Τρίτη 21 Ιουλίου 2015

7. Συνάντηση υψίστης σημασίας



Ο ήλιος έλαμπε πάνω από την Γκόλντβιλλ. Λες και κάποιος της είχε δώσει αυτό το όνομα μόνο και μόνο επειδή κάτι τέτοιες ημέρες έλαμπε σαν χρυσός (σ.σ.: Γκολντ=gold=χρυσάφι). Μέρες σαν αυτή όμως , η μεγάλη αυτή πόλη , έμοιαζε πράγματι σαν το στολίδι της μεγάλης ερήμου που την περιέκλειε. Τι όμορφα θα ήταν να τα παρατούσαν όλα αυτή τη στιγμή και πήγαιναν για ένα πικνίκ. Όλοι μαζί! Δυστυχώς όμως , η ζωή του Τζον Τορνάντι δεν επέτρεπε τίποτα τέτοιο. Το πρόγραμμα τώρα είχε ένα σημαντικό επαγγελματικό γεύμα. Αυτό θα γινόταν βέβαια εντός έδρας. Στο αγαπημένο του μάλιστα από τα τέσσερα εστιατόρια που κατείχε. Σε αυτό που θυμόταν τον εαυτό του να τρώει κάθε Κυριακή απόγευμα με τον πατέρα του…
Ο Μπαξ και ο Ντομένικο , το δεξί και το αριστερό του χέρι δηλαδή , κάθονταν στα μπροστινά καθίσματα του τζιπ. Ο μεγαλύτερος σε ηλικία , ο Ντομ , βρισκόταν στην υπηρεσία του εδώ και περίπου δέκα πέντε χρόνια και εκτελούσε και χρέη οδηγού. Απ’ την άλλη , ο Μπαξ , μόλις που ξεπερνούσε τα τριάντα. Βρισκόταν μαζί του μόλις τέσσερα ή πέντε χρόνια , μα ήταν σαν να τον ήξερε από πάντα και τον είχε μαζί του όπου και να πήγαινε.
Δυστυχώς , τίποτα πλέον δεν πήγαινε καλά. Στο σπίτι , υπήρχαν πολλά προβλήματα. Η σύζυγος του η Τζίνα , του έκανε συνεχώς παράπονα ότι δεν της έδινε όση σημασία έπρεπε και πως την είχε απλά για τρόπαιο. Ταυτόχρονα , ο γιος του , ο Τζόννυ Τζούνιορ απομακρυνόταν όλο και περισσότερο από εκείνον.  Σαν να μην έφταναν όλα αυτά , ο έμπιστος δικηγόρος της οικογένειας και της επιχείρησης , ο Φιλ , είχε εξαφανισθεί. Από την προηγούμενη Παρασκευή και μετά , δεν είχε δώσει κανένα σημείο ζωής.
Έμοιαζε σαν να κατέρρεαν όλα γύρω του. «Έχεις να διοικήσεις μία αυτοκρατορία Τζον» , έλεγε συνεχώς στον εαυτό του. Όμως τίποτα δεν ήταν ίδιο μέσα του τις τελευταίες μέρες. Έτσι αποφάσισε μετά από προτροπή , να συμβουλευτεί μία νεαρή ψυχολόγο που άνοιξε το γραφείο της στην πόλη.
Μάταιη προσπάθεια. Δεν μπορούσε να αρχίσει να λέει όλα του τα προβλήματα σε μία τυχάρπαστη κοπέλα. Προσπάθησε να το παίξει άνετος φυσικά. Έκλεισε ραντεβού με ένα ψεύτικο όνομα και μιλούσε αρκετά γενικά , ώστε η ψυχολόγος να μην καταλάβει για ποιον πρόκειται. Μα ποιον κορόιδευε; Ήταν ο Τζόναθαν Τορνάντι. Ιδιοκτήτης της αλυσίδας εστιατορίων Σόλε Ντ’ Όρο. Τα πιο διάσημα εστιατόρια στην πόλη , με ιστορία πενήντα πέντε χρόνων στη γαστρονομία και πολλά βραβεία ανά καιρούς. Ταυτόχρονα όμως διοικούσε και την τοπική μαφία. Εδώ άρχιζαν τα προβλήματα. Δεν μπορούσε να ρισκάρει να συζητήσει ανοιχτά μαζί με μία άγνωστη όλα του τα ζητήματα. Αν και εκείνη τον διαβεβαίωσε πως ότι ειπωθεί στη συνάντησή τους θα έμενε μεταξύ τους , δεν μπορούσε να την εμπιστευτεί.
Όσο το αυτοκίνητο έφτανε στο εστιατόριο , το μυαλό του ξέφευγε από όλα αυτά και επικεντρωνόταν στη συνάντησή του. Ο Τζέρεμυ Ρεβέρ ήταν ο άνδρας που θα συναντούσε. Ο Ρεβέρ ήταν μέτοχος στο εστιατόριο Cyan Ocean , που είχε την έδρα του στη διπλανή πόλη , την Σάντα Λάουρα. Ξαφνικά όμως, αποφάσισαν να μεταπηδήσουν και στην Γκόλντβιλλ. Ετοιμάζονταν πυρετωδώς για τα εγκαίνια του πρώτου τους υποκαταστήματος , πράγμα που έφερνε σε δύσκολη θέση την οικογένεια Τορνάντι. Μέχρι τώρα υπήρχε συμφωνία ανάμεσα στους ιδιοκτήτες του Cyan Oceanκαι εκείνον. Ο καθένας είχε την περιοχή του. Έτσι γίνονταν οι σωστές μπίζνες. Ανάθεμα. Πάνω στην πιο δύσκολη στιγμή του , έπρεπε να συμβεί κάτι τέτοιο. Ο Φιλ εξαφανισμένος , η προσωπική του ζωή ανάστατη και ξαφνικά πρόβλημα στα επαγγελματικά. Όμως δε θα τους άφηνε να του τη φέρουν έτσι. Οι υπόλοιπες οικογένειες και όλοι οι σοβαροί μπίζνεσμεν της περιοχής θα νόμιζαν πως ξόφλησε και πως χάνει τον έλεγχο. Όχι. Ο Τζον ήταν ο πιο ισχυρός άνδρας εδώ. Και θα συνέχιζε να είναι. Και την ημέρα αλλά και το βράδυ.
Το τζιπ σταμάτησε στο πάρκινγκ του μαγαζιού και ο Τζον βγήκε έξω. Ο Μπαξ και ο Ντομένικο ακολούθησαν τα βήματά του μέχρι την έξοδο του οικοπέδου. «Αφεντικό!» , η φωνή του Τρέυ του παρκαδόρου ακούστηκε καθώς έτρεχε προς το μέρος του. «Καλησπέρα Τρέυ!» , προσπάθησε να χαμογελάσει όπως έκανε πάντα. «Τι όμορφη μέρα , έτσι;». «Φυσικά! Είναι απροσδόκητα καλή! Με ενημέρωσαν ότι ο άνθρωπός σας βρίσκεται ήδη στο εστιατόριο! Σας περιμένει!». «Σε ευχαριστώ Τρέυ , συνέχισε την καλή δουλειά. Μπαξ , Ντομ , φύγαμε.»
Το Σόλε Ντ’ Όρο των ανατολικών προαστίων της πόλης ήταν πάντα υπέροχο. Πάντοτε ξεχώριζε σε σχέση με τα υπόλοιπα . Ήταν το δεύτερο υποκατάστημα που άνοιξε ο πατέρας του Τζον , Ροντόλφο Τορνάντι πριν από σαράντα τρία χρόνια. Τη χρονιά που γεννήθηκε δηλαδή εκείνος.
Ο άνθρωπος που τον περίμενε ήδη , ο Τζέρεμυ Ρεβέρ ήταν γνωστός επιχειρηματίας από τη Σάντα Λάουρα αλλά και δυνατός παίχτης του υπόκοσμου. Για τον Τζον αυτό δε σήμαινε όμως τίποτα. Ήταν απλά κάποιος υπάλληλος των μεγάλων κεφαλιών από τη διπλανή πόλη. Αναλώσιμος. Αυτό ήταν το πόρισμά του μόλις είδε και την όψη του. Πενήντα με πενήντα πέντε χρονών , πορτοκαλί πουκάμισο , μαύρο σακάκι , λαδωμένο μαύρο μαλλί με γκρι κροτάφους. Ένα ηλίθιο μουσάκι τόνιζε υπερβολικά το πιγούνι του κι ένα ανούσιο μουστάκι στόλιζε το πάνω χείλος του. Κοίταξε με νόημα τον Ντομένικο και ύστερα πήρε μία βαθειά ανάσα. Ώρα να δείξουμε στους σφετεριστές ποιος κάνει κουμάντο στην περιοχή.

«Κύριε Τορνάντι! Πόσο χαίρομαι που σας συναντάω αυτοπροσώπως!» Ο Ρεβέρ σηκώθηκε από τη θέση του , αποκαλύπτοντας ένα περίεργο ριγέ παντελόνι. «Η χαρά είναι όλη δική μου μεσιέ Ρεβέρ» , χαμογέλασε ο Τζον. «Περίμενα λίγη ωρίτσα βέβαια…» , γέλασε ο συνομιλητής του. «Το καλό πράγμα αργεί να γίνει , έπρεπε να το γνωρίζετε φίλτατε!». «Σαφώς σαφώς , έχετε μία παράδοση στην ποιότητα και την αργοπορία εδώ , έτσι δεν είναι;» , ξανά γέλασε. «Αστειεύομαι φυσικά!» , φώναξε ξύνοντας το μουσάκι του. Κακή αρχή κύριε Ρεβέρ… Ο Μπαξ , ο Τζον και η Τερέζα –η κοπέλα που θα σέρβιρε τους δύο άνδρες- κοιτάχτηκαν μεταξύ τους συνωμοτικά. «Πιστεύω ότι ήρθατε εδώ για να μιλήσουμε για μπίζνες μεσιέ και όχι για να χασκογελάσουμε!» , προσπάθησε να το πει κάπως ευγενικά αυτό. Ο Ρεβέρ έτεινε τη χείρα του να πιει λίγο νερό καθώς άκουγε προσεχτικά. Ύστερα έστριψε λίγο το κεφάλι του και ξεκίνησε. «Φυσικά κύριε Τορνάντι. Οι μπίζνες είναι το πρώτο πράγμα που μας απασχολεί! Γι’ αυτό άλλωστε ερχόμαστε κοντά σας! Δεν πιστεύω να είναι πρόβλημά για εσάς; Δεν έχετε δα και το μονοπώλιο!» , πάλι πήγε να γελάσει. Απίστευτο. Ο τύπος ήταν απελπιστικά εκνευριστικός. Εκείνη μάλιστα τη στιγμή , ο Μπαξ και ο Ντομένικο πρέπει να τον κοίταξαν λίγο περίεργα γιατί αμέσως μετά ακολούθησε ένα , «Μήπως θα μπορούσατε να πείτε στα παλικάρια από πίσω να φύγουν; Ξέρετε , όσα θα πούμε πρέπει να είναι εμπιστευτικά! Μιλάμε για μπίζνες!» . «Ναι! Μπίζνες! Οι μπίζνες μετράνε και θα σας πω και το πρόβλημά μου. Μπάξυ , Ντομ! Θα σας χρειαστώ σε λίγο , μπορείτε να πηγαίνετε για τώρα».
Η Τερέζα έφερνε σιγά σιγά το φαγητό και είχαν μείνει οι δυο τους στο χώρο. «Καταπατάτε κάποια συμφωνία , αν ανοίξετε εστιατόριο στην πόλη μεσιέ. Έχω κι εγώ μία επιχείρηση και ξέρετε ότι ποτέ δεν έκανα άνοιγμα προς εσάς. Σέβομαι τα σύνορα θα μπορούσατε να πείτε! Είναι μία άτυπη συμφωνία…» , ας ήταν ευγενικός.
«Κοιτάξτε , καταρχάς δεν εξαρτάται από εμένα. Κατά δεύτερον , σας νοιάζει το εστιατόριο…ή κάτι άλλο;». «Δεν μεταβάλλονται τα σύνορα…πιστεύω». «Κι εγώ πιστεύω ότι αυτή είναι η χώρα των ευκαιριών! Κοιτάξτε , δεν καταλαβαίνω τι μου ζητάτε , αλλά ο όμιλός μας έχει ήδη αποφασίσει να επεκταθεί στην πόλη! Δεν σας ανήκουν τα πάντα κύριε Τορνάντι! Ε , δεσποινίς , βάλτε μου λίγο κρασί , δε βλέπετε ότι μιλάω!; Όλα εγώ θα τα κάνω;» , ο Τζέρεμυ διέκοψε το λογύδριό του για να το παίξει άρχοντας στην Τερέζα. Δε θα είχε καλό τέλος όλη αυτή η ιστορία. Η Τερέζα παρόλα αυτά αγνόησε το επιτακτικό του ύφος και τον εξυπηρέτησε. Το μενού είχε μία εξαίσια κοτόσουπα και ύστερα γαρνιρισμένη γαλοπούλα. Μία πράσινη σαλάτα και μερικοί μεζέδες κρεατικών και φυσικά ζυμαρικών συμπλήρωναν το τραπέζι.
«Πού είχα μείνει , πριν με διακόψει η σερβιτόρα σας…Α! Ναι! Όλα είναι για όλους! Όπως αυτό το φαγητό , είναι για όλους! Αυτή η σουπίτσα! Είναι για όλους! Είναι πεντανόστιμη! Είναι η χώρα των ευκαιριών που να πάρει! Όλοι μπορούν να διεκδικήσουν μερίδιο από τα πάντα!». «Συμφωνώ μεσιέ Ρεβέρ. Αλλά οι κανόνες είναι κανόνες. Δεν επεκτάθηκα ποτέ στη Σάντα Λάουρα , έδειξα σεβασμό. Είχαμε μία καλή σχέση μέχρι τώρα , ιδιαίτερα με τον κύριο Σμιθ και τον Tζούλιους… Δεν πιστεύω ότι θέλετε να με προσβάλλετε έτσι…».
«Προς θεού , απλά σας είπα , δεν σημαίνει ότι θέλουμε να εμπλακούμε στο μονοπώλιο σας εδώ…Απλά είναι μπίζνες , το είπατε και μόνος σας! Τι υπέροχη σούπα όμως ε;» . Ο τύπος επέμενε και ψευδόταν υπερβολικά πολύ. Συν ότι η σούπα απόψε κινούταν σε μέτρια επίπεδα. Τι στο καλό του άρεσε; «Εγώ δυστυχώς εκλαμβάνω την παρουσία σας εδώ ως προσπάθεια να εμπλακείτε στις υποθέσεις μου. Η Γκόλντβιλλ είναι μία μεγάλη και ισχυρή πόλη. Ίσως θέλετε κομμάτι από την πίττα. Αν είναι αυτό πείτε μου και θα προσπαθήσω να σας βοηθήσω κάπως. Μη μου τη φέρετε όμως ποτέ μουλωχτά».
«Πιστεύω δεν έχουμε να πούμε κάτι άλλο κύριε Τορνάντι , όπως είπα η απόφαση είναι ειλημμένη» , μασούλησε λίγη γαλοπούλα. «Με φέρνετε σε εξαιρετικά δύσκολη θέση. Μπορείτε να μεταφέρετε τουλάχιστον τις σκέψεις μου στα υπόλοιπα μέλη του διοικητικού συμβουλίου; Θα ήθελα να μιλήσω με τον Σμιθ περεταίρω». «Μα δε σας κάνω εγώ; Δε νομίζω ότι πρόκειται να σας πουν κάτι παραπάνω! Είμαι κι εγώ μέτοχος και σας διαβεβαιώνω ότι ήρθαμε για να μείνουμε! Ίσως βέβαια σας καλέσω κι εγώ στο κεντρικό μας εστιατόριο την άλλη εβδομάδα για να ανταποδώσω! Μα κάνετε φοβερή σούπα! Αλήθεια , ποια είναι η συνταγή;». Κρίμα , δεν έβαζε μυαλό.
Ο Τζον άφησε το πιρούνι του να πέσει προς το πιάτο. Καθώς αυτό προσέκρουε και έκανε το γνωστό μεταλλικό του ήχο , ο Μπαξ και ο Ντομένικο εμφανίζονταν από την πόρτα της κουζίνας πίσω από το φλύαρο άνδρα.

Η κραυγή του Τζέρεμυ Ρεβέρ αντιχούσε στην κουζίνα του Σόλε Ντ’ Όρο. «Ούτε το μήνυμα δε θα μεταφέρεις; Ποιος είσαι κύριος;» , ο Μπαξ τα πήγαινε καλά στον τομέα του εκφοβισμού. Όσο βέβαια τον κρατούσε από το γιακά ακινητοποιημένο , ο Ντομένικο κούναγε την κατσαρόλα με την κοτόσουπα πάνω από το κεφάλι του.
«Τι κάνετε ακριβώς; Νόμιζα ότι μιλούσαμε τίμια!» , ούρλιαξε ο Ρεβέρ.
«Τίμια μιλούσαμε μεσιέ! Αλλά δε με ακούσατε… Τώρα θα πρέπει να μιλήσουν τα παιδιά».
«Σου άρεσε πολύ η κοτόσουπα έτσι ποντικομούρη;» , φώναξε στο πρόσωπό του ο Μπαξ.
Ουάου , βελτιωνόταν συνεχώς σε αυτό το παιχνίδι το δεξί του χέρι.
«Τι θα έλεγες να κάνεις ένα μπάνιο μέσα σε αυτή;». «Τι εννοείτε; Άσε με κάτω μπράβε! Θα πάω στους μπάτσους αμέσως!».
«Μπάτσους;» , ο Τζον απόρησε. «Και τι θα τους πεις; Ότι επεκτείνετε το εμπόριό κόκας στην Γκόλντβιλλ; Ποιος θα πάει μέσα; Ο ευεργέτης της πόλης ή το βαποράκι από το Παρίσι;».
«Παρίσι;» , αναφώνησε ο Μπαξ. «Κολομβιανός είσαι κάθαρμα; Ντομένικο ρίξε τη σούπα! Αφού δε συμμορφώνεται και απειλεί το αφεντικό! Ποιος νομίζεις ότι είσαι Λατίνε; Ε;». Είχε φορτώσει για τα καλά πλέον και ο Ρεβέρ είχε χλομιάσει από το φόβο του.
«Δεν είμαι από το Παρίσι! Και το Παρίσι είναι στην Ευρώπη!».
«Αλλάζεις θέμα! Ντομ , τη σούπα!» , ούρλιαξε και πάλι ο Μπαξ. Μικρή ποσότητα της σούπας άρχισε να γλιστρά πάνω στο πορτοκαλί πουκάμισο , και όση από αυτή ακουμπούσε το δέρμα , αυτόματα έκανε τον  Τζέρεμυ Ρεβέρ να σπαρταρά και να δακρύζει. «Θα στο πω για ακόμα μία φορά μεσιέ. Μόλις φύγεις από εδώ θα πάρεις τηλέφωνο τον Πήτερ Σμιθ και θα του πεις ότι επιθυμώ να τον συναντήσω. Ύστερα θα πας στο διοικητικό συμβούλιο και θα τεθείς κατά της απόφασης να επεκταθείτε στην Γκόλντβιλλ. Δεν έχει ούτε εστιατόριο , ούτε σκόνες σε αυτή τη μεριά της πολιτείας. Θα αντιπροτείνεις να ανοίξετε ένα εστιατόριο σε μία απ’ τις μικρότερες πόλεις. ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ;». «Δεν…» , η πρόταση αυτή ποτέ δεν τέλειωσε καθώς η κοτόσουπα έσταξε στο κεφάλι του.

Ένας μετανιωμένος μεσιέ Ρεβέρ με κομπρέσα από παγάκια στην κορυφή του κεφαλιού του και μικρές γάζες σε διάφορα σημεία, έφευγε από το εστιατόριο Σόλε Ντ’ Όρο με τη συνοδεία του σοφέρ του.
Ο Τζον συνάντησε τον Λορέντσο το μάγειρα λίγα λεπτά αργότερα. «Η κοτόσουπα δεν ήταν καλή σήμερα , σε παρακαλώ φρόντισέ τη… Είναι κρίμα η συνταγή της γιαγιάς να χαραμίζεται σε κάτι τόσο μέτριο». Είχε κλείσει και αυτό.
Ο Μπαξ και ο Ντομένικο ξεκουράζονταν στο πάρκινγκ. Παραδόξως , στα χέρια του Ντομένικο βρισκόταν ένα τσιγάρο , σβηστό βέβαια. Περίεργο , ο Ντομ είχε κόψει το τσιγάρο εδώ και λίγα χρόνια..

Ο δρόμος μέχρι το σπίτι ήταν σύντομος και ανάλαφρος. Μετά από την προηγούμενη συζήτηση με τον άθλιο υπάλληλο του Cyan Ocean, η ήσυχη συζήτηση με τους ‘άνδρες’ του ήταν ότι καλύτερο.
Μπήκε σπίτι. Η Τζίνα δε φαινόταν πουθενά στο ισόγειο. Έτσι , ανέβηκε ως το υπνοδωμάτιο για να ξεντυθεί και να χαλαρώσει. Από το δωμάτιο του Τζόννυ Τζούνιορ όμως , ακουγόταν θόρυβος. Ο γιος του ήταν σπίτι.
«Τζέι;» , χτύπησε την πόρτα. Καμία απάντηση. «Τζέι Τζέι; Είσαι εδώ;» , ξαναχτύπησε. «Έξω».
«Γιε μου; Εγώ είμαι!» , ο Τζον άνοιξε την πόρτα και αντίκρισε τον ενδεκάχρονο γιο του ξαπλωμένο στο κρεβάτι να παίζει στην παιχνιδομηχανή του.
«Δε βλέπεις ότι παίζω; Γιατί μπένεις μέσα;».
«Μόλις γύρισα , να μην πω μια καλησπέρα στο παιδί μου;». «Α , έλειπες; Δεν το κατάλαβα». «Ναι , αλλά τώρα γύρισα! Τι λες , παραγγέλνουμε πίτσα σε λίγο; Έχει και το παιχνίδι σήμερα!». «Το παιχνίδι άρχισε πριν σαράντα λεπτά , αλλά δεν περίμενα να το θυμάσαι». Ο Τζον προσπάθησε να κοιτάξει στα μάτια το γιο του. Πάλι γκάφα έκανε. «Ε…» , πήγε να προσθέσει κάτι. Αλλά δεν είχε και τίποτα άλλο να πει. Έκλεισε την πόρτα. Ο ήχος από το βιντεοπαιχνίδι συνέχισε να ακούγεται στο χολ…

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου