Τρίτη 23 Αυγούστου 2016

13. Από την Γκόλντβιλλ με αγάπη



Σελίδα Πρώτη. «Συγγνώμη μεγάλε αδελφέ , θα του ψιθύριζα συχνά εκείνα τα χρόνια. Μα δεν έφταιγα για τίποτα συνήθως. Απλά βρισκόμουν εντελώς βουτηγμένη στα σκατά. Αλλά ακόμα και να ευθυνόμουν για τα πάντα , εκείνος με συγχωρούσε κάθε φορά. Έτσι είναι όμως ο Μπάστερ , είναι καλός άνθρωπος , γι’ αυτό και δε θα μπορούσε ποτέ να γίνει καλός αστυνόμος. Με έβγαλε από το σκοτάδι , με έσωσε τότε , και του το χρωστάω ακόμα.
Έμεινε μαζί μου για χρόνια , με φροντίζει μέχρι και σήμερα , θα φτάσει σαράντα σε λίγο καιρό και ακόμα θα μένει με εμένα , το χαμένο κορμί . Με αγαπάει και τον αγαπάω , σίγουρα , αλλά και πάλι δε γίνεται να σπαταλήσει όλη του τη ζωή για πάρτη μου.
Με έσωσε τότε , και πρέπει να τον σώσω τώρα. Δεν το ξέρει , αλλά κινδυνεύει. Ο Μπάστερ δεν κάνει για τη δουλειά του…»
Σελίδα Δεύτερη. «Μαφιόζοι , μαχαιροβγάλτες , λαμόγια κάθε λογής. Δολοφόνοι , απατεώνες , βιαστές , κάθε καρυδιάς καρύδι περνάει από τα χέρια του. Πώς μπορεί κάποιος να ανταπεξέλθει σε έναν τέτοιο κόσμο; Η πραγματικότητα είναι φρικτή , και το ξέρω από πρώτο χέρι. Ναι , εγώ τους ξέρω καλύτερα! Δέκα χρόνια πριν , τα μεγαλύτερα βαποράκια της πόλης περνούσαν απ’ το κατώφλι μου. Εκείνος δε γνώριζε , αλλά εγώ τους έκανα τα γλυκά μάτια για λίγη τζάμπα δόση…
Έκανα παρέα με τα αποβράσματα. Δεν ξέχασα τίποτα , κι ας κάνω πως διέγραψα το παρελθόν. Κάνω τη χαζή , κάνω τη ναζιάρα. Αλλά κατά βάθος προσπαθώ να εξιλεωθώ για όσα έγιναν τότε. Να λοιπόν η ευκαιρία! Ο Μπάστερ αλλά και όλοι τους θα δούνε ποια πραγματικά είναι η Σάντρα Μπάττερ…»
Σελίδα Τρίτη. «Πριν δύο περίπου εβδομάδες δολοφονήθηκε έξω από το καζίνο Κάραμελ Ντρημς , ο αστυνόμος Ήθαν Πρινς. Επρόκειτο για νέο αλλά φέρελπι αστυνόμο του τμήματος  ανθρωποκτονιών. Τραγική ειρωνεία. Τη μία μέρα ερευνούσε φόνους και την άλλη βρισκόταν ο ίδιος νεκρός. Στο ίδιο σημείο , είχε χάσει τη ζωή του ένας άλλος νεαρός λίγες μέρες πριν. Ο Σάμιουελ Λόκατ , ο οποίος πρέπει να ήταν το πρόσωπο κλειδί στην όλη υπόθεση. Από εκεί θα ξεκινούσα. Φυσικά όχι μόνη μου. Έπρεπε να εντοπίσω την κατάλληλη βοηθό.
Ομολογώ πως δε δυσκολεύτηκα και πολύ. Στο γυμναστήριο , βρήκα την Ίζαμπελ , μία καλή και ήσυχη κοπέλα. Ήξερα πως τρελαινόταν για ιστορίες μυστηρίου και κατασκοπικές ταινίες , οπότε είπα , γιατί όχι , ετούτη θα με βοηθήσει να εξιχνιάσουμε την υπόθεση πριν από τον αδελφό μου.
Πράγματι , ξεκινήσαμε δυναμικά , βρήκαμε στον τηλεφωνικό κατάλογο στοιχεία για τον Λόκατ , επισκεφθήκαμε τη μητέρα του , μάθαμε πως δούλευε σε ένα εστιατόριο. Εκεί κολλήσαμε λίγο. Ο τύπος φαινόταν φιλήσυχος πολίτης…»
Σελίδα Τέταρτη. «Οι πρώτες ημέρες της έρευνάς μας πέρασαν χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Μέχρι που συναντήσαμε έναν παλιό φίλο του Σάμιουελ. Αυτός μας έδωσε την πιο σημαντική πληροφορία. Οι αστικοί θρύλοι έλεγαν ότι ο ιδιοκτήτης των εστιατορίων που δούλευε ο μακαρίτης , ήταν ένας από τους κορυφαίους μαφιόζους της Γκόλντβιλλ , αναμεμειγμένος με κάθε είδους έγκλημα. Εκείνος δεν ήξερε κάτι παραπάνω , αλλά λογικά ο κολλητός του είχε μπλέξει σε κάποια βρομοδουλειά του αφεντικού και ως γνωστόν , σε αυτές τις μπίζνες , το μικρό ψάρι είναι αυτό που την πατάει.
Είχαμε επιτέλους ένα σημαντικό κομμάτι του παζλ στα χέρια μας , ο νεκρός ήταν πιθανά μικροαπατεώνας , μα μας έλειπαν όλα τα υπόλοιπα. Ποιος και γιατί τον σκότωσε; Και ήταν ο ίδιος που σκότωσε και τον Ήθαν Πρινς; Αν ναι , ο επόμενος στόχος θα ήταν ο Μπάστερ; Έπρεπε να είμαστε γρήγορες. Και ο καλύτερος τρόπος να το κάνουμε αυτό , ήταν να ψάξουμε τα επίσημα αρχεία της αστυνομίας…»
Σελίδα Πέμπτη. «Ο Μπάστερ φυλάει την τσάντα με τις σημειώσεις του σε μία ντουλάπα στο μικρό δωματιάκι. Εκείνο το μεσημέρι της Τρίτης , είχε μόλις γυρίσει από τη δουλειά και έπεσε για μία γρήγορη σιέστα. Αφού σιγουρεύτηκα ότι κοιμάται , παρεισέφρησα ήσυχα στην κρεβατοκάμαρα και άρπαξα με τρόπο το βιβλιαράκι. Τώρα ήξερα τα πάντα. Γέμισα κι εγώ ένα τετράδιο με ονόματα , διευθύνσεις , στοιχεία και τηλέφωνα. Εγώ και η Ίζαμπελ θα γινόμασταν μυστικοί πράκτορες , τώρα ήταν σίγουρο. Καταστρώσαμε το σχέδιο μας , φτιάξαμε κι ένα διάγραμμα σαν αυτά που βλέπεις στις ταινίες! Δεν περίμενα ότι θα είχε τόση πλάκα , αλλά εκείνη η βδομάδα ήταν τόσο ενδιαφέρουσα , ένιωθα ότι βρήκα ένα ξαφνικό νόημα στη ζωή μου!
Θα χρειαζόμασταν όχημα για να γίνουμε αληθινοί κατάσκοποι , και ευτυχώς η Ίζαμπελ είχε ένα φούξια αυτοκίνητο περασμένης δεκαετίας. Τώρα το γλυκό είχε δέσει και περάσαμε κάποιες υπέροχες ώρες παρακολουθώντας διάφορες κινήσεις , έξω από το καζίνο αλλά και από κακόφημες γειτονιές. Ξέραμε ποιος ήταν ο στόχος μας , και αυτό που έμενε να μάθουμε ήταν ποιος είχε διαπράξει το έγκλημα.
Γράφοντας τα παραπάνω σήμερα , πρέπει να αναφέρω ότι ο αδελφός μου δεν ερευνούσε μάλλον το φόνο , οπότε είχαμε κάνει ένα λάθος στον ποιο ακριβώς κυνηγούσαμε. Μα ίσως οι δύο υποθέσεις να συσχετίζονταν. Πέρα από αυτό , κανείς δεν μπορεί να μου βγάλει από το μυαλό , ότι ο Μπάστερ κινδυνεύει.»
Πριν γυρίσει σελίδα , ένας βαθύς αναστεναγμός βγήκε από μέσα του. Γαμώτο σου Σάντρα.
Σελίδα Έκτη. «Φοβάμαι. Ξέρω ότι δεν πρέπει , αλλά έχω ένα κακό προαίσθημα. Όλα κυλούσαν εξαίρετα βέβαια , η επόμενη εβδομάδα μας βρήκε σε αναβρασμό και μετά από άπειρες ώρες παρακολουθήσεων και αϋπνίας , μάθαμε πολλά ενδιαφέροντα πράγματα. Ποιος να μου το έλεγε ότι θα έμπαινα σε μία παράνομη χαρτοπαικτική λέσχη ε;  Ίσως είμαστε δύο ερασιτέχνες αλλά ξέρω ότι πετύχαμε κάτι.
Όμως , φοβάμαι , φοβάμαι για τα πάντα. Χθες το βράδυ , και ενώ βολιδοσκοπούσαμε την κατάσταση , ξαφνικά αντίκρισα εκείνον τον άνδρα.
Φαίνεται λοιπόν , πως όλα είναι κύκλος στη ζωή. Όταν ξέφυγα από τα σκατά νόμιζα πως δε θα τον ξαναέβλεπα ποτέ στη ζωή μου , όμως οι αναμνήσεις γύρισαν με μιας μόλις τον αντίκρισα σε εκείνο το αποπνικτικό δωμάτιο.  Η Ίζαμπελ δεν κατάλαβε τι έπαθα , αλλά επέμεινα να φύγουμε. Θυμήθηκα τον πόνο και όσα περάσαμε τότε. Ήθελα απλά να πάω σπίτι , πίσω στον αδελφό μου.»

Ο Μπάστερ έκλεισε με οργή το βιβλιαράκι , αρκετά είχε διαβάσει. Δεν είχαν απομείνει εξάλλου και πολλές σελίδες. Το τετράδιο ήταν όντως ένα κακέκτυπο των δικών του προσωπικών σημειώσεων αναφορικά με την υπόθεση που ερευνούσε. Η καλή του αδελφή το είχε παρακάνει , και παρότι είχε καταλάβει τις μυστήριες κινήσεις της το τελευταίο διάστημα , απλά παρέμενε αμέτοχος. Τώρα όμως ο κόμπος είχε φτάσει στο χτένι. Ανακάλυψε τυχαία το τετραδιάκι και έμεινε άναυδος με όσα υπήρχαν εκεί μέσα.
«Σάντρα!» , φώναξε. Όμως δεν έλαβε απάντηση. Λίγο πριν ξαναφωνάξει το όνομα , έκατσε να φιλοσοφήσει την κατάσταση. Δεν έπρεπε να την πανικοβάλει , ούτε να την κατσαδιάσει , η αδελφή του είχε περάσει πολλά. Άρα δε θα της έλεγε τίποτα. Θα περίμενε όσο χρειαζόταν μέχρι να του αποκαλύψει τα πάντα η ίδια . Ως τότε έπρεπε  απλά να την προσέξει , ώστε να μην κάνει καμία άλλη βλακεία. Σηκώθηκε με αργές κινήσεις και άνοιξε το παλιό ραδιόφωνο.
«You can't hide your lyin' eyes , and your smile is a thin disguise…» , ακούστηκε η μελωδική φωνή. Και ο Μπάστερ έκλεισε τα μάτια…

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...

Τρίτη 16 Αυγούστου 2016

12. Σκακιέρα για τρεις


Άνοιξαν τις πόρτες του μαύρου τζιπ και βγήκαν έξω. Το κέντρο της πόλης ποτέ δεν άρεσε στον Τζόναθαν , έτσι μόρφασε κοιτώντας τα ψηλά κτήρια και μυρίζοντας το μολυσμένο αέρα. Από τη θέση του οδηγού , βγήκε ο Μπρούνο , ο ψηλός μελαμψός νεαρός που τον συνόδευε σήμερα. Ήταν τίμιο παλικάρι , αλλά όχι ιδιαίτερα εύστροφο. Δε χρειαζόταν φυσικά μικρούς Αινστάιν δίπλα του , γι’αυτό και η επιλογή του Βραζιλιάνου ήταν ιδανική. Με τα σπαστά αγγλικά του , μπορούσε να γίνει αρκετά ευχάριστος και στην κουβέντα. Ωστόσο , του έλειπαν οι μέρες –και , αλήθεια , δεν ήταν και πολύ μακρινές- όπου δίπλα του βρισκόταν ο Μπαξ και ο Ντομένικο. Μα έτσι όπως τα έφερε η ζωή ξαφνικά βρισκόταν δίχως κανέναν απ’τους δύο πλάι του. Και αν ήξερε τι συνέβαινε στο νεαρό Μπαξ , η παράξενη στάση του Ντομένικο ήταν ένα μυστήριο για εκείνον. Τώρα όμως θα μάθαινε και γι’αυτό.

Το διαμέρισμα της οικογένειας Ματέλο ήταν  μικρό μα γλυκύτατο. Σίγουρα όχι του γούστου του , αλλά σεβόταν τις οικονομικές δυνατότητες του σωματοφύλακά και τις συνήθειές του. Η κυρία Ματέλο τον υποδέχθηκε με χαρά , όπως πάντα άλλοστε. Μπορεί να μη γνώριζε – ή καλύτερα να μην ήθελε να γνωρίζει- τι δουλειές έκανε με το σύζυγό της , αλλά σίγουρα εκτιμούσε τον ευεργέτη τους , τον καλοπληρωτή κύριο Τορνάντι , που μέρες σαν αυτή επισκεπτόταν κιόλας το σπιτικό τους.
Με ένα χειροφίλημα , ζήτησε συγγνώμη που δεν έφερε κάποια ανθοδέσμη ή ένα πακέτο σοκολατάκια , η επίσκεψή του ήταν εντελώς απροσδόκητη.
«Συγχωρέστε με για την ξαφνική επίσκεψη. Μόλις έμαθα τα νέα , έσπευσα να συναντήσω τον Ντομένικο , κι έτσι δεν πρόλαβα να αγοράσω τίποτα απ’ το δρόμο. Όμως μην ανησυχείτε γλυκύτατη κυρία Ματέλο , ο Μπρούνο θα κανονίσει να εισπράξετε τα δέοντα» . Εκείνη χαμογέλασε και τον καθησύχασε πως δεν έτρεχε και τίποτα , τον ευχαριστούσε για όσα έκανε για εκείνους , έχοντας τον άνδρα της στην υπηρεσία του τόσα χρόνια.  
«Ο Ντομένικο είναι πιστός και ικανός άνδρας , όσα έχει κάνει τα έχει κάνει με την αξία του. Γι’αυτό και ήρθα να τον δω αμέσως μόλις πληροφορήθηκα τι συνέβη!» , και δεν έλεγε ψέματα , ο Ντομ ήταν μαζί του πολλά χρόνια , ήξερε πολλά μυστικά και ήταν εξαιρετικός στη δουλειά του. Τι μπορεί να πήγε στραβά;

Τον βρήκε στην κρεβατοκάμαρα , ξαπλωμένο , με το βλέμμα στραμμένο στο ταβάνι. Εκεί φαινόταν σαν χαμένος. Κάθισε δίπλα του στην άκρη του κρεβατιού και τον κοίταξε. Σαν να είχε ξαφνικά γεράσει κατά είκοσι χρόνια , φορούσε τις ριγέ πιτζάμες του και ανάσαινε πολύ σιγά.
«Ντομ» , ψιθύρισε και τα κουρασμένα μάτια κατέβηκαν αργά.
«Αφεντικό».
«Τι συνέβη; Τι έπαθες; Τι είναι όλα αυτά;»
«Αμαρτήσαμε αφεντικό».
«Τι εννοείς αμαρτήσαμε; Εξηγήσου διάολε! Γιατί σε βρίσκω σε αυτό το χάλι; Ριγέ Πιτζάμες; Άρνηση να έρθεις στη δουλειά; Τι μου έλεγε στο τηλέφωνο ο Άσλεϋ;»
«Εγώ…και ο Μπαξ…» , προσπάθησε να ψελλίσει ο άνδρας.
«Άσε τον Μπαξ εκεί που είναι , δεν μπορεί να θυμάσαι δύο εβδομάδες μετά τα όσα πάθαμε. Σου είπα ότι δεν πρέπει να μάθει κανείς ποτέ για αυτά. Δε θέλω να μου μιλάς για αυτούς τους άνανδρους. Θα το τακτοποιήσω αυτό! ΘΑ ΤΟ ΤΑΚΤΟΠΟΙΗΣΩ ΚΑΙ ΑΥΤΟ!  Έχουμε λύσει όλα μας τα προβλήματα λοιπόν , και συνεχίζουμε κανονικά τη ζωή μας! Ξέχνα τη Σάντα Λάουρα , ξέχνα και τον Λεονάρντο. Τα έχω κανονίσει όλα πλέον και δεν έχουμε ανάγκη κανέναν.»
Τα μάτια του Ντομ άστραψαν προς στιγμήν.
«Τότε λάθος τα έχεις κανονίσει αφεντικό. Κάποιος προσπαθεί να μας τη φέρει πολύ άσχημα. Κάποιος πάει να μας παίξει άσχημο παιχνίδι. Και αν είναι από τη Σάντα Λάουρα , τζάμπα χύθηκε τόσο αίμα και τζάμπα έγιναν οι συμφωνίες σου». Πάντα ξαπλωμένος , έμοιαζε άξαφνα να βρίσκει τη σβελτάδα και την οξυδέρκειά του. Είχε καταφέρει να τον ταρακουνήσει. Μα τα λόγια του παρέμεναν γρίφος. Ποιος προσπαθούσε να τους τη φέρει;
«Αποκλείεται να είναι από τη Σάντα Λάουρα...» , μουρμούρισε.
«Τότε έχουμε κι άλλους εχθρούς , και δεν ξέρουμε τίποτα γι’αυτούς».
«Ωραία , αντί να κάθεσαι εδώ με τις πιτζάμες , σήκω και αντιμετώπισέ τους λοιπόν! Βρες τους και πες μου κι εμένα ποιος προσπαθεί μας τη φέρει»
«Δεν ξέρω αν μπορώ πλέον , αυτό είναι το θέμα…»
«Γιατί να μην μπορείς; Είσαι καλύτερος από εκατό εκτελεστές είκοσι χρόνια μικρότερους. Η εμπειρία σου και το κρύο αίμα σου είναι οι καλύτεροι σύντροφοι. Αν ήμουν ο Τόνυ Μοντάνα , θα χρειαζόμουν μόνο εσένα για να τα βάλεις με πενήντα Κολομβιανούς δολοφόνους που εισβάλουν στη βίλα μου.»
«Και θα νικούσα ε;» , γέλασε.
«Ασφαλώς και θα νικούσες γκρινιάρη!».
Κοιτάχτηκαν για μερικά λεπτά , στο καλό , ο γερογκρινιάρης τον είχε συγκινήσει για τα καλά.
«Πλησιάζω τα πενήντα αφεντικό…» , είπε στο τέλος θλιμμένα ο Ντομ.
«Έχεις άλλα δέκα γεμάτα χρόνια δουλειάς , δίπλα μου».
«Θα ζήσουμε άλλα δέκα χρόνια;».
«Τι κουβέντες είναι αυτές; Ασφαλώς. Θα βγάλουμε απ’τη μέση όλους τους ψιλικατζήδες και θα παραμείνουμε ισχυροί στις επιχειρήσεις. Οι διασυνδέσεις μας είναι τεράστιες , οι αστυνόμοι είναι φίλοι μας…»
«Ξεχνάς το μυστηριώδη τύπο που προσπαθεί να μας τη φέρει!»
«Είπα πως θα βγάλουμε απ’τη μέση όλους τους ψιλικατζήδες…» , πήρε μία βαθιά ανάσα , «και θα είσαι δίπλα μου για να το κάνουμε μαζί».
«Δεν…»
«Πάρε δέκα μέρες άδεια , και πάρε και μερικά δολάρια , θα περάσεις λίγες ευχάριστες μέρες με την οικογένεια. Καλοκαίρι έρχεται , πήγαινέ  τες και για κανένα μπάνιο. Σε δέκα ημέρες σε περιμένω στο σπίτι να συζητήσουμε. Θα έχω κλείσει τη συμφωνία με τη Σάντα Λάουρα και θα ξέρουμε και αν θα τη βγάλει ο…» , κόμπιασε για λίγο , «ο Μπαξ. Όλα θα επανέλθουν στην πρότερη κατάσταση τους , θα δεις».  Σηκώθηκε και υπέγραψε μία επιταγή. Την ακούμπησε στο κομοδίνο , έκλεισε το μάτι στον κλινήρη σωματοφύλακα και βγήκε έξω.
Ο Μπρούνο έκανε τον καραγκιόζη , για να γελάσουν οι δύο κόρες του Ντομένικο. Ίσως και να είχε πλάκα , αλλά έπρεπε να αναλογιστεί τελικά αν έκανε καλά που τον είχε στην υπηρεσία του. Μάλλον ήταν υπερβολικά μαλακός.
Χαιρέτισε την αξιαγάπητη σύζυγο , έδωσε από πενήντα δολάρια στο κάθε παιδί και αποχώρισαν ήσυχα.   

Νυχτώνει , σκέφτηκε. Όσο το τζιπ διέσχιζε την άσφαλτο κάτι μέσα του του έλεγε να μην επιστρέψει σπίτι από τώρα. Δεν είχε λόγο να επιστρέψει σπίτι.  Η σύζυγός του βρισκόταν για ψώνια με κάποια φίλη της και ο γιος του ήταν με τη Νάταλι σε κάποιο πάρκο… Για κάποιο λόγο , είχε όμως ένα περίεργο συναίσθημα. Όχι πως έπρεπε να ανησυχεί για κάτι. Οι βλάκες από τη Σάντα Λάουρα είχαν συμφωνήσει να συμβιβαστούν τελικά , ενώ είχε ανθρώπους να ελέγχουν την κατάσταση με αυτό το νέο παίκτη. Τζάμπα τα είχε βάψει μαύρα ο Ντομένικο. Ο νικητής από αυτή την παρτίδα θα ήταν αυτός. Κι όμως , ένιωθε ένα βάρος…
Καθώς ο ήλιος έδυε πίσω από τα ψηλά κτήρια και εξαφανιζόταν από τον κυανέρυθρο ουρανό , ο Τζόναθαν έκανε νόημα στον οδηγό να αλλάξουν πορεία.

Η κλινική του Δόκτωρα Γκρην βρισκόταν μόλις μισή ώρα μακριά και λίγο πριν τις δέκα βρίσκονταν εκεί. Χαιρέτησε , όπως πάντα τις νοσοκόμες και πήγε κατευθείαν στο δωμάτιο 415.
Εκεί , πάντα στην ίδια θέση , βρισκόταν εκείνος. Λίγο γένι είχε φυτρώσει στο μακρουλό πιγούνι του , ενώ τα μαλλιά σχεδόν του κάλυπταν τα μάτια. Οι σφυγμοί του , ήταν όπως πάντα πολύ χαμηλοί , αλλά είχε την αίσθηση πως κάτι ήταν διαφορετικό σήμερα.
Κάθισε εκεί για μερικά λεπτά , κοιτώντας τον , σαν να περίμενε κάτι. Βέβαια κατά βάθος ήξερε πως τίποτα δεν επρόκειτο να συμβεί και απόψε. Περπάτησε λίγο πάνω κάτω στο μικρό αποστειρωμένο δωμάτιο σκεπτικός. Και τότε , όταν αποφάσισε πως ήταν η ώρα για να φύγει , λίγο πριν στρίψει το κεφάλι του , πρόσεξε ένα μικρό χαμόγελο. Ένα μικρό χαμόγελο είχε σχηματιστεί στα χείλη του νεαρού άνδρα…


ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...

Τετάρτη 10 Αυγούστου 2016

11. Ο Τζέι Τζέι


Από την τεράστια σκάλα , ως το μεγαλεπήβολο πολυέλαιο και τους αμέτρητους πίνακες που κοσμούσαν κάθε τοίχο , η οικία Τορνάντι ήταν σίγουρα ένα άκρως γοητευτικό θέαμα. Όντας παιδί μικροαστικής οικογένειας που ζούσε στα προάστια , όλα αυτά ήταν  σίγουρα πρωτόγνωρα για τη Νάταλι. Η νεαρή ψυχολόγος μόλις είχε περάσει το κατώφλι της μεγάλης έπαυλης και ήδη ένιωθε δέος. Παρά όμως το θαυμασμό της για την αρχιτεκτονική και την πολυτέλεια που αντίκριζε , αισθανόταν και αηδία.
Αυτό ήταν πιθανά οξύμωρο , αλλά και απόλυτα λογικό. Άραγε , τι είδους δουλειές έκανε ο κύριος Τζόναθαν πίσω από την κουρτίνα; Δεν είχαν περάσει παρά λίγες μέρες , από τότε που εμφανίστηκε αιμόφυρτος στο σαλόνι της. Έπρεπε να μη θαμπωθεί λοιπόν από τη χλιδή και τα φώτα. Έπρεπε να μείνει στο ύψος της και να είναι πάντα καχύποπτη.

«Καλησπέρα Νάταλι , είσαι στην ώρα σου βλέπω!» , την υποδέχθηκε όλο χαρά και αγκαλιές ο ασθενής της.
«Σας βλέπω καλά» , του χαμογέλασε.
«Πάντα είμαι καλά όταν σε βλέπω!» , άπλωσε αυτός το χέρι του στον ώμο της και την οδήγησε στους λευκούς καναπέδες.
Το τραπέζι του σαλονιού ήταν σκαλιστό , και λογικά εξαιρετικά ακριβό και περιβαλλόταν από τους πλήρως αναπαυτικούς καναπέδες.
Κοντά στην πόρτα που έβγαζε στον καταπράσινο κήπο , βρισκόταν ένας κουστουμάτος άνδρας . Αγέρωχος και αγέλαστος στεκόταν εκεί ,
«Τι παίζει με αυτόν;» , ρώτησε τρομαγμένη;
«Ω , ο Άλμπερτ είναι δικός μου , μη σε ανησυχεί καθόλου , αγνόησε την ύπαρξή του».
«Τα έχουμε ξαναπεί αυτά κύριε Τζον , πρέπει να είμαστε μόνοι μας. Δέχτηκα να σας αναλάβω και να έρχομαι σπίτι σας , μα αυτό παραπάει!»
«Α ναι , σχετικά με αυτό , αφού πλέον βρίσκεσαι στο σπίτι μου , μπορείς να μου μιλάς στον ενικό» , έσκυψε και της χάιδεψε το χέρι.
«Με κολακεύετε , αλλά θα διατηρήσω τους τύπους! Και τώρα πείτε στον Άλμπερτ να μετακινηθεί λιγάκι για να κάνουμε τη δουλειά μας» , ξερόβηξε και ευγενικά τράβηξε το χέρι της μακριά.
«Είσαι πολύ σφιγμένη , τέλος πάντων… ΑΛΜΠΕΡΤ! Βγες έξω και κοίτα μας από το τζάμι» .

Η Νατ γέλασε αμήχανα και ύστερα έβγαλε από την τσάντα της τα απαραίτητα. Θα επιχειρούσε να ψυχαναλύσει τον πιο ιδιότροπο και συνάμα ελκυστικό ασθενή , εφόσον βέβαια την άφηνε.
Ωστόσο , η πορεία τους ήταν προδιαγεγραμμένη από πριν. Ο επιχειρηματίας ήταν όλο γελάκια και αστειάκια και ποτέ δεν άφηνε κουβέντα να τελειώσει. Όλες οι ερωτήσεις σχετικά με το παρελθόν του έπεφταν στο κενό ενώ κάθε πέντε λεπτά , χτυπούσε επίμονα το κινητό του.
«Με συγχωρείς ένα λεπτάκι» , έλεγε και σηκωνόταν.
Τη μία συνομιλούσε με τον Έντσο , την άλλη με τον  Ντομένικο , μέχρι και με τον Αλ Πατσίνο πρέπει να μίλησε ο κύριος Τζον. Κάθε φορά που επέστρεφε , ζητούσε κι ένα μικρό διάλειμμα , και μετά από όλα αυτά , εκείνη απηύδησε  .
«Θα το κάνουμε αυτό κύριε Τορνάντι ή να φύγω; Δέχτηκα να σας βοηθήσω πολλές φορές , μα τώρα αρχίζετε και με κουράζετε».
«Σας κουράζω; ΕΓΩ ΚΟΥΡΑΖΟΜΑΙ ΝΑ ΔΙΕΥΘΥΝΩ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ , να σκοτώνονται δικοί μου άνθρωποι και να φέρω τόση ευθύνη , μη μου μιλάτε λοιπόν για κούραση!» , ξεσπάθωσε τότε εκείνος. Η Νάταλι σάστισε. Μα γρήγορα επανήλθε.
«Τότε μιλήστε μου για την κούραση , τις επιχειρήσεις , τον ξάδερφό σας. Πώς νιώσατε όταν πέθανε;»
«Όταν πέθανε; ΟΥΤΕ ΠΟΥ ΞΕΡΕΙΣ ΓΙΑΤΙ ΠΕΘΑΝΕ Ο ΛΕΟΝΑΡΝΤΟ! Κοίταξε γύρω σου! Κοίτα που βρίσκεσαι! Βλέπεις αυτό το σπιτικό; Είναι εύκολο να τα αποκτήσεις όλα αυτά; ΟΧΙ! Ο Λεονάρντο πλήρωσε το τίμημα για να είμαστε εμείς εδώ και να μιλάμε! Ε λοιπόν , θέλω να σεβαστείς και να καταλάβεις ότι δεν είσαι εδώ για ταξίδι αναψυχής , ούτε για κουβεντούλα».
Είχε ακούσει αρκετά , ως εδώ ανέχτηκε τον υπερφίαλο μπίζνεσμαν . Όσο περνούσε χρόνο μαζί του , άλλο τόσο καταλάβαινε το πόσο σάπιος ήταν. Μάζεψε γρήγορα τα πράγματά της.
«Μπαμπά;» , άκουσε από μακριά μία παιδική φωνή.
Ο κύριος Τζον εκσφενδονίστηκε από το αναπαυτικό του κάθισμα και εκείνη έμεινε μουδιασμένη να τον παρατηρεί.
Ένα αγόρι ίσα με δέκα ετών είχε κατέβει από τη μεγάλη σκάλα. Μετά από δύο τρεις κουβέντες  μαζί του , ο Τζόναθαν της έκανε νόημα να πλησίασει.
«Από εδώ μία φίλη μου Τζέι! Η Νάταλι» , τη σύστησε.
«Γεια σου Τζέι» , του έτεινε κι εκείνη το χέρι της. Δεν καταλάβαινε όμως…
«Είναι ο γιος μου!» , συμπλήρωσε αυτός μόλις κατάλαβε την αμηχανία της.
Το αγοράκι χαμογέλασε ντροπαλά και ανταπέδωσε τη χειραψία.
«Τώρα Τζέι Τζέι , πήγαινε πάλι πάνω και θα σε φωνάξω εγώ σε λίγο. Ας καθυστερήσουμε λιγάκι , δεν τρέχει και τίποτα!» . Το παιδί μόρφασε αλλά υπάκουα πήρε το δρόμο που οδηγούσε στον πάνω όροφο. Έτσι ήταν ξανά οι δυο τους.

Ο Τζόναθαν αναστέναξε , «δεν ξέρω τι θα κάνω με αυτό το παιδί , νιώθω ότι μέρα με τη μέρα τον χάνω».
«Δεν ήξερα ότι έχετε ΚΑΙ παιδί!» , ήρθε η απάντηση από τη Νατ.
«Ε λοιπόν ναι , και αυτό υποθέτω  πως χειροτερεύει την κατάστασή μου γιατρέ!» , χαμήλωσε ξαφνικά το κεφάλι.
«Τι ζητάτε κύριε Τορνάντι από εμένα; Τη μία είστε κρυψίνους , την άλλη χρειάζεστε τη βοήθειά μου».
«Να σου πω την αλήθεια…» , πλησίασε κοντά της και χάιδεψε τα μαύρα μαλλιά της , δημιουργώντας της ένα περίεργο συναίσθημα  , «και εγώ ο ίδιος δεν ξέρω τι ζητάω , αλλά…» .
Ο ήχος του κινητού διέκοψε τα λόγια του και αμέσως ο κύριος Τορνάντι έτρεξε πίσω στο σαλόνι.
«ΠΩΣ; ΕΡΧΟΜΑΙ!» , τον είδε να εξαγριώνεται και να τινάζεται ολόκληρος.
«Κύριε Τζον;» , προσπάθησε να πει , καθώς ο άνδρας έβαζε το σακάκι του. Με βλέμμα γεμάτο οργή αλλά και με ένα ίχνος ενοχής , την κοίταξε στα μάτια.
«Πρέπει να φύγω δυστυχώς. Όμως είχα υποσχεθεί στον Τζέι Τζέι να πάμε κάπου. Σε παρακαλώ πολύ Νάταλι , μπορείς να μου κάνεις μία εξυπηρέτηση;» .
Η κοπέλα δε μίλησε , μόνο κούνησε αργά το κεφάλι. Η κατάσταση είχε ξεφύγει από τον έλεγχο της. Και παρότι κάτι μέσα της της έλεγε να πάρει τα πράγματά της και να αποχωρίσει από αυτή τη φαρσοκωμωδία , τα δύο μεγάλα μαύρα μάτια και το ωχρό χαμόγελο του αγοριού , την έκαναν να ψελλίσει τελικά , «βεβαίως».
Και έτσι έγινε , ο κύριος Τορνάντι έφυγε με το μεγάλο μαύρο τζιπ και η Νάταλι με τον Τζέι Τζέι και τη συνοδεία του Άλμπερτ με ένα δεύτερο αυτοκίνητο.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ…