Κυριακή 7 Ιουνίου 2015

2. Mία (σχεδόν) συνηθισμένη νύχτα



Ο Μπαξ άνοιξε με φόρα την πόρτα και μπήκε μέσα στο παλιό αυτοκίνητο. Κρατούσε 2 καφέδες και τρία ντόνατς στα χέρια του , αλλά για κάποιο λόγο κατάφερε να τραβήξει το χερούλι και να θρονιαστεί στη θέση του συνοδηγού.
«Θέλω να θυμάσαι πάντα , πως ότι τραβάμε τώρα , το τραβάμε εξ αιτίας σου!» , μούγκρισε αμέσως μόλις αντιλήφθηκε την παρουσία του, ο Ντομένικο ,  ο οδηγός του οχήματος .
«Δε φτάνει που με στέλνεις να σου αγοράζω φαγητό και νεροζούμια λες και είμαι το παιδί για τα θελήματα , ζητάς και τα ρέστα;» απάντησε γρήγορα εκείνος. Θυμωμένος ο Ντομ , άφησε τα χέρια του από το τιμόνι και άρπαξε στα γρήγορα το ένα από τα δύο ποτηράκια καφέ. Καθώς ρουφούσε τον καφέ του , γύρισε και τον κοίταξε στα μάτια.
«Σε ανέχομαι τόσο καιρό Μπάξυ , το να μου φέρεις λίγο καφεδάκι δεν είναι τίποτα μπροστά σε ότι έχεις κάνει!» , το σκουρόχρωμο υγρό κύλησε στο λαιμό του και ύστερα συνέχισε , «Εξάλλου απ’ ότι βλέπω πήρες κι εσύ έναν!»  .
«Αναγκάστηκα να πάρω , έχουμε δουλειά τώρα και πρέπει να είμαι δραστήριος! Τα βαρετά σου λογύδρια και η κίνηση της πόλης , μου προκαλούν νύστα συνήθως. Εννοείται βέβαια πως ο καφές του Μπέλλυ είναι άθλιος! Αλλά… τουλάχιστον είναι καφές». Ολοκληρώνοντας τα λόγια του , σήκωσε το πλαστικό ποτηράκι και κατέβασε μερικές γουλιές. Ύστερα και οι δύο άρπαξαν από ένα ντόνατς και άρχισαν να μασουλάνε.
Η ησυχία κάλυψε το παλιό αυτοκίνητο για μερικά λεπτά. Μία γιαγιά πέρασε απέναντι από το δρόμο , ενώ διάφοροι περαστικοί παραλάμβαναν τον καφέ τους από το κατάστημα του Μπέλλυ. Ίσως ο καφές του να ήταν λίγο νεροζούμι , αλλά για κάποιο λόγο ο κόσμος ψώνιζε από εκεί.
Όσο οι πελάτες αγοράζουν το προϊόν , δεν υπάρχει κανένας λόγος να βελτιωθεί. Κάπως έτσι πρέπει να λειτουργούσε το μυαλό του χοντρού Μπέλλυ , υπέθετε ο Μπάξυ. Ταυτόχρονα , τον φανταζόταν στο υπόγειο του μαγαζιού του να μετράει χαρτονομίσματα και να γελάει. Χοντροπατάτας Μπέλλυ. Δεν τον συμπαθούσε και δεν ήθελε να του δίνει και τα πολύτιμα λεφτά του. Έπρεπε όμως να παραδεχθεί πως ήταν σχετικά φθηνός και σε κεντρικό σημείο της πόλης. Σαν να μην έφτανε αυτό , ήταν σίγουρος ότι ο Ντομένικο ήταν ερωτευμένος μαζί του. Κάπως έτσι εξηγούσε και τη συνεχή μανία του να ψωνίζουν απ’ αυτόν. Όσο τα σκεφτόταν όλα αυτά ο Μπάξυ , έγειρε λίγο το κεφάλι του και κοίταξε το ηλιοβασίλεμα. Μακάρι να βρισκόταν εδώ μαζί με εκείνη.
Τη μελαγχολική –ξαφνικά- σιωπή διέκοψαν τα λόγια του Ντομένικο.
«Πέρα από την πλάκα Μπαξ , τι θα κάνουμε; Ίσως πεθάνουν άνθρωποι εξ αιτίας μας». Αποσβολωμένος  και μασουλώντας , ο Μπαξ γύρισε το κεφάλι του και τον κοίταξε. Ο Ντομ πλησίαζε τα πενήντα σίγουρα. Είχε αρχίσει να χάνει και τα μαλλιά του. Συν ότι είχε λίγη κοιλίτσα. Ο χρόνος είναι ο μεγαλύτερος κριτής μας τελικά. «Όποτε βρισκόμαστε έξω , πάντα θα κινδυνεύουν άνθρωποι» , του απάντησε θλιμμένα.
Η προηγούμενη τους έριδα , είχε κατασταλάξει , σαν τον ήλιο που τώρα πια έδυε. Δυστυχώς , το πρόβλημά τους ήταν μεγάλο , όσο και αν δεν ήθελε να το παραδεχθεί. Ο Ντομένικο είχε κάθε δίκιο για να τον κατηγορεί. Ίσως αν δεν ήταν τόσο ανόητος δε θα είχε ποτέ αναλάβει να σκοτώσει για χάρη ενός πάθους. Εκείνος έφταιγε. Αλλά δε θα το παραδεχόταν ποτέ. Εξάλλου ότι έκανε το έκανε από έρωτα. Εκείνη εξουσίαζε το μυαλό και το σώμα του.
«Αυτοί οι άνθρωποι μάλλον αξίζουν να πεθάνουν. Δεν νομίζεις ότι και σε εμάς θα άξιζε να πεθάνουμε;». Για κάποιο λόγο ο συνεργάτης του το είχε ρίξει στη φιλοσοφία. Κι ενώ οι δύο καφέδες αλλά και τα δύο ντόνατς έφταναν στο τέλος τους , ο ήλιος χανόταν μια και καλή πίσω από τα υψηλά κτήρια. Χτες το βράδυ είχαν κάνει ένα μεγάλο λάθος και ίσως σύντομα να το πλήρωναν.

Ο Ντομένικο έβγαλε μία βαθιά ανάσα. Τα πνεύματα είχαν καταλαγιάσει και καθώς η νύχτα άπλωνε το πέπλο της έβαλε μπρος το αυτοκίνητο. Η μηχανή γουργούρισε , και ύστερα ξεκίνησε.
Παρότι είχαν και οι δύο στο μυαλό τους τη χθεσινή βραδιά , τώρα προείχε η δουλειά τους. Έπρεπε να παραλάβουν κάποια χρήματα για το αφεντικό, μιας και το παλικάρι που ήταν υπεύθυνο για αυτές τις δουλειές βρισκόταν αλλού. Θα παρέδιδαν μερικά κιλά κοκαΐνης σε κάποιους γνωστούς πελάτες. Μία συνηθισμένη δουλειά , μία δουλειά ρουτίνας . Αλλά ο εγκέφαλος έτρεχε αλλού και για τους δύο. Σήμερα μάλλον δεν ήταν η μέρα τους.
Ο Μπάξυ σκεφτόταν συνεχώς το κορμί της γυναίκας που του είχε πάρει το μυαλό. Ο έρωτάς τους ήταν παράνομος και συνάμα συναρπαστικός. Για εκείνη είχε παραβεί την αφοσίωσή του στο αφεντικό του. Οι δύο αυτές αγάπες συγκρούονταν αενάως μέσα του. Το αφεντικό ήταν πρότυπο για εκείνον. Μα εκείνη , ήταν ότι έψαχνε τόσα χρόνια. Εξαιτίας της , έμπλεξαν αυτός και ο Ντομ σε μία ξένη για αυτούς υπόθεση. Και έτσι έκαναν το μοιραίο αυτό λάθος.
 Ο Ντομένικο , ήξερε ότι αν όλα αυτά μαθαίνονταν , θα προκαλούσαν την οργή του αφεντικού. Τα προβλήματά τους θα πολλαπλασιάζονταν σύντομα , ήταν σίγουρος , μα για την ώρα , έπρεπε να κάνουν τη δουλειά τους.
Πάρκαρε το αμάξι στη γνωστή ερημιά στο ανατολικό προάστιο της πόλης. Το φεγγάρι ήδη έλαμπε , ενώ το φως στη μοναδική λάμπα της περιοχής τρεμόπαιζε. Έμοιαζε σαν το φως να ταυτιζόταν με την τύχη τους. Αναβόσβηνε
«Είναι μια συνηθισμένη νύχτα Ντομένικο» , ψιθύρισε. Ήθελε να χαλαρώσει. Θα έπαιρναν τα λεφτά και θα πήγαινε κατευθείαν σπίτι. Δίπλα του , ο Μπαξ φαινόταν επίσης χαμένος στις σκέψεις του , οπότε δεν τον ενόχλησε. Πιθανά θα ξανατσακώνονταν αν το έκανε. Ήξερε καλά εξάλλου πως για όλα αυτά έφταιγε εκείνος . Για να ξεχαστεί , άρπαξε το δεύτερο ντόνατς του και άρχισε να τρώει. Είχε λίγη ώρα μέχρι να εμφανισθεί το δεύτερο αυτοκίνητο. Το θρόισμα των φύλλων και το μασούλημα του ήταν οι μόνοι ήχοι που ακούγονταν στην έρημη περιοχή.

Το απότομο φρενάρισμα και τα δυνατά φώτα του ασημένιου αυτοκινήτου ξάφνιασαν και τους δύο άνδρες. Ο Μπάξυ σηκώθηκε από τη θέση του συνοδηγού και κατευθύνθηκε αμέσως προς το πορτ μπαγκάζ για να πάρει τη βαλίτσα . Ο Ντομένικο πέταξε στα γρήγορα όσο ντόνατς είχε απομείνει και βγήκε επίσης από τη δική του πόρτα. Τσέκαρε αν τα δύο πιστόλια του βρίσκονταν στη θέση τους και προχώρησε. Λογικά , δε θα χρειαζόταν να τα χρησιμοποιήσει , αλλά σε αυτή τη δουλειά ποτέ δεν ήξερες τι μπορεί να συμβεί.
Πρώτος από το γυαλιστερό αυτοκίνητο , εμφανίστηκε ένας ψηλός νεαρός. Φορούσε ένα κίτρινο ξεκούμπωτο  πουκάμισο , το οποίο επιδείκνυε το στέρνο του. Ως κλασικός νεαρός επιδειξίας , είχε –μάλλον- ξυρίσει όσες τρίχες θα ξεπρόβαλαν από αυτό.
«Καλησπέρα μάγκες!» , φώναξε. «Εσείς είστε οι άνθρωποί μου έτσι;» , πρόσθεσε με ένα ηλίθιο χαμόγελο στο πρόσωπό του.
«Ναι φίλε , εμείς είμαστε» , ο Μπαξ δεν είχε καμία όρεξη για αστεία και κουβεντούλα. Έτσι τερμάτισε το ιλαρό ύφος του πελάτη τους άμεσα και προχώρησε με τη βαλίτσα.
Τότε από τη θέση του συνοδηγού , ξεπρόβαλλε και ο δεύτερος νεαρός. Ντυμένος με ένα γκρι φούτερ με κουκούλα , ξεπρόβαλλε τρεκλίζοντας και πήγε προς το μέρος του φίλου του. «Ελπίζω…να…να…έχετε το πράγμα..» τραύλισε.
«Είπαμε ναι». Φτύνοντας στο τσιμέντο της αλάνας , ο Μπαξ σήκωσε τη βαλίτσα και την άνοιξε μπροστά τους. 2 κιλά άσπρης σκόνης , αποκαλύφθηκαν στο κοινό. Μέσα σε τέσσερα διαφορετικά διάφανα σακουλάκια , το ‘πράμα’ γυάλιζε στο φως της τρεμοπαίζουσας λάμπας .
«Ωωωω μεγάλε μου , έχεις το καλό πράμα» , φώναξε γεμάτος χαρά ο πουκαμισάκιας. Αμέσως , έβγαλε ένα μαχαίρι. «Επ , τι κάνεις!;» .
«Πρέπει να τσεκάρω αδελφέ , αν είναι καλό το πράγμα σου!».
«Αυτό θα γίνει αφού δώσεις τα λεφτά» , ο Μπάξυ δεν είχε καμία θέληση για παιχνίδια απόψε. Για κάθε ενδεχόμενο πάντως , ο Ντομένικο είχε πιάσει ήδη τις σκανδάλες των όπλων του. Μακάρι να μη χρειαζόταν να τις τραβήξει όμως.
«Φ-φ-φίλε , άνοιξε να μυρίσουμε λίγο» , ο δεύτερος νεαρός άρπαξε το μαχαίρι και το έτεινε προς τη βαλίτσα. Ο Μπαξ φανερά εκνευρισμένος έφτυσε και πάλι στο χώμα και βλοσυρά μούγκρισε , «Δώστε μου τώρα πενήντα χιλιάρικα για να τελειώνουμε παιδιά , μετά μυρίστε ότι θέλετε».
«Μη μας…μη..» , ο νεαρός με την κουκούλα τρέμοντας κούνησε το μαχαίρι και ο Μπαξ , κουρασμένος από την κατάσταση τον κοπάνησε με τη χειραποσκευή στο κεφάλι. Ο πουκαμισάκιας τα ‘χασε και έκανε ένα βήμα πίσω , παραπατώντας πάνω σε μία πέτρα. Πλέον και οι δύο βρίσκονταν στο έδαφος. Ο ένας τρομαγμένος και ο άλλος λιπόθυμος. Ο Ντομένικο δυσανασχέτησε. Πάλι θα έμπλεκαν…

Τελικά όμως , δεν έγινε κάποιο απρόοπτο. Η συμφωνία έγινε όπως έπρεπε. Ο μικρός έβγαλε γρήγορα τις πενήντα χιλιάδες και πλήρωσε , παίρνοντας τα δύο κιλά του. Στο δρόμο του γυρισμού , ο Ντομένικο θα προσπαθούσε να συγκρατήσει τα νεύρα του. Είχαν να κανονίσουν μία δουλειά ακόμα . Ύστερα όμως θα κατσάδιαζε μια και καλή τον άμυαλο και νεαρότερο συνεργάτη του. Ο οποίος συνεργάτης , ήταν ακόμα σκυθρωπός και συνοφρυωμένος.
Σε όλη τη διαδρομή μέχρι το σπίτι του , ο Μπαξ δεν έβγαλε μιλιά. Ο Ντομ όμως , όφειλε να παραδεχθεί πως είχε φέρει εις πέρας την αποστολή τους και μάλιστα με επιτυχία. Παρόλα αυτά , λίγο έλειψε να μπλέξουν για ακόμα μία φορά. Όμως αυτά δεν είχαν σημασία τώρα. Ο μεγάλος τους μπελάς βρισκόταν στο γκαράζ.
Για τα μάτια μίας γυναίκας , ο Ντομένικο Ματέλο και ο Μπαξ Σίναμον , την προηγούμενη νύχτα , δολοφόνησαν τον δικηγόρο Φίλιπ Μόνκα . Το πτώμα ,  τους περίμενε στο γκαράζ του Μπαξ και μάλλον θα είχε ήδη αρχίσει να μυρίζει. Μετά την διεκπαιρέωση της προηγούμενης παράδοσης κατ’ εντολή του αφεντικού , σειρά είχε το μεγάλο τους πρόβλημα.
«Θέλω να θυμάσαι πάντα , πως ότι τραβάμε τώρα , το τραβάμε εξ αιτίας σου!» αντήχησε , το μουρμουρητό του Ντομ σε όλο το γκαράζ. Μόλις άνοιξε η πόρτα , τους πλημύρισε η μπόχα. 
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου