Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2016

20. Όλο ευθεία για το άγνωστο...



«Και τι είμαστε μπαμπά εμείς οι άνθρωποι;» , τον ρωτούσε συχνά η μικρή του κόρη. Πώς μπορούσε όμως κανείς να της εξηγήσει τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος , τι σημαίνει να είσαι ζωντανός; Ο ίδιος ήταν ο χειρότερος για να το κρίνει αυτό , ο ίδιος ήταν ένα παλιοτόμαρο , ένας κανάγιας που είχε πάρει  πολλές ζωές μέχρι σήμερα , πώς λοιπόν να της απαντούσε σε μια τέτοια ερώτηση; Κι όμως , παρά τη δική του κατρακύλα , είχε το θράσος να αγαπάει την ίδια τόσο πολύ και να εύχεται να μην κάνει ποτέ τα λάθη που έκανε ο ίδιος. Θα έδινε όλο του το είναι για να τα καταφέρει...
Όταν το τηλέφωνο χτύπησε εκείνο το βράδυ , ήξερε πως δεν ήταν για καλό. Όταν δε , συνάντησε το αφεντικό και τον Μπαξ , ήταν πλέον σίγουρος. Ο Ντομένικο είχε ένα χάρισμα να αντιλαμβάνεται τον κίνδυνο , ίσως ήταν κληρονομικό από τη γιαγιά του που καταγόταν από τη Σικελία. Ίσως πάλι έφταιγαν τα πρόσωπά τους. Απόψε ήταν περίεργοι.
Ο κύριος Τορνάντι φαινόταν φυσικά διαλυμένος , σκεπτικός και συνάμα οργισμένος. Ο Μπαξ απ’την άλλη ήταν νευρικός και ιδρωμένος. Εμφανίστηκε με καθυστέρηση είκοσι λεπτών έξω από την έπαυλη και ζήτησε επανειλημμένα συγγνώμη πέφτοντας στα πόδια του αφεντικού.
Εκείνος δεν έμοιαζε να νοιάζεται και πολύ για αυτό. «ΔΙΑΟΛΕ! Ο ΛΕΟΝΑΡΝΤΟ ΕΙΝΑΙ ΝΕΚΡΟΣ!» , φώναζε ενώ ο Μπαξ ικέτευε και μουρμούριζε πάνω στο φρέσκο γκαζόν.
Πράγματι , ο Λεονάρντο Τρονατέλι είχε βρει αιματηρό θάνατο μερικές ώρες πριν. Και τώρα σαν άλλοι εκδικητές , θα πήγαιναν να τιμωρήσουν τους υπαίτιους.


Το σχέδιο είναι τρελό , το σχέδιο είναι τρελό. ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΕΙΝΑΙ ΤΡΕΛΟ! Ήρεμα Μπαξ , ήρεμα , το αφεντικό δε σου κρατάει κακία , το αφεντικό δεν ξέρει που ήσουν πριν…
Πώς να καθησυχάσεις τον εαυτό σου μια ώρα σαν αυτή; Η καρδιά του πήγαινε να σπάσει και το μυαλό του ήταν έτοιμο να εκραγεί. Κοίταξε τον άδειο δρόμο. Πού πήγαιναν νυχτιάτικα; Να μπουκάρουν σε ξένο σπίτι; Αυτός ήθελε να χουχουλιάσει με την Τζίνα του μέχρι το πρωί…
Θα τα ξεράσω όλα στο αφεντικό και θα παραιτηθώ , σκέφτηκε. Ύστερα το φιλοσόφησε. Αν δεν τον σκότωνε επιτόπου το αφεντικό , θα τον σκότωνε η Τζίνα. Ή ακόμα χειρότερα θα τον σκότωνε ο Ντομένικο. Ή ο Ντομένικο θα πανικοβαλλόταν και θα τράκαρε το αυτοκίνητο , οπότε θα σκοτώνονταν και οι τρεις και η Τζίνα θα κληρονομούσε τα πάντα. Πέρα από αυτό , θα στενοχωριόταν κιόλας γιατί θα έχανε εν μια νυκτί και σύζυγο και εραστή. Άρα όχι δεν μπορούσε να τα τινάξει όλα στον αέρα. Οπότε θα πήγαιναν ήρεμα στη Σάντα Κλάρα και θα γάζωναν τους πάντες.
Το χε ξανακάνει , μια φορά με μόνο ένα γεμιστήρα είχε ξεκληρίσει μια ομάδα από Μεξικάνους ναρκέμπορους. «Θυμάσαι Ντομένικο;» , ρώτησε το σιωπηλό συνεργάτη του.
Ο Ντομ οδηγούσε , ως συνήθως , και δεν είχε βγάλει κουβέντα απ’τη στιγμή που μπήκαν στο μαύρο αυτοκίνητο.
«Τι να θυμάμαι ακριβώς;»
«Τότε που μπουκάραμε σε εκείνη την αποθήκη , πλάκα είχε»
«Πολύ πλάκα , έπαθες μόνο ένα κάταγμα».
«Κίνδυνοι του επαγγέλματος» , απάντησε.
«Οδήγα Ντομένικο , πρέπει να πιάσουμε στον ύπνο τον γερο-μπάσταρδο!» , φώναξε ο Τζον από το πίσω κάθισμα.
Το αφεντικό ήταν σε κακό χάλι. Λογικό , είχε μόλις χάσει τον ξάδερφό του. Και ο Μπαξ είχε έναν ξάδερφο που όταν ήταν μικροί έκλεβε καραμέλες. Μάλιστα του έδινε και εκείνου ένα μερίδιο. Είχε χάσει πια τα ίχνη του , αλλά αν μάθαινε πως κάτι κακό του συνέβη θα έδινε γη και ύδωρ για να εκδικηθεί.
Το αυτοκίνητο σταμάτησε απότομα πάνω στο πεζοδρόμιο της πολυτελούς κατοικίας. Ο κύριος Τζόναθαν βγήκε έξω και έκλεισε με δύναμη την πόρτα. Πλησίασε την πύλη και χτύπησε επίμονα το κουδούνι.
«Πάμε Μπαξ…» , τον τράβηξε από το μανίκι ο Ντομ.
«Πώς θα μπούμε μέσα; Ο τύπος παίζει να έχει ελεύθερους σκοπευτές»
«Τι σκοπευτές να έχει , ένας τυχάρπαστος είναι. Για μόστρα είναι η πόρτα»
«Τα πιστεύεις αυτά που λες;»
«Πάμε πριν τσαντιστεί το αφεντικό Μπάξυ , δεν έχει σημασία τι πιστεύω» , βγήκε από το τζιπ και κατευθύνθηκε προς τη λευκή είσοδο. Ωραία ήταν η πύλη του Σμιθ. Λευκή , με σκαλιστούς χρυσούς πάνθηρες στις κορυφές. Και είχε και ωραία κάγκελα γύρω γύρω. Πήρε μια βαθιά ανάσα και βγήκε κι εκείνος.
Πλησίασε με αργά βήματα κοντά στους άλλους δύο.
Η πόρτα ήταν ήδη ανοιχτή. Φαίνεται πως ακόμα και στη Σάντα Κλάρα , το αφεντικό είχε το κλειδί για όλες τις κλειδαριές. Αυτός είναι ο Τζόναθαν Τορνάντι.
«Τι τους είπε και άνοιξαν;» , ρώτησε τον Ντομ όσο περπατούσαν στον κήπο.
«Δεν έχει σημασία»
«Τίποτα δεν έχει σημασία σήμερα , ε;»  , αυτή τη φορά δεν έλαβε απάντηση.
Ένας μαυροφορεμένος άνδρας εμφανίστηκε μπροστά τους και αντάλλαξε δύο κουβέντες με το αφεντικό πριν τους κατευθύνει προς την κεντρική πόρτα της έπαυλης. Μόλις έφτασαν εκεί , ο Τζον έκανε νόημα να τον χτυπήσουν στο κεφάλι και ο Ντομ γρήγορα εκτέλεσε το έργο. Ο άνδρας έπεσε λιπόθυμος και μπήκαν ήσυχα μέσα.
«Θέλω να βρείτε το σκουλήκι τώρα και να τον φέρετε μπροστά μου» , γρύλισε.
Προφανώς ο τύπος που βρισκόταν στο πάτωμα ήταν ο πρώτος απ’τη γραμμή άμυνας , και άρα δεν υπήρχαν ελεύθεροι σκοπευτές , αλλά σε λίγο θα πετάγονταν από παντού μπράβοι και φονιάδες κάθε είδους.
Ο Τζον κάθισε σε έναν απ’τους κόκκινους καναπέδες και εκείνοι ανέβηκαν τις σκάλες. Ο Πήτερ Σμιθ ήταν ένας άνδρας γύρω στα εβδομήντα με λευκό μουστάκι και κοιμισμένα μάτια. Τον είχε δει μια δυο φορές σε κάποιες δεξιώσεις , αλλά δεν είχε φανταστεί ποτέ ότι μια μέρα θα μπούκαραν στο σπίτι του. Ο φίλος είχε πραγματικά εξοργίσει το αφεντικό.

 Άνοιξε την πρώτη πόρτα που συνάντησε και βρέθηκε σε ένα μπάνιο. Αμήχανος ζήτησε συγγνώμη και έκλεισε την πόρτα. Ο Ντομένικο είχε προχωρήσει στην απέναντι μεριά του διαδρόμου , οπότε δεν υπήρχε χρόνος να τον φωνάξει. Σκέφτηκε για ένα λεπτό τι στο καλό μόλις έκανε και έπιασε και πάλι το πόμολο.
«Ήρεμα νεαρέ , τα λεφτά βρίσκονται στο δωμάτιο μου. Στη θυρίδα. Μην κάνει απότομες κινήσεις και θα πάμε μαζί να σου τα δώσω…».
Μέσα στο μπάνιο , δίπλα από το γυαλιστερό νιπτήρα καθισμένος πάνω στη λεκάνη , βρισκόταν ένας καλοδιατηρημένος ηλικιωμένος άνδρας. Γκρίζα αραιά γλυμμένα μαλλιά στόλιζαν το κεφάλι του , ενώ στο πάνω χείλος ξεχώριζε ένα λευκό λαμπερό μουστάκι.
«Τα λεφτά; Ποια λεφτά;» ψιθύρισε ο Μπαξ και ύστερα κλείνοντας με τρόπο την πόρτα ξαναρώτησε , «συγγνώμη κύριε , ποιος είστε;».
«Ο Πήτερ Σ… Μα για μια στιγμή , μπαίνεις στο σπίτι μου και δεν ξέρεις ποιος είμαι;» , σάστισε ο άνδρας.
«Αυτό είναι το δικό σας σπίτι;». Ανόητη ερώτηση , όντως αυτός ο ανεκδιήγητος τύπος που μάλλον έκανε την ανάγκη του και τον κοιτούσε με ένα νυσταλέο βλέμμα ήταν ο Πήτερ Σμιθ. Ο άνθρωπος αυτός ήταν υπαίτιος για τη δολοφονία του Λεονάρντο Τρονατέλι. Και τώρα τον είχε πιάσει στα πράσα. Τελικά όλα ήταν πιο εύκολα από όσο νόμιζε. Γρήγορα έψαξε για το πιστόλι του ενώ προσπαθούσε να συγκρατήσει το γέλιο του.
«Ναι γιε μου , και όπως βλέπεις βρίσκομαι σε μια ιδιαίτερη στιγμή. Σε παρακαλώ δώσε μου λίγο χρόνο. Στο μεταξύ μην κάνεις τίποτα επικίνδυνο…»
«Εντάξει φίλε , όλα καλά , τέλειωσαν τα αστεία! Σήκω όρθιος και έλα μαζί μου!» , με το πιστόλι πλέον στα χέρια του , ο Μπαξ σημάδεψε το συνομιλητή του.
«Ω , για όνομα του θεού» , αναστέναξε εκείνος.
«Δεν αστειεύομαι , σήκω».
«Ζήτησα λίγο χρόνο γιε μου για να σηκωθώ. Επίσης δεν κατάλαβα που θα πάμε…»
«Μια βόλτα στην παραλία» , γέλασε , «που θες να πάμε; Κάτω!»
«Κοίτα , δεν ξέρω πώς έφτασες ως εδώ αλλά δεν καταλαβαίνω γιατί ήρθες αν δε θες τα λεφτά και δεν ξέρεις καν ποιος είμαι…»
«Με κουράζεις μπάρμπα. Μην το παίζεις βλάκας , καταλαβαίνεις γιατί είμαι εδώ. Προφανώς δε θέλω τα λεφτά σου αλλά κάτι άλλο. Επίσης , μόλις θυμήθηκα ότι έχουμε ξανασυναντηθεί» , λέγοντάς τα αυτά πλησίασε και ακούμπησε το πιστόλι στο μέτωπό του , «τέλος πάντων , θα σου δώσω είκοσι δευτερόλεπτα να σηκωθείς από το θρόνο σου , αλλιώς στην άναψα». Ο άνδρας χλόμιασε.
Ο Μπαξ έκανε μεταβολή και περπάτησε ως την πόρτα. Κοιτάζοντας απ’την άλλη μεριά άρχισε μία αντίστροφη μέτρηση.
«Είκοσι… δεκαεννέα… δεκαοκτώ…  δεκαεπτά…»
Ελπίζω να σηκώσει τα σώβρακά του και να έρθει μαζί μου αλλιώς θα πρέπει να τον χτυπήσω , σκέφτηκε. Και δεν ήξερε αν αυτό βρισκόταν στις εντολές του αφεντικού.
«Δεκατέσσερα… δεκατρία…» , δεν άκουγε κανένα θόρυβο , οπότε αποφάσισε να ρίξει μια κλεφτή ματιά. Προτού ολοκληρώσει την αναστροφή αντιλήφθηκε έναν κρότο , στη συνέχεια ένιωσε έναν οξύ πόνο στο αριστερό πόδι και έχοντας ολότελα γυρίσει είδε τον μπάρμπα να κρατάει στα χέρια ένα μικροσκοπικό πιστόλι.
«ΔΙΑΟΛΕ!» , ούρλιαξε και πάτησε τη σκανδάλη βγαίνοντας με φόρα από το μπάνιο.
«ΝΤΟΜΕΝΙΚΟ! ΜΕ ΠΥΡΟΒΟΛΗΣΑΝ!» , πράγματι , έξω  βρισκόταν ο Ντομ και μία ξανθιά κοπέλα.  Μάλιστα την είχε ακινητοποιημένη με ένα σαρανταπεντάρι στον κρόταφο.
«Τι έπαθες ρε άνθρωπε;» , φώναξε εκείνος.
«ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Ο ΠΗΤΕΡΟΥΛΗΣ;» , έβαλε τα κλάματα η κοπέλα.
«ΤΟ ΠΟΔΙ ΜΟΥ ΝΤΟΜ , ΜΕ ΓΑΖΩΣΕ ΣΤΟ ΠΟΔΙ!» , κουτσαίνοντας άρχισε να πηγαίνει προς το μέρος του.
«ΠΟΙΟΣ ΣΕ ΓΑΖΩΣΕ ΣΤΟ ΠΟΔΙ;» , έβαλε και εκείνος τις φωνές , «ΚΑΙ ΕΣΕΝΑ ΣΟΥ ΕΙΠΑ ΝΑ ΜΗ ΦΩΝΑΖΕΙΣ! ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟΣ Ο ΠΗΤΕΡΟΥΛΗΣ;»
«ΝΤΟΜΕΝΙΚΟ , Ο ΜΠΑΣΤΑΡΔΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΚΕΙ ΜΕΣΑ!» ,  ο Μπαξ έδειξε τη λευκή πόρτα όσο πλησίαζε κοντά του.
«Ακίνητοι και οι δύο! Κι εσύ μην πειράξεις την Τιούσντεϋ !» , μία τρίτη φωνή ήρθε για να συμπληρώσει την όμορφη παρέα.
Πίσω από τον Ντομένικο είχαν εμφανιστεί δύο ακόμα κουστουμαρισμένοι νεαροί. Και φυσικά ήταν οπλισμένοι.
«Τζεμάλ! Άρθουρ!» , κλαψούρισε η… Τιούσντεϋ.
«Λοιπόν μάγκες, δε θα σας πειράξουμε αν αφήσετε ελεύθερη την κοπελιά από εδώ» , μούγκρισε ο πιο εύσωμος.
Ανακτώντας την ψυχραιμία του ο Ντομένικο αποκρίθηκε , «το μόνο σίγουρο με την κατάσταση αυτή είναι πως , αν άφηνα το κορίτσι από τα χέρια μου θα μας την πέφτατε στο άψε σβήσε».
Με τη σειρά του , ο Μπαξ σήκωσε το δικό του πιστόλι προς το μέρος τους και παραμερίζοντας τον πόνο είπε , «επίσης θα μπορούσα τώρα αμέσως να την ανάψω στον έναν απ’ τους δυο σας και να χάσετε τα αυγά και τα πασχάλια. Εσείς διαλέγετε τι θα γίνει. Εμείς δεν ήρθαμε για να μπλέξουμε σε συμμοριτοπόλεμο , αλλά για να διαπραγματευτούμε με το αφεντικό σας. Τον Πήτερ Σμιθ».
«Έχεις πολύ θράσος ανάπηρε» , τον σημάδεψε ο ένας εκ των δύο.
Για μερικές στιγμές , επικράτησε σιγή ιχθύος στο μεγάλο διάδρομο. Το μόνο που ίσως να ξεχώριζε ήταν τα αναφιλητά της νεαρής ξανθιάς. Άραγε ήταν κάποια κόρη ή ερωμένη του Σμιθ; Λες να είχε βίτσιο με τις μικρούλες;
Η ευχάριστη ατμόσφαιρα θα διακοπτόταν βίαια από τον πυροβολισμό που ακούστηκε στο κάτω πάτωμα.
«ΤΟ ΑΦΕΝΤΙΚΟ!» , φώναξε αμέσως ο Μπαξ. Ο Ντομένικο όμως αμέσως του έκανε νόημα να πάψει. Μα ήταν ήδη πολύ αργά , οι τύποι είχαν πάρει πρέφα τι συνέβαινε… Και προφανώς είχαν και συναδέλφους στον κάτω όροφο. Ίσως το αφεντικό να βρισκόταν ήδη νεκρό από τα πυρά κάποιου τυχάρπαστου μπράβου. Ένας δεύτερος εκκωφαντικός ήχος ήρθε για να εντείνει την ανησυχία του , και με τον τρίτο ήταν πλέον σίγουρος ότι κάτι κακό είχε σίγουρα συμβεί.
«Ντομένικο…» , ψέλλισε.
«Μπαξ βούλωσέ το» , τον έκοψε δίχως να του ρίξει ούτε μια ματιά.
«Τι έγινε μάγκες , το αφεντικό σας ήταν κάτω μόνο του; Λυπάμαι , αλλά εδώ βρίσκονται άλλοι πέντε άνδρες. Πολύ δύσκολα θα επιβίωνε μόνος του. Μα καλά πώς σας ήρθε να εισβάλλετε λες και δεν τρέχει τίποτα;» , χασκογέλασαν οι δύο σωματοφύλακες.
Η στιγμή ήταν δύσκολη. Μα τι έπρεπε να κάνουν τώρα;
Ήδη κάποιος ανέβαινε τις σκάλες. Αν τους περικύκλωναν το παιχνίδι θα ήταν χαμένο. Ή ίσως και να είχε χαθεί προ πολλού. Αν είχαν φάει το βασιλιά , τα πιόνια θα ήταν ανίκανα να κάνουν το οτιδήποτε. Πάντως ο Σμιθ βρισκόταν ακόμα στο μπάνιο του , σημάδι της δικής του ανικανότητας. Μίας ανικανότητας που όμως κατόρθωσε να τραυματίσει το πόδι του. Μπράβο Μπαξ , είσαι μεγάλος βλάκας. Και τώρα θα πληρώσετε όλοι μαζί αυτή τη βλακεία.

Από την κουπαστή τότε ξεπρόβαλλε εκείνος. Αγέρωχος , με το γαλάζιο του πουκάμισο και το σπινθηροβόλο βλέμμα του , απέναντί τους στεκόταν ο Τζόναθαν Τορνάντι. Στο ένα χέρι κρατούσε ένα ασημένιο πιστόλι , ενώ το άλλο… ω , το άλλο είχε ένα φριχτό λεκέ από αίμα.
«Όλα καλά» , είπε μόλις πλησίασε.
«Δόξα τω θεώ αφεντικό» , δήλωσε με ανακούφιση ο Μπαξ.
«Βλέπω είστε στη μέση μιας ενδιαφέρουσας μονομαχίας» , γέλασε.
«Εγώ θα έλεγα ότι έχουμε το πλεονέκτημα» , είπε ήρεμα ο Ντομ.
«Πολύ σωστή άποψη».

Οι δύο γορίλλες του Σμιθ βρέθηκαν με την πλάτη στον τοίχο. Αφοπλίστηκαν και ο Ντομένικο ανέλαβε να τους δέσει με κάτι. Πριν όμως οι άλλοι δύο μπουν στο μπάνιο για να τελειώνουν μια και καλή με τον μπάρμπα , ο Μπαξ ρώτησε ,
«Το χέρι σας... Οι πυροβολισμοί… Τι συνέβη εκεί κάτω;»
«Ω , ξέχνα το χέρι , με τσούζει λίγο αλλά με διαπέρασε ξυστά , δεν ήταν τίποτα το ιδιαίτερο. Εκεί που κοίταζα τα ουίσκια εμφανίστηκε ένας μπράβος και έπρεπε να τον κανονίσω. Ε μετά πετάχτηκε μπροστά μου και μια γάτα Σιάμ. Δεν έγινε δηλαδή και τίποτα σπουδαίο , αλλά κατάλαβα ότι κάτι τρέχει εδώ πάνω. Ας τελειώνουμε με τον βλάκα και θα πάμε στο νοσοκομείο , για το χέρι μου και για το πόδι σου. Και μετά θα κανονίσουμε την κηδεία του Λεονάρντο…» , αναστέναξε. Έπειτα , με τις κάννες τους σε πρώτο πλάνο εισήλθαν στο δωμάτιο.
Εκεί τους περίμενε ο κύριος Σμιθ. Με το χέρι να τρέμει προσπαθούσε να σημαδέψει κάποιον απ’ τους δύο.
«Σμιθ. Παλιοτόμαρο , άθλιε κομπάρσε! Ο ΛΕΟΝΑΡΝΤΟ ΕΙΝΑΙ ΝΕΚΡΟΣ!» , του φώναξε ο Τζον.
«Γ-γ-γιέ μου , ηρέμησε!» , τσίριξε εκείνος.
«ΜΗ ΜΕ ΛΕΣ ΓΙΟ ΣΟΥ! Θα σου φυτέψω ολόκληρο το γεμιστήρα στην άθλια μάπα σου».
«ΝΑ ΤΟ ΣΥΖΗΤΗΣΟΥΜΕ!»
«Δεν έχουμε τίποτα να συζητήσουμε , μου ήρθε ένα μήνυμα στο κινητό , ότι ο θάνατος του ξάδερφού μου ήταν προειδοποίηση απ’τη Σάντα Κλάρα , άρα κάτι έχεις να μου πεις. ΑΥΤΟ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ. ΚΑΙ ΑΠΟΛΟΓΙΑ!»
«Τορνάντι , κατεβάστε τα πιστόλια πριν πατηθεί κατά λάθος καμιά σκανδάλη και θα σου τα πω όλα. Ο Θεός να αναπαύει τη ψυχή του ξαδέλφου σου…»
«Περιμένω μια απολογία και μια εξήγηση , κανένα πιστόλι δε θα κατέβει μέχρι τότε»
«Όλα γίνονται για τις μπίζνες που να με πάρει» , κατέβασε το κεφάλι ο Σμιθ.
«Ακόμα και η γκομενίτσα στο χωλ;» , είπε περιπαιχτικά ο Μπαξ.
«ΜΗΝ ΠΕΙΡΑΞΕΤΕ ΤΗΝ ΤΙΟΥΣΝΤΕΫ!!»
«Μπαξ , άφησέ τον να μιλήσει σε παρακαλώ» , τους έκοψε το αφεντικό. Όντως , είχε παρασυρθεί. Γι’αυτό τον άφησε να μιλάει και αυτός μιλούσε για μερικά λεπτά , για το πώς φέρθηκαν στον Τζέρεμυ Ρεβέρ όταν τους επισκέφτηκε τις προάλλες στο Σόλε Ντ’ Όρο , για την αναδιανομή της πίττας , για το εμπόριο ναρκωτικών με τους μεξικάνους και για τη δύναμη που είχε συγκεντρώσει ο Τορνάντι. Πάνω από όλα όμως μίλησε για την καλή γειτονία , και την ελεύθερη οικονομία. Τα εστιατόρια Cyan Ocean θα έρχονταν στην Γκόλντβιλλ , αυτό το είχαν συμφωνήσει όλοι οι μέτοχοι. Αλλά έπρεπε να εκβιάσουν κάπως τον Τζον για να το δεχθεί. Πόρισμα; Η τουαλέτα δεν ήταν το καλύτερο μέρος για να συζητήσουν δυο κύριοι για μπίζνες.
«Κατάλαβα τι εννοείς Πήτι…» , χασμουρήθηκε στο τέλος το αφεντικό , «αλήθεια , έχεις κάμερες στο μπάνιο;»
«Κάμερες στο μπάνιο; Τι εννοείς;» , απόρησε ο… Πήτι.
Τότε άκουσε τις φωνές , ο Μπαξ τινάχτηκε σα σίφουνας ως την πόρτα. Παρότι το πόδι του τον τυραννούσε , είχε την αντοχή να παραμερίσει τον πόνο. Προσπάθησε να κρατήσει με δύναμη το χερούλι , αλλά γρήγορα παραμερίστηκε και έπεσε στο πάτωμα. Τρεις μαυροντημένοι άνδρες μπούκαραν μέσα και με γρήγορες κινήσεις σημάδεψαν τον Τζόναθαν.
«Κύριε Σμιθ!» φώναξε κάποιος απ’ αυτούς , και ύστερα ακούστηκαν οι ήχοι από τις σκανδάλες. Τι θα μπορούσε να κάνει εκείνος στη γωνία του κρύου μπάνιου; Να παίξει το ρόλο του , να σώσει τον εργοδότη του. Εξάλλου ήταν αναλώσιμος , σωστά;
Εκσφενδονίστηκε από την άκρη που ήταν πεσμένος και άρχισε να πυροβολεί τυφλά , βγάζοντας μια άναρθρη κραυγή ενώ ένιωσε να τρώει μία ή και δύο σφαίρες κάπου στο σώμα του. Άκουσε τις φωνές , κάποιος φώναζε «ΝΤΟΜΕΝΙΚΟ!»  , κάποιος άλλος στο βάθος έκλαιγε και τέλος είδε το αφεντικό να τρέχει προς το μέρος του. Μόνο που η όραση του πια θόλωνε και το μυαλό του άρχιζε να σαλεύει. Είχε εκτελέσει όμως το καθήκον του.
Πώς θα ήταν άραγε αν σκηνοθετούσαμε τον ίδιο μας το θάνατο; ,  σκέφτηκε. Αν διαλέγαμε τις κατάλληλες σκηνές , την κατάλληλη μουσική επένδυση; Αν γινόμασταν ήρωες από εκεί και πέρα; Αν γράφονταν ιστορίες γύρω από αυτό το θάνατο; Αν αφήναμε παρακαταθήκη και έργο στις επόμενες γενιές; Αν…
Ο Μπαξ δεν είχε κάνει ποτέ ως τώρα τέτοιες σκέψεις. Σίγουρα βέβαια , για μία στιγμή ο εκκωφαντικός ήχος τον ξάφνιασε , ίσως και να τον τρόμαξε αλλά κατόρθωσε να παραμερίσει το φόβο. Τι ήταν ο φόβος εξάλλου; Μία ψευδαίσθηση του μυαλού και τίποτε άλλο. Ήθελε να δει τι γίνεται γύρω του , αλλά δεν μπορούσε. Τώρα πια δεν μπορούσε να δει τίποτα , μόνο να ακούσει. Για κάποιο περίεργο λόγο , τα μάτια του , αν και ήταν ορθάνοιχτα , ένιωθαν σαν να ήταν ερμητικά κλειστά.
Κι ύστερα , το μόνο που μπορούσε να θυμηθεί ήταν εκείνο το χρώμα. Κόκκινο.
Κόκκινο , όπως τα τριαντάφυλλα που ανθίζουν την άνοιξη. Κόκκινο , όπως τα φανάρια στους σκοτεινούς δρόμους της πόλης όλες εκείνες τις μάταιες νύχτες. Κόκκινο , σαν το χρώμα της πρωινής αυγής , που ερχόταν πάντοτε αμέσως μετά. Κόκκινο , σαν το χρώμα των χειλιών της. Κόκκινο , σαν το πάθος του για εκείνη. Κόκκινο , σαν την αμαρτία. Κόκκινο. Σαν το αίμα. 
ΤΕΛΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου