Δευτέρα 16 Μαΐου 2016

03. Φάντασμα


Τα πορφυρά μαλλιά ακουμπούσαν στους λεπτούς ώμους της. Τα γκριζοπράσινα μάτια της έλαμπαν και ένα μόνο βλέμμα της αρκούσε για να σε μαγνητίσει.  Τέλος , όπως  κάθε άλλη φορά ,  ήταν ντυμένη στην εντέλεια. Η Λουίζα όμως  , πέρα από όλα αυτά , ήταν και μία εξαιρετικά έξυπνη γυναίκα. Δυστυχώς όπως συμβαίνει συνήθως , ήταν θύμα της ομορφιάς της. Οι άνδρες συνήθως δεν εκτιμούσαν , ούτε και πρόσεχαν τα πολλά προτερήματά της. Όχι όμως κι ο Τζερμ. Εκείνος ήταν διαφορετικός.
Ένα από τα πολλά χαρίσματα που ξεχώριζε σε εκείνη , ήταν αυτό της καλής ακροάτριας. Έτσι εκείνο το απόγευμα θα έβρισκε τους δυο τους σε μία χαλαρή καφετέρια. Ζεστή σοκολάτα για την κυρία και εσπρέσο για αυτόν.
«Φοβάμαι πως την έχασα για πάντα…» , αναστέναξε. «Δεν ξέρεις πόσα όνειρα έκανα για εμάς τους δύο. Μπορεί τώρα να είμαι ένας ένας φτωχός φοιτητάκος , αλλά σε λιγότερο από δύο χρόνια θα πάρω το πτυχίο μου και θα βρω μία καθωσπρέπει δουλειά. Αχ , τι άτυχος που είμαι…»
«Καταρχάς , αν σε αγαπάει όπως μου λες , θα σου δώσει μία δεύτερη ευκαιρία να της εξηγήσεις. Δεν μπορεί να σας καταστρέφει τη σχέση ένας άγνωστος που λέει ασυναρτησίες. Όπως ξέρουμε και οι δυο μας , δε θυμάσαι τίποτα από εκείνο το μοιραίο βράδυ , τρέχα γύρευε που βρήκες τον τύπο και τι κάνατε μαζί!»
«Σε διαβεβαιώνω , ότι δεν έχω πάρε δώσε με τύπους σαν τον… Μπαξ! Ακούς εκεί όνομα! Και ο τύπος είναι λες και βγήκε από ταινία του Σκορτσέζε!».

 Ο Τζερμ αναστέναξε και ρούφηξε λίγο από τον καφέ του. Του έλειπε πραγματικά η Μελίσσα. Από εκείνη την αποφράδα μέρα που συνάντησε τον Μπαξ Σίναμον , δεν είχε απαντήσει ούτε σε μία κλήση του. Την αναζήτησε στο πανεπιστήμιο , μα ούτε εκεί μπόρεσε να την εντοπίσει. Ύστερα , πλησίασε τις φίλες τις. Μα κι αυτές , δεν τον συμπάθησαν ποτέ , οπότε τώρα ήταν η καλύτερη τους. Μπορούσαν να τον θάβουν ανελέητα πίσω από την πλάτη του, και φυσικά να του λένε με ένα υποκριτικό ύφος , πόσο λυπόνταν για το χωρισμό τους. Τρίχες. Θα στοιχημάτιζε το σαράβαλό του , πως αυτές έριχναν λάδι στη φωτιά όποτε η Μελίσσα του κράταγε μούτρα κι άρχιζε τις γκρίνιες. Μα τώρα , είχαν φτάσει σε ένα καθοριστικό τέλμα , που όμοιό του δεν είχε ξαναυπάρξει.
«Τι θα κάνω Λουίζα;»
«Είναι δύσκολα τα πράγματα…» μουρμούρισε.
«ΤΟ ΞΕΡΩ!»
«Όμως , αν πιστεύεις ότι έχετε μέλλον μαζί , δείξε της με κάθε τρόπο τι σημαίνει για εσένα. Μία άλλη καλή κίνηση είναι να φέρεις στη συνάντησή σας και το φίλο σου τον Μπαγκς Μπάννυ…»
«Μπαξ , το όνομά του είναι Μπαξ.»
«Αυτόν τον τύπο τέλος πάντων , και να της εξηγήσει ότι έλεγε μπαρούφες!»
«Αχ , Λουίζα , μου δίνεις τόσο κουράγιο με τα λόγια σου!! Βρήκες τη λύση!! Θα ξεκινήσω με μικρά δωράκια και ύστερα αν δεν πιάσει τίποτα , θα μαζέψω τον Μπαξ και θα πάμε να εξηγηθούμε! Δεν μπορεί , θα με πιστέψει. Έχουμε πολλά να ζήσουμε μαζί έτσι; Εγώ και η Μελισσούλα μου!»
Η νεαρή κοπέλα  τον κοίταξε με ένα γλυκό συγκαταβατικό χαμόγελο για συνοδεία και του χάιδεψε το χέρι.
«Φτωχέ μου Τζερμ…» .

«Είμαι ο μεγαλύτερος βλάκας της γης. Έχω μία γυναικάρα να ασχολείται μαζί μου , κι εγώ της μιλάω για τη Μελίσσα. Δεν το αξίζει αυτό κανείς μας.»
Το φιλί που είχαν ανταλλάξει ακόμα του τριβέλιζε το μυαλό. Το ίδιο και η θολή θύμηση εκείνης της νύχτας  , που ακόμα του προκαλούσε ρίγος. Όλα όσα του είχαν διηγηθεί , πρέπει να ήταν αληθινά , μα και πάλι αδυνατούσε να πιστέψει πως εκείνος ήταν υπαίτιος για όλα αυτά. Δεν πίστευε πως ήταν ικανός να κάνει τέτοια άσωτη ζωή. Αλλά δεν πίστευε και πως ξαφνικά όλα είχαν διαγραφεί από τη δική του μνήμη.
Χωρίστηκαν με τη Λουίζα λίγο μετά την όμορφη συζήτησή τους και ξεκίνησε να πάει πεζός μέχρι το διαμέρισμά του. Είχε ηρεμήσει αρκετά και είχε αποκτήσει αρκετές ιδέες περί του πώς να κινηθεί στο θέμα «Μελίσσα» . Θα ξεκινούσε από σήμερα κιόλας. Ένα πακέτο σοκολατάκια ή ένα μπουκέτο λουλούδια θα ήταν ότι πρέπει για αρχή.

Βγήκε στον σκοτεινό δρόμο που διαδεχόταν τη μεγάλη λεωφόρο και κατευθύνθηκε προς το σπίτι. Καθώς όμως χάζευε τους περαστικούς και τις βιτρίνες του φάνηκε ότι είδε μία γνώριμη σιλουέτα ανάμεσα στο πλήθος. Δίχως να χάσει χρόνο , προχώρησε με γοργό βήμα προς το μέρος του αδύνατου άνδρα. Τον σκούντησε στον ώμο. Αυτός για μία στιγμή προσπάθησε να αγνοήσει την επαφή αυτή και να εξαφανιστεί και πάλι , να γίνει ένα με τον υπόλοιπο κόσμο. Ύστερα όμως κοντοστάθηκε και γύρισε το κεφάλι του προς τον Τζερμ.
Τα καστανά μάτια και το αδύνατο παρουσιαστικό του , τα μυωπικά γυαλιά αλλά και η ευγένεια στο παρουσιαστικό του… Ο Τζερμ ήξερε , πως αυτός ο άνθρωπος ήταν ο Δόκτωρ Κάλλιστερ.
Κι όμως , για μια στιγμή αμφέβαλλε. Ο Δόκτωρ Κάλλιστερ που γνώριζε ήταν ένας ευθυτενής περιποιημένος και καλοζωισμένος σαραντάρης. Ετούτο το φάντασμα , ίσα που τον θύμιζε. Φανερά κουρασμένος , αξύριστος , ατημέλητος , φορώντας ένα κουρελιασμένο πουκάμισο και ένα σκονισμένο παλτό τον κοιτούσε με ένα απλανές και αδειανό βλέμμα.
«Tζερμάν!» , χαμογέλασε αχνά μετά από λίγες στιγμές.
«Δόκτωρ Ντάμιεν! Εσείς είστε , έτσι;»
«Ναι αγόρι μου…» , κόμπιασε , «εγώ είμαι!».
«Μα τι σύμπτωση να σας βρίσκω εδώ στο δρόμο! Πού βρίσκεστε; Έχω τόσο καιρό να σας δω!»
Ο καθηγητής φαινόταν κυριολεκτικά χαμένος και αμήχανος. Όμως ο Τζερμ χρειαζόταν απαντήσεις και ο μόνος που μπορούσε πλέον να τις δώσει ήταν ο πρώην δάσκαλός του. Τώρα λοιπόν ήταν η ώρα.
«Καιρό ε; Είχα… κάποιες υποχρεώσεις! Εσύ , είσαι εντάξει; Σε βλέπω μια χαρά…».
«Είμαι μια χαρά Δόκτωρ!» , ο Τζερμ ένιωσε λίγο άβολα , μα γρήγορα συγκεντρώθηκε.
«Ακούστε , ξέρω ότι έχετε πολύ φορτωμένο πρόγραμμα γενικότερα , μα θα είχατε λίγο χρόνο για να συζητήσουμε κατ’ ιδίαν;».
«Φοβάμαι πως όχι καλό μου παιδί…» , είπε απογοητευμένα αυτός.
«Μόνο για λίγα λεπτά , απλά δεν είναι τόσο σωστό να είμαστε όρθιοι στη μέση του δρόμου , σας βλέπω και κουρασμένο και…» , απόψε έπρεπε να πάρεις τις απαντήσεις που ήθελε.

Ο καθηγητής έβηξε και ύστερα έξυσε το ατημέλητο γενάκι που είχε φυτρώσει στο άλλοτε λαμπερό πρόσωπό του.
«Τι να σου πω Τζερμ , είμαι ελαφρά κουρασμένος , μα αν επιμένεις τόσο…», σταμάτησε και έκανε ένα νεύμα με τα χέρια.

Οι δύο άνδρες μπήκαν σε ένα παλιό μπιστρό και μοιράστηκαν ένα μικροσκοπικό τραπεζάκι. «Θα μπω στο ψητό δόκτωρ Κάλλιστερ. Για να είμαι ειλικρινής , το ότι σας συναντώ είναι ένα μικρό θαύμα για εμένα. Σας καλώ στο τηλέφωνο εδώ και πολλές ημέρες , μα δεν μου έχετε απαντήσει ποτέ. Δε σας κατηγορώ για κάτι , ξέρω πόσο πολυάσχολος είστε. Όμως θα ήθελα απαντήσεις. Και είστε αυτός που θα μου τις δώσει.»
«Απαντήσεις;» , ξερόβηξε για ακόμα μία φορά.
«Απαντήσεις! Πριν περίπου τρεις εβδομάδες συναντηθήκαμε και μου δώσατε ένα χάπι , δεν είναι έτσι;»
«Ένα χάπι…».
«Ναι , ένα χάπι που θα μου έδινε αυτοπεποίθηση για το ραντεβού μου ή κάτι τέτοιο».
Ο συνομιλητής του κούνησε το κεφάλι καταφατικά και άρχισε να κουμπώνει αμήχανα το καφετί παλτό του.
«Τι ακριβώς ήταν αυτό το χάπι; Μήπως επέφερε και κενά μνήμης; Αμέσως μετά την κατανάλωσή του έχασα οποιαδήποτε επαφή με την πραγματικότητα και ξύπνησα το επόμενο πρωί με φριχτό πονοκέφαλο ! Αφήστε που απ’ότι μου λένε έκανα κάποια πολύ απαίσια πράγματα… ΠΕΙΤΕ ΜΟΥ ΔΟΚΤΩΡ!! ΤΙ ΑΚΡΙΒΩΣ…»
Κάπου εκεί , η σερβιτόρα του μαγαζιού τους πλησίασε και διέκοψε τον νεαρό. Ρώτησε ευγενικά για να λάβει την παραγγελία , μα ο Καθηγητής Ντάμιεν Κάλλιστερ σηκώθηκε απότομα. Την ευχαρίστησε , ζήτησε συγγνώμη από τον Τζερμ και έφυγε τρεκλίζοντας.
Ξαφνιασμένος , εκείνος άρπαξε την ζακέτα του και έτρεξε προς την εξώπορτα. Τι στο καλό μόλις έγινε; Μα γιατί; Γαμώτο…
Πήγε να σκοντάψει καθώς έβγαινε έξω μα κρατήθηκε από τη τζαμαρία και σχεδόν κύλησε ως το πεζοδρόμιο. Ο δόκτορας είχε εξαφανιστεί. Μέσα στο πλήθος δεν επρόκειτο ποτέ να τον βρει και απλά έμεινε να κοιτάζει τις φιγούρες που περνούσαν από μπροστά του.
Μα τι συνέβαινε; Ο άλλοτε έξυπνος και γλυκομίλητος άντρας είχε δώσει τη θέση του σε έναν μυστηριώδη , ρακένδυτο και σιωπηλό τύπο. Τσαλακωμένος και με κουρασμένη έκφραση , ο Ντάμιεν Κάλλιστερ δεν θύμιζε σε τίποτα τον εαυτό του.
Κι αν δεν ήταν αυτός; Μπα , αυτός ήταν , το επιβεβαίωσε! Όμως , ήταν αλλόκοτος. Τι να συνέβαινε άραγε;
Στο γυρισμό για το σπίτι , ο Τζερμ αναρωτήθηκε πολλές φορές και τελικά κατέληξε σε μία και μόνο απάντηση. Έπρεπε ο ίδιος να αναζητήσει απαντήσεις και να ερευνήσει τι ακριβώς συνέβαινε. Μόνο έτσι θα έλυνε το μυστήριο.


ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου