Τρίτη 16 Αυγούστου 2016

12. Σκακιέρα για τρεις


Άνοιξαν τις πόρτες του μαύρου τζιπ και βγήκαν έξω. Το κέντρο της πόλης ποτέ δεν άρεσε στον Τζόναθαν , έτσι μόρφασε κοιτώντας τα ψηλά κτήρια και μυρίζοντας το μολυσμένο αέρα. Από τη θέση του οδηγού , βγήκε ο Μπρούνο , ο ψηλός μελαμψός νεαρός που τον συνόδευε σήμερα. Ήταν τίμιο παλικάρι , αλλά όχι ιδιαίτερα εύστροφο. Δε χρειαζόταν φυσικά μικρούς Αινστάιν δίπλα του , γι’αυτό και η επιλογή του Βραζιλιάνου ήταν ιδανική. Με τα σπαστά αγγλικά του , μπορούσε να γίνει αρκετά ευχάριστος και στην κουβέντα. Ωστόσο , του έλειπαν οι μέρες –και , αλήθεια , δεν ήταν και πολύ μακρινές- όπου δίπλα του βρισκόταν ο Μπαξ και ο Ντομένικο. Μα έτσι όπως τα έφερε η ζωή ξαφνικά βρισκόταν δίχως κανέναν απ’τους δύο πλάι του. Και αν ήξερε τι συνέβαινε στο νεαρό Μπαξ , η παράξενη στάση του Ντομένικο ήταν ένα μυστήριο για εκείνον. Τώρα όμως θα μάθαινε και γι’αυτό.

Το διαμέρισμα της οικογένειας Ματέλο ήταν  μικρό μα γλυκύτατο. Σίγουρα όχι του γούστου του , αλλά σεβόταν τις οικονομικές δυνατότητες του σωματοφύλακά και τις συνήθειές του. Η κυρία Ματέλο τον υποδέχθηκε με χαρά , όπως πάντα άλλοστε. Μπορεί να μη γνώριζε – ή καλύτερα να μην ήθελε να γνωρίζει- τι δουλειές έκανε με το σύζυγό της , αλλά σίγουρα εκτιμούσε τον ευεργέτη τους , τον καλοπληρωτή κύριο Τορνάντι , που μέρες σαν αυτή επισκεπτόταν κιόλας το σπιτικό τους.
Με ένα χειροφίλημα , ζήτησε συγγνώμη που δεν έφερε κάποια ανθοδέσμη ή ένα πακέτο σοκολατάκια , η επίσκεψή του ήταν εντελώς απροσδόκητη.
«Συγχωρέστε με για την ξαφνική επίσκεψη. Μόλις έμαθα τα νέα , έσπευσα να συναντήσω τον Ντομένικο , κι έτσι δεν πρόλαβα να αγοράσω τίποτα απ’ το δρόμο. Όμως μην ανησυχείτε γλυκύτατη κυρία Ματέλο , ο Μπρούνο θα κανονίσει να εισπράξετε τα δέοντα» . Εκείνη χαμογέλασε και τον καθησύχασε πως δεν έτρεχε και τίποτα , τον ευχαριστούσε για όσα έκανε για εκείνους , έχοντας τον άνδρα της στην υπηρεσία του τόσα χρόνια.  
«Ο Ντομένικο είναι πιστός και ικανός άνδρας , όσα έχει κάνει τα έχει κάνει με την αξία του. Γι’αυτό και ήρθα να τον δω αμέσως μόλις πληροφορήθηκα τι συνέβη!» , και δεν έλεγε ψέματα , ο Ντομ ήταν μαζί του πολλά χρόνια , ήξερε πολλά μυστικά και ήταν εξαιρετικός στη δουλειά του. Τι μπορεί να πήγε στραβά;

Τον βρήκε στην κρεβατοκάμαρα , ξαπλωμένο , με το βλέμμα στραμμένο στο ταβάνι. Εκεί φαινόταν σαν χαμένος. Κάθισε δίπλα του στην άκρη του κρεβατιού και τον κοίταξε. Σαν να είχε ξαφνικά γεράσει κατά είκοσι χρόνια , φορούσε τις ριγέ πιτζάμες του και ανάσαινε πολύ σιγά.
«Ντομ» , ψιθύρισε και τα κουρασμένα μάτια κατέβηκαν αργά.
«Αφεντικό».
«Τι συνέβη; Τι έπαθες; Τι είναι όλα αυτά;»
«Αμαρτήσαμε αφεντικό».
«Τι εννοείς αμαρτήσαμε; Εξηγήσου διάολε! Γιατί σε βρίσκω σε αυτό το χάλι; Ριγέ Πιτζάμες; Άρνηση να έρθεις στη δουλειά; Τι μου έλεγε στο τηλέφωνο ο Άσλεϋ;»
«Εγώ…και ο Μπαξ…» , προσπάθησε να ψελλίσει ο άνδρας.
«Άσε τον Μπαξ εκεί που είναι , δεν μπορεί να θυμάσαι δύο εβδομάδες μετά τα όσα πάθαμε. Σου είπα ότι δεν πρέπει να μάθει κανείς ποτέ για αυτά. Δε θέλω να μου μιλάς για αυτούς τους άνανδρους. Θα το τακτοποιήσω αυτό! ΘΑ ΤΟ ΤΑΚΤΟΠΟΙΗΣΩ ΚΑΙ ΑΥΤΟ!  Έχουμε λύσει όλα μας τα προβλήματα λοιπόν , και συνεχίζουμε κανονικά τη ζωή μας! Ξέχνα τη Σάντα Λάουρα , ξέχνα και τον Λεονάρντο. Τα έχω κανονίσει όλα πλέον και δεν έχουμε ανάγκη κανέναν.»
Τα μάτια του Ντομ άστραψαν προς στιγμήν.
«Τότε λάθος τα έχεις κανονίσει αφεντικό. Κάποιος προσπαθεί να μας τη φέρει πολύ άσχημα. Κάποιος πάει να μας παίξει άσχημο παιχνίδι. Και αν είναι από τη Σάντα Λάουρα , τζάμπα χύθηκε τόσο αίμα και τζάμπα έγιναν οι συμφωνίες σου». Πάντα ξαπλωμένος , έμοιαζε άξαφνα να βρίσκει τη σβελτάδα και την οξυδέρκειά του. Είχε καταφέρει να τον ταρακουνήσει. Μα τα λόγια του παρέμεναν γρίφος. Ποιος προσπαθούσε να τους τη φέρει;
«Αποκλείεται να είναι από τη Σάντα Λάουρα...» , μουρμούρισε.
«Τότε έχουμε κι άλλους εχθρούς , και δεν ξέρουμε τίποτα γι’αυτούς».
«Ωραία , αντί να κάθεσαι εδώ με τις πιτζάμες , σήκω και αντιμετώπισέ τους λοιπόν! Βρες τους και πες μου κι εμένα ποιος προσπαθεί μας τη φέρει»
«Δεν ξέρω αν μπορώ πλέον , αυτό είναι το θέμα…»
«Γιατί να μην μπορείς; Είσαι καλύτερος από εκατό εκτελεστές είκοσι χρόνια μικρότερους. Η εμπειρία σου και το κρύο αίμα σου είναι οι καλύτεροι σύντροφοι. Αν ήμουν ο Τόνυ Μοντάνα , θα χρειαζόμουν μόνο εσένα για να τα βάλεις με πενήντα Κολομβιανούς δολοφόνους που εισβάλουν στη βίλα μου.»
«Και θα νικούσα ε;» , γέλασε.
«Ασφαλώς και θα νικούσες γκρινιάρη!».
Κοιτάχτηκαν για μερικά λεπτά , στο καλό , ο γερογκρινιάρης τον είχε συγκινήσει για τα καλά.
«Πλησιάζω τα πενήντα αφεντικό…» , είπε στο τέλος θλιμμένα ο Ντομ.
«Έχεις άλλα δέκα γεμάτα χρόνια δουλειάς , δίπλα μου».
«Θα ζήσουμε άλλα δέκα χρόνια;».
«Τι κουβέντες είναι αυτές; Ασφαλώς. Θα βγάλουμε απ’τη μέση όλους τους ψιλικατζήδες και θα παραμείνουμε ισχυροί στις επιχειρήσεις. Οι διασυνδέσεις μας είναι τεράστιες , οι αστυνόμοι είναι φίλοι μας…»
«Ξεχνάς το μυστηριώδη τύπο που προσπαθεί να μας τη φέρει!»
«Είπα πως θα βγάλουμε απ’τη μέση όλους τους ψιλικατζήδες…» , πήρε μία βαθιά ανάσα , «και θα είσαι δίπλα μου για να το κάνουμε μαζί».
«Δεν…»
«Πάρε δέκα μέρες άδεια , και πάρε και μερικά δολάρια , θα περάσεις λίγες ευχάριστες μέρες με την οικογένεια. Καλοκαίρι έρχεται , πήγαινέ  τες και για κανένα μπάνιο. Σε δέκα ημέρες σε περιμένω στο σπίτι να συζητήσουμε. Θα έχω κλείσει τη συμφωνία με τη Σάντα Λάουρα και θα ξέρουμε και αν θα τη βγάλει ο…» , κόμπιασε για λίγο , «ο Μπαξ. Όλα θα επανέλθουν στην πρότερη κατάσταση τους , θα δεις».  Σηκώθηκε και υπέγραψε μία επιταγή. Την ακούμπησε στο κομοδίνο , έκλεισε το μάτι στον κλινήρη σωματοφύλακα και βγήκε έξω.
Ο Μπρούνο έκανε τον καραγκιόζη , για να γελάσουν οι δύο κόρες του Ντομένικο. Ίσως και να είχε πλάκα , αλλά έπρεπε να αναλογιστεί τελικά αν έκανε καλά που τον είχε στην υπηρεσία του. Μάλλον ήταν υπερβολικά μαλακός.
Χαιρέτισε την αξιαγάπητη σύζυγο , έδωσε από πενήντα δολάρια στο κάθε παιδί και αποχώρισαν ήσυχα.   

Νυχτώνει , σκέφτηκε. Όσο το τζιπ διέσχιζε την άσφαλτο κάτι μέσα του του έλεγε να μην επιστρέψει σπίτι από τώρα. Δεν είχε λόγο να επιστρέψει σπίτι.  Η σύζυγός του βρισκόταν για ψώνια με κάποια φίλη της και ο γιος του ήταν με τη Νάταλι σε κάποιο πάρκο… Για κάποιο λόγο , είχε όμως ένα περίεργο συναίσθημα. Όχι πως έπρεπε να ανησυχεί για κάτι. Οι βλάκες από τη Σάντα Λάουρα είχαν συμφωνήσει να συμβιβαστούν τελικά , ενώ είχε ανθρώπους να ελέγχουν την κατάσταση με αυτό το νέο παίκτη. Τζάμπα τα είχε βάψει μαύρα ο Ντομένικο. Ο νικητής από αυτή την παρτίδα θα ήταν αυτός. Κι όμως , ένιωθε ένα βάρος…
Καθώς ο ήλιος έδυε πίσω από τα ψηλά κτήρια και εξαφανιζόταν από τον κυανέρυθρο ουρανό , ο Τζόναθαν έκανε νόημα στον οδηγό να αλλάξουν πορεία.

Η κλινική του Δόκτωρα Γκρην βρισκόταν μόλις μισή ώρα μακριά και λίγο πριν τις δέκα βρίσκονταν εκεί. Χαιρέτησε , όπως πάντα τις νοσοκόμες και πήγε κατευθείαν στο δωμάτιο 415.
Εκεί , πάντα στην ίδια θέση , βρισκόταν εκείνος. Λίγο γένι είχε φυτρώσει στο μακρουλό πιγούνι του , ενώ τα μαλλιά σχεδόν του κάλυπταν τα μάτια. Οι σφυγμοί του , ήταν όπως πάντα πολύ χαμηλοί , αλλά είχε την αίσθηση πως κάτι ήταν διαφορετικό σήμερα.
Κάθισε εκεί για μερικά λεπτά , κοιτώντας τον , σαν να περίμενε κάτι. Βέβαια κατά βάθος ήξερε πως τίποτα δεν επρόκειτο να συμβεί και απόψε. Περπάτησε λίγο πάνω κάτω στο μικρό αποστειρωμένο δωμάτιο σκεπτικός. Και τότε , όταν αποφάσισε πως ήταν η ώρα για να φύγει , λίγο πριν στρίψει το κεφάλι του , πρόσεξε ένα μικρό χαμόγελο. Ένα μικρό χαμόγελο είχε σχηματιστεί στα χείλη του νεαρού άνδρα…


ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου