξαιρετικό γαλλικό καφέ με φουντούκι. Η Νάταλι ήξερε πως όλη αυτή η ατμόσφαιρα ήταν ψεύτικη , αλλά δεν μπορούσε να μην εκτιμήσει το χάρισμα που είχε ο ασθενής της. Ψύχραιμος και με τακτ , εξήγησε στη μητέρα της γιατί βρισκόταν εκεί , και πως εκείνη τον είχε αναλάβει προσωπικά. Αργότερα , η συζήτηση θα πήγαινε και σε άλλα θέματα , από τις τηλεοπτικές σειρές ως τον κινηματογράφο και από τις τάσεις της μόδας ως και την πολιτική. Κατά τις έξι το απόγευμα , η μανούλα θα έφευγε πλήρως εκστασιασμένη από τη γνωριμία αυτή και ικανοποιημένη από την πορεία της κόρης της.
«Λοιπόν Ναταλίτσα μου , θα τα πούμε αύριο το μεσημέρι στο οικογενειακό μας γεύμα!!», της είπε χαιρετώντας τη και ύστερα της ψιθύρισε στο αυτί , «χαίρομαι που ένας απ’τους ασθενείς σου είναι αυτός ο υπέροχος τζέντλεμαν. Έπρεπε να μας το έχεις πει πιο νωρίς πόσο ψηλά έχεις φτάσει. Είμαι περήφανη».
Η Νάταλι έκλεισε την πόρτα με ανακούφιση και γρήγορα έκατσε στην πολυθρόνα.
«Και τώρα κύριε Τορνάντι , νομίζω πως χρωστάτε κάποιες εξηγήσεις».
«Ω , Νάταλι , νομίζω ότι ξεπλήρωσα τη χάρη , η μητέρα σου τώρα γνωρίζει από πρώτο χέρι πως ανήκεις ήδη στην κρεμ ντε λα κρεμ της Γκόλντβιλλ!» , γέλασε.
«ΟΧΙ! Δε θέλω να ανήκω στη δική σας κρεμ ντε λα κρεμ!».
«Τώρα με προσβάλλεις… Είμαι ένας μπίζνεσμαν , η οικογένεια έχει τα καλύτερα εστιατόρια στην πόλη εδώ και μισό αιώνα».
«ΚΑΙ ΚΑΝΕΙ ΚΟΥΜΑΝΤΟ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΥΠΟΚΟΣΜΟ; ΚΟΙΤΑΞΤΕ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΑΣ ΚΥΡΙΕ ΤΟΡΝΑΝΤΙ , ΗΡΘΑΤΕ ΕΔΩ ΑΙΜΜΟΦΥΡΤΟΣ!»
Μόλις το άκουσε αυτό , ο Τζον φώναξε:
«ΣΚΑΤΑ! Το κινητό μου! ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΚΙΝΗΤΟ ΜΟΥ;! ΠΟΥ ΕΞΑΦΑΝΙΣΕΣ ΤΟ ΚΙΝΗΤΟ ΜΟΥ;».
«Το έβγαλα από το παντελόνι σας… το ακούμπησα στην κουζίνα , έτσι κι αλλιώς δε χτύπησε όλη μέρα…»
«ΠΡΟΦΑΝΩΣ! Είναι κλειστό! Δεν είχε ίχνος μπαταρίας! Πρέπει γρήγορα να κάνω μερικές κλήσεις! »
«Αχ κύριε Τζόναθαν , χρωστάτε πάρα πολλές εξηγήσεις , μην αλλάζετε θέμα σας παρακαλώ…».
Εκείνος όμως έδειξε να μη δίνει σημασία , απλά μονολόγησε , «Μπαξ… Ω Θεέ μου , τι έκανα…».


ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...

Δευτέρα 23 Μαΐου 2016

04. Ο Άνδρας στην Άκρη του Δρόμου


Πονούσε , ζαλιζόταν και έτρεμε μα έπρεπε να φανεί δυνατός. Όλα είχαν γίνει τόσο γρήγορα που δεν είχε χρόνο να τα επεξεργαστεί. Τώρα , η όρασή του ήταν θολή, όλοι γύρω του απλά παραμορφωμένες υπάρξεις και ο δρόμος μία τεράστια λωρίδα χωρίς τέλος.
Το χέρι του πονούσε φριχτά , μα έπρεπε να κάνει κουράγιο και να συνεχίσει. Πιθανά θα περπατούσε εδώ και αρκετές ώρες. Ο ήλιος , είχε ήδη αρχίσει να του καίει το πρόσωπο. Οι πρώτες ημέρες της άνοιξης , σκέφτηκε.
Μα τι τον ένοιαζε αυτό; Το μόνο που είχε σημασία τώρα ήταν να γυρίσει σπίτι. Παρ’ όλα αυτά , δεν υπήρχε κανένας τρόπος να επισπεύσει τη διαδικασία , ούτε να επικοινωνήσει με κάποιον. Το κινητό του είχε ξεμείνει από μπαταρία κι έτσι δεν μπορούσε να καλέσει κανέναν. Βέβαια  , μία στιγμή σαν εκείνη , ο πρώτος που θα καλούσε θα ήταν ο γιος του. Ο Τζούνιορ…
Από τότε που η μητέρα του πέθανε , το μικρό του αγόρι έχασε τη γη κάτω από τα πόδια του. Εκείνος , ο πατέρας του ήταν πάντα πολυάσχολος , όπως θα έπρεπε να είναι. Οι επιχειρήσεις έφεραν μεγάλες ευθύνες , και όλα περνούσαν από το χέρι του. Τα λεφτά δε φυτρώνουν στα δέντρα. Ο μικρός ήταν πολύ απόμακρος μαζί του πλέον , μα όταν μεγάλωνε , θα καταλάβαινε… Δεν υπήρχε άλλος τρόπος…
Φυσικά , δε συμπάθησε ποτέ ούτε τη μητριά του. Εδώ που τα λέμε βέβαια , και εκείνη δεν είχε πολλά πάρε δώσε μαζί του. Ευτυχώς για όλους τους , υπήρχε η νταντά , για να τον μεγαλώνει και να έχει και εκείνος ήσυχο το κεφάλι του. Ήλπιζε ότι κάποια στιγμή στο μέλλον , θα έρχονταν κοντά σαν μπαμπάς με γιο… Εξάλλου ποιος θα αναλάμβανε τις οικογενειακές μπίζνες ;
Καλύτερα κανένας , σκέφτηκε πικρόχολα , κοίτα που έφτασα εξαιτίας τους… Και όχι μόνο.  Ο Λεονάρντο , ο καλός του ξάδελφος , Λεονάρντο , βρισκόταν πλέον στον άλλο κόσμο. Όλα αυτά εξαιτίας των καταραμένων επιχειρήσεων.

Συγκράτησε τα δάκρυά που επιδείνωναν κι άλλο την όραση του και συνέχισε να περπατάει.  Όσο περνούσε όμως  η ώρα , ο ώμος του τον τριβέλιζε όλο και περισσότερο. Πίεσε την πληγή με το άλλο του χέρι και άφησε μία κραυγή να του ξεφύγει. Αμέσως σταμάτησε την πορεία του και κάθισε σε ένα μεγάλο βράχο. Τα αμάξια περνούσαν σα σίφουνας μπροστά του , η σκόνη του δρόμου κολλούσε στο δέρμα και ο ίδιος ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα.
Ο Τζόναθαν Τορνάντι είχε πιάσει και στο παρελθόν πάτο , μα τώρα τα πράγματα ήταν πιο τραγικά από κάθε άλλη φορά. Λίγες ώρες πριν , καθόταν στην μεγάλη πολυθρόνα του και ατένιζε χαλαρός τα άστρα , μα εκείνη η κλίση από τη νύφη του , έφερε τα πάνω κάτω. Σαν σίφουνας πέρασαν από το μυαλό του όλες εκείνες οι στιγμές που διαδέχθηκαν το μοιραίο τηλεφώνημα.
Ο Ντομένικο , ο Πήτερ Σμιθ , η ηλίθια γλάστρα του , οι φουσκωτοί του , η γάτα Σιάμ , οι πυροβολισμοί  , και τέλος , ο Μπαξ. Οι νωπές μνήμες τον έκαναν να πανικοβληθεί για ακόμα μία φορά και τινάχτηκε απότομα από το άβολο κάθισμά του. Άρχισε να χοροπηδάει με τις λιγοστές δυνάμεις του προς το μεγάλο δρόμο που οδηγούσε πίσω στην Γκόλντβιλλ. Θα έκανε οτοστόπ. Όλο και κάποιος θα τον έπαιρνε μαζί του.

Το κίτρινο αμαξάκι σταμάτησε στην άκρη της σκονισμένης οδού και η πόρτα του συνοδηγού άνοιξε. Ο Τζον έφτυσε στο έδαφος και σύρθηκε μέσα.
«Χάρηκα» , έδωσε το τρεμάμενο χέρι του στον νεαρό οδηγό. Εκείνος τρομαγμένος ανταπέδωσε την κίνηση και έκανε ένα νόημα , που μάλλον σήμαινε «κλείνετε την πόρτα;» . Ακολούθως , αυτός άρπαξε με το καλό του χέρι την μικροσκοπική πόρτα και με έναν απαλό κρότο την έκλεισε.
«Τζόναθαν» , συστήθηκε.
«Βινς!» , είπε διστακτικά και ο οικοδεσπότης του.
«Σε ευχαριστώ Βινς , δεν περνάω και τις καλύτερες μου στιγμές» .
 «Καταλαβαίνω , πώς μπορώ να σας βοηθήσω κύριε Τζόναθαν; .»
«Πας στην Γκόλντβιλλ έτσι;»
«Ναι , ο δρόμος αυτός εκεί οδηγεί!»
«Τέλεια. Θα με αφήσεις εκεί που θα σου πω έτσι;» .
Ο Βινς δεν είχε και κάποια άλλη επιλογή. Έμοιαζε αρκετά τρομαγμένος απ΄τη θέα του αιμόφυρτου και καταρρακωμένου άνδρα που εισέβαλε έτσι στο αυτοκίνητό του , αλλά χαλάλι. Αφού τον ενημέρωσε για τη διεύθυνση του σπιτιού του και έκανε ξεκάθαρο ότι έμενε σε μία απ’ τις πιο ακριβές περιοχές της πόλης , του ζήτησε να βάλουν λίγη μουσικούλα.
«Έχω ένα σιντί της Μαντόνα…» , ψιθύρισε εκείνος.
«Ραδιόφωνο δεν παίζει;».
«Έχει χαλάσει , βλέπετε το αυτοκίνητο είναι λίγο παλιό.»
«Καλά , αυτό το βλέπω και μόνος μου , δεν τυφλώθηκα που να με πάρει!!» .
Μα τι κάνεις Τζόναθαν; Το παίζεις νταής στο παλικάρι; Αν ήθελε και είχε λίγο τσαμπουκά έπρεπε να σε παρατήσει σε κανά χαντάκι για να μάθεις…
«Βάλε την Μαντόνα , από το τίποτα , καλή και αυτή» , του χαμογέλασε μετά από μερική ώρα περισυλλογής.

Μαντόνα και άγιος ο θεός λοιπόν . Ο Τζόναθαν Τορνάντι είχε πιάσει και στο παρελθόν πάτο , αλλά αυτό εδώ ήταν κάτι το πρωτόγνωρο. Η Μαντόνα ήταν ένα κορίτσι που την ένοιαζαν τα υλικά αγαθά , και ζούσε έναν κόσμο φτιαγμένο από αυτά. Αυτή πρέπει να ήταν η τιμωρία του για τις μπόλικες αμαρτίες που είχε κάνει. Παγιδευμένος να ακούει για τα επόμενα τριάντα πέντε λεπτά κάτι τέτοια κομματάκια , προσπάθησε να αφιερωθεί σε άλλες σκέψεις , μα όλα φαίνονταν τόσο θλιβερά , που στο τέλος προτιμούσε να αφεθεί στην Παρθένο Μαντόνα και την ακτίνα φωτός της.
 Λίγη ώρα μετά , και καθώς το αυτοκινητάκι του Βινς έβγαζε αριστερό φλας για να κατευθυνθεί προς την γειτονιά του ,  συνειδητοποίησε πως κάτι άλλαξε μέσα του.
«Να σου πω ρε συ Βινς. Συνέχισε προς το κέντρο σε παρακαλώ , άλλαξα γνώμη , θα πάμε κάπου αλλού.»
Το παλικαράκι τα έχασε για λίγο , μα γρήγορα πήρε την κατεύθυνση που του υποδείχθηκε. Ο Τζον ήξερε ότι δεν μπορούσε να εμφανιστεί έτσι στο σπίτι. Όπως ήξερε ότι δεν μπορούσε να εμφανιστεί και πουθενά αλλού. Μόνο ένα μέρος υπήρχε όπου μπορούσε να πάει. Και εκεί ακριβώς θα τον πήγαινε ο καλός του φίλος Βινς.
Λίγο ακόμα , ψιθύρισε στον εαυτό του… 


ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...

Δευτέρα 16 Μαΐου 2016

03. Φάντασμα


Τα πορφυρά μαλλιά ακουμπούσαν στους λεπτούς ώμους της. Τα γκριζοπράσινα μάτια της έλαμπαν και ένα μόνο βλέμμα της αρκούσε για να σε μαγνητίσει.  Τέλος , όπως  κάθε άλλη φορά ,  ήταν ντυμένη στην εντέλεια. Η Λουίζα όμως  , πέρα από όλα αυτά , ήταν και μία εξαιρετικά έξυπνη γυναίκα. Δυστυχώς όπως συμβαίνει συνήθως , ήταν θύμα της ομορφιάς της. Οι άνδρες συνήθως δεν εκτιμούσαν , ούτε και πρόσεχαν τα πολλά προτερήματά της. Όχι όμως κι ο Τζερμ. Εκείνος ήταν διαφορετικός.
Ένα από τα πολλά χαρίσματα που ξεχώριζε σε εκείνη , ήταν αυτό της καλής ακροάτριας. Έτσι εκείνο το απόγευμα θα έβρισκε τους δυο τους σε μία χαλαρή καφετέρια. Ζεστή σοκολάτα για την κυρία και εσπρέσο για αυτόν.
«Φοβάμαι πως την έχασα για πάντα…» , αναστέναξε. «Δεν ξέρεις πόσα όνειρα έκανα για εμάς τους δύο. Μπορεί τώρα να είμαι ένας ένας φτωχός φοιτητάκος , αλλά σε λιγότερο από δύο χρόνια θα πάρω το πτυχίο μου και θα βρω μία καθωσπρέπει δουλειά. Αχ , τι άτυχος που είμαι…»
«Καταρχάς , αν σε αγαπάει όπως μου λες , θα σου δώσει μία δεύτερη ευκαιρία να της εξηγήσεις. Δεν μπορεί να σας καταστρέφει τη σχέση ένας άγνωστος που λέει ασυναρτησίες. Όπως ξέρουμε και οι δυο μας , δε θυμάσαι τίποτα από εκείνο το μοιραίο βράδυ , τρέχα γύρευε που βρήκες τον τύπο και τι κάνατε μαζί!»
«Σε διαβεβαιώνω , ότι δεν έχω πάρε δώσε με τύπους σαν τον… Μπαξ! Ακούς εκεί όνομα! Και ο τύπος είναι λες και βγήκε από ταινία του Σκορτσέζε!».

 Ο Τζερμ αναστέναξε και ρούφηξε λίγο από τον καφέ του. Του έλειπε πραγματικά η Μελίσσα. Από εκείνη την αποφράδα μέρα που συνάντησε τον Μπαξ Σίναμον , δεν είχε απαντήσει ούτε σε μία κλήση του. Την αναζήτησε στο πανεπιστήμιο , μα ούτε εκεί μπόρεσε να την εντοπίσει. Ύστερα , πλησίασε τις φίλες τις. Μα κι αυτές , δεν τον συμπάθησαν ποτέ , οπότε τώρα ήταν η καλύτερη τους. Μπορούσαν να τον θάβουν ανελέητα πίσω από την πλάτη του, και φυσικά να του λένε με ένα υποκριτικό ύφος , πόσο λυπόνταν για το χωρισμό τους. Τρίχες. Θα στοιχημάτιζε το σαράβαλό του , πως αυτές έριχναν λάδι στη φωτιά όποτε η Μελίσσα του κράταγε μούτρα κι άρχιζε τις γκρίνιες. Μα τώρα , είχαν φτάσει σε ένα καθοριστικό τέλμα , που όμοιό του δεν είχε ξαναυπάρξει.
«Τι θα κάνω Λουίζα;»
«Είναι δύσκολα τα πράγματα…» μουρμούρισε.
«ΤΟ ΞΕΡΩ!»
«Όμως , αν πιστεύεις ότι έχετε μέλλον μαζί , δείξε της με κάθε τρόπο τι σημαίνει για εσένα. Μία άλλη καλή κίνηση είναι να φέρεις στη συνάντησή σας και το φίλο σου τον Μπαγκς Μπάννυ…»
«Μπαξ , το όνομά του είναι Μπαξ.»
«Αυτόν τον τύπο τέλος πάντων , και να της εξηγήσει ότι έλεγε μπαρούφες!»
«Αχ , Λουίζα , μου δίνεις τόσο κουράγιο με τα λόγια σου!! Βρήκες τη λύση!! Θα ξεκινήσω με μικρά δωράκια και ύστερα αν δεν πιάσει τίποτα , θα μαζέψω τον Μπαξ και θα πάμε να εξηγηθούμε! Δεν μπορεί , θα με πιστέψει. Έχουμε πολλά να ζήσουμε μαζί έτσι; Εγώ και η Μελισσούλα μου!»
Η νεαρή κοπέλα  τον κοίταξε με ένα γλυκό συγκαταβατικό χαμόγελο για συνοδεία και του χάιδεψε το χέρι.
«Φτωχέ μου Τζερμ…» .

«Είμαι ο μεγαλύτερος βλάκας της γης. Έχω μία γυναικάρα να ασχολείται μαζί μου , κι εγώ της μιλάω για τη Μελίσσα. Δεν το αξίζει αυτό κανείς μας.»
Το φιλί που είχαν ανταλλάξει ακόμα του τριβέλιζε το μυαλό. Το ίδιο και η θολή θύμηση εκείνης της νύχτας  , που ακόμα του προκαλούσε ρίγος. Όλα όσα του είχαν διηγηθεί , πρέπει να ήταν αληθινά , μα και πάλι αδυνατούσε να πιστέψει πως εκείνος ήταν υπαίτιος για όλα αυτά. Δεν πίστευε πως ήταν ικανός να κάνει τέτοια άσωτη ζωή. Αλλά δεν πίστευε και πως ξαφνικά όλα είχαν διαγραφεί από τη δική του μνήμη.
Χωρίστηκαν με τη Λουίζα λίγο μετά την όμορφη συζήτησή τους και ξεκίνησε να πάει πεζός μέχρι το διαμέρισμά του. Είχε ηρεμήσει αρκετά και είχε αποκτήσει αρκετές ιδέες περί του πώς να κινηθεί στο θέμα «Μελίσσα» . Θα ξεκινούσε από σήμερα κιόλας. Ένα πακέτο σοκολατάκια ή ένα μπουκέτο λουλούδια θα ήταν ότι πρέπει για αρχή.

Βγήκε στον σκοτεινό δρόμο που διαδεχόταν τη μεγάλη λεωφόρο και κατευθύνθηκε προς το σπίτι. Καθώς όμως χάζευε τους περαστικούς και τις βιτρίνες του φάνηκε ότι είδε μία γνώριμη σιλουέτα ανάμεσα στο πλήθος. Δίχως να χάσει χρόνο , προχώρησε με γοργό βήμα προς το μέρος του αδύνατου άνδρα. Τον σκούντησε στον ώμο. Αυτός για μία στιγμή προσπάθησε να αγνοήσει την επαφή αυτή και να εξαφανιστεί και πάλι , να γίνει ένα με τον υπόλοιπο κόσμο. Ύστερα όμως κοντοστάθηκε και γύρισε το κεφάλι του προς τον Τζερμ.
Τα καστανά μάτια και το αδύνατο παρουσιαστικό του , τα μυωπικά γυαλιά αλλά και η ευγένεια στο παρουσιαστικό του… Ο Τζερμ ήξερε , πως αυτός ο άνθρωπος ήταν ο Δόκτωρ Κάλλιστερ.
Κι όμως , για μια στιγμή αμφέβαλλε. Ο Δόκτωρ Κάλλιστερ που γνώριζε ήταν ένας ευθυτενής περιποιημένος και καλοζωισμένος σαραντάρης. Ετούτο το φάντασμα , ίσα που τον θύμιζε. Φανερά κουρασμένος , αξύριστος , ατημέλητος , φορώντας ένα κουρελιασμένο πουκάμισο και ένα σκονισμένο παλτό τον κοιτούσε με ένα απλανές και αδειανό βλέμμα.
«Tζερμάν!» , χαμογέλασε αχνά μετά από λίγες στιγμές.
«Δόκτωρ Ντάμιεν! Εσείς είστε , έτσι;»
«Ναι αγόρι μου…» , κόμπιασε , «εγώ είμαι!».
«Μα τι σύμπτωση να σας βρίσκω εδώ στο δρόμο! Πού βρίσκεστε; Έχω τόσο καιρό να σας δω!»
Ο καθηγητής φαινόταν κυριολεκτικά χαμένος και αμήχανος. Όμως ο Τζερμ χρειαζόταν απαντήσεις και ο μόνος που μπορούσε πλέον να τις δώσει ήταν ο πρώην δάσκαλός του. Τώρα λοιπόν ήταν η ώρα.
«Καιρό ε; Είχα… κάποιες υποχρεώσεις! Εσύ , είσαι εντάξει; Σε βλέπω μια χαρά…».
«Είμαι μια χαρά Δόκτωρ!» , ο Τζερμ ένιωσε λίγο άβολα , μα γρήγορα συγκεντρώθηκε.
«Ακούστε , ξέρω ότι έχετε πολύ φορτωμένο πρόγραμμα γενικότερα , μα θα είχατε λίγο χρόνο για να συζητήσουμε κατ’ ιδίαν;».
«Φοβάμαι πως όχι καλό μου παιδί…» , είπε απογοητευμένα αυτός.
«Μόνο για λίγα λεπτά , απλά δεν είναι τόσο σωστό να είμαστε όρθιοι στη μέση του δρόμου , σας βλέπω και κουρασμένο και…» , απόψε έπρεπε να πάρεις τις απαντήσεις που ήθελε.

Ο καθηγητής έβηξε και ύστερα έξυσε το ατημέλητο γενάκι που είχε φυτρώσει στο άλλοτε λαμπερό πρόσωπό του.
«Τι να σου πω Τζερμ , είμαι ελαφρά κουρασμένος , μα αν επιμένεις τόσο…», σταμάτησε και έκανε ένα νεύμα με τα χέρια.

Οι δύο άνδρες μπήκαν σε ένα παλιό μπιστρό και μοιράστηκαν ένα μικροσκοπικό τραπεζάκι. «Θα μπω στο ψητό δόκτωρ Κάλλιστερ. Για να είμαι ειλικρινής , το ότι σας συναντώ είναι ένα μικρό θαύμα για εμένα. Σας καλώ στο τηλέφωνο εδώ και πολλές ημέρες , μα δεν μου έχετε απαντήσει ποτέ. Δε σας κατηγορώ για κάτι , ξέρω πόσο πολυάσχολος είστε. Όμως θα ήθελα απαντήσεις. Και είστε αυτός που θα μου τις δώσει.»
«Απαντήσεις;» , ξερόβηξε για ακόμα μία φορά.
«Απαντήσεις! Πριν περίπου τρεις εβδομάδες συναντηθήκαμε και μου δώσατε ένα χάπι , δεν είναι έτσι;»
«Ένα χάπι…».
«Ναι , ένα χάπι που θα μου έδινε αυτοπεποίθηση για το ραντεβού μου ή κάτι τέτοιο».
Ο συνομιλητής του κούνησε το κεφάλι καταφατικά και άρχισε να κουμπώνει αμήχανα το καφετί παλτό του.
«Τι ακριβώς ήταν αυτό το χάπι; Μήπως επέφερε και κενά μνήμης; Αμέσως μετά την κατανάλωσή του έχασα οποιαδήποτε επαφή με την πραγματικότητα και ξύπνησα το επόμενο πρωί με φριχτό πονοκέφαλο ! Αφήστε που απ’ότι μου λένε έκανα κάποια πολύ απαίσια πράγματα… ΠΕΙΤΕ ΜΟΥ ΔΟΚΤΩΡ!! ΤΙ ΑΚΡΙΒΩΣ…»
Κάπου εκεί , η σερβιτόρα του μαγαζιού τους πλησίασε και διέκοψε τον νεαρό. Ρώτησε ευγενικά για να λάβει την παραγγελία , μα ο Καθηγητής Ντάμιεν Κάλλιστερ σηκώθηκε απότομα. Την ευχαρίστησε , ζήτησε συγγνώμη από τον Τζερμ και έφυγε τρεκλίζοντας.
Ξαφνιασμένος , εκείνος άρπαξε την ζακέτα του και έτρεξε προς την εξώπορτα. Τι στο καλό μόλις έγινε; Μα γιατί; Γαμώτο…
Πήγε να σκοντάψει καθώς έβγαινε έξω μα κρατήθηκε από τη τζαμαρία και σχεδόν κύλησε ως το πεζοδρόμιο. Ο δόκτορας είχε εξαφανιστεί. Μέσα στο πλήθος δεν επρόκειτο ποτέ να τον βρει και απλά έμεινε να κοιτάζει τις φιγούρες που περνούσαν από μπροστά του.
Μα τι συνέβαινε; Ο άλλοτε έξυπνος και γλυκομίλητος άντρας είχε δώσει τη θέση του σε έναν μυστηριώδη , ρακένδυτο και σιωπηλό τύπο. Τσαλακωμένος και με κουρασμένη έκφραση , ο Ντάμιεν Κάλλιστερ δεν θύμιζε σε τίποτα τον εαυτό του.
Κι αν δεν ήταν αυτός; Μπα , αυτός ήταν , το επιβεβαίωσε! Όμως , ήταν αλλόκοτος. Τι να συνέβαινε άραγε;
Στο γυρισμό για το σπίτι , ο Τζερμ αναρωτήθηκε πολλές φορές και τελικά κατέληξε σε μία και μόνο απάντηση. Έπρεπε ο ίδιος να αναζητήσει απαντήσεις και να ερευνήσει τι ακριβώς συνέβαινε. Μόνο έτσι θα έλυνε το μυστήριο.


ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...


Δευτέρα 9 Μαΐου 2016

02. Life On Mars?


Το σβησμένο αποτσίγαρο ήταν κολλημένο εδώ και ώρες στα χείλη του. Τα μισόκλειστα μάτια του ίσα που φαίνονταν στο ημίφως και η σιγανή μελωδία που ερχόταν κατευθείαν από την παλιά συσκευή κολλημένη στο αυτί  του ήταν ο μόνος ήχος που ακουγόταν στο μικρό δωμάτιο. Τούτο εδώ το ραδιοφωνάκι , πρέπει να βρισκόταν στην κατοχή του εδώ και δεκαπέντε χρόνια , μα ποτέ δεν είχε χαλάσει. Ήταν πάντα εκεί και  τον συντρόφευε σε κάθε έκφανση της ζωής του. Απόψε , για μια ακόμα βραδιά , ήταν η μοναδική του παρέα.
Κάπως έτσι , χαμένος στις μελωδίες του
David Bowie , ο Μπάστερ δεν είχε καταλάβει πως είχε ήδη νυχτώσει.
Η μέρα ήταν ιδιαίτερα δύσκολη για τον αστυνόμο Μπάττερ. Η υπόθεση που είχε αναλάβει πλανόταν σα φάντασμα πάνω από ολόκληρο το σώμα , και τα πράγματα δεν ήταν καθόλου εύκολα για αυτόν και την ομάδα του.
Μία σειρά από εγκλήματα και μαρτυρίες , έδειχναν πως πέραν από το οργανωμένο έγκλημα που αποτελούσε κλασικό πονοκέφαλο για όλους , τελευταία , κάποιος καινούριος παίχτης είχε εμφανιστεί στην πόλη. Κάποιος αδίστακτος ραδιούργος τύπος θεωρούταν ο νούμερο ένα ύποπτος για μία σειρά από εγκληματικές ενέργειες που έλαβαν χώρα τον τελευταίο μήνα.
Κομπίνες κάθε είδους σε καζίνα και στον ιππόδρομο αλλά και περιστατικά όπως οι εμπρησμοί και οι καταστροφές μαγαζιών , εξελίσσονταν πλέον σε καθημερινή ρουτίνα.
Αυτό που κάποιοι πλέον ονόμαζαν “η υπόθεση της δεκαετίας” έπεφτε άξαφνα στους ώμους του.
Έτσι ο Μπάστερ χρειαζόταν όλο και πιο πολύ χρόνο κλεισμένος στη μοναξιά του , χρόνο για να χαλαρώσει  , χρόνο για να αδειάσει το μυαλό του.
«Is there life on Mars?» , διερωτόταν η φωνή από την παλιά συσκευή…
Μάλλον δε θα μάθαινε ποτέ την απάντηση  , καθώς ένα χτύπημα στην πόρτα , τον έκανε να πεταχτεί από το κρεβάτι.
«Σάντρα!;» , φώναξε.
Η πόρτα άνοιξε με φούρια και η αδελφή του μπήκε μέσα στο δωμάτιο φανερά εκνευρισμένη. Φορούσε τη φούξια φόρμα της και είχε τα πυρόξανθα μαλλιά της τυλιγμένα σε κοτσιδάκια. Του’ρθε να γελάσει αντικρίζοντας αυτή την αστεία αμφίεση της μικρής του αδελφής , αλλά κρατήθηκε. Δε θα θελε να την εξαγριώσει κι άλλο. Πάρα το μικρό της ανάστημα , ήταν ικανή να σηκώσει την πολυκατοικία στο πόδι.
«Μα καλά , είσαι εντελώς αναίσθητος; Το ηλίθιο κινητό σου χτυπάει κάθε δέκα λεπτά κι εσύ έχεις κλειδαμπαρωθεί εδώ μέσα; Τι ακριβώς παριστάνεις Μπάστερ;»
«Ώπα ώπα… Χαλάρωσε Σαντρούλα… Εδώ προσπαθούσα να αράξω λίγο… Ξέρεις…»
«Δεν ξέρω αν έχει την ίδια γνώμη και ο Υπαστυνόμος Μαξ Φάρελ που καλεί τόση ώρα…»
«Ο Μαξ; Μα είμαστε εκτός υπηρεσίας , τι μπορεί να θέλει τέτοια ώρα ο Μαξ;»
«Είναι ένα καλό ερώτημα , που μπορείς να λύσεις , παίρνοντας τον πίσω!» , είπε η Σάντρα και του πέταξε στα χέρια το κινητό.
«Ευχαριστώ αδελφούλα!» , της χαμογέλασε.
«Μη με καλοπιάνεις!! Έχασα ήδη πολύτιμο χρόνο , με έκοψε απ’τη γυμναστική μου βλέπεις!» , μούγκρισε εκείνη.
«Μμμ , κατάλαβα… Πάντως είσαι πολύ όμορφη μέσα σε αυτή τη ροζουλί φόρμα μικρούλα!».
«ΜΠΑΣΤΕΡ ΚΟΛΛΙΝΣ ΜΠΑΤΤΕΡ , θα σε σκοτώσω αν τολμήσεις να με ξανα-ειρωνευτείς!!» Ούρλιαξε και έφυγε κλείνοντας με δύναμη την πόρτα. Ω , πόσο αγαπούσε τη μικρή του αδελφή! Πώς θα ζούσε χωρίς εκείνη;
Η πόρτα σαφώς και ξανα-άνοιξε μετά από μερικά δευτερόλεπτα , και ακούστηκε  ένα:
«Για να εξιλεωθείς , περιμένω να μαγειρέψεις εσύ απόψε!» . Κι αυτή τον αγαπούσε όμως , και τρελαινόταν για τη μαγειρική του.
Σίγουρα λοιπόν , εκείνο το βράδυ , ο Αστυνόμος Μπάστερ Μπάττερ , είχε καλύτερα πράγματα να κάνει από το να καλέσει τον νεαρό βοηθό του Μαξιμίλιαν Φάρελ… Όμως , το παλικάρι είχε καλέσει γύρω στις δέκα φορές τις τελευταίες ώρες , λες και κάτι είχε συμβεί.

Το μικροσκοπικό παράθυρο του δωματίου του άνοιξε και το κεφάλι του Μπάστερ ξεπρόβαλλε. Τι καθαρός ουρανός , σκέφτηκε. Η άνοιξη είχε μπει για τα καλά , καθαρός αέρας , ανθισμένα δέντρα , πουλάκια στα κλαδιά… Και περισσότερες παρανομίες . Αυτό δεν έπρεπε να είναι στη λίστα , αλλά μιας και επρόκειτο για έναν καθωσπρέπει μπάτσο , το ότι η εγκληματικότητα ανέβαινε όσο άνοιγε ο καιρός ήταν κάτι το θετικό. Όχι για την κοινωνία προφανώς , αλλά για το επάγγελμα.
Χαμογέλασε λίγο , με την παράδοξη αυτή σκέψη. Αν δεν υπήρχε ανομία δεν θα υπήρχε και ευνομία. Αλλά αν δεν υπήρχαν νόμοι; Θα υπήρχε έγκλημα;  Ήταν όλα αυτά αμφίδρομα;
Άφησε για λίγο πιο μετά το συλλογισμό. Θα έκανε την κλίση στα γρήγορα και ύστερα θα επέστρεφε στον
David Bowie ή στους Velvet Underground ή ότι άλλο θα έβαζε ο αγαπημένος του ραδιοσταθμός.
«Μαξ;» , είπε γρήγορα με το που άκουσε το ακουστικό να σηκώνεται.
«Αστυνόμε!! Μα πού είστε; Γιατί δεν το σηκώνετε τόσες ώρες; Έχουν συμβεί τραγικά πράγματα… Ούτε στο σταθερό μου είπαν απαντάτε!»
Στο σταθερό; Σκέφτηκε… Είχα πει στη Σάντρα να το πληρώσει … Τι διάολο…; Το κόψανε;
«Ω , Μαξ , χίλια συγγνώμη ,ήμουν απασχολημένος …Ξέρεις με την υπόθεσή μας , οπότε δεν έδωσα σημασία σε τηλέφωνα. Εξήγησε μου λοιπόν , τι τραγικά πράγματα συνέβησαν;»
«Θυμάστε την υπόθεση του Σάμιουελ Λόκατ;»
«Χμ , ένας δολοφονημένος πρέπει να ήταν αυτός…» , απάντησε σκεπτικός ο Μπάστερ.
«Ακριβώς , ήταν εκείνος ο νεαρός που βρέθηκε έξω από το Κάραμελ Ντρημς!»
«Α ναι! Λοιπόν τι πιο τραγικό του συνέβη;»
«ΟΧΙ!! ΔΕ ΣΥΝΕΒΗ ΣΕ ΑΥΤΟΝ ΚΑΤΙ ΑΣΤΥΝΟΜΕ! Κοιτάξτε , καλύτερα να έρθετε γρήγορα εδώ που είμαι , κι εγώ δεν μπορώ να μιλήσω άλλο και σας χρειάζεται και ο διοικητής…»
«Ώπα ώπα , τι έγινε Μαξ; Δεν μιλάς καθαρά! Μου πετάς ένα Σάμιουελ Λόκατ , ένα Κάραμελ Ντρημς και στο τέλος έναν διοικητή.»
«Ο Ήθαν Πρινς… ο συνάδελφος από το ανθρωποκτονιών που ερευνούσε την υπόθεση , βρέθηκε νεκρός..!»
«ΠΩΣ; Ο ΗΘΑΝ;» , σοκαρίστηκε , «σε ποια περιοχή τον βρήκατε;»
«Εδώ είναι το πιο περίεργο. Είμαστε στο Κάραμελ Ντρημς. Ο αστυνόμος βρέθηκε δαρμένος και πυροβολημένος έξω από το καζίνο. Ακριβώς , όπως συνέβη και στην υπόθεση που ερευνούσε.»
Ο Μπάστερ σώπασε για μερικές στιγμές. Δεν είχε δώσει καμία σημασία σε τούτη την υπόθεση του Ήθαν , ούτε έβλεπε κάτι το περίεργο σε αυτή. Όμως ξαφνικά όλα άλλαζαν. Και κάτι του βρώμαγε.
«Αστυνόμε; Αστυνόμε με ακούτε;» , ακουγόταν ο Μαξ απ’το τηλέφωνο.
«Μαξ. Σε ακούω καθαρά. Και όλα είναι καθαρά. Δώσε μου τη διεύθυνση του καζίνου και έρχομαι.» , άρπαξε ένα στυλό και σημείωσε στο χέρι του τη διεύθυνση του Κάραμελ Ντρημς.
«Πες στον διοικητή ότι θα είμαι εκεί σε λίγη ώρα…» , ξαναείπε στον βοηθό του και όρμησε στην ντουλάπα.

Κοντοστάθηκε πάνω από το κρεβάτι του. Το παλιό ραδιοφωνάκι ακόμα έπαιζε. Το σήκωσε και το ακούμπησε απαλά στο αυτί του.
Τώρα έπαιζε
R.E.M
. . Χαμογέλασε και ύστερα ακούμπησε τη συσκευή στο κομοδίνο , κλείνοντάς τη. 


ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...