Τετάρτη 10 Αυγούστου 2016

11. Ο Τζέι Τζέι


Από την τεράστια σκάλα , ως το μεγαλεπήβολο πολυέλαιο και τους αμέτρητους πίνακες που κοσμούσαν κάθε τοίχο , η οικία Τορνάντι ήταν σίγουρα ένα άκρως γοητευτικό θέαμα. Όντας παιδί μικροαστικής οικογένειας που ζούσε στα προάστια , όλα αυτά ήταν  σίγουρα πρωτόγνωρα για τη Νάταλι. Η νεαρή ψυχολόγος μόλις είχε περάσει το κατώφλι της μεγάλης έπαυλης και ήδη ένιωθε δέος. Παρά όμως το θαυμασμό της για την αρχιτεκτονική και την πολυτέλεια που αντίκριζε , αισθανόταν και αηδία.
Αυτό ήταν πιθανά οξύμωρο , αλλά και απόλυτα λογικό. Άραγε , τι είδους δουλειές έκανε ο κύριος Τζόναθαν πίσω από την κουρτίνα; Δεν είχαν περάσει παρά λίγες μέρες , από τότε που εμφανίστηκε αιμόφυρτος στο σαλόνι της. Έπρεπε να μη θαμπωθεί λοιπόν από τη χλιδή και τα φώτα. Έπρεπε να μείνει στο ύψος της και να είναι πάντα καχύποπτη.

«Καλησπέρα Νάταλι , είσαι στην ώρα σου βλέπω!» , την υποδέχθηκε όλο χαρά και αγκαλιές ο ασθενής της.
«Σας βλέπω καλά» , του χαμογέλασε.
«Πάντα είμαι καλά όταν σε βλέπω!» , άπλωσε αυτός το χέρι του στον ώμο της και την οδήγησε στους λευκούς καναπέδες.
Το τραπέζι του σαλονιού ήταν σκαλιστό , και λογικά εξαιρετικά ακριβό και περιβαλλόταν από τους πλήρως αναπαυτικούς καναπέδες.
Κοντά στην πόρτα που έβγαζε στον καταπράσινο κήπο , βρισκόταν ένας κουστουμάτος άνδρας . Αγέρωχος και αγέλαστος στεκόταν εκεί ,
«Τι παίζει με αυτόν;» , ρώτησε τρομαγμένη;
«Ω , ο Άλμπερτ είναι δικός μου , μη σε ανησυχεί καθόλου , αγνόησε την ύπαρξή του».
«Τα έχουμε ξαναπεί αυτά κύριε Τζον , πρέπει να είμαστε μόνοι μας. Δέχτηκα να σας αναλάβω και να έρχομαι σπίτι σας , μα αυτό παραπάει!»
«Α ναι , σχετικά με αυτό , αφού πλέον βρίσκεσαι στο σπίτι μου , μπορείς να μου μιλάς στον ενικό» , έσκυψε και της χάιδεψε το χέρι.
«Με κολακεύετε , αλλά θα διατηρήσω τους τύπους! Και τώρα πείτε στον Άλμπερτ να μετακινηθεί λιγάκι για να κάνουμε τη δουλειά μας» , ξερόβηξε και ευγενικά τράβηξε το χέρι της μακριά.
«Είσαι πολύ σφιγμένη , τέλος πάντων… ΑΛΜΠΕΡΤ! Βγες έξω και κοίτα μας από το τζάμι» .

Η Νατ γέλασε αμήχανα και ύστερα έβγαλε από την τσάντα της τα απαραίτητα. Θα επιχειρούσε να ψυχαναλύσει τον πιο ιδιότροπο και συνάμα ελκυστικό ασθενή , εφόσον βέβαια την άφηνε.
Ωστόσο , η πορεία τους ήταν προδιαγεγραμμένη από πριν. Ο επιχειρηματίας ήταν όλο γελάκια και αστειάκια και ποτέ δεν άφηνε κουβέντα να τελειώσει. Όλες οι ερωτήσεις σχετικά με το παρελθόν του έπεφταν στο κενό ενώ κάθε πέντε λεπτά , χτυπούσε επίμονα το κινητό του.
«Με συγχωρείς ένα λεπτάκι» , έλεγε και σηκωνόταν.
Τη μία συνομιλούσε με τον Έντσο , την άλλη με τον  Ντομένικο , μέχρι και με τον Αλ Πατσίνο πρέπει να μίλησε ο κύριος Τζον. Κάθε φορά που επέστρεφε , ζητούσε κι ένα μικρό διάλειμμα , και μετά από όλα αυτά , εκείνη απηύδησε  .
«Θα το κάνουμε αυτό κύριε Τορνάντι ή να φύγω; Δέχτηκα να σας βοηθήσω πολλές φορές , μα τώρα αρχίζετε και με κουράζετε».
«Σας κουράζω; ΕΓΩ ΚΟΥΡΑΖΟΜΑΙ ΝΑ ΔΙΕΥΘΥΝΩ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ , να σκοτώνονται δικοί μου άνθρωποι και να φέρω τόση ευθύνη , μη μου μιλάτε λοιπόν για κούραση!» , ξεσπάθωσε τότε εκείνος. Η Νάταλι σάστισε. Μα γρήγορα επανήλθε.
«Τότε μιλήστε μου για την κούραση , τις επιχειρήσεις , τον ξάδερφό σας. Πώς νιώσατε όταν πέθανε;»
«Όταν πέθανε; ΟΥΤΕ ΠΟΥ ΞΕΡΕΙΣ ΓΙΑΤΙ ΠΕΘΑΝΕ Ο ΛΕΟΝΑΡΝΤΟ! Κοίταξε γύρω σου! Κοίτα που βρίσκεσαι! Βλέπεις αυτό το σπιτικό; Είναι εύκολο να τα αποκτήσεις όλα αυτά; ΟΧΙ! Ο Λεονάρντο πλήρωσε το τίμημα για να είμαστε εμείς εδώ και να μιλάμε! Ε λοιπόν , θέλω να σεβαστείς και να καταλάβεις ότι δεν είσαι εδώ για ταξίδι αναψυχής , ούτε για κουβεντούλα».
Είχε ακούσει αρκετά , ως εδώ ανέχτηκε τον υπερφίαλο μπίζνεσμαν . Όσο περνούσε χρόνο μαζί του , άλλο τόσο καταλάβαινε το πόσο σάπιος ήταν. Μάζεψε γρήγορα τα πράγματά της.
«Μπαμπά;» , άκουσε από μακριά μία παιδική φωνή.
Ο κύριος Τζον εκσφενδονίστηκε από το αναπαυτικό του κάθισμα και εκείνη έμεινε μουδιασμένη να τον παρατηρεί.
Ένα αγόρι ίσα με δέκα ετών είχε κατέβει από τη μεγάλη σκάλα. Μετά από δύο τρεις κουβέντες  μαζί του , ο Τζόναθαν της έκανε νόημα να πλησίασει.
«Από εδώ μία φίλη μου Τζέι! Η Νάταλι» , τη σύστησε.
«Γεια σου Τζέι» , του έτεινε κι εκείνη το χέρι της. Δεν καταλάβαινε όμως…
«Είναι ο γιος μου!» , συμπλήρωσε αυτός μόλις κατάλαβε την αμηχανία της.
Το αγοράκι χαμογέλασε ντροπαλά και ανταπέδωσε τη χειραψία.
«Τώρα Τζέι Τζέι , πήγαινε πάλι πάνω και θα σε φωνάξω εγώ σε λίγο. Ας καθυστερήσουμε λιγάκι , δεν τρέχει και τίποτα!» . Το παιδί μόρφασε αλλά υπάκουα πήρε το δρόμο που οδηγούσε στον πάνω όροφο. Έτσι ήταν ξανά οι δυο τους.

Ο Τζόναθαν αναστέναξε , «δεν ξέρω τι θα κάνω με αυτό το παιδί , νιώθω ότι μέρα με τη μέρα τον χάνω».
«Δεν ήξερα ότι έχετε ΚΑΙ παιδί!» , ήρθε η απάντηση από τη Νατ.
«Ε λοιπόν ναι , και αυτό υποθέτω  πως χειροτερεύει την κατάστασή μου γιατρέ!» , χαμήλωσε ξαφνικά το κεφάλι.
«Τι ζητάτε κύριε Τορνάντι από εμένα; Τη μία είστε κρυψίνους , την άλλη χρειάζεστε τη βοήθειά μου».
«Να σου πω την αλήθεια…» , πλησίασε κοντά της και χάιδεψε τα μαύρα μαλλιά της , δημιουργώντας της ένα περίεργο συναίσθημα  , «και εγώ ο ίδιος δεν ξέρω τι ζητάω , αλλά…» .
Ο ήχος του κινητού διέκοψε τα λόγια του και αμέσως ο κύριος Τορνάντι έτρεξε πίσω στο σαλόνι.
«ΠΩΣ; ΕΡΧΟΜΑΙ!» , τον είδε να εξαγριώνεται και να τινάζεται ολόκληρος.
«Κύριε Τζον;» , προσπάθησε να πει , καθώς ο άνδρας έβαζε το σακάκι του. Με βλέμμα γεμάτο οργή αλλά και με ένα ίχνος ενοχής , την κοίταξε στα μάτια.
«Πρέπει να φύγω δυστυχώς. Όμως είχα υποσχεθεί στον Τζέι Τζέι να πάμε κάπου. Σε παρακαλώ πολύ Νάταλι , μπορείς να μου κάνεις μία εξυπηρέτηση;» .
Η κοπέλα δε μίλησε , μόνο κούνησε αργά το κεφάλι. Η κατάσταση είχε ξεφύγει από τον έλεγχο της. Και παρότι κάτι μέσα της της έλεγε να πάρει τα πράγματά της και να αποχωρίσει από αυτή τη φαρσοκωμωδία , τα δύο μεγάλα μαύρα μάτια και το ωχρό χαμόγελο του αγοριού , την έκαναν να ψελλίσει τελικά , «βεβαίως».
Και έτσι έγινε , ο κύριος Τορνάντι έφυγε με το μεγάλο μαύρο τζιπ και η Νάταλι με τον Τζέι Τζέι και τη συνοδεία του Άλμπερτ με ένα δεύτερο αυτοκίνητο.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου