Παρασκευή 17 Ιουλίου 2015

6. Η Προηγούμενη νύχτα



«Ντρέπομαι τόσο πολύ! Λυπάμαι , πραγματικά λυπάμαι! Δε συνηθίζω να φέρνω κοπέλες στο σπίτι και να τις παρατάω μόνες τους! Δεν ξέρω πώς να επανορθώσω…Δεν…» .
Η ανυπόφορη κίνηση της Γκόλντβιλλ τις καθημερινές , είχε αναγκάσει τον Τζερμ να φέρνει ξανά και ξανά στο μυαλό του τις λέξεις με τις οποίες θα προσπαθούσε να απολογηθεί στη Λουΐζα. Η γυναίκα με τα ερυθρά μαλλιά θα τον περίμενε στις δώδεκα στην καφετέρια Κίτρινη Λίμνη στο κέντρο της πόλης. Εκείνος όμως είχε ήδη αργήσει. Δεν έφτανε που οδηγούσε και έκανε πρόβα το λόγο του , έπρεπε να στέλνει και μηνύματα αγάπης στη Μελίσσα. Στις τρεις θα περνούσε από το σπίτι της για να πάνε για φαγητό , όπως της είχε υποσχεθεί από προχθές. Παρ’όλη την αναστάτωσή του και το κενό μνήμης του από το βράδυ του Σαββάτου , η σχέση του με την κοπέλα του πήγαινε από το καλό στο καλύτερο. Ο ίδιος προσπαθούσε να μην αναφέρεται στη νύχτα εκείνη , τη νύχτα δηλαδή της επετείου τους , μα η Μελίσσα του έλεγε συνέχεια πόσα σήμαινε για εκείνη!
Φθάνοντας επιτέλους στον προορισμό του , ο νεαρός φοιτητής , ανακάλυψε πως δεν έβρισκε θέση για να παρκάρει. «Κατάρα» , ψιθύρισε καθώς έκανε κύκλους γύρω από το μαγαζί , ψάχνοντας ένα πιθανό χώρο. Ένα τέταρτο μετά τις δώδεκα κατάφερε να βρει επιτέλους μία μικρή θεσούλα και να αφήσει το αυτοκίνητο. Δεν πρόσεξε ιδιαίτερα το παρκάρισμά του και έφυγε τρέχοντας προς την καφετέρια. Φορούσε ένα χαλαρό μακρυμάνικο μπλουζάκι με γιακά και τζιν συνδυασμένα με κόκκινα καθημερινά παπούτσια. Μπήκε στην καφετέρια ιδρωμένος και κοίταξε αμήχανα πέρα δώθε , με στόχο να εντοπίσει την κοπέλα που τον περίμενε.
Τότε την πρόσεξε στην άκρη του μαγαζιού , κοντά στο παράθυρο , να χαζεύει την κίνηση στο δρόμο. Έτρεξε γρήγορα κοντά της και κάθισε στην καρέκλα απέναντί της. «Καλημέρα!» , τραύλισε. «Ω , νόμιζα ότι δε θα έρθεις , ετοιμαζόμουν να φύγω». Σκληρή απάντηση , τα είχε κάνει θάλασσα πάλι. «Συγγνώμη…» . «Δε χρειάζεται να απολογείσαι πάλι…» , χαμογέλασε. Αυτό έδωσε μια βαθιά ανάσα στον Τζερμ και συγχρόνως κουράγιο για να απολογηθεί όπως είχε σχεδιάσει. Την κοίταξε στα μάτια και αποφάσισε ότι η ώρα είχε φτάσει.
«Θα παραγγείλετε κάτι;» , πάντα κάτι θα χαλούσε τον ειρμό του. Ο νεαρός σερβιτόρος βρισκόταν πάνω από το κεφάλι του και με το καθωσπρέπει βλέμμα του , ανέμενε μία απάντηση. «Ένα κρύο καφέ εσπρέσο». Άντε τώρα να ξαναέβρισκε το κουράγιο του και να μιλήσει ανοιχτά. Η Λουίζα του χαμογέλασε και πάλι είτε ως δείγμα κατανόησης ή ως σημάδι βαθιάς αμηχανίας. Γιατί πάντα να έχω τόσο άσχημο
timing;
«Λοιπόν , σε ευχαριστώ που δέχθηκες την πρόσκλησή μου! Δεν ξέρεις πόσο ντρέπομαι για τη συμπεριφορά μου!». «Δεν ήρθα εδώ για να μου απολογηθείς ξανά Τζερμ!». «Όχι όχι , πρέπει να κάνω κάτι για να επανορθώσω! Ξέρεις , λυπάμαι πάρα πολύ! Δε συνηθίζω να φέρνω κοπέλες στο σπίτι και να της αφήνω στα κρύα του λουτρού! Μα δυστυχώς δε ξέρω τι με έπιασε το Σάββατο! Δε θυμάμαι τίποτα!» επιτέλους η γλώσσα του λύθηκε. «Αφού βρίσκομαι εδώ , σημαίνει ότι δε σε παρεξήγησα. Ή μάλλον δε σε παρεξήγησα όσο νομίζεις.» , ένα γελάκι ξέφυγε από την όμορφη κοπέλα.
«Είμαι τόσο ανακουφισμένος! Μπορείς να με βοηθήσεις , λοιπόν; Να με βοηθήσεις…να θυμηθώ;» , αφού η κατάσταση είχε ελαφρύνει , ήρθε η ώρα να ξεκαθαρίσουν μια και καλή τα πράγματα στο μυαλό του. Ο Σερβιτόρος του έφερε τον καφέ του , και η Λουίζα , ξεκίνησε να αφηγείται.
«Ήταν περίπου τέσσερις ή τέσσερις και μερικά λεπτά... Βρισκόμουν στο
NightCub, το κλαμπ στα ανατολικά προάστια της πόλης , μαζί με τη Λένα και την Κάντυ , παρότι δε βρισκόμασταν πολύ ώρα εκεί , ήταν ήδη πολύ βαρετά. Αδιάφοροι τύποι προσπαθούσαν να μας την πέσουν και με εξαίρεση την Κάντυ που πάντα ψάχνεται για συντροφιά της μίας νύχτας , κανείς από όσους βρίσκονταν εκεί μέσα δε μπορούσε να κερδίσει μία από εμάς».
Η Λουΐζα ρούφηξε λίγο από το χυμό της και συνέχισε , «τότε εμφανίστηκες εσύ με το φίλο σου». Ο Τζερμ πετάχτηκε από τη θέση του στο άκουσμα της λέξης φίλοι. «Ποιο φίλο μου; Ήταν κάποιος άλλος ήταν μαζί μου;» . «Ναι! Πω πω , καημενούλη μου , έχεις μεγάλο πρόβλημα μνήμης έτσι; Δεν θυμάσαι ούτε τους φίλους σου;» . «Δε θυμάμαι τίποτα από εκείνη τη νύχτα! Από τις οχτώ και μετά στο μυαλό μου έχω ένα τεράστιο κενό!» , προσπαθώντας να ηρεμήσει , άφησε το ποτήρι με τον καφέ κάτω και κοίταξε το ταβάνι. «Συνέχισε».
«Αμέσως μου κέντρισες το ενδιαφέρον! Ύστερα με προσέγγισες , με πλησίασες , άφησα τη Λένα μόνη της και χορεύαμε για μία ολόκληρη ώρα! Τότε…». «Τότε;». «Τότε , με φίλησες για πρώτη φορά! Ένα από τα πιο υπέροχα φιλιά που μου έχουν δώσει ποτέ. Ήταν απλά το έναυσμα! Φυσικά όλη αυτή την ώρα ανταλλάσσαμε ερωτικές ματιές ενώ πίναμε και πολλή βότκα!». Τι έκανα…απάτησα όντως το φως της ζωής μου , τη Μελίσσα…«Να συνεχίσω;». «Ναι ναι , φυσικά…» , είπε κουρασμένα τώρα ο Τζερμ. «Ύστερα κατευθυνθήκαμε έξω από το κλαμπ. Τα κορίτσια έμειναν εκεί , αλλά συμφώνησαν στο να χωριστούμε. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο σου και εκεί…». «Μη μου πεις! Όχι , όχι!» . «Κάναμε έρωτα Τζερμ…στο πίσω κάθισμα , εγώ και εσύ! Μόνο που ήσουν εντελώς διαφορετικός! Λες και δεν είσαι ο ίδιος άνθρωπος!». «Μάλλον δεν ξέρω ποιος είμαι ε;» , απελπισμένος , έπιασε το κούτελό του και αναστέναξε.
«Μετά πήγαμε στο σπίτι;» .

«Ναι , με μία στάση σε ένα φαστφουντάδικο βέβαια…Αλλά μετά πήγαμε στο σπίτι σου , βρισκόταν σε κακή κατάσταση στο εσωτερικό του αλλά ήπιαμε λίγο ουίσκι. Μετά με πήγες αγκαλιά μέχρι την κρεβατοκάμαρα». «Εκεί σε άφησα σύξυλη και έφυγα τρέχοντας ;»  , είπε λυπημένος εκείνος.
«Νομίζω ναι…αλλά ξημέρωνε και δε θυμάμαι κι εγώ πολλά , γιατί μάλλον με πήρε ο ύπνος» , γέλασε. «Με λίγα λόγια τα σπάσαμε όλα το Σάββατο , ε;» , σαστισμένος ο Τζερμ δεν ήξερε τι άλλο να πει. «Πέρασα πολύ όμορφα , οπότε αν και δεν τα θυμάσαι εσύ , εγώ θα αναπολώ το βράδυ μας αυτό!» , είπε γλυκά η Λουίζα. «Ελπίζω να σε βοήθησα και να θυμήθηκες κάτι απ ’όλα αυτά…». «Δυστυχώς όχι…» , συνοφρυώθηκε πάλι εκείνος. «Αλλά όπως και να έχει , μπορούν όλα όσα μου είπες να μείνουν μεταξύ μας; Το βλέπω πολύ σοβαρά με την κοπέλα μου , με αγαπάει και την αγαπάω , οπότε δε θα ήθελα για μία απερισκεψία , μία νύχτα που δεν έλεγχα τον εαυτό μου να χωρίσουμε…». «Φυσικά χαζούλη! Η νύχτα θα σβηστεί για πάντα από το μυαλό μου όπως και έχει σβηστεί ήδη από το δικό σου!» , του χάιδεψε το χέρι. Εκείνος τραβήχτηκε και κοίταξε το ρολόι του.
«Πρέπει να φύγω σιγά σιγά!» , αν καθόταν κι άλλο ίσως η έλξη και η ζεστασιά που ένιωθε κοντά στην ξένη για αυτόν γυναίκα να αυξάνονταν. «Όπως θέλεις…» , είπε με χαμηλό τόνο εκείνη. «Ήσουν πολύ καλός εραστής όμως…» , κρυφογέλασε , «να το χρησιμοποιήσεις αυτό και στη σχέση σου! Φιλική συμβουλή!» .
Αμήχανα την κοίταξε. Τι ακριβώς του έλεγε τώρα; «Σε συμπάθησα και με αυτή την πλευρά σου πάντως , αν θες να κρατήσουμε επαφή και να γνωριστούμε καλύτερα…» , ο Τζερμ την κοίταξε με περιέργεια και ύστερα πλήρωσε γρήγορα το σερβιτόρο. Απάτησα τη Μελίσσα. Μα τι πάει στραβά με εμένα; Τι ακριβώς μου συνέβη; Μήπως ήπια πολύ; Μήπως
«Μακάρι να μπορούσα να κρατήσω επαφή…» , της ψιθύρισε καθώς πήγε να στρίψει προς την πόρτα . Εκείνη τον κράτησε από το μανίκι και έτσι απλά , τον φίλησε στο στόμα. Και αυτός με τη σειρά του , δεν αντιστάθηκε ούτε λεπτό. Του χαμογέλασε και του έκλεισε το μάτι ,  «Τώρα θυμάσαι , έτσι;».
Ναι. Αυτό ήταν. Ξαφνικά το μυαλό του ξεθόλωσε. Έπρεπε να τηλεφωνήσει αμέσως στον Δόκτωρ Κάλλιστερ.  


ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ…  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου