Παρασκευή 31 Ιουλίου 2015

8. Η κυρία Κλαιρ


«…Είναι εξάλλου ευρέως γνωστό πως η μοναδική λύση είναι να καταπολεμήσεις το πρόβλημα στη ρίζα του! Βέβαια εσύ έχεις τα πτυχία και τη γνώση , όχι εμείς… Αλλά μην αγνοείς τις συμβουλές μας , να σε βοηθήσουμε θέλουμε! Α , μιας και το ‘φερε η κουβέντα , σκέφτομαι να περάσω το απόγευμα από το σπίτι σου! Η ξαδέλφη της Τάνια θέλει να της φέρω κάτι πλεκτά , οπότε θα κατέβω στο κέντρο αναγκαστικά. Άρα θα περάσω κι από εσένα , δεν πιστεύω να έχεις κάποιο πρόβλημα; Αν έχεις θα το καταλάβω , απλά είναι κρίμα τώρα που έχεις γυρίσει στην πόλη και είσαι κοντά μας να μη σε βλέπουμε καθόλου καρδιά μου! Τα χρόνια περνούν και μαζί με αυτά μεγαλώνουμε , ας μη χάνουμε τις στιγμές! Ξέρεις ο πατέρας σου έβλεπε τις φωτογραφίες με εσένα και την αδερφή σου και αναπολούσε τα παιδικά σας χρόνια… Νάταλι με ακούς ή μιλάω μόνη μου τόση ώρα; ΝΑΤΑΛΙ!»
Το τηλέφωνο βρισκόταν εδώ και δέκα λεπτά στην ανοιχτή ακρόαση αλλά η κυρία Δάφνη Νετ μόλις που αντιλήφθηκε πως η κόρη της είχε στραμμένη την προσοχή της αλλού.
«ΝΑΤΑΛΙ , πού είσαι; Μη ΜΟΥ ΠΕΙΣ ότι με αγνοείς; ΤΙΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ ΤΗΣ ΜΑΝΟΥΛΑΣ; Γιατί μου το κάνεις αυτό… Νιώθουμε πως σε χάνουμε Νάταλι , τόσα χρόνια έλειπες μακριά και τώρα που είσαι κοντά μας…» , ψεύτικοι λυγμοί άρχισαν να ακούγονται από το τηλέφωνο όσο η Νάταλι παρατούσε όλα της τα γραπτά και τα βιβλία και έτρεχε προς τη συσκευή.
«Έλα μαμά , τι έγινε; Συγγνώμη χτύπησε η εξώπορτα και έπρεπε να ανοίξω. Φυσικά σε άκουγα τόση ώρα!» , η εξώπορτα ήταν ένα αρκετά πειστικό ψέμα για να σταματήσουν –προσωρινά- οι υστερίες.
«Αχ κοριτσάκι μου , μας κάνεις και ανησυχούμε , ελπίζω να πηγαίνουν όλα καλά στη ζωή σου…Πότε θα βρεις ένα καλό και τίμιο παλικάρι να φτιάξετε την τύχη σας και μία οικογένεια;».
«Μαμά , άρχισες πάλι; Εδώ δουλεύω , δεν έχω μπλέξει ούτε με ναρκωτικά ούτε με αλήτες. Οπότε ηρέμησε! Το σαββατοκύριακο εξάλλου σας επισκέφθηκα! Αν τα καταφέρω ίσως έρθω και αυτή την Κυριακή!».
«Μωρό μου…συγγνώμη… η μανούλα ανησυχεί…» , οι ψεύτικοι λυγμοί επανήλθαν. «Θα έρθω λοιπόν σήμερα το απόγευμα να τα συζητήσουμε όλα…Απλά μας λείπεις!»
«Εεεε καλά μαμά , μετά τις εφτά θα είμαι σπίτι λογικά , πέρνα για λίγο!».
«Αχ , αγάπη μου με χαροποιείς αφάνταστα! Θα τα πούμε στις εφτά στο σπίτι σου λοιπόν. Καλή δουλειά! Δε σε ενοχλώ άλλο!».
Αχ , η μητέρα της Νάταλι πάντα ήταν υπερπροστατευτική… Παρόλα αυτά , δεν την εμπόδισε ποτέ στα όνειρά της. Ούτε ο πατέρας της. Μεγάλωσε στα προάστια της Γκόλντβιλλ και όταν τέλειωσε το σχολείο έφυγε για μία μακρινή πολιτεία ώστε να σπουδάσει ψυχολογία. Με το πέρας των σπουδών της , επέστρεψε στην πόλη με όνειρα να ανοίξει το δικό της ιατρείο. Έτσι και έγινε. Τους χρωστούσε τα πάντα λοιπόν , ποιος να τους κατηγορήσει που ήθελαν να τη βλέπουν; Η μικρή της αδερφή η Άντζελα είχε επίσης φύγει για σπουδές πριν δύο χρόνια , οπότε η μοναξιά ολοένα και αυξανόταν για εκείνους. Δε χρειαζόταν πτυχίο ψυχολόγου για να το καταλάβει κανείς. Οπότε…
Αφού το κανόνισε αυτό έπρεπε να βάλει σε τάξη και το υπόλοιπο σημερινό της πρόγραμμα. Ήταν έντεκα το πρωί , είχε μία ώρα κενό μέχρι να έρθει ο επόμενος ασθενής και πολύ χαρτούρα μπροστά της.
Μερικοί λογαριασμοί , περιπτώσεις και φάκελοι ασθενών και πιο πίσω ένα κινητό να δονείται χωρίς παύση. Ενοχλημένη από αυτό το άρπαξε και πήγε να το τοποθετήσει σε λειτουργία πτήσης ή να το κλείσει και εντελώς. Είχε δουλειά.

Λίγο πριν πατήσει το μοιραίο κουμπί , παρατήρησε ποιος έστελνε τα μηνύματα. Η κολλητή της η Άμπι είχε τρελαθεί και έστελνε κάθε δευτερόλεπτο τουλάχιστον τρία μηνύματα. Λες να συνέβη κάτι; Η Νάταλι είχε μπει στον πειρασμό.
«Τι θέλεις; Τι στέλνεις τόση ώρα;» φώναξε στο τηλέφωνο εκνευρισμένη μα και ανήσυχη.
«Νατ! Με ακούς;» ακούστηκε στο βάθος η φωνή της φίλης της.
«ΝΑΙ!» .
«Έλα γρήγορα στην οδό Φράνκλιν 32!».
«Είσαι σοβαρή; Έχω δουλειά!».
«Είναι σοβαρό Νάταλι! ΕΙΝΑΙ ΣΟΒΑΡΟ , ΕΛΑ ΤΡΕΧΟΝΤΑΣ!». Πριν προλάβει να αρθρώσει λέξη το τηλέφωνο είχε κλείσει. «Τι διάολο;» μουρμούρισε.
Γρήγορα κάλεσε τον Δόκτωρ Κάλιστερ που είχε ραντεβού μαζί του στις δώδεκα και τέταρτο για να το ακυρώσει. Λυπούταν που θα το έκανε αυτό , γιατί ο καθηγητής Κάλιστερ ήταν από τους πιο πρόθυμους ασθενείς και με κάποιο σύμπτωμα διπλής προσωπικότητας και κοπώσεως. Έπρεπε να ανακαλέσει και ένα ή δύο ραντεβού ακόμα για παν ενδεχόμενο. Ανάθεμά σε Άμπι.
Το μικρό της ροζ αυτοκίνητο σχεδόν πήρε φωτιά όπως διέσχιζε τη μεγάλη λεωφόρο. Ήλπιζε να ήταν κάτι τρομαχτικά σοβαρό , αλλιώς θα τη σκότωνε. Η Άμπι ήταν η παιδική της φίλη και είχε μετακομίσει πρόσφατα και αυτή στο κέντρο της Γκόλντβιλλ.
Προσπαθούσε - ή έτσι έλεγε τουλάχιστον - να βρει δουλειά κάπου , αλλά προς το παρόν τη ζούσαν οι γονείς της και μερικά δανεικά της Νάταλι. Σύχναζε στα κλαμπ της πόλης τα βράδια και συνήθως τέτοια ώρα κοιμόταν. Τι στο καλό να ήθελε τώρα;
Η οδός Φράνκλιν , βρισκόταν στα δυτικά προάστια της πόλης και ήταν αρκετά μεγάλη. Η Νάταλι βρήκε εύκολα θέση για να παρκάρει και ταχύτατα πετάχτηκε έξω από το αυτοκίνητο. Για καλή της τύχη σήμερα φορούσε αθλητικά παπούτσια και μπόρεσε να τρέξει ως τον αριθμό 32. Παραλίγο να σκοντάψει βέβαια στην πορεία και να της πέσουν τα γυαλιά , μα ευτυχώς συγκρατήθηκε.
Ο αριθμός 32 ήταν μία ακόμα πολυκατοικία. Μας κοροϊδεύεις Άμπι; Έβγαλε το κινητό και πληκτρολόγησε γρήγορα τον αριθμό της. Μόνο που δεν απαντούσε κανείς. Τσατισμένη το έκλεισε και ξαναπροσπάθησε. «Νάταλι; Έλα με ακούς;».
«ΕΓΩ ΣΕ ΑΚΟΥΩ! Εσύ γιατί δεν απαντάς; Πού θέλεις να έρθω;».
 «Χίλια συγγνώμη αλλά όπως σου είπα με έχει πρήξει.» , ο ψιθυριστός τόνος της φωνής της απείχε πολύ από μία ένδειξη κινδύνου. Κάτι της έλεγε ότι τζάμπα είχε έρθει.
«Τι; Ποιος σε έχει πρήξει; Δεν καταλαβαίνω , πες μου πού να χτυπήσω , είμαι από κάτω».
«Πάτα το κουδούνι που γράφει Μπάρνεϋ Κρίσμας».
Στον τέταρτο όροφο του κτηρίου βρισκόταν το διαμέρισμα αυτού του Μπάρνεϋ. Η Νάταλι λίγα δεν καταλάβαινε γιατί βρισκόταν εκεί. Πλησίαζε σχεδόν δώδεκα και το αίμα της ανέβαινε σιγά σιγά στο κεφάλι. Ανέβηκε με τις σκάλες και φτάνοντας στον όροφο , βρήκε την πόρτα ορθάνοιχτη. Μπαίνοντας μέσα παρατήρησε έναν άνδρα που φορούσε μόνο το μποξεράκι του και κοιμόταν σε έναν μπλε καναπέ. Γυρνώντας το κεφάλι θα έβρισκε και την Άμπι τυλιγμένη σε ένα μπουρνούζι , ενώ δίπλα της βρισκόταν μία μεγαλύτερης ηλικίας γυναίκα να της κάνει κήρυγμα.
«ΧΑ! Ορίστε κυρά μου! Χρειάζεστε ψυχολόγο! Να τι χρειάζεστε! Σας έφερα λοιπόν τη ψυχολόγο! Ήρθατε ως εδώ να μου βάλετε τις φωνές! Εγώ παρέσυρα τον γιο σας; Ω Νάταλι πες της επιτέλους ότι είναι άρρωστη , με έχει πρήξει!». Η Νατ σάστισε.
«Τι;» ψέλλισε. «Ποια είναι αυτή; Καμία άλλη ξεμυαλίστρα φίλη σου; Έχετε τυλίξει το γιο μου σε μία κόλλα χαρτί! Κοιτάξτε τον πως κατάντησε!! Ένα πρεζάκι του δρόμου εξαιτίας σας!» , η άλλη γυναίκα έμοιαζε γύρω στα πενήντα. Ήταν περιποιημένη και φορούσε ένα μπεζ ταγέρ. Κατά τ ’άλλα και εκείνη και η κολλητή της παραληρούσαν. Η Νάταλι έπρεπε να βάλει ένα τέλος σε όλα αυτά γιατί θα τρελαινόταν επίσης.
«Κυρίες μου , δεν καταλαβαίνω τι γίνεται , αλλά μπορείτε να μου πείτε γιατί τσακώνεστε;» .
«Εσείς οι ξεδιάντροπες παρασέρνεται το γιο μου σε ακολασίες! Ξέρετε ποιος είναι ο πατέρας του; Ξέρετε;». «Πολύ θα ήθελα να μάθω»,  είπε ειρωνικά η Άμπι. «Ο άνδρας μου είναι ο Ρόμπερτ Κρίσμας δεσποινίδες μου!».
«Μου το έχεις πει ίσα με δέκα φορές την τελευταία ώρα…» , είπε με ένα χασμουρητό η Άμπι. «Ακόμα δεν καταλαβαίνω τι με θέλετε εδώ;  Άμπι , είχα δουλειά , γιατί με έφερες εδώ;» . «Χίλια συγγνώμη Νατ αλλά όπως σου είπα , η τύπισσα με έπρηξε , χρειάζεται ψυχολόγο. Λέει ότι πότισα το βλάκα το γιο της από εδώ και τον αποπλάνησα» , απάντησε δείχνοντας τον τύπο που εμφανέστατα δεν καταλάβαινε τίποτα από όσα γίνονταν γύρω του.
 «Βλάκας ο γιος μου μικρή; Εσύ φταις! Ακούς εκεί χρειάζομαι ψυχολόγο! Θες να μου πεις ότι η φίλη σου είναι ψυχολόγος;» , γέλασε.
«Όντως…» , πήγε να πει η Νάταλι , αλλά διακόπηκε βίαια.
«Ως εδώ ήταν μέγαιρα , εγώ φεύγω και κράτα τον γιο σου , χτες τον γνώρισα και κοίτα τον έχει ταυλιαστεί τόση ώρα , δεν είναι παρά ένας κοινός ναρκομανής!»  , είπε και εγκατέλειψε το σαλόνι. Η πρεσβύτερη κυρία την λοξοκοίταξε με την πιο δολοφονική ματιά και σίγουρα  , αν δεν ήταν της καλής κοινωνίας ,  θα τη χαστούκιζε. Ο γιος της άρχισε να ροχαλίζει μετά από τόση ώρα αποχαύνωσης και η Νάταλι θυμωμένη που την είχαν φέρει χωρίς λόγο εκεί πέρα μπήκε στο δωμάτιο που η Άμπι ντυνόταν.
«Αχ , φιλενάδα με έσωσες , η τύπισσα μπήκε μέσα και μας έπιασε να κοιμόμαστε στον καναπέ. Έκανε σαν να πηγαίνουμε γυμνάσιο , έλεος! Ο Μπάρνεϋ ήταν καλός χθες αλλά το ξημέρωμα μίξαρε δυο τρεις ουσίες και έγινε χάλια. Οπότε η μάνα του , η κυρία Κλαιρ , θεώρησε πρέπον να μου ρίξει το φταίξιμο. Εγώ δυο τσιγαράκια έκανα Νατ , τα κλασικά , αλλά τώρα η μουρλή… Θέλει ψυχολόγο. Ανέλαβέ τη. Πάρτη τώρα μαζί σου. Εγώ φεύγω από εδώ.» Η Άμπι έβαλε το καλσόν της πήρε την τσάντα της και έφυγε. Μόνη στο ξένο δωμάτιο η Νάταλι κοίταξε απορημένη το ταβάνι.
«Πρέπει να σταματήσω να είμαι τόσο πρόθυμη» , αναστέναξε. 






ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου