Δευτέρα 30 Μαΐου 2016

05. O Κύριος Τορ…;


Το πρωί του Σαββάτου , αποτελούσε τη μεγάλη ανάσα για τη Νάταλι. Δίχως να έχει δουλειά , μπορούσε να χαλαρώσει και να απολαύσει τους καρπούς του μόχθου της. Έτσι, όπως κάθε φορά , εκείνο το όμορφο ανοιξιάτικο και ηλιόλουστο πρωινό , την έβρισκε στο σαλόνι του σπιτιού της με ανοιχτό το παράθυρο , να χαζεύει το γαλάζιο ουρανό και τα ψηλά κτήρια της πόλης.  Μία ζεστή κούπα καφέ στα χέρια και το κελάιδισμα των λιγοστών πουλιών της περιοχής ήταν ότι χρειαζόταν για να ξεκινήσει ιδανικά η ημέρα της.
Την απόλυτη αυτή ηρεμία , θα διέκοπτε ο θόρυβος του θυροτηλεφώνου. Αρχικά , ο ήχος την ξάφνιασε , γιατί δεν περίμενε και κανέναν , αλλά μετά σκέφτηκε ότι θα ήταν για κάποιον έρανο ή κανένας  πλασιέ. Δίχως δισταγμό , έτοιμη να κάνει το καλό ή απλά να κλείσει την πόρτα στα μούτρα του ενοχλητικού πωλητή , πάτησε το κουμπί και άνοιξε την κάτω πόρτα. Ύστερα περίμενε υπομονετικά να χτυπήσει και η πόρτα του μικρού πλην όμορφου διαμερίσματός της.
Το κουδούνι χτύπησε και εκείνη κατευθύνθηκε προς το ματάκι. Μόλις όμως αντίκρισε τον άνδρα που στεκόταν από έξω ξαφνιάστηκε και ανατρίχιασε.
«Μα τι γυρεύει αυτός εδώ , μία τέτοια μέρα;» , μονολόγησε. Αποφάσισε , να αγνοήσει τον επίμονο ήχο του κουδουνιού και να το παίξει απούσα. Δεν μπορεί θα έφευγε…
Δεν ήταν φυσιολογικά όλα αυτά. Μα πώς βρήκε τη διεύθυνση του σπιτιού της; Πέρασε λίγη ώρα και αποφάσισε να ξανακοιτάξει από το ματάκι , προσπαθώντας φυσικά να κάνει απόλυτη ησυχία.
Κι όμως στην εξώπορτά της , στεκόταν ακόμα αυτός. Ο πιο επικίνδυνος και συνάμα πιο ενδιαφέρον ασθενής της. Ψηλός και γοητευτικός –όπως πάντα-  , αλλά για κάποιο λόγο αρκετά κουρασμένος , ταλαιπωρημένος . Όσο τον παρατηρούσε , τόσο καταλάβαινε πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Το μπλε πουκάμισό του ήταν σκισμένο και είχε κόκκινες κηλίδες σε πολλά σημεία. Τα μαλλιά του ήταν ατημέλητα , το πρόσωπό του καταρρακωμένο.  Αποφάσισε μετά από περισυλλογή , να ανοίξει την πόρτα. Ο άνθρωπος φαινόταν να μην είναι καλά , και αν και την τρόμαζε , δεν μπορούσε να του αρνηθεί τη βοήθεια.
Η θύρα άνοιξε και ο άνδρας όρμησε μέσα στο μικρό διαμέρισμα χωρίς να πει κουβέντα.
«Κύριε Τορνάντι!» , φώναξε.
«Κλείσε την πόρτα Νάταλι…» , είπε αυτός σιγανά καθώς ξάπλωνε στον καναπέ της.
«Μα τι γυρεύετε εδώ; Πώς γνωρίζατε τη διεύθυνση του σπιτιού μου; Με παρακολουθείτε κύριε Τορνάντι; Ως εδώ  ήταν , θα καλέσω την αστυνομία!».
«Σε παρακαλώ, δεν έχω κάπου αλλού να πάω» , ξερόβηξε.
«Δε με ενδιαφέρει αυτό. Είναι Σάββατο , και εδώ δεν είναι το ιατρείο μου, αλλά το σπίτι μου. Δεν ξέρω που βρήκατε τούτη τη διεύθυνση και δε γνωρίζω τι ακριβώς πάθατε , αλλά θα σας παρακαλούσα να βγείτε έξω τώρα!».
«Θα πεθάνω…» , μουρμούρισε ο κύριος Τζον.
«Πώς είπατε;».
Ξαπλωμένος στον καναπέ , ο απρόσκλητος επισκέπτης έκλεισε τα μάτια του και σταμάτησε να μιλάει. Η Νατ ήξερε πως δεν υπήρχε τρόπος να τον μετακινήσει από τον καναπέ της και το σπίτι της και πως για άλλη μία φορά ο γοητευτικός ασθενής της την είχε τουμπάρει. Όλο αυτό έπρεπε να σταματήσει σύντομα. Ο τύπος ήταν ένας αδίστακτος γκάνγκστερ , πάμπλουτος και αναμεμειγμένος με κάθε παράνομη δραστηριότητα στην πόλη. Ποιος ξέρει σε τι βρομοδουλειά ή και ανταλλαγή πυρών είχε μπλεχτεί και τώρα ήταν εκεί αιμόφυρτος στον καναπέ της.

Η Νάταλι Νετ, ήταν πολύ καλό παιδί , και όλοι το έλεγαν. Δεν αρνιόταν χατίρι σε κανέναν. Κι έτσι , φρόντισε τον Τζόναθαν σαν να ήταν κάποιος δικός της. Το χέρι του αιμορραγούσε , δεν ήξερε από τι , αλλά είχε μία πληγή κοντά στον δεξί ώμο. Καθάρισε την πληγή και προσπάθησε να την κουράρει όσο καλύτερα γινόταν. Ύστερα του έβγαλε το βρώμικο και σκισμένο πουκάμισο και του φόρεσε το μεγαλύτερο νυχτικό που είχε. Έστρωσε τον μωβ καναπέ της και τον άφησε εκεί να κοιμηθεί και να ξεκουραστεί. Όταν ξυπνούσε θα καλούσε κάποιον ιατρό , μπας και τελείωνε αυτή η ιστορία.

Το μεσημέρι ήλθε και μαζί με το μεσημέρι ήλθαν και οι μεγάλοι μπελάδες. Κατά τις τρεις , το κουδούνι χτύπησε για άλλη μία φορά. Αυτή τη φορά , η Νάταλι είχε τη σοφία να ελέγξει ποιος την επισκεπτόταν.
«Έλα Νατ μου , άνοιξέ μου , η μανούλα είμαι!», ακούστηκε η φωνή από το θυροτηλέφωνο.
«Μαμά! Τι κάνεις εδώ;!».
«Ήμασταν στην πόλη αγάπη μου και είπα να έρθω να σου κάνω μια επισκεψούλα! Άντε άνοιξέ μου!»
Η νεαρή ψυχολόγος δεν ήξερε πώς να το αντιμετωπίσει αυτό , αλλά σίγουρα , δεν μπορούσε να αφήσει τη μητέρα της εκτός σπιτιού. Το πώς θα κάλυπτε τον άνδρα που κοιμόταν στο σαλόνι της ήταν μία σημαντική ερώτηση , αλλά σκέφτηκε πως κάπως θα το μπάλωνε.
Κάπως έτσι , η Νάνσυ Νετ εισήλθε σα σίφουνας στο διαμέρισμα της κόρης της. Ομολογουμένως , λίγο πριν τα εξήντα η κυρία Νετ ήταν σε εξαιρετική φόρμα. Λεπτοκαμωμένη , αλλά δραστήρια και πάντα κοκέτα , τα τελευταία χρόνια ένιωθε εξαιρετική μοναξιά μακριά από τις δύο κόρες τις , που είχαν ανοίξει τα δικά τους φτερά. Ο σύζυγος της εργαζόταν ακόμα , οπότε περνούσε πολλές ώρες μόνη της στο σπίτι , στα προάστια της Γκόλντβιλλ. Μέρες σαν τη σημερινή της έδιναν την ευκαιρία να επισκεφθεί τις φίλες της στο κέντρο της πόλης και ταυτόχρονα να περάσει και από τη γειτονιά της κόρης της για ένα φλιτζάνι καφέ.

Το βλέμμα της μάνας άλλαξε μόλις αντίκρισε τον άνδρα που κοιμόταν στον καναπέ.
«Ποιος είναι αυτός ΝΑΤΑΛΙ;» , φώναξε κοιτώντας την τρομαγμένη.
«Μη φωνάζεις μαμά!» , προσπάθησε να την ηρεμήσει. Προφανώς και περίμενε την έκρηξη.
«Λέγε ποιος είναι τούτος ο κύριος…»
«Σίγουρα θα μπορούσε να είναι ο οποιοσδήποτε και να μη σου έπεφτε λόγος μητέρα».
«Α! Εδώ φτάσαμε! Η μανούλα στα λέει για το καλό σου καλή μου Νατ , δεν σε αφήσαμε μόνη σου να αλητεύεις στην πόλη. Αλλά πού ξέρεις ποιος ακριβώς είναι ο κύριος αυτός;».
«Στην πόλη είμαι για να δουλέψω. Αλλά εδώ δε συμβαίνει αυτό που νομίζεις» , αναστέναξε , «πρόκειται για έναν ασθενή , που τον φιλοξενώ για σήμερα».
«Α ναι; Και ποιος είναι αυτός ο ασθενής;».
«Είναι ο κύριος Τορ… ο κύριος Τορ…» , εκεί η Νατ κόμπιασε λίγο. Δεν ήξερε αν έπρεπε να αποκαλύψει την ταυτότητα του πληγωμένου επισκέπτη της.
«Τζόναθαν Τορνάντι! Χάρηκα πολύ για τη γνωριμία!». Η ανδρική φωνή έθεσε τέλος στο δίλλημά της και την έφερε σε μεγάλη αμηχανία.
«Τζόναθαν Τορνάντι;» , αναρωτήθηκε η μαμά , «κάπου το έχω ξανα-ακούσει αυτό το όνομα».
«Εστιατόρια Σόλε Ντ’ Όρο! Πιθανά θα τα γνωρίζετε , τυχαίνει να είμαι ο ιδιοκτήτης τους!».
Η γυναίκα τα έχασε και για μερικές στιγμές , δεν ήξερε τι να πει. Η Νάταλι κοίταξε με ένα βλέμμα απόγνωσης τον αραχτό πλέον Τζόναθαν , κι αυτός της έκλεισε το μάτι.

Αμέσως μετά , η κυρία Νάνσυ ξέχασε τα κηρύγματα περί αλητείας και ανδρών και άραξε στην πολυθρόνα απέναντι από τον καναπέ. Χαρούμενη και καθησυχασμένη από τον αξιαγάπητο κύριο Τζον ότι η κόρη της κάνει παρέα με την αφρόκρεμα της πόλης και πως είναι μια εξαιρετική επιστήμονας  απόλαυσε έναν εξαιρετικό γαλλικό καφέ με φουντούκι. Η Νάταλι ήξερε πως όλη αυτή η ατμόσφαιρα ήταν ψεύτικη , αλλά δεν μπορούσε να μην εκτιμήσει το χάρισμα που είχε ο ασθενής της. Ψύχραιμος και με τακτ , εξήγησε στη μητέρα της γιατί βρισκόταν εκεί , και πως εκείνη τον είχε αναλάβει προσωπικά. Αργότερα , η συζήτηση θα πήγαινε και σε άλλα θέματα , από τις τηλεοπτικές σειρές ως τον κινηματογράφο και από τις τάσεις της μόδας ως και την πολιτική. Κατά τις έξι το απόγευμα , η μανούλα θα έφευγε πλήρως εκστασιασμένη από τη γνωριμία αυτή και ικανοποιημένη από την πορεία της κόρης της.
«Λοιπόν Ναταλίτσα μου , θα τα πούμε αύριο το μεσημέρι στο οικογενειακό μας γεύμα!!», της είπε χαιρετώντας τη και ύστερα της ψιθύρισε στο αυτί , «χαίρομαι που ένας απ’τους ασθενείς σου είναι αυτός ο υπέροχος τζέντλεμαν. Έπρεπε να μας το έχεις πει πιο νωρίς πόσο ψηλά έχεις φτάσει. Είμαι περήφανη».
Η Νάταλι έκλεισε την πόρτα με ανακούφιση και γρήγορα έκατσε στην πολυθρόνα.
«Και τώρα κύριε Τορνάντι , νομίζω πως χρωστάτε κάποιες εξηγήσεις».
«Ω , Νάταλι , νομίζω ότι ξεπλήρωσα τη χάρη , η μητέρα σου τώρα γνωρίζει από πρώτο χέρι πως ανήκεις ήδη στην κρεμ ντε λα κρεμ της Γκόλντβιλλ!» , γέλασε.
«ΟΧΙ! Δε θέλω να ανήκω στη δική σας κρεμ ντε λα κρεμ!».
«Τώρα με προσβάλλεις… Είμαι ένας μπίζνεσμαν , η οικογένεια έχει τα καλύτερα εστιατόρια στην πόλη εδώ και μισό αιώνα».
«ΚΑΙ ΚΑΝΕΙ ΚΟΥΜΑΝΤΟ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΥΠΟΚΟΣΜΟ; ΚΟΙΤΑΞΤΕ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΑΣ ΚΥΡΙΕ ΤΟΡΝΑΝΤΙ , ΗΡΘΑΤΕ ΕΔΩ ΑΙΜΜΟΦΥΡΤΟΣ!»
Μόλις το άκουσε αυτό , ο Τζον φώναξε:
«ΣΚΑΤΑ! Το κινητό μου! ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΚΙΝΗΤΟ ΜΟΥ;! ΠΟΥ ΕΞΑΦΑΝΙΣΕΣ ΤΟ ΚΙΝΗΤΟ ΜΟΥ;».
«Το έβγαλα από το παντελόνι σας… το ακούμπησα στην κουζίνα , έτσι κι αλλιώς δε χτύπησε όλη μέρα…»
«ΠΡΟΦΑΝΩΣ! Είναι κλειστό! Δεν είχε ίχνος μπαταρίας! Πρέπει γρήγορα να κάνω μερικές κλήσεις! »
«Αχ κύριε Τζόναθαν , χρωστάτε πάρα πολλές εξηγήσεις , μην αλλάζετε θέμα σας παρακαλώ…».
Εκείνος όμως έδειξε να μη δίνει σημασία , απλά μονολόγησε , «Μπαξ… Ω Θεέ μου , τι έκανα…».


ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου