Τρίτη 15 Νοεμβρίου 2016

17. Καληνύχτα και καλημέρα



Ακούμπησε το μικρό σημειωματάριο στο δίπλα μαξιλάρι και έκλεισε το πορτατίφ. Δεν πρόσθεσε και πολλά σήμερα , αλλά όπως πάντα ήθελε να καταγράψει την πρόοδο της. Σίγουρα , οι τελευταίες μέρες ήταν δύσκολες για τη Σάντρα και δεν είχε κάνει και πολύ μεγάλα βήματα προς τα μπροστά , αλλά στο τέλος θα τα κατάφερνε. Ήταν κοντά! Είχε μπει σε εκείνο το σπίτι και είχε δει διάφορα. Σε λίγες ημέρες θα ξεσκέπαζε το δολοφόνο. Χαμογέλασε και μέσα στο σκοτάδι , άφησε τα βλέφαρά της να πέσουν απαλά…

Ο Μπάστερ ήταν ο φύλακας άγγελός της. Γι’ αυτό δε χωρούσε αμφιβολία. Ο γλυκός της αδελφός , παρ’ όλες τις σκοτούρες του , κατάφερνε μέρες σαν εκείνη να είναι πάντα δίπλα της. Άφησε για μια φορά τη δουλειά και γύρισε σπίτι στην ώρα του για να δει ταινία. Αποκοιμήθηκε στα μισά , αλλά έτσι ήταν πάντα. Τώρα , τον θαύμαζε , με τη στολή του έβγαινε στο δρόμο να υπερασπιστεί τους αθώους. Και εκείνη , μαζί με τη μαμά και τον μπαμπά , καμάρωνε σα γύφτικο σκερπάνι για τον αδελφό της τον αστυνόμο.
Ήταν ημέρα γιορτής , η ημέρα της πόλης , και όλοι οι ένστολοι βρίσκονταν στο δρόμο , χαμογελαστοί και λαμπεροί. Τότε ακουγόταν ο κρότος. Τότε έπεφταν όλοι κάτω , η Ιζαμπέλ ούρλιαζε , η μαμά και ο μπαμπάς έτρεχαν στο πλήθος και τελικά έμενε μόνη της , χαμένη , χωρίς να ξέρει που βρίσκεται.
«Μαμά!! Μπαμπά!!» , προσπάθησε να φωνάξει . Κανείς δεν άκουγε τις φωνές της. Γύρω από αυτή σειόταν ο τόπος από τα ουρλιαχτά και τους καπνούς. Η φωνή της δεν έβγαινε καν , σαν κάτι να την έπνιγε. Και έτρεχε. Έτρεχε. Θεούλη μου , πού ήταν ο αδελφός της;  Άραγε αυτός να είναι καλά; Πού είχαν πάει όλοι; Έτρεχε μέσα στο βουητό…
Έψαχνε μέσα στους καπνούς , μέσα στο κόκκινο υγρό , να βρει κάποιον τους. Και τότε ανάμεσα στα τόσα πρόσωπα , τον εντόπιζε. Με βουρκωμένα μάτια , έβρισκε τον Μπάστερ πληγωμένο , πεσμένο στο έδαφος. Πλησίαζε , αυτός προσπαθούσε να χαμογελάσει , μα μάταια. Μία σκιά κάλυπτε και τους δύο. Τώρα από πάνω εμφανιζόταν απειλητικός ο άνδρας με τη μάσκα Ταύρου και το λευκό κοστούμι.

Ταραγμένη και μούσκεμα στον ιδρώτα τινάχτηκε από τον ύπνο της. Πάντα ξυπνούσε σε αυτό το σημείο. Ο εφιάλτης δεν είχε τελειωμό. Ήθελε να βάλει τα κλάματα ή να σπάσει τα πάντα , αλλά αυτό δε θα ωφελούσε σε τίποτα. Όλα ήταν στο μυαλό της. Μόνο που άλλη μία νύχτα , το μυαλό της δε την άφηνε να κοιμηθεί.
 Ω , δεν ήταν η πρώτη φορά. Συνέβαινε συχνά τελευταία. Πιθανά αιτία για όλα να ήταν ο φόβος της. Όμως πώς γινόταν αυτό όταν είχε το θάρρος για τόσα πράγματα; Είχε βγει από το καβούκι της και αυτό ήταν ένα επίτευγμα. Ο Μπάστερ την κρατούσε ασφαλή και μακριά από όλο τον έξω κόσμο όλα αυτά τα χρόνια , μα τώρα ήταν έξω και ερευνούσε μία υπόθεση. Ένιωθε την έξαψη και το άγχος. Πολεμούσε τους δαίμονές της. Αλλά είχε το θάρρος για αυτά. Και ήταν περήφανη. Πώς λοιπόν να τη σταματήσει ένας εφιάλτης και μερικές δύσκολες νύχτες;

Και δε θα περίμενε φυσικά να ξημερώσει. Ήταν ήδη όρθια , αποφασισμένη να πολεμήσει. Θα τέλειωνε σήμερα με αυτή την ιστορία. Θα τέλειωνε με όλα. Άρπαξε την τσάντα της και άρχισε να πετάει πράγματα μέσα. Κανονικά θα έπαιρνε τηλέφωνο και την Ιζαμπέλλα , μα ήταν περασμένες τρεις. Οπότε θα τα έκανε όλα μόνη της. Ένιωθε μια μικρή κούραση , αλλά γνώριζε πως δε θα την έπαιρνε ποτέ ο ύπνος.
 Η Σάντρα Μπάττερ δεν ήταν φυσικά νέα σε όλο αυτό το παιχνίδι της αϋπνίας και του άγχους. Την προηγούμενη όμως φορά που είχε τέτοια προβλήματα κατέφυγε σε άλλου είδους περιπέτειες. Αυτά ήταν στο παρελθόν. Αυτά προκάλεσαν μόνο μπελάδες. Η σημερινή Σάντρα θα γινόταν ήρωας. Ήταν η κατάλληλη εξάλλου ώρα να πάει σε εκείνο το σπίτι και να βρει το δολοφόνο. Αν κατάφερνε να τον πιάσει στα πράσα θα…
Κι αν δεν ήταν αυτός; Τώρα είχε δεύτερες σκέψεις. Μπα , ήταν ανόητος ένας τέτοιος ισχυρισμός. Ο άνθρωπος αυτός είχε μπλέξει σε χρόνο μηδέν με όλο τον υπόκοσμο –ακόμα και με τον άνδρα με τα λευκά ρούχα , τον Μίστερ Μπουλ- και ήταν σήριαλ κίλλερ. Αν είχε την αποδοχή της ενοχής του , θα έσωζε τη ζωή του Μπάστερ και πολλών ακόμα. Με δάκρυα στα μάτια παραμέρισε τις αμφιβολίες της και έκλεισε την μικρή τσάντα.
Μπήκε στο μπάνιο και έριξε λίγο νερό στο πρόσωπό της. Τα καστανά μαλλιά της έφταναν πλέον μέχρι τους ώμους και το δέρμα της ήταν καθαρό. Κάποτε την είχαν ρωτήσει αν θεωρούσε τον εαυτό της όμορφο , και διπλωματικά είχε απαντήσει πως κάποτε υπήρξε όμορφη. Τώρα πλησίαζε τα τριάντα και μετά από όσα είχε περάσει , την εξάρτιση , την απότομη απόκτηση βάρους και τούμπαλιν , ήταν μία ξεθωριασμένη εκδοχή του εαυτού της. Ωστόσο , δεν περνούσε και απαρατήρητη. Κοιτάχτηκε μία τελευταία φορά στον καθρέφτη και βγήκε από το δωμάτιο με ελαφρά βήματα.

Στο σαλόνι ο Μπάστερ ροχάλιζε πάνω σε ένα κουτί πίτσας. Τι γλυκός και γαλήνιος που ήταν. Δεν σου έκανε η καρδιά να τον ξυπνήσεις και έτσι τον είχαν αφήσει εκεί. Για να μην κρυώσει μάλιστα , τον είχαν τυλίξει με ένα ροζ κουβερλί. Τουλάχιστον το ένα από τα δύο αδέλφια θα κοιμόταν καλά απόψε , σκέφτηκε. Το άλλο θα έσωζε την πόλη.
Κατέβηκε τις σκάλες με πολύ προσοχή ώστε να μην τον ενοχλήσει και φυσικά να μην την πάρει χαμπάρι. Λογικά θα επέστρεφε πριν ξυπνήσει αλλά επειδή για κάτι τέτοιο δεν μπορούσε να είναι σίγουρη έκατσε να γράψει ένα μικρό σημείωμα και το κόλλησε δίπλα του.

«Καληνύχτα και καλημέρα» , έγραψε στο τέλος. Έτσι θα τον καληνύχτιζε για σήμερα και θα τον καλημέριζε αν το διάβαζε το πρωί. Αν επέστρεφε προτού αυτός σηκωθεί θα εξαφάνιζε το χαρτί και θα συμπεριφερόταν κανονικά. Άνοιξε την πόρτα και κρυφοκοίταξε για μία τελευταία φορά πίσω της. Ύστερα με ένα πονηρό χαμόγελο στα χείλη και απαλές κινήσεις χάθηκε στο σκοτάδι.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου