Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2016

19. Όλα κάποτε τελειώνουν



Ο Τζον ήταν ο άνθρωπος που την ανέσυρε κυριολεκτικά από τα σκατά στην αφρόκρεμα της Γκόλντβιλλ. Μέχρι τότε αναγκαζόταν να βγάζει το ψωμί της κάνοντας το μοντέλο σε κάτι φτηνιάρικες γκαλερύ και κάτι κουτσομπολίστικα περιοδικά. Τρομερή παρακμή για την κόρη ενός πρώην συνταγματάρχη και βετεράνου στο Βιετνάμ.
Μα η Τζίνα δεν άφηνε ποτέ το χρόνο να περάσει ανεκμετάλλευτος. Όσο καιρό πέρασε ζώντας σε αυτό το χάλι , αναγκασμένη να ανέχεται τον κάθε ψωριάρη , σχεδίαζε την άνοδό της. Τελικά ένα μεσημέρι γνώρισε τον ιδιοκτήτη μίας αλυσίδας εστιατορίων και γρήγορα βρήκε τη θέση που της άξιζε. Στην καλύτερη γειτονιά της πόλης , με μεταξωτά φορέματα και αληθινά γούνινα παλτά. Με το δικό της σοφέρ και το δικό της υπερπολυτελές αυτοκίνητο. Όνειρα. Στόχοι. Τσεκ.
Μα αφού ικανοποίησε το Αμερικάνικο όνειρο και βρήκε τον έρωτα στα χέρια ενός πανίσχυρου και ευπαρουσίαστου άνδρα , ξεκίνησε να πλήττει. Δεν μπορούσε να βαλτώσει μέσα σε τέσσερις τοίχους και να είναι άλλο ένα έπιπλο , ένα μπιμπελό. Ο Τζον βέβαια ήταν καλός σύζυγος και της το αποδείκνυε συνεχώς. Στην αρχή κατέβαλλε μεγάλες προσπάθειες για να την κάνει να μη βαριέται καθόλου και της συνιστούσε να βγαίνει έξω , να γνωρίσει τον κύκλο του , να συναντά κυρίες της καλής κοινωνίας και άλλα τέτοια. Στον ελεύθερο χρόνο του πάντοτε τις έκανε εκπλήξεις και πηγαίνανε ταξιδάκια. Άλλοτε κοντινά και άλλοτε μακρινά. Έτσι η Τζίνα μέσα σε δύο χρόνια είχε επισκεφτεί το Παρίσι ,το Τόκυο , το Ρίο. Μετά όμως , η πλήξη επανήλθε και ο Τζόναθαν εξαφανιζόταν επί μέρες. Ανήσυχη ότι ίσως την απατά με κάποια πιο νέα και πιο όμορφη προσπάθησε να προσλάβει έναν ιδιωτικό ντετέκτιβ. Αλλά ο άντρας της ήταν άνθρωπος κύρους και μόνο στο άκουσμα του ονόματός του κανένας ντετέκτιβ δε δεχόταν να τον παρακολουθήσει. Άρα έπρεπε να στρέψει αλλού το βλέμμα της.
Ο Μπαξ ήταν το δεξί χέρι του Τζον. Τον προσέλαβε λίγο μετά το γάμο τους και έκτοτε βρισκόταν πάντα μαζί του , ήταν ο ένας από τους δυο προσωπικούς του σωματοφύλακες. Εκτός αυτού , όποτε τον συναντούσε της έριχνε αδιάκριτες ματιές. Ήταν φως φανάρι ότι θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει αυτό τον άνδρα προς όφελός της.
Πράγματι τον πλησίασε και του ζήτησε σα χάρη να της επιβεβαιώσει με πάσα ειλικρίνεια ότι ο σύζυγός της δεν την απατάει.  Και αυτός για κάποιο λόγο άρχισε να παρακολουθεί το αφεντικό του για χάρη της. Με τον καιρό ήρθαν πιο κοντά και στο τέλος , ένα βροχερό απόγευμα βρέθηκαν τόσο κοντά που μέχρι το βράδυ είχαν γνωρίσει ο ένας τον άλλον περισσότερο από όσο έπρεπε. Τώρα είχε στη ζωή της την έξαψη και την αίσθηση του κινδύνου.
Αυτά της προσέφερε ο Μπάξυ. Ζεστές αγκαλιές και πάθος , κάτω από το φόβο , ότι ο άνδρας της θα τους ανακάλυπτε και θα τους έκανε να πληρώσουν για την προδοσία τους. Ωστόσο κατάφερνε και τους κουμάνταρε όλους και κράταγε τα μυστικά κάτω από το χαλί. Όσο περνούσε βέβαια ο καιρός , ο εραστής της εξέφραζε την καταπίεση που ένιωθε , και την επιθυμία του να το σκάσουν μαζί στο εξωτερικό. Μα ούτε αυτό μπορούσε να το δεχθεί. Η πλουσιοπάροχη ζωή που είχε με κόπο καταφέρει να αποκτήσει θα χανόταν. Προτιμούσε να τα έχει όλα λοιπόν. Έστω και υπό το καθεστώς της απειλής.
Μαζί του ήταν και το τελευταίο βράδυ , πριν φύγει. Ο Μπαξ ήταν στην αγκαλιά της μέχρι τη στιγμή που χτύπησε το τηλέφωνο και της είπε πως έπρεπε να πάει στη δουλειά. Ο Τζον τον χρειαζόταν. Την άλλη ημέρα , έμαθε τα φριχτά μαντάτα. Ο γλυκός της έπεσε μαχόμενος έπειτα από την ανταλλαγή πυρών ,  προστατεύοντας το σύζυγό της. Ο Τζον τη σκαπούλαρε , αλλά εκείνος ήταν σε κόμμα. Και τώρα βρισκόταν μπροστά του για ακόμα μία φορά. Και εκείνος ήταν εκεί , ακίνητος , ανήμπορος , χαμένος στο λήθαργό του.
Διασωληνομένος βέβαια με κάθε λογής συσκευές και λαμβάνοντας τις υψηλότερες αγωγές , ευγενής χορηγία του αφεντικού του. Το ελάχιστο που θα μπορούσε να κάνει ο άνδρας της για το σωτήρα του. Δεν της είχε πει και πολλά για αυτή την ιστορία παρότι και ο ίδιος είχε γυρίσει σε άθλια κατάσταση εκείνο το πρωινό.  Με το που ήρθε όμως σπίτι , πρώτη του δουλειά ήταν να αγκαλιάσει το γιο του , και όχι εκείνη. Ναι , ο Τζον είχε ένα μικρό γιο απ’τον προηγούμενο γάμο του , ένα γλυκό μα και αδιάφορο πιτσιρίκι. Η κίνηση αυτή της απέδειξε ότι τα συναισθήματα μεταξύ των δύο συζύγων ήταν πλέον αμοιβαία. Και δεν την πείραζε καθόλου. Αφού απολάμβανε ακόμα όλα τα προνόμια του να είσαι η κύρια Τορνάντι.
 Πλησίασε με αργές κινήσεις τον Μπαξ και χάιδεψε το χέρι του. «Αχ Μπάξυ μου…» , ψιθύρισε. Ύστερα κοίταξε γύρω της μην μπει κανείς στο δωμάτιο ή περνάει απ’έξω. Δεν ήθελε να την πάρει κανένα μάτι. Επίσης δεν ήθελε να πιστέψει κανείς ότι υπήρχε περίπτωση εκείνη να τρέφει αισθήματα για έναν μπράβο. Είχε ρωτήσει πολλές φορές τον εαυτό της τι ένιωθε για εκείνον , αλλά πάντοτε η απάντηση ήταν «αυτό είναι απλά μια περιπέτεια» , ήταν μια περιπέτεια για να ξεφύγει απ’την ανία. Και ξέφευγε.
Κανείς δε θα μάθαινε το μικρό τους μυστικό. Ο μοναδικός άνθρωπος που ανακάλυψε τι συνέβαινε βρισκόταν από καιρό στα θυμαράκια. Δε θα έλειπε και σε κανέναν. Ο Φίλιπ Μόνκα ο χασοδίκης , ήταν ένα αηδιαστικό ανθρωπάκι. Και μόνο που είχε περάσει μία νύχτα μαζί του της έφερνε αναγούλα. Ο καλός της Μπαξ , την απάλλαξε απ’την παρουσία του , αλλά και τις απειλές του ότι θα τα ξέρναγε όλα στον Τζόναθαν.
«Συγγνώμη κυρία , το επισκεπτήριο τελειώνει σε λίγα λεπτά , θα σας παρακαλούσα να πηγαίνετε σιγά σιγά!» , άκουσε μία λεπτή φωνή να της λέει από πίσω. Γύρισε και αντίκρισε τη νοσοκόμα. Γρήγορα τινάχτηκε από το πλευρό του άνδρα και αυστηρά της είπε , «ναι εντάξει αδελφή , σε λίγα λεπτάκια θα βρίσκομαι έξω , μπορείς να φύγεις τώρα» . Σκατά , αφαιρέθηκε και την πήρε πρέφα η νοσοκόμα. Έπρεπε να σιγουρευτεί ότι δε θα μαθευόταν η επίσκεψή της παραέξω. Θα το κανόνιζε κι αυτό. Προτού φύγει , επέστρεψε στο προσκεφάλι του Μπαξ και του χάιδεψε το μάγουλο , «θα τα ξαναπούμε Μπάξυ μου , σε παρακαλώ να είσαι δυνατός…».
Και σε ένα περίεργο παιχνίδι της μοίρας , αυτός μισάνοιξε τα μάτια του και της ψιθύρισε , «με εσένα στο πλευρό μου , είμαι πάντα δυνατός».

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου