Δευτέρα 23 Μαΐου 2016

04. Ο Άνδρας στην Άκρη του Δρόμου


Πονούσε , ζαλιζόταν και έτρεμε μα έπρεπε να φανεί δυνατός. Όλα είχαν γίνει τόσο γρήγορα που δεν είχε χρόνο να τα επεξεργαστεί. Τώρα , η όρασή του ήταν θολή, όλοι γύρω του απλά παραμορφωμένες υπάρξεις και ο δρόμος μία τεράστια λωρίδα χωρίς τέλος.
Το χέρι του πονούσε φριχτά , μα έπρεπε να κάνει κουράγιο και να συνεχίσει. Πιθανά θα περπατούσε εδώ και αρκετές ώρες. Ο ήλιος , είχε ήδη αρχίσει να του καίει το πρόσωπο. Οι πρώτες ημέρες της άνοιξης , σκέφτηκε.
Μα τι τον ένοιαζε αυτό; Το μόνο που είχε σημασία τώρα ήταν να γυρίσει σπίτι. Παρ’ όλα αυτά , δεν υπήρχε κανένας τρόπος να επισπεύσει τη διαδικασία , ούτε να επικοινωνήσει με κάποιον. Το κινητό του είχε ξεμείνει από μπαταρία κι έτσι δεν μπορούσε να καλέσει κανέναν. Βέβαια  , μία στιγμή σαν εκείνη , ο πρώτος που θα καλούσε θα ήταν ο γιος του. Ο Τζούνιορ…
Από τότε που η μητέρα του πέθανε , το μικρό του αγόρι έχασε τη γη κάτω από τα πόδια του. Εκείνος , ο πατέρας του ήταν πάντα πολυάσχολος , όπως θα έπρεπε να είναι. Οι επιχειρήσεις έφεραν μεγάλες ευθύνες , και όλα περνούσαν από το χέρι του. Τα λεφτά δε φυτρώνουν στα δέντρα. Ο μικρός ήταν πολύ απόμακρος μαζί του πλέον , μα όταν μεγάλωνε , θα καταλάβαινε… Δεν υπήρχε άλλος τρόπος…
Φυσικά , δε συμπάθησε ποτέ ούτε τη μητριά του. Εδώ που τα λέμε βέβαια , και εκείνη δεν είχε πολλά πάρε δώσε μαζί του. Ευτυχώς για όλους τους , υπήρχε η νταντά , για να τον μεγαλώνει και να έχει και εκείνος ήσυχο το κεφάλι του. Ήλπιζε ότι κάποια στιγμή στο μέλλον , θα έρχονταν κοντά σαν μπαμπάς με γιο… Εξάλλου ποιος θα αναλάμβανε τις οικογενειακές μπίζνες ;
Καλύτερα κανένας , σκέφτηκε πικρόχολα , κοίτα που έφτασα εξαιτίας τους… Και όχι μόνο.  Ο Λεονάρντο , ο καλός του ξάδελφος , Λεονάρντο , βρισκόταν πλέον στον άλλο κόσμο. Όλα αυτά εξαιτίας των καταραμένων επιχειρήσεων.

Συγκράτησε τα δάκρυά που επιδείνωναν κι άλλο την όραση του και συνέχισε να περπατάει.  Όσο περνούσε όμως  η ώρα , ο ώμος του τον τριβέλιζε όλο και περισσότερο. Πίεσε την πληγή με το άλλο του χέρι και άφησε μία κραυγή να του ξεφύγει. Αμέσως σταμάτησε την πορεία του και κάθισε σε ένα μεγάλο βράχο. Τα αμάξια περνούσαν σα σίφουνας μπροστά του , η σκόνη του δρόμου κολλούσε στο δέρμα και ο ίδιος ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα.
Ο Τζόναθαν Τορνάντι είχε πιάσει και στο παρελθόν πάτο , μα τώρα τα πράγματα ήταν πιο τραγικά από κάθε άλλη φορά. Λίγες ώρες πριν , καθόταν στην μεγάλη πολυθρόνα του και ατένιζε χαλαρός τα άστρα , μα εκείνη η κλίση από τη νύφη του , έφερε τα πάνω κάτω. Σαν σίφουνας πέρασαν από το μυαλό του όλες εκείνες οι στιγμές που διαδέχθηκαν το μοιραίο τηλεφώνημα.
Ο Ντομένικο , ο Πήτερ Σμιθ , η ηλίθια γλάστρα του , οι φουσκωτοί του , η γάτα Σιάμ , οι πυροβολισμοί  , και τέλος , ο Μπαξ. Οι νωπές μνήμες τον έκαναν να πανικοβληθεί για ακόμα μία φορά και τινάχτηκε απότομα από το άβολο κάθισμά του. Άρχισε να χοροπηδάει με τις λιγοστές δυνάμεις του προς το μεγάλο δρόμο που οδηγούσε πίσω στην Γκόλντβιλλ. Θα έκανε οτοστόπ. Όλο και κάποιος θα τον έπαιρνε μαζί του.

Το κίτρινο αμαξάκι σταμάτησε στην άκρη της σκονισμένης οδού και η πόρτα του συνοδηγού άνοιξε. Ο Τζον έφτυσε στο έδαφος και σύρθηκε μέσα.
«Χάρηκα» , έδωσε το τρεμάμενο χέρι του στον νεαρό οδηγό. Εκείνος τρομαγμένος ανταπέδωσε την κίνηση και έκανε ένα νόημα , που μάλλον σήμαινε «κλείνετε την πόρτα;» . Ακολούθως , αυτός άρπαξε με το καλό του χέρι την μικροσκοπική πόρτα και με έναν απαλό κρότο την έκλεισε.
«Τζόναθαν» , συστήθηκε.
«Βινς!» , είπε διστακτικά και ο οικοδεσπότης του.
«Σε ευχαριστώ Βινς , δεν περνάω και τις καλύτερες μου στιγμές» .
 «Καταλαβαίνω , πώς μπορώ να σας βοηθήσω κύριε Τζόναθαν; .»
«Πας στην Γκόλντβιλλ έτσι;»
«Ναι , ο δρόμος αυτός εκεί οδηγεί!»
«Τέλεια. Θα με αφήσεις εκεί που θα σου πω έτσι;» .
Ο Βινς δεν είχε και κάποια άλλη επιλογή. Έμοιαζε αρκετά τρομαγμένος απ΄τη θέα του αιμόφυρτου και καταρρακωμένου άνδρα που εισέβαλε έτσι στο αυτοκίνητό του , αλλά χαλάλι. Αφού τον ενημέρωσε για τη διεύθυνση του σπιτιού του και έκανε ξεκάθαρο ότι έμενε σε μία απ’ τις πιο ακριβές περιοχές της πόλης , του ζήτησε να βάλουν λίγη μουσικούλα.
«Έχω ένα σιντί της Μαντόνα…» , ψιθύρισε εκείνος.
«Ραδιόφωνο δεν παίζει;».
«Έχει χαλάσει , βλέπετε το αυτοκίνητο είναι λίγο παλιό.»
«Καλά , αυτό το βλέπω και μόνος μου , δεν τυφλώθηκα που να με πάρει!!» .
Μα τι κάνεις Τζόναθαν; Το παίζεις νταής στο παλικάρι; Αν ήθελε και είχε λίγο τσαμπουκά έπρεπε να σε παρατήσει σε κανά χαντάκι για να μάθεις…
«Βάλε την Μαντόνα , από το τίποτα , καλή και αυτή» , του χαμογέλασε μετά από μερική ώρα περισυλλογής.

Μαντόνα και άγιος ο θεός λοιπόν . Ο Τζόναθαν Τορνάντι είχε πιάσει και στο παρελθόν πάτο , αλλά αυτό εδώ ήταν κάτι το πρωτόγνωρο. Η Μαντόνα ήταν ένα κορίτσι που την ένοιαζαν τα υλικά αγαθά , και ζούσε έναν κόσμο φτιαγμένο από αυτά. Αυτή πρέπει να ήταν η τιμωρία του για τις μπόλικες αμαρτίες που είχε κάνει. Παγιδευμένος να ακούει για τα επόμενα τριάντα πέντε λεπτά κάτι τέτοια κομματάκια , προσπάθησε να αφιερωθεί σε άλλες σκέψεις , μα όλα φαίνονταν τόσο θλιβερά , που στο τέλος προτιμούσε να αφεθεί στην Παρθένο Μαντόνα και την ακτίνα φωτός της.
 Λίγη ώρα μετά , και καθώς το αυτοκινητάκι του Βινς έβγαζε αριστερό φλας για να κατευθυνθεί προς την γειτονιά του ,  συνειδητοποίησε πως κάτι άλλαξε μέσα του.
«Να σου πω ρε συ Βινς. Συνέχισε προς το κέντρο σε παρακαλώ , άλλαξα γνώμη , θα πάμε κάπου αλλού.»
Το παλικαράκι τα έχασε για λίγο , μα γρήγορα πήρε την κατεύθυνση που του υποδείχθηκε. Ο Τζον ήξερε ότι δεν μπορούσε να εμφανιστεί έτσι στο σπίτι. Όπως ήξερε ότι δεν μπορούσε να εμφανιστεί και πουθενά αλλού. Μόνο ένα μέρος υπήρχε όπου μπορούσε να πάει. Και εκεί ακριβώς θα τον πήγαινε ο καλός του φίλος Βινς.
Λίγο ακόμα , ψιθύρισε στον εαυτό του… 


ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου