Τρίτη 2 Ιουνίου 2015

1. Η Επόμενη μέρα



Τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα και συνηδειτοποίησε ότι βρισκόταν μέσα στη μπανιέρα. Έκανε κρύο μέσα στο μπάνιο. Λύγισε τα πόδια του και έπιασε το μουσκεμένο κεφάλι του. «Τζερμ» , ψέλλισε. «Τζερμ Τιλτ». Κοίταξε παράξενα το πάτωμα της μπανιέρας και έσφιξε τα χερούλια της ώστε να σηκωθεί. «Τζερμ Τιλτ» , βόγκηξε καθώς τα πόδια του στηρίζονταν στον πάτο της μπανιέρας. Τι στο καλό είχε συμβεί; Σηκώνοντας αργά πρώτα το δεξί και μετά το αριστερό του άκρο,  κατόρθωσε να βγει έξω. Εκεί , αποσβολωμένος κοίταξε τα πλακάκια του μπάνιου. Όλα έμοιαζαν εντάξει υπέθετε. Τα χέρια του βέβαια , ήταν μουδιασμένα ακόμα από τον ύπνο. Μα γιατί ξύπνησα μέσα στη μπανιέρα; Ξαναρώτησε τον εαυτό του , σαν να περίμενε ότι κάποιος θα του απαντούσε. «Τζερμ Τιλτ. Φοιτητής Φιλολογίας , στο πανεπιστήμιο της Γκόλντβιλλ». Χαρούμενος που θυμόταν ποιος ήταν , έσυρε το βήμα του μέχρι το νιπτήρα. Το βλέμμα του έπεσε στον καθρέφτη. Παρατήρησε τον εαυτό του. Φορούσε ένα σκισμένο και γεμάτο σκούρα σημάδια φανελάκι. Κι όμως , θυμόταν ότι φορούσε ένα κίτρινο ανοιχτό πουκάμισο χθες βράδυ. Προσπέρασε αυτή τη λεπτομέρεια , και έδωσε βάση στο κουρασμένο πρόσωπό του. Μαύροι κύκλοι κάτω από τα μάτια του φανέρωναν την κόπωση του , αλλά και το πόσο άβολα μπορεί να κοιμηθεί κάποιος σε μία μουσκεμένη μπανιέρα. Τα μαλλιά του στέκονταν διάσπαρτα ,  ανακατεμένα και βρεγμένα , ενώ λίγο ξεραμένο αίμα γινόταν αισθητό στο μάγουλό του. Γενικά είχε πολλές γρατζουνιές στο σώμα του και αυτό τον παραξένευε. Αλλά πιο πολύ τον παραξένευε που το μυαλό του δεν είχε καμία λογική εξήγηση για το ότι συνέβαινε εκείνη τη στιγμή ή για το τι είχε συμβεί το προηγούμενο βράδυ. Προσπάθησε να ηρεμήσει. Πήρε βαθιές ανάσες και ετοιμάστηκε να ανοίξει την πόρτα του μπάνιου. Ότι και να έβρισκε στο σαλόνι , θα το αντιμετώπιζε με ηρεμία και νηφαλιότητα. Το πρώτο σοκ είχε περάσει και αυτό ήταν η δική του εξωτερική αμφίεση.

Άρπαξε το πόμολο της πόρτας και με περισσή δύναμη το τράβηξε. Μάταια. Η πόρτα δεν άνοιξε. Κλειδωμένη; Συνέχισε να κατεβάζει με δύναμη το χερούλι , αλλά η πόρτα του μπάνιου παρέμενε αμετακίνητη. Έψαξε πάνω του για το κλειδί αλλά δεν βρήκε τίποτα. Για να βγει έξω θα έπρεπε να σπάσει την πόρτα που του έκλεινε διάπλατα το δρόμο. Και αυτό θα έκανε. Οι προσπάθειες να την ανοίξει κόσμια σταμάτησαν και άρχισε να παίρνει φόρα και να πέφτει πάνω στην άσπρη θύρα που τον εγκλώβιζε μέσα στην τουαλέτα. Μετά από τρεις μάταιες συγκρούσεις με το εμπόδιό του , σταμάτησε και κοίταξε ξανά όλο το δωμάτιο. Έπρεπε να βγει έξω και ακολούθως να προσπαθήσει να θυμηθεί τι είχε συμβεί τη νύχτα. Φορτισμένος από τη σκέψη και την αγανάκτηση όρμησε στην πόρτα με περίσσια δύναμη. Τα επόμενα δευτερόλεπτα άκουσε μερικά κρακ και όσο ήταν πάνω στην πόρτα ένιωσε να αιωρείται. Τις λίγες στιγμές που βρισκόταν στο μεταίχμιο ανάμεσα στο μπάνιο και το σαλόνι του κοίταξε γύρω του. Το μικρό διαμέρισμά του βρισκόταν σε ένα μικρό χαμό. Η πόρτα προσέκρουσε στο πάτωμα και εκείνος έβγαλε μία κραυγή απόγνωσης. Πρώτα είδε τον καναπέ. Στεκόταν στη μέση του χώρου , γεμάτος σχισίματα. Το χαλί είχε λεκέδες από σάλτσες αλλά και ποτό. Μπουκάλια ουίσκι βρίσκονταν διάσπαρτα και ορθάνοιχτα στο χώρο , ενώ η λάμπα κρεμόταν περίεργα από το ταβάνι. Σηκώθηκε ξαφνιασμένος από όλη αυτή την εικόνα και έτσι σοκαρισμένος , έπεσε στον καναπέ. Γιατί δε θυμόταν τίποτα; Τουλάχιστον θυμόταν ποιος ήταν. Αλλά η προηγούμενη βραδιά είχε διαγραφεί μία και καλή από τη μνήμη του. Ήθελε να ουρλιάξει. Το μικρό σπίτι του ήταν βανδαλισμένο και ο ίδιος είχε κοιμηθεί κλειδωμένος μέσα στη μπανιέρα του. Το κινητό του! Αυτό θα είχε την απάντηση! Έπρεπε να ανακαλύψει με ποιους είχε συνομιλήσει και να πάρει τηλέφωνο κάποιον για να του λύσει τις απορίες. Επίσης έπρεπε να μάθει τι είχε συμβεί στο σπίτι του , αλλά και να το συγυρίσει.

Σηκώθηκε αποφασισμένος , βρήκε το κινητό του στη βιβλιοθήκη και πρόσεξε όλες τις αναπάντητες κλίσεις. Αρχικά διάβασε τα ονόματα που τον είχαν καλέσει.Έντρομος , άφησε για ένα λεπτό τη συσκευή ξανά κάτω. «Είμαι νεκρός…» , μουρμούρισε. Χθες είχε επέτειο με την κοπέλα του , τη Μελίσσα. Έκλειναν έναν χρόνο. Και αντί να ξυπνάει δίπλα της ή τουλάχιστον σε μία φυσιολογική κατάσταση που να υποδεικνύει ότι πέρασαν μία όμορφη νύχτα , ξύπνησε σε αυτό το τραγικό χάλι. Οι εφτά από τις δέκα κλήσεις , ανήκαν σε εκείνη. Μάλιστα είχε αφήσει και ένα μήνυμα στον αυτόματο τηλεφωνητή. Με θλίψη πίεσε την επιλογή ακρόασης. Θα το άκουγε , έτοιμος να τη χάσει για πάντα. Έτσι κι αλλιώς ένιωθε ότι ποτέ δεν την ικανοποιούσε. Ήταν μία κινητή αποτυχία , και η κοπέλα του όσο και αν τον αγαπούσε πολύ,  κάποια στιγμή θα απηυδούσε μαζί του. Τώρα μάλλον είχε φτάσει η στιγμή. Είχε καταστρέψει την επέτειό τους. «Αγάπη μου! Τζέρμυ μου!» , άκουσε τη φωνή της απορημένος. «Ακόμα κοιμάσαι κατεργαράκο; Κουράστηκες έτσι; Χεχε  , λογικό γλυκέ μου!». Δεν καταλάβαινε τίποτα πλέον. «Λοιπόν , θέλω να ξέρεις ότι πέρασα υπέροχα χθες , δεν έχω περάσει ποτέ ξανά τόσο όμορφα!» , το μήνυμα συνέχιζε να ακούγεται στα αυτιά του. Η φωνή της Μελίσσα , ήταν τόσο γλυκιά και τρυφερή. Σαν να μην είχε συμβεί τίποτα περίεργο χθες. Ο Τζερμ χαμογέλασε λιγάκι και ύστερα συνέχισε να ακούει το μήνυμα. «Πάρε με τηλέφωνο μόλις ξυπνήσεις Τζέρμυ μου , σε αγαπώ πολύ! Η Μελισσούλα σου». Τίναξε το κεφάλι του και ξάπλωσε στον καναπέ. Έπρεπε να σκεφθεί τι είχε γίνει το προηγούμενο βράδυ. Θα το έπαιρνε απ’ την αρχή.
Είχε ραντεβού με τη Μελίσσα γύρω στις οχτώ και μισή έξω από ένα γνωστό εστιατόριο , το Σόλε Ντ’ Όρο. Θυμήθηκε ότι κατευθύνθηκε προς τα εκεί με το μικρό του αυτοκίνητο. Αλλά μετά…όλα θόλωναν. Προσπάθησε να συγκεντρωθεί. Τότε άκουσε για πρώτη φορά το τρίξιμο. Τινάχτηκε από τον κουρελιασμένο καναπέ και κοίταξε μέσα. Το δωματιάκι του. Είχε ξεχάσει να το ελέγξει. Ένα δεύτερο τρίξιμο ακούστηκε από εκεί. «Η λύση στα προβλήματά μου!» , αναφώνησε. Ίσως κάποιος φίλος του να βρισκόταν στο δωμάτιο. «Μάικλ , είσαι μέσα; Εσύ είσαι; Νέητ; Πες μου ότι είσαι εσύ!» φώναξε καθώς πηδούσε πάνω από ένα μπουκάλι. Με την ελπίδα ότι ένα από τα δύο φιλαράκια του βρισκόταν στο δωμάτιο μπήκε μέσα και κοίταξε γρήγορα το κρεβάτι του.

Πάνω στο κρεβάτι βρισκόταν γυμνή μία κοκκινομάλλα. «Καλημέρα Τζερμούλη!» , είπε τσαχπίνικα. Δεν το πίστευε. Η κοπέλα ήταν γύρω στα 25 με 30 , με καμπύλες. Ήταν από τις κοπέλες που ποτέ δε θα τολμούσε να την πέσει. Πόσο μάλλον να τη φέρει στο σπίτι του και να την αφήσει ολόγυμνη μέχρι το πρωί πάνω στο κρεβάτι του. Ακόμα και αν τα έκανε όλα αυτά…γιατί να τα κάνει την ημέρα της επετείου του με την Μελίσσα. «ΠΟΙΑ ΕΙΣΑΙ ΠΑΛΙ ΕΣΥ;» ούρλιαξε έντρομος στη σκέψη και μόνο του τι είχε κάνει. «Τζερμούλη γιατί με εγκατέλειψες εδώ και έφυγες τρέχοντας;» η κοπέλα αγνόησε τα λόγια του και εκφράστηκε παραπονιάρικα. Το ύφος της ήταν πολύ γλυκό αλλά συγκρατήθηκε. «Πες μου σε παρακαλώ ποια είσαι και τι κάνεις εδώ..» , αγχώθηκε. Τι άλλο είχε κάνει; «Είσαι και πλακατζής βρε χαζούλη μου~!» , με το γατίσιο βλέμμα της σηκώθηκε και τον αγκάλιασε. Ο Τζερμ πανικοβλημένος , άρπαξε τα χέρια της και τα έβγαλε από το λαιμό του. «Λυπάμαι , ότι κι αν έγινε μεταξύ μας χθες , δε θυμάμαι τίποτα» , αποφάσισε να είναι ειλικρινής. «Και έχω κοπέλα» , ίσως παραήταν ειλικρινής με αυτό , άλλος στη θέση του , αν έβρισκε μία τέτοια θεά γυμνή στο κρεβάτι του , θα το εκμεταλλευόταν στο έπακρο. Αλλά ο Τζερμ ήταν ο Τζερμ. Και αγαπούσε τη Μελίσσα. Τη φοβόταν επίσης. «Τζερμ….σταμάτα τα αστεία και έλα…» , εκείνη όμως δεν έδειχνε να πτοείται. «Λες αλήθεια;» ή ίσως και όχι. Μάλλον κατάλαβε ότι έλεγε την αλήθεια. «Συγγνώμη , δεν έχω καμία ιδέα του τι έγινε χθες. Καταρχάς…πώς σε λένε;» , τώρα μάλλον όδευαν προς εκεί που ήθελε. Προφανώς ή πολύ τίμιος ήταν ή πολύ βλάκας. «Λουίζα…» , μετά από μερικές στιγμές σιωπής , ήρθε και η απάντησή της. «Πάλι τα έκανα μαντάρα…» , σκέφτηκε , όσο εκείνη τραβιόταν από κοντά του. Ντροπιασμένη τυλίχτηκε με το σεντόνι. «Κοίτα…μη νιώθεις άβολα…χθες πρέπει να έγιναν πολλά , μόνο που δε θυμάμαι τίποτα». Τώρα ο Τζερμ προσπαθούσε να τα μπαλώσει. Μα ήταν αργά.

Εκείνη τη στιγμή , σαν ξαφνική αναλαμπή , του ήλθε στο μυαλό. Σαν να είχε ξυπνήσει από κάποιο εφιάλτη , αντίκριζε τα γυμνά στήθη της Λουίζας. Ναι αυτό είχε συμβεί. Σοκαρισμένος , την παράτησε σύξυλη πάνω στο κρεβάτι και έτρεξε έξω στο σαλόνι. Εκεί αντίκρισε τα σπασμένα μπουκάλια , τον ταλαιπωρημένο καναπέ και το λερωμένο πάτωμα. Τρομαγμένος από όλα αυτά έτρεξε στην τουαλέτα έκλεισε με κρότο την πόρτα , κλείδωσε και πέταξε το κλειδί στην τουαλέτα. Ύστερα κρύφτηκε μέσα στην μπανιέρα και άνοιξε το ντουζ. Ίσως με το κρύο νερό ερχόταν στα συγκαλά του. Εκεί όμως μάλλον τον πήρε ο ύπνος. Δε θυμόταν βέβαια τι συνέβη πιο πριν , αλλά τουλάχιστον είχε καταφέρει να ξεκλειδώσει μία μικρή γωνίτσα της μνήμης του.
«Λουίζα , καλύτερα να φύγεις» , τώρα μόνο αυτό έμενε να κάνει. «Ίσως χθες μέθυσα και σε έφερα σε δύσκολη θέση , αλλά τώρα θέλω να απολογηθώ. Δε..δεν ξέρω τι να πω..» . «Τα ρούχα μου…» , τώρα η κοπέλα απέναντί του είχε χάσει το σέξυ ύφος της και ήταν δυσαρεστημένη αλλά και  τρομαγμένη. «Τα ρούχα μου Τζερμ…αν είναι αυτό το πραγματικό σου όνομα…» , ήταν φανερά καχύποπτη. «Μα ναι φυσικά! Τζερμ με λένε!» , ότι και να έλεγε όμως , είχε λερωμένη σίγουρα τη φωλιά του. «Τα ρούχα μου Τζερμ…βρίσκονται στο αυτοκίνητό σου!» συνέχισε το λόγο της με σκυμμένο κεφάλι.
Φέρνοντας τα ρούχα της άτυχης Λουίζας από το αυτοκίνητο στο διαμέρισμά του , σκεφτόταν τις συνέπειες των πράξεων του. Ήταν απαίσιος , έφερε μία κοπέλα στο σπίτι του γυμνή και την άφησε όλη νύχτα στο κρεβάτι. Διέλυσε το σαλόνι του και κοιμήθηκε στην μπανιέρα. Τουλάχιστον η Μελίσσα πέρασε καλά. Η Λουίζα ντύθηκε γρήγορα και ντροπιασμένη πήγε να φύγει. Αλλά μπορούσε να την αφήσει έτσι; Έπρεπε να απολογηθεί πιο κόσμια. Ήταν ατσούμπαλος και ίσως όχι ο πιο έξυπνος άνθρωπος στη γη , αλλά ας ήταν ευγενικός. Της το χρωστούσε. «Λουίζα , δεν ξέρω πώς φέρθηκα χθες το βράδυ , αλλά θα ήθελα να γνωρίσεις τον πραγματικό μου εαυτό. Αν θέλεις πάμε για κάποιο καφέ , εκεί ίσως μου εξηγήσεις και τι πραγματικά έγινε!» . Επιτέλους , μίλησε σαν άνδρας! Επιτέλους φέρθηκε φυσιολογικά και ευγενικά! «Θα κεράσω φυσικά!» πρόσθεσε. «Και δε θα σε αφήσω γυμνή να με περιμένεις , το υπόσχομαι!» , αυτό την έκανε να γελάσει λίγο. «Εντάξει Τζερμ , για να μην νομίζεις ότι είμαι ξινή , γράψε το τηλέφωνό μου!» απάντησε επιτέλους εκείνη. «Α , και συγγνώμη για το σπασμένα μπουκάλια ουίσκυ!» είπε ανακτώντας την τσαχπίνικη και παιχνιδιάρικη ματιά της. Καθώς έφευγε ανάλαφρα από τις σκάλες , ο Τζερμ κοιτούσε με απορία το χαρτάκι με τον αριθμό της. Έπρεπε να βγουν σύντομα για καφέ , μήπως και του αποκάλυπτε τι έγινε την προηγούμενη μοιραία νύχτα. Προς το παρόν , έπρεπε να μαζέψει το σαλόνι του και να καλέσει τη Μελίσσα. Ενώ νύχτωνε , ένα πράγμα ήταν σίγουρο για τον Τζερμ Τιλτ. Ότι και να έκανε την προηγούμενη ημέρα , εκείνη τη στιγμή , είχε καλές σχέσεις με δύο διαφορετικές γυναίκες , την κοπέλα του και μία αιθέρια ύπαρξη… Ποιος να το πίστευε!!;

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου