Δευτέρα 29 Ιουνίου 2015

5. Ένα (όχι και τόσο) βαρετό απόγευμα



Στην έρημο έξω από την Γκόλντβιλλ το βράδυ πάντα έκανε κρύο.  Όσο ο Μπαξ έσκαβε το βαθύ λάκκο , ο Ντομ , είχε ήδη καπνίσει γύρω στα πέντε τσιγάρα. Είχε κόψει τη συνήθεια αυτή εδώ και λίγα χρόνια , μα όταν περνούσε κάποιο ζόρι…πάντοτε κατέφευγε στη συντροφιά του καπνού. «Ωραία περνάς ε;» , η φωνή του Μπαξ αντήχησε στα αυτιά του. «Σκάσε και σκάβε» , μούγκρισε αυτός. Ο συνεργάτης του αντί για απάντηση , άφησε απλά ένα γέλιο. Ανόητο γέλιο,ομολογουμένως. Απ’ την άλλη , πάντοτε έτσι γελούσε στις δύσκολες στιγμές , δε θα τον κατηγορούσε και για αυτό.

Η σκηνή αυτή ολοένα ερχόταν στο μυαλό του Ντομένικο Ματέλο εκείνο το Τεταρτιάτικο απόγευμα. Ήταν γύρω στις πέντε και εκείνος και ο Μπάξυ , βρίσκονταν όρθιοι στο σαλόνι της βίλλας του αφεντικού. Καθώς τον περίμεναν να ετοιμαστεί , η ώρα κυλούσε αργά και βασανιστικά. Οι ενοχές , όμως ,  που ένιωθε όλες αυτές τις μέρες ήταν τεράστιες και πλέον δεν μπορούσε να τον κοιτάξει στα μάτια όπως πριν
Ταυτόχρονα , η Τζίνα , η σύζυγος του αφεντικού , κυκλοφορούσε στο χώρο κοιτώντας με προκλητικές ματιές τον Μπαξ. Χαμένος στα καταγάλανα μάτια της , ο νεαρός φίλος του είχε συνεχώς ένα χαζό χαμόγελο. Προσπαθώντας να μην κοιτάζει κανέναν από τους δύο και καθώς η ατμόσφαιρα ήταν ιδιαιτέρως αποπνικτική για τον ίδιο , ο Ντομένικο άρχισε να παρατηρεί το πολυτελές σπίτι. Ήταν μεγάλο , όπως άρμοζε σε έναν άνθρωπο του μεγέθους του αφεντικού. Τρεις όροφοι , ένας μεγάλος κήπος και μία πισίνα. Μεγάλη βίλλα , μεγάλος ιδιοκτήτης.  Οι τοίχοι , ήταν στολισμένοι με μεγάλους πίνακες , μερικοί εκ των οποίων αποτελούσαν αυθεντικά έργα τέχνης μεγάλης αξίας.
Η μητέρα του κατόχου ήταν λάτρης της τέχνης και της ζωγραφικής εξάλλου. Η Αναστάζια Τορνάντι ήταν ένας λαμπρός άνθρωπος. Τα τελευταία όμως χρόνια, έμενε μακριά από το αγαπημένο της σπίτι. Ο γιος της δεν την ανέφερε συχνά πλέον , αλλά οι φήμες έλεγαν ότι βρισκόταν σε κάποιο ιδιωτικό γηροκομείο ή σε κάποια έπαυλη πολύ μακριά από την Γκόλντβιλλ. Λεγόταν , ότι η κατάσταση της υγείας της , της απαγόρευε να βρίσκεται πλέον στα εγκόσμια. Ο ίδιος δεν είχε γνώμη… Τη θυμόταν πάντοτε δραστήρια και γεμάτη ζωή  τα τελευταία δέκα πέντε χρόνια που εργαζόταν για την οικογένεια. Σιγά σιγά όμως μετά το –δεύτερο- γάμο του κύριου Τορνάντι με τη νεαρή σύζυγό του , η κυρία Αναστάζια απομακρύνθηκε από τα εγκόσμια και ύστερα και από την έπαυλη.
Δεν περίσσευαν όμως ερωτήσεις από εκείνον και αυτό αποτελούσε καθαρά προσωπική του επιλογή. Ο Ντομένικο ήταν εκεί για να προστατεύει και να βοηθά , όχι για να ρωτά. Πάντα άκουγε , αλλάποτέ δε μιλούσε.
Να τος τώρα , όρθιος , στεκούμενος πάνω στο περσικό χαλί , να περιμένει τον Τζόναθαν Τορνάντι , το αφεντικό του , να κατέβει και να φύγουν. «Ωραία μέρα δεν έχει σήμερα αγόρια;» , η γυναικεία φωνή διέκοψε τις σκέψεις του και τη μονότονη ησυχία.

Ο Μπαξ αισθανόταν λίγο άβολα που η αγαπημένη του Τζίνα βρισκόταν τριγύρω τους. Η γυναίκα του αφεντικού του ήταν η κρυφή του ερωμένη. Ένιωθε βαθιές τύψεις. Επίσης , γνώριζε πως αν αυτό γινόταν γνωστό και αυτός και εκείνη θα βρίσκονταν νεκροί. Ο μόνος που γνώριζε , λοιπόν για αυτή την παράνομη σχέση ήταν ο Ντομ. Φυσικά , δεν την ενέκρινε . Τον παρατηρούσε τόση ώρα , στεκόταν όρθιος και αμίλητος… δυσανασχετούσε. Δεν ήθελε να βρίσκεται εκεί.
Ξαφνικά όμως ,  η Τζίνα αποφάσισε να μιλήσει και τώρα η δυσφορία του συνεργάτη του θα ήταν ακόμα μεγαλύτερη από πριν. «Ωραία μέρα δεν έχει σήμερα αγόρια;»
«Καλή είναι…» , η φωνή του Ντομένικο ήταν σιγανή , μα ακούστηκε ξεκάθαρα στο σαλόνι του μεγάλου σπιτιού.Μπα; Μίλησε; Προσπαθούσε να ξεπεράσει την αμηχανία του; «Μακάρι το αφεντικό σας να με πήγαινε πουθενά μία τόσο όμορφη μέρα… Αλλά ο Τζόνυ προτιμάει να βγαίνει έξω με εσάς» , η γλυκιά του Τζίνα είχε έτοιμη την απάντηση και ύστερα γέλασε , μάλλον ειρωνικά. Ο Ντομένικο αν μπορούσε θα είχε εκραγεί μετά από αυτό, πλέον ήταν σίγουρο.
«Κάποιος πρέπει να φέρει τα χρήματα σπίτι!» , η φωνή του κύριου Τορνάντι ήχησε σε όλο τον όροφο. Η επιβλητική του παρουσία , ξεπρόβαλλε στη μεγάλη ξύλινη σκάλα και ο Μπαξ ένιωσε το δέος που του προκαλούσε πάντα η εμφάνισή του. Ψηλός , ντυμένος με ένα ακριβό μαύρο σακάκι και ένα ανάλογο παντελόνι. Το βαθύ κόκκινο πουκάμισό του ξεχώριζε όμως και ήταν αυτό που έκανε τη διαφορά. Το στυλ του Τζόναθαν Τορνάντι , ήταν απαράμιλλο.
Παρόλα αυτά ο τρόπος με τον οποίο τον αντιμετώπιζε πλέον ο Μπαξ άλλαζε. Μέρα με τη μέρα , ο φόβος του για τον άνθρωπο που θαύμαζε και θα έδινε–θεωρητικά- και τη ζωή του συνεχώς μεγάλωνε. Η Τζίνα ήταν η γυναίκα των ονείρων του. Οι νύχτες μακριά της δεν περνούσαν , η φλόγα του έρωτά τους τον σιγόκαιγε . Το πάθος του για εκείνη ήταν άσβεστο και θα ήθελε να την έχει μόνο για εκείνον. Μέσα του όμως γνώριζε ότι άνηκε δικαιωματικά στο αφεντικό. Η λογική έλεγε να σταματήσει να την βλέπει , όσο ήταν καιρός , έπρεπε να πάψει να εθίζεται σε εκείνη , στο άρωμά της , στην γοητεία της , την ομορφιά της , το περπάτημά της… Όλα πάνω της ήταν τόσο υπέροχα. Και εκείνος… ένας ταπεινός μπράβος της σειράς. Το αφεντικό θα τον καθάριζε αμέσως , αν μάθαινε κάτι. Η καρδιά του όμως δεν τον άφηνε να δραπετεύσει από αυτή τη σχέση. Άσε τη λογική κατά μέρος , πρώτη φορά ερωτεύεσαι έτσι. Αυτό έλεγε από μέσα του προσπαθώντας να δικαιολογήσει τις πράξεις του.

Ο κύριος Τορνάντι κατέβαινε τις σκάλες χαμογελώντας και ο Ντομένικο επιτέλους ένιωθε ανακούφιση. Γύρισε και κοίταξε τον Μπαξ , ο οποίος για μερικές στιγμές είχε μείνει στήλη άλατος. «Αύριο ,  είναι η μέρα σου αγάπη μου!» , ενώ το χαμόγελό του έλαμπε , το αφεντικό κατέβηκε με χάρη και το τελευταίο σκαλοπάτι. 
Ύστερα πλησίασε τη νεαρή του σύζυγο , η οποία εξακολουθούσε να κοιτάζει ειρωνικά προς κάθε κατεύθυνση. Το φλογερό τους φιλί έκανε τον Μπαξ να δαγκώσει τα χείλη του για να μην ουρλιάξει. «Είσαι ανόητος» , του ψιθύρισε ο Ντομ.
«Ερωτευμένος είμαι» , μούγκρισε μα ούτε ο ίδιος δεν το πίστευε αυτό.
«Απλά είσαι ένα χαζό παιδαρέλι ακόμα Μπάξυ! Συγκεντρώσου και παράτα τα , πριν βρεθούμε όλοι στο χώμα» . Τη μικρή σιγανή τους συζήτηση , διέκοψε πολύ γρήγορα ο εργοδότης τους.
«Μπάξυ! Ντομ! Είστε έτοιμοι; Συγγνώμη που έπρεπε να περιμένετε τόση ώρα , χεχε!»  , ένα ελαφρύ χαστουκάκι στο μάγουλο του Μπαξ και ένα χτύπημα στην πλάτη του Ντομ , ήταν απλά το έναυσμα για να κατευθυνθούν προς το μαύρο τζιπ οι τρεις άνδρες. Κοιτώντας προς τα πίσω , κάποιος μπορούσε να διακρίνει τη Τζίνα. Είχε μείνει μέχρι την εξώπορτα για να τους ξεπροβοδίσει. Ανάθεμα την ώρα που μπήκε στη ζωή του αφεντικού αυτή η γυναίκα.

«Όντως όμως , σήμερα έχει όμορφη μέρα… μέσα στο μήνα πρέπει να πάμε οπωσδήποτε μία εκδρομή! Θα έρθετε μαζί έτσι;»  , για κάποιο ανεξήγητο λόγο ο Τζον σήμερα είχε κέφια.
«Αν είναι η εντολή σας , φυσικά!». «Έλα τώρα Ντομ , είστε σαν οικογένεια και το ξέρεις , θα πάμε όλοι μαζί , θα πω και στον Λεονάρντο!» .
Ο Λεονάρντο Τρονατέλι , ήταν πρώτος ξάδελφος του αφεντικού και μέτοχος στην οικογενειακή επιχείρηση. Ένας άνθρωπος κοντά στα πενήντα , σαφώς κοντύτερος όμως από τον ξάδελφό του , πατέρας δύο παιδιών και διευθυντής στο ένα από τα τέσσερα μαγαζιά της οικογένειας. Στο δρόμο για το σημαντικό ραντεβού , ο Ντομ οδηγούσε , όπως πάντα άλλωστε , ενώ ο ίδιος καθόταν στη θέση του συνοδηγού μασουλώντας αμήχανα μία τσίχλα. Μάλλον είχε γεύση μέντας , αλλά τόσες εβδομάδες που ήταν παρατημένη μέσα στο ντουλαπάκι του σκουρόχρωμου τζιπ , είχε αλλοιωθεί. Στο πίσω κάθισμα βρισκόταν , το αφεντικό , ο Τζον Τορνάντι αυτοπροσώπως.
Ο Μπαξ τον κοίταζε από τον καθρέφτη. Χαμογελούσε… Τελευταία το αφεντικό είχε κάποια προβλήματα , και μάλιστα για κάποιο λόγο ο μόνος που ήξερε κάτι για αυτά ήταν εκείνος. Αυτό τον δίχαζε κι άλλο. Η Τζίνα ή εκείνος;
Όσο το Τζιπ έστριβε στα στενά της Γκόλντβιλλ , το μυαλό του , προσπαθούσε να σκεφτεί μία λύση ώστε τίποτα να μην αλλάξει , να μην πληγωθεί και να μην πεθάνει κανείς τους. Μάταια όμως , ήταν βουτηγμένος στην αμαρτία. Ύστερα από το φόνο του δικηγόρου ειδικά , τίποτα δε θα ήταν πια το ίδιο. Όχι τόσο επειδή επρόκειτο για το δικηγόρο της οικογένειας , δεν ήταν παρά ένα καθίκι. Το θέμα ήταν ότι βρισκόταν αρκετά κοντά στον Τζον. Αυτό σε συνδυασμό με την κατάσταση στο σπίτι τον είχαν αναστατώσει. Η δουλειά τους και η θέση του όμως , δεν άφηναν περιθώρια για μπάχαλα ούτε συναισθηματισμούς. Ευτυχώς όμως , τώρα που πήγαιναν σε αυτή τη σημαντική συνάντηση , το αφεντικό είχε ανακτήσει απ’ ότι φαινόταν τις δυνάμεις του. Έλαμπε στο πίσω κάθισμα. Τελικά ίσως δεν έπρεπε να ανησυχεί για εκείνον.
Γύρισε προς το πίσω κάθισμα και τον κοίταξε χαμογελώντας . Ο Τζον του έκλεισε πονηρά το μάτι. Όπως είχε κάνει και η μοίρα εκείνο το μοιραίο βράδυ.

«Πρέπει να του το πούμε.» , ήταν οι πρώτες λέξεις του Μπαξ μόλις τελείωσε με το σκάψιμο.
«Είσαι τρελός τελικά... ο δρόμος που διαλέξαμε δεν έχει επιστροφή μικρέ , πάρ’το απόφαση.» , ο Ντομ είχε σταματήσει να τον αποκαλεί μικρό εδώ και πολύ καιρό. Να όμως που εκείνη τη στιγμή ο κόμπος είχε φτάσει στο χτένι. Του έτεινε το χέρι του κρατώντας ένα τσιγάρο. Το φεγγάρι έλαμπε πάνω από την κρύα έρημο , και οι δύο άνδρες κοιτούσαν σιωπηλοί το μέρος όπου έθαψαν το πτώμα. «Τα έχω χάσει Ντομ , τι κάναμε;».
«Ή καλό στην κοινωνία ή κακό σε εμάς. Ας το ξεχάσουμε , θα κάνουμε σαν να μη συμβαίνει τίποτα». Κοιτάχτηκαν και επέστρεψαν στο αυτοκίνητο.

Εκείνη τη νύχτα αποφάσισαν ότι δε θα έλεγαν τίποτα στο αφεντικό … Τόσα μυστικά… Γιατί πρόδιδε έτσι την εμπιστοσύνη του και το χαμόγελό του; Γιατί…

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ…  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου